ΜΕΡΩΔΑΧ
(Μερωδάχ).
Ο εβραϊκός τύπος του ονόματος του Μαρντούκ, του σημαντικότερου βαβυλωνιακού θεού, του οποίου η πτώση προειπώθηκε ότι θα συνέπιπτε με την ανατροπή της Βαβυλώνας.—Ιερ 50:2.
Οι Βαβυλώνιοι βασιλιάδες Μερωδάχ-βαλαδάν (Ησ 39:1) και Εβίλ-μερωδάχ (2Βα 25:27) πήραν αναμφίβολα το όνομά τους από αυτόν το θεό. Όταν η Βαβυλώνα απέκτησε μεγαλύτερη εξοχότητα λόγω του ότι ο Βασιλιάς Χαμουραμπί την κατέστησε πρωτεύουσα της Βαβυλωνίας, αυξήθηκε αντίστοιχα και το κύρος του Μερωδάχ. Του προσδόθηκαν χαρακτηριστικά προγενέστερων θεών, και πιστεύεται ότι οι Βαβυλώνιοι ιερείς τροποποίησαν τις μυθολογικές αφηγήσεις, αποδίδοντας στον Μερωδάχ το φόνο της Τιαμάτ και παρουσιάζοντάς τον ως δημιουργό του κόσμου και του ανθρώπου. Βαβυλωνιακά κείμενα προσδιορίζουν τον Μαρντούκ (Μερωδάχ) ως γιο του Έα (του θεού που είχε τον έλεγχο του υγρού στοιχείου), σύζυγο της Σαρπανιτού και πατέρα του Νεβώ.
Υπήρχε άμεση σχέση ανάμεσα στην άσκηση του βασιλικού αξιώματος στη Βαβυλώνα και στο ομοίωμα του Μερωδάχ που υπήρχε στο ναό του, τον Εσαγκίλα, διότι οι ηγεμόνες της Βαβυλώνας δεν ενθρονίζονταν με στέψη, αλλά αναγορεύονταν βασιλιάδες πιάνοντας το χέρι του Μερωδάχ. Η τελετή επαναλαμβανόταν κάθε χρόνο στη γιορτή του Νέου Έτους. Ακόμη και όταν η Βαβυλωνία βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Ασσυρίας, οι βασιλιάδες της Ασσυρίας όφειλαν να πηγαίνουν στην πόλη της Βαβυλώνας κάθε χρόνο για να παρίστανται στη γιορτή του Νέου Έτους και να νομιμοποιούν τις αξιώσεις τους για το θρόνο πιάνοντας το χέρι του Μερωδάχ.
Ο προφήτης Ιερεμίας προείπε αναφορικά με την πτώση της Βαβυλώνας ότι ο Μερωδάχ θα “τρομοκρατούνταν”. Αυτό επαληθεύτηκε με την έννοια ότι ο Μερωδάχ αποδείχτηκε ανίκανος να περιφρουρήσει το κύρος της Παγκόσμιας Δύναμης της Βαβυλώνας. Λαμβανομένου υπόψη δε ότι οι κατακτητές της Βαβυλώνας λάτρευαν άλλους θεούς, το μέλλον του Μερωδάχ κατέστη πολύ αβέβαιο και δυσοίωνο.—Ιερ 50:2· βλέπε ΒΗΛ· ΘΕΟΙ ΚΑΙ ΘΕΕΣ (Βαβυλωνιακές Θεότητες).