Με τον Πρόεδρο στο Φίτζι
Αυτό το άρθρο συνεχίζει την αφήγησι των ταξιδιών του προέδρου της Εταιρίας Ν. Ο. Νορρ και του γραματέως του Μ. Γ. Χένσελ.
ΤΟ ΣΚΑΪΜΑΣΤΕΡ DC-4 τραβούσε με ταχύτητα στο δρόμο του και γρήγορα το νησί της Οάχου έσβηνε στην καταχνιά και στα σύννεφα. Αυτό γινόταν στη 1.30΄ μ.μ., Κυριακή, 4 Μαρτίου. Μαζί μας είχαμε το άρωμα που ανέδιναν τα λουλουδένια στεφάνια που μας είχαν προσφέρει, και ήταν καιρός να σκεφθούμε τους πίσω και τους εμπρός. Ο ήλιος έδυσε κι’ αισθανθήκαμε την ανάγκη λίγου ύπνου. Μετά από δύο ώρες ξυπνήσαμε, διότι πλησιάζαμε τη Νήσο Καντόν, ένα μικρό κοραλλιογενές νησί που χρησιμοποιείται για ανεφοδιασμό από όλα αεροπλάνα που περνούν τον Ειρηνικό και κατευθύνονται προς τα κάτω. Προσγειωθήκαμε στο σταθμό βενζίνης, εκτάσεως ενός τετραγωνικού μιλίου, στις 10 μ.μ. και μείναμε εκεί επί μια ώρα περίπου. Ήταν ζέστη χωρίς τις ακτίνες του ήλιου και αναμφιβόλως στη διάρκεια της ημέρας δεν θα ήταν καθόλου άνετα με οποιαδήποτε στολή εκτός από το περιτύλιγμα λίγων γυαρδών υφάσματος που είχαν δεμένο στη μέση τους οι υπάλληλοι που προήρχοντο από τις Νήσους Τζίλμπερτ κι έμεναν εκεί. Είχαμε περάσει τον Ισημερινό και ήμαστε στο Νότιο Ημισφαίριο, αλλά βρισκόμαστε πολύ κοντά στον Ισημερινό και ήμουν χαρούμενος που δεν επρόκειτο να παραμείνωμε για διανυκτέρευσι όπως κάναμε στο προηγούμενο ταξίδι.
Όταν ήλθαν τα μεσάνυχτα πετούσαμε και πάλι. Η Κυριακή είχε περάσει και κάπου κατά μήκος της πορείας μας εξαφανίσθηκε και η Δευτέρα, διότι διεσχίσαμε τη Διεθνή Ημερομηνιακή Γραμμή ενώ ταξιδεύαμε προς το Φίτζι, και στο τέλος της επταώρου μας πτήσεως, στο αεροδρόμιο Νάντι, ήταν Τρίτη πρωί. Ήταν ακριβώς μετά τις 5 π.μ., είχαμε δε συνολική πτήσι 16 ωρών και 42 λεπτών από τη Χαβάη.
Ήταν η βροχερή περίοδος στο Φίτζι και βαριά μαύρα σύννεφα κρέμονταν από πάνω καθώς βγαίναμε από το αεροπλάνο «Κλίππερ Μόνσουν». Μόλις είχαμε φθάσει στο υπόστεγο του τελικού κτιρίου του αεροδρομίου και η βροχή κατέβηκε σαν χείμαρρος. Περάσαμε εν τάξει από την επιθεώρησι μεταναστεύσεως και υγειονομίας και ενώ περιμέναμε να ξεφορτωθούν οι αποσκευές μας από το αεροπλάνο, αντικρύσαμε τον Μπιλλ Τσέκσφηλντ, ντυμένον με λευκά κοντά πανταλόνια, που είναι ο χαρακτηριστικός τρόπος ντυσίματος ενός Βρεττανού αποίκου. Φυσικά, χαρήκαμε που τον είδαμε, γιατί αυτός είναι ο μόνος απόφοιτος της σχολής Γαλαάδ που εργάζεται τώρα στο Φίτζι. Υπήρχε εναντίωσις στο έργον της μαρτυρίας στα περασμένα χρόνια λόγω της επιρροής του κλήρου, και κάποτε οι εκδόσεις του Συλλόγου είχαν απαγορευθή στην αποικία. Δεν ήμαστε οι μόνοι που είδαμε τον Αδελφό Τσέκσφηλντ. Οι τελωνειακοί τον εγνώριζαν και συνεπώς ενδιεφέροντο πάρα πολύ να εξακριβώσουν τι είδους έντυπα είχαμε μαζί μας. Ο έλεγχος ήταν εντελώς πλήρης και μερικά πράγματα ξεχωρίστηκαν, δηλαδή, το αντίτυπό μου της Μεταφράσεως Νέου Κόσμου των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, Η Σκοπιά, ο Πληροφορητής, και μερικές Γραφικές σημειώσεις που χρησιμοποιούσαμε όταν κάναμε ομιλίες. Φάνηκε πολύ παράδοξο ότι έπρεπε να αφαιρεθή η Γραφή από έναν που περνούσε από τον τελωνειακό έλεγχο, αλλά σκέφθηκα ότι αν οι τελωνειακοί ήθελαν να τη διαβάσουν ήταν εν τάξει για μένα. Θα ήσαν άλλες Γραφές διαθέσιμες στη Σούβα μέσω των εκεί ευαγγελιζομένων. Αλλά οι ελεγκταί ήθελαν να είναι εξασφαλισμένοι και δεν ήθελαν να αναλάβουν την ευθύνη να επιτρέψουν τις εκδόσεις της Σκοπιάς μέσα στην αποικία. Το γιατί η κυβέρνησις του Φίτζι φοβόταν τόσο τη Γραφή είναι δύσκολο να εννοηθή σ’ αυτή τη διαφωτισμένη εποχή. Ίσως να γίνη κάποτε γνωστή η απάντησις. Προφανώς εκείνο που δεν επιθυμούν είναι μόνο η Βίβλος στα χέρια των μαρτύρων του Ιεχωβά. Οπωσδήποτε, αφού εδαπανήθηκε μισή ώρα με τους τελωνειακούς ελεγκτάς και σφραγίσθηκαν οι εκδόσεις και τα χαρτιά, μου δόθηκαν τα πράγματα σφραγισμένα, για να παραδοθούν στον Εισπράκτορα των Τελωνείων στη Σούβα για εκκαθάρισι και έγκρισι.
Όταν περάσαμε από όλες τις διατυπώσεις στο αεροδρόμιο, μπορέσαμε πια να μιλήσωμε στον Αδελφό Τσέκσφηλντ, και αυτός ήταν χαρούμενος που τον επεσκέπτοντο μερικοί αδελφοί. Εργάζεται μόνος τον περισσότερο καιρό και είναι καλό να έχη συντροφιά κάποτε. Μας είπε ότι ήταν η εποχή των καταιγίδων εκεί και αυτή μπορεί να ήταν η αιτία που είχαμε μερικά τινάγματα στον αέρα όταν πλησιάζαμε στο Φίτζι. Ο Αδελφός Τσέκσφηλντ φαινόταν να είναι συνηθισμένος στις βροχές, αλλά όμως είχε δοκιμάσει κάτι διάφορο στο δρόμο του γύρω στο νησί ενώ ερχόταν από τη Σούβα—ένα φουσκωμένο ποτάμι είχε γεμίσει το πάτωμα του αυτοκινήτου του με νερό καθώς προχωρούσε μέσα απ’ αυτό, και όλη η φορεσιά του είχε βραχή, και η βαλίτσα του επίσης είχε γεμίσει. Δεν ήθελε να υποσχεθή τι είδους συνθήκες διαδρομής θα υπήρχαν στο ταξίδι επιστροφής προς τη Σούβα, αλλά έβρεχε καθώς στοιβαχθήκαμε με τις βαλίτσες μαζί μέσα στο αναμένον Βρεττανικό Φορδ 1936 και αρχίσαμε το ταξίδι 133 μιλίων στη Σούβα.
Το ταξίδι απεδείχθη πώς ήταν πολύ ενδιαφέρον. Στο έδαφος μπορεί κανείς να ξεχωρίζη τα πράγματα. Κατά μήκος της διαδρομής μας, στις πλούσιες περιοχές ζαχαροκαλάμου, μπορούσαμε να δούμε Ινδούς καλλιεργητάς που εργάζονταν στους ζαχαροκαλαμώνες. Εκεί που ο δρόμος περιτριγύριζε τις φοινικοστόλιστες ακρογιαλιές υπήρχε μια συνεχώς μεταβαλλόμενη σκηνή καθώς η πράσινη φουσκοθαλασσιά του ωκεανού ξεσπούσε αφρίζοντας λευκή πάνω στα κοραλλένια βράχια και βυθιζόταν οι ποικίλες αποχρώσεις κυανού και ανοικτού πρασίνου ανάλογα με το εναλλασσόμενο βάθος του νερού στις υφάλους της ακτής. Ο δρόμος συνεχώς περνούσε από χωριά ιθαγενών, όπου οι Φιτζιανοί ζουν την ευτυχισμένη τους ζωή μ’ έναν πολύ ξένοιαστο τρόπο. Ζουν μέσα σε γραφικά καλαμοσκέπαστα σπίτια. Το σπίτι λέγεται μπούρε, από τους ιθαγενείς. Είναι αρκετά μεγάλο και ολόκληρη η οικογένεια μένει μαζί. Το σπίτι του αρχηγού διακρίνεται από τους στύλους που εξέχουν σε κάθε άκρον της κορυφής της στέγης. Τα χωριά είναι κτισμένα σε γυμνότοπους, συχνά κοντά σ’ ένα μεγάλο η μικρό ποτάμι, και ολόγυρα εκεί είναι μια πυκνή βλάστησις ζούγκλας. Προς το κέντρον του νησιού Βίτι Λέβου, πάνω στο οποίο βρισκόμαστε, υπάρχουν μερικές αρκετά υψηλές κορυφές, όλες ηφαιστειογενείς, και συχνά οδοντωτές ή παραδόξου σχήματος. Η καταχνιά που κρέμονταν κάτω στις κοιλάδες ετόνιζε το βαθύ πράσινο χρώμα των βουνών κι εξηγούσε γιατί υπάρχει τόσο θαλερή βλάστησις.
Ένα πράγμα που θα έκανε τη θέα των τόπων στο Φίτζι πιο ευχάριστη, θα ήταν η βελτίωσις των οδικών αρτηριών. Ο δρόμος είναι ρυτιδωμένος παντού και σε πολλά μέρη υπάρχουν αραιά χαλίκια που προκαλούσαν σταμάτημα και γλίστρημα των τροχών. Οι γέφυρες μπορούν να περιλάβουν ένα μόνο αυτοκίνητο και συχνά δεν έχουν φράγματα ή κιγκλιδώματα στα πλάγια. Κάποτε πάνω από την ίδια γέφυρα περνούν οι γραμμές ενός σιδηροδρόμου με πολύ στενά βαγόνια, που προσφέρει δωρεάν διαδρομή σε όλους τους επιβάτες. Υπάρχουν πολλές καμπές και λόφοι. Χρειάσθηκαν επτά ώρες για να καλυφθούν τα 133 μίλια, με αρκετή εργασία για τον Αδελφό Τσέκσφηλντ. Αφού εκαθόμαστε 16 ώρες στο αεροπλάνο και 7 ώρες στο αυτοκίνητο, το να σταθούμε όρθιοι ήταν μια ευχαρίστησις. Ίσως μια διαδρομή με άλογα θα είχε τα ίδια επακόλουθα.
Στη Σούβα οι δρόμοι είναι ασφαλτοστρωμένοι και πολύ καλοί. Είναι μια ενδιαφέρουσα πόλις για τον επισκέπτη, διότι πολλές φυλές του Νοτίου Ειρηνικού συναντώνται στους δρόμους ή στην αγορά. Ευρωπαίοι, Ινδοί και Κινέζοι διατηρούν καταστήματα στην πόλι. Οι Ινδοί, με το καστανό τους δέρμα και τα ωραία τους χαρακτηριστικά είναι πολυάριθμοι. Οι Σίκοι μεταξύ των Ινδών διακρίνονται πάντοτε από τα σαρίκια τους. Γυναίκες που φορούν το χαρακτηριστικό Ινδικό ένδυμα είναι ένα κοινό θέαμα, και πολλές έχουν κοσμήματα ή χρυσά στολίδια εφηρμοσμένα σε τρυπημένες μύτες. Υπάρχουν οι Φιτζιανοί με τη θαμνώδη κόμη για την οποία είναι περήφανοι, και οι επιβλητικού παραστήματος άνδρες που φορούν τα σούλους που ένας Ευρωπαίος θα παρέβαλλε με πουκάμισα. Πραγματικά η Σούβα είναι ένα σταυροδρόμι των νήσων, διότι συναντά κανείς στους δρόμους της Πολυνησίους, Μελανησίους και Μικρονησίους, εκτός από τους Κινέζους, τους Ευρωπαίους και τους Ινδούς.
Η Σούβα είναι κτισμένη επάνω σε μια λοφώδη χερσόνησο. Μπήκαμε στην πόλι από τον δρόμο της Βασιλίσσης που διασχίζει το δυτικό μέρος της Σούβας, και τραβήξαμε ίσια μέσ’ από το εμπορικό τμήμα και τη μεγάλη Πλατεία της Βικτωρίας προς το ξενοδοχείο Μέγας Ειρηνικός, όπου επρόκειτο να παραμείνωμε. Πίσω από το ξενοδοχείο ήταν ο κόλπος και σχεδόν κατ’ ευθείαν στο απέναντι μέρος του δρόμου βρίσκονταν τα πελώρια κυβερνητικά κτίρια και ο πύργος του ωρολογίου. Κάθε δεκαπέντε λεπτά ακούαμε το ρολόγι να χτυπά. Αυτό συνέβαλε σε μια διαρκή παρακολούθησι του χρόνου καθώς περνούσαν οι λίγες ώρες προτού αρχίση η συνέλευσις. Αφού ετακτοποιήσαμε τα της παραμονής μας στο ξενοδοχείο. κατευθυνθήκαμε στο Τελωνείο για να παρουσιάσωμε το σφραγισμένο δέμα που μετεφέραμε από το Νάντι. Ο υπάλληλος που μας εξυπηρέτησε ήταν πολύ αγαθός και φιλόφρων και μας επληροφόρησε ότι έκανε απλώς το καθήκον του σύμφωνα με διαταγές της κυβερνήσεως. Δεν βρήκε τίποτε το επίμεμπτο σε κανένα από τα πράγματα που είχαμε και μας επέστρεψε όλα τα έντυπα και τα χαρτιά.
ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ ΤΗΣ ΣΟΥΒΑΣ
Η συνέλευσις στη Σούβα έγινε στις 6, 7 και 8 Μαρτίου, τα βράδυα. Όλες οι συναθροίσεις—εκτός από τη δημοσία συνάθροισι—έγιναν στην Αίθουσα της Βασιλείας στην οδό Θώμπσον, στο πρώτο πάτωμα ενός κτιρίου. Ήταν ακριβώς στο κέντρον της Σούβας και κατάλληλη για όλους. Η πρώτη συνάθροισις διήρκεσε από τις 5 μ.μ. ως τις 10 μ μ. χωρίς καμμιά διακοπή. Οι αδελφοί ανέμεναν ότι θα ήμαστε εκεί μόνο για δυο ημέρες, αλλά λόγω αλλαγής του αεροπορικού δρομολογίου μπορέσαμε να μείνωμε τέσσερες ημέρες. Αυτό εξηγεί γιατί το πρόγραμμα της πρώτης βραδυάς ήταν τόσο πλήρες, με ομιλίες, συνάθροισι υπηρεσίας, σχολή διακονίας, πείρες και ύμνους. Ο Αδελφός Χένσελ κι εγώ μιλήσαμε επίσης. Ήσαν παρόντες 51—Ευρωπαίοι, Φιτζιανοί, Ινδοί, Ροτουμάνοι και Ευρασιάται.
Ήταν βέβαια μια ευχαρίστησις να είμεθα μαζί τους τέσσερες ημέρες. Είχαμε το προνόμιο να ασχοληθούμε στο έργον του αγρού στη Σούβα και βρήκαμε ότι μπορεί κανείς εύκολα να μιλήση στο λαό. Ο τομεύς ήταν κοντά στα κυβερνητικά κτίρια και όχι μακριά από την αίθουσα. Εφόσον υπάρχουν διάφορα είδη ανθρώπων στη Σούβα, το να πηγαίνη κανείς από θύρα σε θύρα σημαίνει ότι ποτέ δεν ξέρει ποιον πρόκειται να συναντήση. Οι Ινδές γυναίκες συνήθως σας αφήνουν να μιλάτε διαρκώς και αυτές δεν λένε τίποτε, αν και ξέρουν Αγγλικά. Συχνά οι άνθρωποι λέγουν πως θα έπρεπε ν’ αναφέρουν το ζήτημα της προμηθείας βιβλίων σ’ έναν σύζυγο ή πατέρα· εν τούτοις, μια νεαρή Ινδή επήρε το βιβλίο «Έστω ο Θεός Αληθής» χωρίς κανένα σχόλιο. Απλώς μου ενεχείρισε το αντίτιμο και γρήγορα κάθησε κάτω στο πάτωμα να διαβάση. Θα ήταν ενδιαφέρον να μάθη κανείς τι αποτέλεσμα είχε η επανεπίσκεψις όταν πήγε ο τοπικός ευαγγελιζόμενος.
Η δημοσία συνάθροισις επρόκειτο να γίνη εκείνο το βράδυ 7 Μαρτίου, κι έτσι η μέρα αφιερώθηκε στη διαφήμισι της συναθροίσεως και στη διανομή εντύπων αγγελιών στα σπίτια. Το Δημαρχείο της Σούβας είχε διατεθή για τη δημοσία συνάθροισι και στις 7.30΄ μ.μ. ένα σημαντικό πλήθος ανθρώπων είχε μαζευθή στο παλαιό ξύλινο κτίριο που στεγάζει τα γραφεία της δημαρχίας και την αίθουσα. Το ακροατήριο, που απετελείτο από 187 άτομα, περιελάμβανε κάθε είδους ανθρώπους. Ήταν αξιοσημείωτο ότι ήλθαν αρκετοί Ινδοί, αλλά όλοι ήσαν άνδρες. Οι ακροαταί ήσαν πολύ προσεκτικοί, και ασφαλώς υπάρχει έξοχη ευκαιρία στη Σούβα για να βοηθηθούν οι ενδιαφερόμενοι. Πολλά βιβλιάρια διετέθησαν μετά τη συνάθροισι. Ο εκπρόσωπος της αστυνομίας, που παρευρέθη, δεν έκαμε σχόλια.
Οι άλλες ομιλίες που είχε αρχικά ορισθή ν’ ακολουθήσουν τη δημοσία συνάθροισι, ανεστάλησαν ως το βράδυ της Πέμπτης για να καταρτισθή ένα καλύτερο πρόγραμμα συνελεύσεως. Αυτό το τελευταίο βράδυ της συνελεύσεως υπήρχαν ακροαταί στην Αίθουσα της Βασιλείας. Μια μεγάλη βροχή εκείνο το βράδυ εκράτησε μακριά εκείνους που κατοικούσαν σε απόστασι από το κέντρον της πόλεως.
Ενώ υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον και καλή θέλησις στο Φίτζι, το πρόβλημα είναι πώς θα βγαίνουν οι ευαγγελιζόμενοι στον αγρό τακτικά. Τα περασμένα τέσσερα χρόνια έγινε μια αύξησις από 9 σε 12 ευαγγελιζομένους, κατά μέσον όρον. Ένα βλέμμα στον χάρτη της ομάδος μέσα στην Αίθουσα της Βασιλείας έδειχνε ότι στη διάρκεια του υπηρεσιακού έτους 1951 η έκθεσις θα ήταν πολύ καλύτερη, διότι υπήρχε ένα ανώτατο όριο 20 ευαγγελιζομένων που είχαν υποβάλει εκθέσεις. Η ομάς έχει αρχίσει τώρα το έργο με περιοδικά στους δρόμους και υπάρχει μεγαλύτερη δράσις στον αγρό, διότι μερικοί από τους ευαγγελιζομένους που ζούσαν σ’ ένα αγρόκτημα έχουν έλθει στην πόλι. Ένας άλλος παράγων είναι ότι ένα ζεύγος ζηλωτών αδελφών από την Αυστραλία ανέλαβε έργον στο Φίτζι, και αυτοί υπήρξαν βοήθεια στον απόφοιτο της Σχολής Γαλαάδ που ενεργεί ως υπηρέτης της ομάδος προσπαθώντας να βοηθήση τους άλλους να εκτιμήσουν τη σπουδαιότητα της διακηρύξεως των αγαθών νέων. Ελπίζεται ειλικρινώς ότι η συνέλευσις συνέβαλε πολύ στο να τους κάμη να εκτιμήσουν ως ομάς τις ευθύνες των ενώπιον του Κυρίου να διακηρύξουν τα καλά νέα στο Φίτζι.
Εκείνο που θα βοηθούσε το έργον στις Νήσους Φίτζι, εκτός από την τακτική υπηρεσία των ευαγγελιζομένων ομάδος, θα ήταν η παρουσία λίγων ενεργητικών σκαπανέων εκεί, και ελπίζεται ότι μερικοί είναι δυνατόν να σταλούν και ότι μερικοί από την τοπική ομάδα μπορεί να κατορθώσουν να μπουν στο έργον σκαπανέως. Επίσης, βιβλία στη Φιτζιανή γλώσσα θα συμβάλουν πολύ στο να βοηθηθή ο ιθαγενής πληθυσμός να μάθη την αλήθεια. Ένας αδελφός είναι απασχολημένος με μια μετάφρασι και ελπίζεται ότι γρήγορα θα την έχη συμπληρώσει. Για να μπορούν να υπηρετούν περισσότεροι εργάται στο Φίτζι, είχε γίνει μια επίσκεψις στον αποικιακό γραμματέα σχετική με το ζήτημα του να σταλούν περισσότερα άτομα για να βοηθήσουν τον Αδελφό Τσέκσφηλντ στο ιεραποστολικό έργον. Ένας αδελφός ήλθε από το άλλο μεγάλο νησί, τη Βάνουα Λέβου, αλλά δεν υπάρχει ωργανωμένο κήρυγμα εκεί ούτε στα άλλα μικρότερα νησιά, και κάποιος χρειάζεται να πάη εκεί. Ο αποικιακός γραμματεύς άκουσε, αλλά δεν έδωσε υποσχέσεις, κι έτσι ό,τι μπορεί να γίνη είναι να υποβληθή αίτησις για μερικές νέες εισόδους. Η Εταιρία είχε προσπαθήσει από καιρό σε καιρό να στείλη και άλλα πρόσωπα εκεί για ν’ αναλάβουν υπηρεσία σκαπανέως, αλλά η κυβέρνησις πάντοτε απέρριπτε τις αιτήσεις. Οι αρχές της Εταιρίας και ο τρόπος διεξαγωγής του έργου εξηγήθηκαν στον αποικιακό γραμματέα και τον βοηθόν του, και τώρα έχουν σαφή ιδέα των σκοπών και των προθέσεων της Εταιρίας, και αυτό μπορεί να προκαλέση μια ευνοϊκώτερη απάντησι σε νέες αιτήσεις.
Αφού είδαμε τον αποικιακό γραμματέα εκείνη την Παρασκευή το μεσημέρι, το επόμενο πράγμα που έπρεπε να γίνη ήταν να τακτοποιήσωμε το λογαριασμό μας με το ξενοδοχείο και να ξεκινήσωμε για το ταξίδι μας δυτικά προς το αεροδρόμιο του Νάντι. Οι αδελφοί είχαν κανονίσει να φάμε μαζί σ’ ένα πραγματικό Φιτζιανό συμπόσιο, δίνοντάς μας την ευκαιρία να γευθούμε όλα τα εγχώρια φαγητά. Έτσι σταματήσαμε στην άκρη του δρόμου λίγα μίλια έξω από τη Σούβα και ωδηγηθήκαμε στην κατοικία ενός αδελφού που είναι πλοίαρχος. Εκεί απηλαύσαμε στο πλήρες τη Φιτζιανή φιλοξενία. Ήταν μια νέα πείρα για μας. Αρχίσαμε με το να πιούμε από ένα στιλβωμένο μισό κέλυφος ινδικής καρύδας, ένα ποτό καστανού χρώματος που είναι καμωμένο από ρίζες. Ο καθένας έπινε με τη σειρά του και γινόταν ένα χειροκρότημα για τον καθένα, ως σημείο χαράς και τιμής. Για το γεύμα όλοι μας καθήσαμε επάνω σε αχυρένιες ψάθες στο πάτωμα και η τροφή ετέθη μπροστά μας. Η τροφή ήταν νοστιμώτατη και διαφορετική σε άρωμα από άλλα πράγματα που είχαμε φάγει· υπήρχαν εκεί διάφορα φαγητά, όπως ψωμί από καρπούς, γλυκοπατάτες, γάλα ινδικής καρύδας, πουτίγκα μπανάνας και ταπιόκας, πίττα από ανανά, κι ένα πιοτό από φρούτα. Μας είπαν ότι το έθιμο στο Φίτζι είναι να ξαπλώνουν και να κοιμούνται μετά από ένα γεύμα όπως αυτό, αλλά ο χρόνος δεν θα μας επέτρεπε να εκτελέσωμε αυτό το μέρος της συνηθείας.
Στις 3 μ.μ. πολλοί από τους αδελφούς έστεκαν για να μας αποχαιρετήσουν, και μερικοί έδειξαν την αγάπη τους συνοδεύοντάς μας στη μακρά διαδρομή προς το Νάντι. 14 από μας εταξίδευαν με το πιστό Φορδ κι ένα φορτηγό Ντοντζ που το παρακολουθούσε. Διανύσαμε τον ίδιο δρόμο όπως όταν πηγαίναμε στη Σούβα μετά την άφιξί μας στο Φίτζι. Στο δρόμο είδα ένα από τα ωραιότερα ηλιοβασιλέματα της ζωής μου. Μ’ εβοήθησε να ξεχάσω την υγρασία και τη ζέστη του Φίτζι, και τις καταρρακτώδεις βροχές που είχαν πέσει. Τα νέφη της θυέλλης είχαν ανοίξει και ο ήλιος που έδυε τα εχρύσωνε καθώς κατέβαινε σιγά επάνω από τα μεγάλα κύματα του Νοτίου Ειρηνικού, που έσπαζαν επάνω στην κοραλλένια βραχοσειρά, μισό περίπου μίλιο από την παραλία. Και η θάλασσα ακόμη είχε πάρει ένα χρυσό αστραφτερό χρώμα. Οι φοινικιές και οι θάμνοι μεταξύ του δρόμου και της ακρογιαλιάς εφαίνονταν μαύροι απέναντι στο χρυσό εκείνο φόντο. Εχάρηκα που η δύσις διήρκεσε αρκετή ώρα, διότι ήταν ένα συμπόσιο για τα μάτια που μόνο ο Ιεχωβά μπορούσε να παρασκευάση.
Κατόπιν ήλθαν τα βραδινά άστρα και το σκοτάδι της νύχτας. Το ταξίδι πήγαινε γρήγορα λόγω της καλής συντροφιάς. Μερικοί έψαλλαν και άλλοι μισοκοιμώνταν, ενώ μερικοί έλεγαν διάφορες πείρες των. Η κίνησις ήταν μικρή και σπάνια μόνο συναντούσαμε ένα αυτοκίνητο που ερχόταν επιβατηγό ή φορτηγό, ίσως κάθε 15 ή 20 μίλια. Συχνά γύρω στις καμπές ερχόμαστε ξαφνικά επάνω σ’ έναν από τους θεούς των Ινδών, ένα μέλος της οικογενείας των αγελάδων, που έστεκε στο κέντρο του δρόμου, και έπρεπε γρήγορα να βάλωμε φρένο, κάποτε δε υπήρχαν Φιτζιανοί και Ινδοί κατά μήκος του δρόμου. Μόνο μετά τις 9 είδαμε μερικά από τα κόκκινα φώτα που μας έλεγαν ότι το αεροδρόμιο ήταν κάπου εκεί στο βάθος. Στις 10 εσταματήσαμε λίγες στιγμές στην πόλι Νάντι για να εφοδιασθούμε με βενζίνη και να έχωμε κάποια αναψυχή, και ύστερα συνεχίσαμε το δρόμο μας προς το αεροδρόμιο τρία μίλια μακριά. Ένα από τα ελαστικά του φορτηγού αυτοκινήτου διερράγη κοντά στο αεροδρόμιο και το ταξί που ήταν εμπρός εξακολούθησε να προχωρή διότι κανείς από τους επιβάτας του ταξί δεν ήξερε τι είχε συμβή. Έτσι μερικοί από τους αδελφούς και τις αδελφές που εταξίδευαν στο φορτηγό, εβάδισαν μαζί μου στο αεροδρόμιο, το δε ηλεκτρικό φανάρι που είχα στην τσέπη μου εβοήθησε να βρεθή ο δρόμος, και το ταξί εστάλη πίσω για να φέρη τις αποσκευές που επρόκειτο να μεταφέρουμε στη Νέα Ζηλανδία.
Στο αεροδρόμιο εμάθαμε πώς το Στρατοκρούιζερ από την Αμερική θα αργούσε κάπως και η αναχώρησίς μας με ένα DC-4 δεν θα ελάμβανε χώραν παρά μετά την αναχώρησι του Στρατοκρούιζερ για την Αυστραλία. Λίγο ταχυδρομείο και επιβάται του μεγάλου αεροπλάνου επρόκειτο να μεταφερθούν στη Νέα Ζηλανδία, και ό,τι μπορούσαμε να κάμωμε ήταν να περιμένομε. Εδώ και πάλι εξετιμήσαμε το να έχωμε τόσους από τους αδελφούς μαζί μας, και περάσαμε ένα πολύ ευχάριστο βράδυ μαζί τους στο αεροδρόμιο από τις 10.30΄ μ.μ. ως τις 3.30΄ της πρωίας του Σαββάτου. Είχαν φέρει μαζί τους κάτι για να γευματίσουμε, κι αυτό εχρησιμοποιήθηκε καλά. Ο Αδελφός Χένσελ εκανόνισε με τον επιβατικό αντιπρόσωπο της Παναμερικανικής Αεροπορικής Εταιρίας να επιτρέψη την άνοδο επάνω στο Στρατοκρούιζερ σ’ όλους τους ευαγγελιζομένους, για να ιδούν το αεροπλάνο για το οποίον είχε γίνει πολύς λόγος στο Φίτζι, και αυτό το εξετίμησαν.
Ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους των αδελφών να κάμουν τη μακρινή αυτή διαδρομή μαζί μας, και όταν το «Κλίππερ-Μόνσουν» απεγειώθη στις 3.30΄ για την Ώκλαντ δεν μπορούσαμε να μη θυμόμαστε τη φιλοξενία τους και να μην τους είμεθα ευγνώμονες. Ελπίζαμε πώς το ταξίδι της επιστροφής των στη Σούβα θα ήταν ένα ασφαλές και ευχάριστο ταξίδι και ότι θα επέστρεφαν με καλή διάθεσι για το έργο με περιοδικά που εσχεδιάζετο να γίνη εκείνο το απόγευμα.