Σύγχρονη Ιστορία των Μαρτύρων του Ιεχωβά
Μέρος Α΄—Οι Πρώτες Φωνές (1870-1878)
«ΛΟΙΠΟΝ και ημείς, περικυκλωμένοι όντες υπό τοσούτου νέφους μαρτύρων, ας απορρίψωμεν παν βάρος και την ευκόλως εμπεριπλέκουσαν ημάς αμαρτίαν, και ας τρέχωμεν μεθ’ υπομονής τον προκείμενον εις ημάς αγώνα· αποβλέποντες εις τον Ιησούν τον αρχηνόν και τελειωτήν της πίστεως.» (Εβρ. 12:1, 2) Εκείνος που έγραψε αυτή τη συμβουλή δεν ανεφέρετο σε αυτόπτας μάρτυρας της δικής του σταδιοδρομίας ως Χριστιανού, αλλ’ ανεφέρετο σε μάρτυρας τους οποίους περιγράφει, πολλούς δε και ονομαστικώς, στο προηγούμενο κεφάλαιό του, άνδρες και γυναίκες όλης της προγενεστέρας χρονικής περιόδου ως τον Άβελ, που έζησαν πριν τελειώση ο Ιησούς την επίγεια σταδιοδρομία του και οι οποίοι έδωσαν «μαρτυρίαν δια της πίστεως» και ευηρέστησαν τον Ιεχωβά Θεόν. (Εβρ. 11:1-40) Αυτοί ήσαν μάρτυρες του Ιεχωβά, το ίδιο όπως και ο Ιησούς επάνω στη γη. (Αποκάλ. 1:5· 3:14) Στην Αγία Γραφή έχομε μια αυθεντική ιστορία των αρχαίων εκείνων μαρτύρων, γραμμένη από μερικούς των μαρτύρων αυτών του Ιεχωβά, όλοι δε μαζί οι συγγραφείς αυτοί αναφέρουν το όνομα του Θεού Ιεχωβά 6.823 ή και περισσότερες φορές.
Στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, από το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο ως την Αποκάλυψι, έχομε μια ιστορία των Χριστιανών μαρτύρων του Ιεχωβά στη διάρκεια των ημερών του Ιησού και των αποστόλων του, γραμμένη από θεοπνεύστους μαθητάς του. Από τότε πέρασαν πάνω από δεκαοκτώ αιώνες, τα τελευταία δε χρόνια οι Χριστιανοί μάρτυρες του Ιεχωβά ήλθαν και πάλι στο προσκήνιο και έγιναν αντικείμενον μεγάλης ερεύνης και αντιλογίας. Πολλοί απόρησαν πώς ήλθαν στο είναι οι μάρτυρες του Ιεχωβά. Πλήθη ανθρώπων πήγαν σε κατηγόρους και εχθρούς των, νομίζοντας ότι θα ελάμβαναν απροκατάληπτες και αδιαστρέβλωτες πληροφορίες για τους συγχρόνους μάρτυρας του Υψίστου Θεού. Για να δοθούν αυθεντικές πληροφορίες σε όλους για μια γενική διαφώτισι και για τη διόρθωσι της αντιλήψεως πολλών οι οποίοι επλανήθησαν από ανταγωνιστικούς, δήθεν πληροφορητάς, αρχίζομε εδώ μια σειρά άρθρων για τη «Σύγχρονη ιστορία των Μαρτύρων του Ιεχωβά.»
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΣΥΜΒΑΝΤΑ (1870-1878)
Βαθμιαίως ‘εκλήθησαν εκ του σκότους εις το θαυμαστόν του Θεού φως!’ Αυτό περιγράφει σύντομα τη σύγχρονη ιστορία των μαρτύρων του Ιεχωβά, καθώς αυτοί βγήκαν από το σκότος της Βαβυλωνιακής θρησκευτικής σκέψεως προς την αυξανόμενη αποκατάστασι των νέων Γραφικών αληθειών. (1 Πέτρ. 2:9) Η μακρά νύχτα του πνευματικού σκότους από το οποίον βγήκαν αυτοί οι Χριστιανοί μάρτυρες, υπήρχε από τις αρχές του δευτέρου αιώνος μετά τον θάνατο των αποστόλων του Χριστού συνεχώς ως το δεύτερο ήμισυ του δεκάτου ενάτου αιώνος. Η πρώτη Χριστιανοσύνη, με τη λαμπρότητα της ορθής διδασκαλίας και την καθαρότητα της θεοκρατικής οργανώσεως, άρχισε να επισκιάζεται μετά το έτος 100 από ένα αναρριχώμενο πνευματικό σκότος Βαβυλωνιακών θρησκευτικών διδασκαλιών, Ελληνικών και Ρωμαϊκών ειδωλολατρικών φιλοσοφιών και αποστασίας από τις Χριστιανικές τάξεις. Ο Σατανάς ή Διάβολος, δραστήριος πάντοτε για την κατάπνιξι της αληθινής λατρείας του Ιεχωβά Θεού, παρήγαγε αποστάτας, ψευδοποιμένας, «λύκους με ενδύματα προβάτων,» για να επιφέρη τελικά ερήμωσι στην άλλοτε πνευματικώς ανθηρή Χριστιανική εκκλησία. Παρά την Προτεσταντική Μεταρρύθμισι του δεκάτου έκτου αιώνος, η οποία πραγματικά δεν επέφερε αποκατάστασι της αληθινής λατρείας, το σάβανον του σκότους εξακολούθησε να καλύπτη τη διάνοια των παραπλανημένων Χριστιανών ώσπου ήλθε ο καιρός ν’ αποστείλη ο Ιεχωβά τον Ελευθερωτή του, τον Μεγαλύτερο Κύρο, τον Ιησού Χριστό, για ν’ απελευθερώση τους αληθινούς Χριστιανούς μάρτυρας από τη Βαβυλωνιακή τους δουλεία.
Αν και η πλήρης απαλλαγή τους από τη Βαβυλωνιακή αιχμαλωσία δεν ήλθε ως το έτος 1919 μ.Χ., πριν, όμως, από το έτος αυτό επί πενήντα σχεδόν έτη, οι μάρτυρες εδοκίμασαν μια βαθμιαία αφύπνισι για να προετοιμασθούν για την ώρα της απελευθερώσεως των ως λαού του Νέου Κόσμου. Αυτό απεδείχθη ότι ωμοίαζε με την περίπτωσι των φυσικών Ιουδαίων που ήσαν αιχμάλωτοι της αρχαίας Βαβυλώνος, όπου ο Δανιήλ και πολλοί άλλοι από τους πιστούς μάρτυρας του Ιεχωβά ηγέρθησαν σε εγρήγορσι πολλά χρόνια πριν, για να είναι έτοιμοι για την αποκατάστασι της αληθινής λατρείας στην Ιερουσαλήμ, που ήλθε τελικά στο έτος 537 π.Χ. Το ίδιο και με τους μάρτυρας του Ιεχωβά στους νεωτέρους αυτούς χρόνους, μια διέγερσις σε πνευματική εγρήγορσι έγινε καταφανής από το έτος 1870 και έπειτα.
Όσο για το φόντο του παλαιού κόσμου και τις διευθετήσεις για την επάνοδο των μαρτύρων του Ιεχωβά στην παγκόσμια σκηνή, το χρονικό διάστημα από το έτος 1870 ως το 1900 απεδείχθη ότι ήσαν έτη που διεμόρφωναν τον προορισμό του παλαιού κόσμου για την «ατομική εποχή» του εικοστού αυτού αιώνος. Δυνάμεις πολιτικές, θρησκευτικές και εμπορικές άρχισαν να κινούνται για να καταλάβουν θέσι ελέγχου της ερχόμενης νέας επιστημονικής εποχής. Άνθρωποι και οργανώσεις ήσαν γεμάτοι προμηνύματα για τις μαγικές ταχυκίνητες ημέρες του μέλλοντος, τις οποίες μερικοί μάλιστα ωραματίσθηκαν ορθά ως κατακλυσμικές. Στη Σύνοδο του Βατικανού του 1869-70, η Ρωμαιοκαθολική θρησκεία επεζήτησε να ενισχύση οργάνωσί της για το άμεσο μέλλον με ανακήρυξι της απολυταρχικής κεφαλής της, του πάπα, ως αλαθήτου. Οι ηγετικές προτεσταντικές θρησκευτικές οργανώσεις έγιναν πνευματικώς οπισθοδρομικές στις μεθόδους των. Οι κληρικοί των επεδίωξαν να παγιώσουν την εξουσία των επάνω στους λαϊκούς. Αυτή η ανάληψις μεγαλυτέρας εξουσίας των κληρικών επάνω στα ποίμνιά των εσήμαινε ένα βήμα προς τα οπίσω από την ελευθερία της Χριστιανικής σκέψεως και λατρείας για τις μάζες των καθ’ ομολογίαν Χριστιανών. Η απιστία, η ανωτέρα κριτική, η εξέλιξις, ο πνευματισμός, ο αθεϊσμός και ο κομμουνισμός άρχισαν να εισβάλλουν και ν’ αποδεκατίζουν τις μεγάλες παγκόσμιες θρησκευτικές οργανώσεις. Πολλές από τις ευαγγελικές εκκλησίες άρχισαν να δίνουν νεωτεριστική μορφή στις ψευδείς θρησκευτικές των διδασκαλίες, όχι σύμφωνα με τις αποκαταστημένες Γραφικές αλήθειες, αλλά σύμφωνα με θεωρίες ανωτέρας κριτικής και εξελίξεως. Αυτή η ειδωλολατρική νεωτεριστική μορφή θεολογίας επλημμύρισε τις εκκλησίες.
Πολιτικώς ηγείροντο μεγάλες δυνάμεις. Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής τότε μόλις ανελάμβαναν από τον Εμφύλιο Πόλεμο (1861-1865) για να επανακτήσουν γρήγορα τη δύναμί τους για πρωτοφανή ανάπτυξι σε μεγάλη παγκόσμια δύναμι. Η Γερμανία είχε κερδίσει τον Γαλλο—Πρωσσικό πόλεμο του 1870, για να ανοικοδομηθή περαιτέρω σ’ έναν ισχυρό Ευρωπαϊκό κολοσσό. Η Μεγάλη Βρεττανία διήνυε τα χρυσά έτη της Βικτωριανής εποχής της, αγωνιζόμενη για μελλοντικές ευκαιρίες κοσμοκρατορίας. Βιομηχανικώς οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Μεγ. Βρεττανία, η Γαλλία, και μεγάλα τμήματα της Ευρώπης, υφίσταντο μια επανάστασι λόγω της εφευρέσεως της ατμομηχανής. Η βιομηχανική επανάστασις ηύξησε με την πάροδο των ετών, με την ανακάλυψι του ηλεκτρισμού, την εφεύρεσι του τηλεφώνου, του αυτοκινήτου και των δεκάδων άλλων «θαυμάτων» του νέου αυτού πολιτισμού που προωρίζετο να γίνη ατομικός. Η εμποροκρατία επίσης ανέβηκε σε νέα ύψη λόγω της εκβιομηχανίσεως των ηγετικών εθνών και της ιδρύσεως νέων «χρυσωρυχειακών» εμπορικών επιχειρήσεων. Προήχθη επίσης και ο εργατικός συνδικαλισμός για ν’ αποβή ανταγωνιστής της προϊούσης κεφαλαιοκρατίας. Όλα αυτά εσήμαιναν ένα κύμα υλισμού, δημιουργίας περιουσιών και επιδιώξεως των ηδονών. Οι αόρατες δαιμονικές δυνάμεις του παλαιού αυτού κόσμου παρήγαγαν λαμπρές παγίδες νέων δελεασμάτων γι’ να τυφλωθή ο λαός ως προς τις επικείμενες ανώτερες και καλύτερες αξίες της αποκαταστημένης Χριστιανικής αληθείας.
Ανάμεσα σ’ αυτούς τους βρόντους των βιομηχανικών, εμπορικών, κοινωνικών και θρησκευτικών μεταβολών ακούσθηκαν οι πρώτες φωνές μικρών θρησκευτικών ομάδων που προσπαθούσαν ν’ αναγνώσουν τα σημεία των καιρών και να προείπουν την επικείμενη δευτέρα έλευσι του Ιησού, του Χριστού του Ιεχωβά. Διάφορες ομάδες αντβεντιστών στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη ενησχολούντο στη διακήρυξι μιας ορατής επανόδου Χριστού στο 1873 ή 1874, αν και ο Αμερικανός ιδρυτής της κινήσεώς των, ο Γουλιέλμος Μίλλερ, είχε ομολογήσει την πλάνη του και την απογοήτευσί του ως προς χρονολογίες 1843 και 1844, που είχαν καθορισθή προηγουμένως. Προγενέστερα, ο Γερμανός Λουθηρανός θεολόγος Μπένγκελ (1687-1751) είχε προσδιορίσει το έτος 1836 ως ωρισμένη χρονολογία ενάρξεως της χιλιετηρίδος που αναφέρεται στην Αποκάλυψι 20:6. Στη Σκωτία και στην Αγγλία, άλλοι, κοινώς γνωστοί ως «Ιρβιγκίτες» ύψωσαν τις φωνές τους για ν’ αναγγείλουν τα έτη 1835, 1838, 1864, και τέλος το 1866 ως έτη της επανόδου του Χριστού. Χριστιανικοί συγγραφείς όπως ο Έλλιοτ και ο Κούμιγκ, ανέμεναν το τέλος στο 1866, οι Μπρούερ και Ντέκερ προείπαν το 1867, ο δε Σάις υπέδειξε το 1870. Στη Ρωσία, ο Κλας Επ, ηγέτης των Μεννονιτών Αδελφών (Μπρουντεργκεμάιντε) και ο σύντροφός του, καθώρισαν το 1889 ως έτος ενός μεγάλου κοσμοϊστορικού γεγονότος.a Όλες όμως αυτές οι προρρήσεις, που τόσον ευρέως διεκηρύχθησαν, κατέληξαν σε πλήρη απογοήτευσι, διότι δεν εβασίζοντο σε ακριβή Γραφική γνώσι των προφητειών του Ιεχωβά. Η επάνοδος του Χριστού προωρίζετο να είναι όχι μια φυσική εκδήλωσις όπως ενόμιζαν αυτοί, αλλά μάλλον, όπως δείχνουν τώρα σαφώς οι Γραφές, μια αόρατη παρουσία δόξης και δυνάμεως, η οποία θα προκαλούσε τη μεγαλύτερη κρίσι που εδοκίμασε ποτέ ο άνθρωπος επάνω στη γη.
Κι άλλες φωνές ακούσθηκαν, αλλ’ αυτές άρχισαν να κηρύττουν μια επικείμενη αόρατη επάνοδο του Μεσσία. Μιας από τις ομάδες αυτές ηγείτο ο Γεώργιος Στορς από το Μπρούκλυν της Νέας Υόρκης. Αυτός και οι σύντροφοί του μετά το 1870 εξέδωκαν ένα περιοδικό με τίτλο Ο Ερευνητής της Βίβλου, που εξέθετε τις απόψεις των ότι η επάνοδος του Χριστού θα ήταν αόρατη. Μια άλλη ομάς που διηυθύνετο από τον Χ. Β. Ράις από την Όκλαντ της Καλιφορνίας, εξέδωκε ένα περιοδικό με όνομα Η Εσχάτη Σάλπιγξ, που εκήρυττε αόρατη επάνοδο για το έτος 1870. Μια τρίτη ομάδα έρχεται υπό την προσοχή μας, αυτή τη φορά από απογοητευμένους Αντβεντιστάς της Δευτέρας Ελεύσεως, οι οποίοι εγκατέλειψαν αυτή την κίνησι λόγω της μη επανόδου του Κυρίου στο 1873, όπως είχαν προείπει ακόμη οι Αντβεντισταί. Της ομάδος αυτής ηγείτο ο Ν. Χ. Μπάρμπουρ. Αυτοί κατηύθυναν τη δράσι τους από το Ρότσεστερ της Νέας Υόρκης, εκτελώντας ένα έργον κηρύγματος με την αποστολή ομιλητών σε όποια εκκλησία τους άνοιγε τις πύλες της. Εξέδιδαν επίσης και μηνιαίο περιοδικό με τίτλο Κήρυξ της Πρωίας. Ένας απ’ αυτή την ομάδα απέκτησε το Δίγλωττον, μετάφρασι της «Νέας Διαθήκης» υπό Β. Ουίλσων, και παρετήρησε εκεί ότι στο κατά Ματθαίον 24:27, 37, 39, η λέξις την οποίαν η Μετάφρασις Βασιλέως Ιακώβου απέδιδε έλευσις, μεταφράζεται παρουσία. Αυτό απετέλεσε το νήμα που ωδήγησε την ομάδα αυτή να συνηγορήση για μια αόρατη παρουσία του Χριστού, και να ισχυρισθή ότι η παρουσία άρχισε το φθινόπωρο του 1874.b
Ήλθε ακόμη σε φως μια τέταρτη φωνή κηρύκων μιας παρουσίας του Χριστού, η φωνή μιας ομάδος ειλικρινών σπουδαστών της Βίβλου στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβανίας, Η.Π.Α., με ηγέτη τον Κ. Τ. Ρώσσελ. Ο Κάρολος Τέηζ Ρώσσελ γεννήθηκε στην Παλαιά Αλλεγκένη (τώρα τμήμα του Πίτσμπουργκ), στις 16 Φεβρουαρίου 1852 ήταν ένα από τα τρία παιδιά του Ιωσήφ Α. και της Ελίζας Μπίρνεϋ Ρώσσελ.c Αμφότεροι οι γονείς ήσαν Πρεσβυτεριανοί Σκωτο—Ιρλανδικής καταγωγής. Ο πατέρας του Ρώσσελ διατηρούσε κατάστημα ειδών ιματισμού. Η μητέρα του πέθανε όταν αυτός ήταν μόνο εννέα ετών. Όταν ήταν παιδάκι ακόμη, εσυνήθιζε να γράφη εδάφια της Γραφής με κιμωλία στα πεζοδρόμια, μολονότι δε ανετράφη ως Πρεσβυτεριανός, συνταυτίσθηκε με τη γειτονική Κογκρεγκασιοναλιστική εκκλησία, διότι αυτή ήταν πιο φιλελεύθερη. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών ο Ρώσσελ είχε συνεταιρισθή με τον πατέρα του σε μια ευδοκιμούσα σειρά καταστημάτων ανδρικού ιματισμού. Μολονότι τα πράγματα επήγαιναν καλά για τον νεαρό Ρώσσελ στην επιχείρησι, αυτός ήταν ανήσυχος διανοητικώς. Οι διδασκαλίες τού προορισμού και της αιωνίας τιμωρίας τού προξενούσαν ιδιαίτερη δυσχέρεια, και όταν ήταν δεκαεπτά ετών ηλικίας έγινε ένας δεδηλωμένος σκεπτικιστής, απορρίπτοντας την Αγία Γραφή και τα δόγματα των εκκλησιών.
Στους επόμενους λίγους μήνες ο Ρώσσελ εξακολουθούσε να σκέπτεται το θέμα της θρησκείας, που δεν μπορούσε να την δεχθή, αλλά και δεν ήθελε να την εγκαταλείψη. Τέλος μια μέρα του 1870 μπήκε μέσα σε μια σκονισμένη, ακάθαρτη μικρή υπόγεια αίθουσα κοντά στο κατάστημα του της Φέντεραλ Στρητ—
«για να ιδώ αν οι λίγοι άνθρωποι που συνήρχοντο εκεί είχαν να παρουσιάσουν κάτι πιο λογικό από τα σύμβολα πίστεως των μεγάλων εκκλησιών. Εκεί για πρώτη φορά, άκουσα κάτι από τις απόψεις των Αντβεντιστών της Δευτέρας Ελεύσεως, ο δε κήρυξ ήταν ο κ. Τζονς Βέντελ. . . . Αν και η Γραφική του έκθεσις δεν ήταν εντελώς σαφής, και μολονότι απείχε πολύ από ό,τι απολαμβάνομε εμείς τώρα, ήταν αρκετή, με τη χάρι του Θεού, για να αποκαταστήση την ταλαντευόμενη πίστι μου στη θεοπνευστία της Αγ. Γραφής και για να δείξη ότι τα γραμμένα των αποστόλων και των προφητών είναι αρρήκτως συνδεδεμένα.»d
Μετά από λίγον καιρό ο Ρώσσελ και άλλοι πέντε περίπου άρχισαν να συνέρχωνται τακτικά από το έτος 1870 έως το 1875 για να κάνουν συστηματική μελέτη της Αγίας Γραφής. Σημειώστε την κατωτέρω περιγραφή της αλλαγής σκέψεως που ήταν καρπός της πενταετούς αυτής Γραφικής συμμελέτης.
«Σε λίγον καιρό αρχίσαμε να διακρίνωμε ότι εζούσαμε κάπου κοντά στο τέλος του Ευαγγελικού αιώνος, και κοντά στον καιρό που ο Κύριος διεκήρυξε ότι οι συνετοί και άγρυπνοι από τα τέκνα του θα έφθαναν σε σαφέστερη επίγνωσι του σχεδίου του. . . . Εφθάσαμε να γνωρίζομε κάτι για την αγάπη του Θεού, το πώς η αγάπη του έλαβε πρόνοια για όλη την ανθρωπότητα, το πώς όλοι πρέπει να εγερθούν από τον τάφο για να μαρτυρηθή σ’ αυτούς το φιλάγαθο σχέδιο του Θεού, και το πώς όλοι όσοι θα ασκήσουν πίστι στο απολυτρωτικό έργον του Χριστού και θ’ αποδώσουν υπακοή σύμφωνα με τη γνώσι του Θείου θελήματος που θα λάβουν τότε, θα μπορέσουν τότε (δια της αξίας του Χριστού) να επαναφερθούν σε πλήρη αρμονία με τον Θεό για να λάβουν ζωή αιώνια. . . . Εφθάσαμε να διακρίνωμε τη διαφορά μεταξύ του Κυρίου μας ως του ‘ανθρώπου όστις έδωκεν εαυτόν’, και ως του Κυρίου ο οποίος θα επανήρχετο ως πνευματικόν ον. Εννοήσαμε ότι τα πνευματικά όντα μπορούν να είναι παρόντα και όμως αόρατα στους ανθρώπους. . . . Λυπηθήκαμε πολύ για την πλάνη των Αντβεντιστών της Δευτέρας Ελεύσεως οι οποίοι ανέμεναν τον Χριστόν εν σαρκί, κι εδίδασκαν ότι ο κόσμος και παν ό,τι υπάρχει στον κόσμο, εκτός από τους Αντβεντιστάς, θα κατεκαίετο στο 1873 ή 1874, των οποίων οι καθορισμοί χρονολογιών και οι απογοητεύσεις και οι αστόχαστες ιδέες γενικά όσον αφορά τον σκοπό και τον τρόπο της ελεύσεώς Του, επέφεραν κατά το μάλλον ή ήττον μομφή επάνω μας κι επάνω σε όλους εκείνους που ποθούσαν και διεκήρυτταν την ερχόμενη Βασιλεία του. Οι εσφαλμένες αυτές απόψεις που διεκρατούντο τόσο γενικά για τον σκοπό και τον τρόπο της επανόδου του Κυρίου με ωδήγησαν να γράψω ένα φυλλάδιο—Ο Σκοπός και ο Τρόπος της Επανόδου του Κυρίου Ημών, που εξεδόθη σε 50.000 αντίτυπα περίπου.»e
Τον Ιανουάριο του 1876, ο Κάρολος Ρώσσελ για πρώτη φορά έλαβε ένα αντίτυπο του μηνιαίου περιοδικού Κήρυξ της Πρωίας, που εξεδίδετο από την ομάδα του Ρότσεστερ, της οποίας ηγείτο ο Νέλσων Χ. Μπάρμπουρ. Διηυθετήθη σε λίγο μια συνάντησις μεταξύ Ρώσσελ και Μπάρμπουρ, αφού απεκαλύφθη ότι οι απόψεις των ήσαν οι ίδιες σχετικά με τη δευτέρα έλευσι του Χριστού ως αόρατη. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η Βιβλική ομάς του Πίτσμπουργκ, από τριάντα σχεδόν άτομα, απεφάσισε να συνδεθή με την ομάδα του Ρότσεστερ, που ήταν λίγο μεγαλύτερη σε αριθμό. Ο Ρώσσελ έγινε μαζί με τον Μπάρμπουρ, συνεκδότης του περιοδικού Κήρυξ της Πρωίας. Η ομάς του Πίτσμπουργκ, με πρωτοβουλία του Ρώσσελ, εδέχθη να χρηματοδοτήση ένα μικρό τυπογραφείο του Ρότσεστερ για τις κοινές τυπογραφικές επιχειρήσεις. Απεφασίσθη επίσης να εκδοθή βιβλίο που να περιέχη τις κοινές των απόψεις, το δε έργον αυτό συνετελέσθη στο 1877. Το βιβλίο αυτό, 194 σελίδων, έφερε τον τίτλο «Τρεις Κόσμοι ή Σχέδιον Απολυτρώσεως», υπό Μπάρμπουρ και Ρώσσελ ως συγγραφέων από κοινού. Τον καιρόν αυτόν ο Ρώσσελ, σε ηλικία είκοσι πέντε ετών, άρχισε να εκποιή την εμπορική του επιχείρησι και ανέλαβε ολοχρόνιον έργον κηρύγματος, μεταβαίνοντας από πόλι σε πόλι για να μιλή σε διάφορες συγκεντρώσεις του κοινού, στους δρόμους και, τις Κυριακές, σε Προτεσταντικές εκκλησίες, εκεί όπου μπορούσε να κανονίση το ζήτημα με τους κληρικούς.
Το παραπάνω βιβλίο εξέθετε την πεποίθησί τους ότι η δευτέρα παρουσία του Χριστού άρχισε αόρατη το φθινόπωρο του 1874 και με αυτήν άρχισε μια τεσσαρακονταετής περίοδος θερισμού. Κατόπιν, με αξιοσημείωτη ακρίβεια, οι συγγραφείς περιέγραψαν το έτος 1914 ως το τέλος των καιρών των Εθνών.—Λουκ. 21:24.
«Επομένως, στο έτος 606 π.Χ. έληξε η βασιλεία του Θεού, το διάδημα αφηρέθη, και η γη όλη παρεδόθη στα Έθνη. 2.520 έτη από το 606 π.Χ. θα λήξουν στο 1914 μ.Χ., δηλαδή σαράντα έτη από το 1874· τα σαράντα δε αυτά έτη στα οποία μπήκαμε τώρα πρόκειται να είναι ‘καιρός θλίψεως οποία δεν έγινεν απ’ αρχής κόσμου’. Και μέσα στα σαράντα αυτά έτη πρόκειται να ιδρυθή η βασιλεία του Θεού (αλλ’ όχι εν σαρκί, ‘πρώτον το σαρκικόν, έπειτα το πνευματικόν’), οι Ιουδαίοι πρόκειται ν’ αποκατασταθούν, τα βασίλεια των Εθνών να κατασυντριβούν ‘ως σκεύη κεραμέως’, οι δε βασιλείες του κόσμου τούτου να γίνουν βασιλείες του Κυρίου ημών και του Χριστού αυτού, και να εισαχθή ο αιών της κρίσεως.»—Τρείς Κόσμοι ή Σχέδιον Απολυτρώσεως, σελ, 83, 189.f
Μετά από δύο έτη συγχωνεύσεως συνέβη δοκιμασία η οποία επέφερε χωρισμό των οδών. Στο 1878 ο Μπάρμπουρ άρχισε να πέφτη θύμα της ανωτέρας κριτικής. Εδημοσίευσε ένα άρθρον στον Κήρυκα—
«αρνούμενος ότι ο θάνατος του Χριστού αποτελούσε την απολυτρωτική τιμή . . . λέγοντας ότι ο θάνατος του Χριστού δεν αποτελεί τακτοποίησι της ποινής για τις αμαρτίες του ανθρώπου, όπως η διαπέρασις μιας καρφίτσας από το σώμα μιας μυίγας και ο βασανισμός και ο θάνατός της δεν μπορεί να θεωρηθή από έναν επίγειον γονέα ως δίκαιη διευθέτησις για την κακή διαγωγή του τέκνου του.»g
Η σαφής αυτή απάρνησις βασικής Γραφικής διδασκαλίας κατέπληξε την ομάδα του Πίτσμπουργκ και τον Ρώσσελ. Μήνες επιχειρηματολογίας επακολούθησαν σε αρθρογραφία στο περιοδικό Κήρυξ, υπέρ και κατά του ζητήματος του αντιλύτρου. Τελικά η Βιβλική ομάδα Πίτσμπουργκ αποσύρθηκε από τη συνταύτισί της με την ομάδα Μπάρμπουρ για ν’ αναλάβη ένα ξεχωριστό Βιβλικό εκδοτικό έργον. Πολλοί από την ομάδα του Ρότσεστερ συνετάχθησαν με τον Ρώσσελ και τους συντρόφους στο ζήτημα του αντιλύτρου και προσήλθαν κι αυτοί στον σύνδεσμο του Πίτσμπουργκ. Ο χωρισμός αυτός απέβη μοιραίος για την ομάδα του Ρότσεστερ, διότι μέσα ολίγα έτη ο Κήρυξ έπαυσε να εκδίδεται και τίποτε πια δεν ακούσθηκε από την πρώτη αυτή φωνή που διεσάλπιζε τη «δευτέρα έλευσι». Στο επόμενο άρθρο μας θα ιδούμε ποια από τις πολλές πρώτες αυτές φωνές έλαβε τελικά το σύνθημα της προελάσεως από τον Ιεχωβά για να τον εκπροσωπήση ως μάρτυς του στο μελλοντικό έργο διακονίας.
[Υποσημειώσεις]
a Τα Μικρά Θρησκεύματα της Αμερικής (Αναθεωρημένη έκδοσις υπό Ε. Τ. Κλαρκ, σελ. 33, 34. Καθολική Εγκυκλοπαιδεία, (Νέα Υόρκη 1910), «Ιρβιγκίτες». Εγκυκλοπαιδεία (Μακ Κλίντοκ και Στρογκ 1882), «Χιλιετηρίς»· «Μπένγκελ, Ιωάν. Άλμπερτ.»
b Σκοπιά της Σιών, Έκτακτος Έκδοσις, 25 Απριλίου 1894, σελ. 97-99 («Κοσκινισμοί Θερισμού»)· Σκοπιά Οκτωβρίου—Νοεμβρίου, 1881, σελ. 3 (στην Αγγλική).
c Ο Ι. Λ. Ρώσσελ απεβίωσε το 1897 σε ηλικία 84 ετών, και υπήρξε στενός συνεργάτης του γυιου του στη δράσι της Εταιρίας. Σκοπιά 1ης Ιανουαρίου 1898, σελ. 4 (στην Αγγλική).
d Κοσκινισμοί Θερισμού, 1894, έκδοσις Εταιρίας Σκοπιά, σελ. 93-95.
e Αυτόθι, σελ. 95-97.
f Κυριακάτικο Παγκόσμιο Περιοδικό, της Νέας Υόρκης, 30 Αύγουστου 1914, «Τέλος Όλων των Βασιλείων στο 1914»· Τύπος του Πίτσμπουργκ, Κυριακάτικο Περιοδικό, 23 Αύγουστου 1953, «Πάστωρ Ρώσσελ»· Ήλιος—Τηλέγραφος Πίτσμπουργκ, 4 Σεπτεμβρίου 1954, «Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά Εξακολουθούν να Αυξάνουν σε Δύναμι και Πίστι».
g Κοσκινισμοί Θερισμού, σελ. 104.
[Εικόνα στη σελίδα 162]
Κήρυξ της Πρωίας
God is Love