ΠΛΑΤΑΝΟΣ
[εβρ., ‛ερμών].
Επιβλητικό δέντρο το οποίο φτάνει σε ύψος περίπου τα 20 μ., έχει δε πολύ απλωτά κλαδιά και πλατιά, βαθυπράσινα φύλλα που μοιάζουν με του αμπελιού και κάνουν εξαιρετικό ίσκιο. Η περίμετρος του κορμού φτάνει πολλές φορές τα 3 ως 4 μ. Ο εξωτερικός φλοιός του πλάτανου (πλάτανος η ανατολική [Platanus orientalis]) ξεφλουδίζει κάθε χρόνο κατά λωρίδες ή τμήματα, αφήνοντας εκτεθειμένο το λείο, υπόλευκο εσωτερικό φλοιό που βρίσκεται από κάτω.
Η ονομασία αυτού του δέντρου στην εβραϊκή πιθανώς προέρχεται από το ρήμα ‛αράχ, που σημαίνει «απογυμνώνω· ξεσκεπάζω». (Σοφ 2:14· Ησ 22:6) Στα εδάφια Γένεση 30:37, 38, λέγεται ότι ο Ιακώβ έβαζε βέργες από πλάτανο, μαζί με βέργες από άλλα δέντρα, μπροστά στα ποίμνια του Λάβαν στη Χαρράν της Συρίας. Με το να τις ξεφλουδίσει, «έκανε να φανεί το άσπρο από τις βέργες», απογυμνώνοντας αυτά τα σημεία.
Ο πλάτανος ήταν συγκρίσιμος, αλλά όχι πραγματικά εφάμιλλος, με το μεγαλοπρεπή κέδρο του Λιβάνου, τον οποίο ο Ιεζεκιήλ χρησιμοποίησε ως σύμβολο του Φαραώ και όλου του πλήθους του.—Ιεζ 31:8.
Οι πλάτανοι συναντώνται δίπλα σε ποταμούς και ρυάκια σε όλη τη Συρία και στην περιοχή της αρχαίας Ασσυρίας, καθώς επίσης, σε μικρότερο βαθμό, στην Παλαιστίνη και στον Λίβανο.