ΤΡΙΒΟΛΙ
[εβρ. κείμενο, νταρντάρ· ελλ. κείμενο, τρίβολος].
Οι παραπάνω λέξεις των πρωτότυπων γλωσσών αναφέρονται με γενικότερη έννοια σε διάφορα φυτά τα οποία έχουν αγκαθωτά φύλλα με ασύμμετρες άκρες, σκληρούς βλαστούς, καθώς και στρογγυλά ή κυλινδρικά ανθικά κεφάλια με μαλακά και χνουδωτά μοβ, κίτρινα ή λευκά λουλούδια. Ο Αδάμ, μεταγενέστερα δε και οι απόγονοί του, ήταν αναγκασμένος να καταπολεμά τα ενοχλητικά τριβόλια όταν καλλιεργούσε τη γη που ήταν υπό κατάρα. (Γε 3:17, 18) Εφόσον οι σπόροι τους μεταφέρονται με τον αέρα, τα τριβόλια κατακλύζουν εύκολα τις εγκαταλειμμένες και ερημωμένες περιοχές. (Βλέπε Ωσ 10:8.) Ο Ιησούς Χριστός αναφέρθηκε στα τριβόλια όταν χρησιμοποίησε μια παραβολή για να δείξει ότι οι άνθρωποι, όπως ακριβώς και τα φυτά, αναγνωρίζονται από τους καρπούς τους. (Ματ 7:16) Στην Παλαιστίνη, δεν είναι ασυνήθιστο να βλέπει κανείς πολλά τέτοια αγκαθωτά φυτά να παρασύρονται από τους φθινοπωρινούς ανέμους σαν μπάλα, εικόνα στην οποία ίσως παραπέμπουν τα εδάφια Ψαλμός 83:13 και Ησαΐας 17:13.