ΖΙΒΑ
(Ζιβά).
Ο υπηρέτης του σπιτικού του Σαούλ από τον οποίο ο Δαβίδ, ρωτώντας, έμαθε για τον Μεφιβοσθέ, τον κουτσό γιο του Ιωνάθαν. Ο Δαβίδ έφερε τον Μεφιβοσθέ στην Ιερουσαλήμ και ανέθεσε στον Ζιβά, στους 15 γιους του και στους 20 υπηρέτες του να φροντίζουν την κληρονομιά του Μεφιβοσθέ. (2Σα 9:2-12 [Σχετικά με τις λέξεις «τραπέζι μου», που αναφέρονται στο εδάφιο 11, πιστεύεται γενικά ότι πρόκειται για λανθασμένη αντιγραφή της φράσης «τραπέζι του Δαβίδ». Μια άλλη εκδοχή είναι ότι ο Ζιβά ίσως επανέλαβε κατά λέξη ό,τι είχε πει ο Δαβίδ.]) Όταν ο Δαβίδ έφυγε από την Ιερουσαλήμ εξαιτίας της ανταρσίας του Αβεσσαλώμ, ο Ζιβά τού έφερε μερικές άκρως απαραίτητες προμήθειες—τρόφιμα και ζώα. Εντούτοις, άφησε πίσω τον Μεφιβοσθέ, παρότι εκείνος ήθελε να πάει, και είπε στον Δαβίδ ότι αυτός είχε μείνει επίτηδες στην Ιερουσαλήμ, ελπίζοντας να ανακτήσει τη βασιλεία για λογαριασμό του οίκου του Σαούλ. Ως αποτέλεσμα, χωρίς να ερευνήσει περισσότερο το ζήτημα, ο Δαβίδ μεταβίβασε την περιουσία του Μεφιβοσθέ στον Ζιβά.—2Σα 16:1-4.
Όταν ο Δαβίδ επέστρεψε μετά την καταστολή της ανταρσίας, ο Ζιβά ήταν από τους πρώτους που υποδέχτηκαν το βασιλιά. Κατόπιν συνάντησε τον Δαβίδ ο Μεφιβοσθέ, ο οποίος τον καλωσόρισε και τον πληροφόρησε για την απάτη και τη συκοφαντία του Ζιβά. Υπό το φως αυτών των νέων εξελίξεων, ο Δαβίδ αποφάσισε τώρα ότι ο Μεφιβοσθέ και ο Ζιβά έπρεπε να μοιραστούν την περιουσία. Ο Μεφιβοσθέ, όμως, δήλωσε: «Ας τα πάρει και όλα [ο Ζιβά], τώρα που ο κύριός μου ο βασιλιάς ήρθε με ειρήνη στην κατοικία του».—2Σα 19:17, 24-30.