ΝΩΧΑ
(Νωχά) [από μια ρίζα που σημαίνει «αναπαύομαι· κάθομαι»].
Ο τέταρτος στη σειρά κατονομαζόμενος γιος του Βενιαμίν. (1Χρ 8:1, 2) Δεδομένου ότι το όνομά του δεν περιλαμβάνεται μεταξύ εκείνων που αναγράφονται στο 46ο κεφάλαιο της Γένεσης, το πιθανότερο είναι να γεννήθηκε έπειτα από τη μετάβαση της οικογένειας στην Αίγυπτο. Ορισμένοι υποθέτουν ότι «Νωχά» ήταν ένα άλλο όνομα του Σεφουφάμ ή ότι ο Νωχά ήταν απόγονός του.—Αρ 26:39.