ΠΗΔΑΛΙΟ
Βασικό εξάρτημα του συστήματος διεύθυνσης ενός πλοίου. Τα πηδάλια των αρχαίων ιστιοφόρων ποίκιλλαν σε τύπο και αριθμό. Μερικά ιστιοφόρα είχαν ένα μόνο κουπί πηδαλιουχίας. Συνήθως, όμως, τα ελληνικά και τα ρωμαϊκά πλοία είχαν δύο κωπήρη πηδάλια στην πρύμνη, καθένα από τα οποία μπορούσαν πιθανότατα να το χειρίζονται ανεξάρτητα από το άλλο μέσω ενός σκαρμού (ενός ανοίγματος στην κουπαστή του πλοίου). Όταν το σκάφος αγκυροβολούσε, κρατούσαν τα πηδάλια έξω από το νερό δένοντάς τα με σχοινιά ή με ιμάντες.
Με «πηδάλια» («κωπήρη πηδάλια», NE) διηύθυναν το πλοίο στο οποίο επέβαινε ο Παύλος ταξιδεύοντας προς τη Ρώμη και το οποίο ναυάγησε στη Μάλτα. Έκοψαν τις άγκυρες, και προτού σηκώσουν το πανί της πλώρης, έλυσαν τα σχοινιά, ελευθερώνοντας τα πηδάλια ώστε να μπορέσουν οι ναύτες να κατευθύνουν το πλοίο προς την ακρογιαλιά.—Πρ 27:40.
Ο Ιάκωβος (3:4, 5) δείχνει την τεράστια δύναμη που έχει η γλώσσα να ελέγχει την κατεύθυνση που ακολουθεί ολόκληρο το σώμα κάποιου, παραβάλλοντάς την με το συγκριτικά μικρό πηδάλιο ενός μεγάλου πλοίου.