ΘΕΡΣΑ
(Θερσά) [από μια ρίζα που σημαίνει «ευαρεστούμαι· επιδοκιμάζω»].
1. Μια από τις πέντε κόρες του Μανασσίτη Σαλπαάδ, σύγχρονη του Μωυσή και του Ιησού του Ναυή.—Αρ 26:29, 33· 27:1-7· 36:11, 12· Ιη 17:3, 4.
2. Πόλη στη Σαμάρεια. Αρχαιολογικά στοιχεία φαίνεται να συνηγορούν υπέρ της ταύτισής της με το Τελλ ελ-Φάρα, περίπου 10 χλμ. ΒΒΑ της Συχέμ.
Υπό τις διαταγές του Ιησού του Ναυή οι Ισραηλίτες νίκησαν το βασιλιά της Θερσά. (Ιη 12:7, 24) Αιώνες αργότερα, ο Ιεροβοάμ, ο πρώτος βασιλιάς του βόρειου βασιλείου, μετέφερε την κατοικία του στη Θερσά. (Παράβαλε 1Βα 12:25· 14:17.) Η Θερσά προφανώς παρέμεινε πρωτεύουσα του βόρειου βασιλείου στη διάρκεια της διακυβέρνησης του γιου του Ιεροβοάμ, του Ναδάβ (1Βα 15:25-28), και των διαδόχων του, του Βαασά, του Ηλά και του Ζιμβρί. (1Βα 15:33· 16:5, 6, 8, 15) Ο τελευταίος από αυτούς τους βασιλιάδες, ο Ζιμβρί, αυτοκτόνησε στη Θερσά όταν ο Αμρί κατέλαβε την πόλη. (1Βα 16:17-20) Αφού βασίλεψε στη Θερσά έξι χρόνια, ο Αμρί έχτισε τη Σαμάρεια και την έκανε πρωτεύουσά του. (1Βα 16:23, 24, 29) Εκατόν πενήντα και πλέον χρόνια αργότερα, ο Μεναήμ, κάτοικος της Θερσά, σκότωσε τον Σαλλούμ και έγινε βασιλιάς στη Σαμάρεια.—2Βα 15:14, 17.