Είναι το Καλύτερο που Μπορείτε και Αρκετά Καλό;
ΥΠΑΡΧΕΙ μια παροιμία που μιλεί για τέσσερα πράγματα τα οποία ποτέ δεν ικανοποιούνται, ποτέ δεν λέγουν, «Αρκεί». Μερικές φορές οι μάρτυρες του Ιεχωβά, ακούοντας τους υπηρέτας της εκκλησίας να μιλούν για την υπηρεσία του αγρού, μπορεί να νομίζουν ότι οι υπηρέται αυτοί θα μπορούσαν να θεωρηθούν σαν μια πέμπτη τάξις που ποτέ δεν λέγει, «Αρκεί». Μπορεί να φαίνεται ότι αυτοί ποτέ δεν ικανοποιούνται, επειδή προτρέπουν για καλύτερη παρακολούθησι των συναθροίσεων, για απόκτησι περισσοτέρων Γραφικών μελετών κατ’ οίκους και για περισσότερη δράσι από θύρα σε θύρα. Αλλ’ αυτό γίνεται όπως ακριβώς πρέπει να γίνεται. Το να έχη μια εκκλησία υπηρέτας που λέγουν «Αρκεί» πριν τελειώση το έργον, θα ήταν καταστρεπτικό γι’ αυτήν. Οι υπηρέται πρέπει να μας ενθαρρύνουν για μεγαλύτερη δράσι και να μας προτρέπουν να βελτιώνωμε τη διακονία μας, να μας προφυλάττουν από το να γίνωμε ικανοποιημένοι με τον εαυτό μας και ν’ αποκτήσωμε πολλή αυτοπεποίθησι. Θυμηθήτε το «ο νομίζων ότι ίσταται, ας βλέπη μη πέση.»—1 Κορ. 10:12· Παροιμ. 30:15, 16.
Αλλά μπορεί να πήτε, «Κάνω το καλύτερο τώρα. Πώς μπορώ να κάμω κάτι περισσότερο; Δεν είναι αρκετό το καλύτερο που μπορώ;» Πιθανόν ναι, πιθανόν και όχι. Αυτό το «καλύτερο» είναι πραγματικά και το καλύτερο που μπορείτε; Δεν γίνεται ακόμη πιο καλό; Το καλύτερό σας μπορεί να είναι πενιχρό διότι δεν προσπαθείτε να το βελτιώσετε. Δεν πρέπει να κάμετε μια πρόοδο προς μεγαλύτερη ωριμότητα, έτσι ώστε το καλύτερο που θα μπορήτε να πραγματοποιήσετε στο μέλλον να είναι πολύ πιο καλό από εκείνο που πραγματοποιείτε τώρα; Ενίοτε αυτό είναι ζήτημα τού Μπορούμε να κάμωμε κάτι καλύτερο; συχνότερα όμως είναι ζήτημα τού Θέλομε να κάμωμε κάτι καλύτερο; Επωφελούμεθα στον ανώτατο βαθμό από τις ικανότητες που κατέχομε, ή, μπορεί το καλύτερό μας να είναι ακόμη πιο καλό αν επιδοθούμε στο έργον με περισσότερη επιμέλεια; Ένας γιατρός μπορεί να έχη ικανότητα αλλά να είναι μέτριος επειδή δεν είχε δείξει επιμέλεια στην ιατρική σχολή ή στη διάρκεια της υποτροφίας του. Μπορεί να κάνη το καλύτερο με τη γνώσι που έχει, αλλά οι ασθενείς του πεθαίνουν επειδή αυτός δεν ανέπτυξε στο πλήρες την ικανότητα που έχει. Το καλύτερό του δεν είναι αρκετά καλό, αφού θα μπορούσε να το κάμη πολύ καλύτερο. Το ίδιο συμβαίνει και με τον διάκονο που ασχολείται στην πνευματική θεραπεία. Αυτός έχει μια κάποια ικανότητα. Την ανέπτυξε άρα γε με τη μελέτη, με τακτική παρακολούθησι των συναθροίσεων, με συμμετοχή στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα για τη βελτίωσί του; Ανταποκρίνεται το καλύτερό του προς την πληρότητα της ικανότητός του; Αν λόγω αμελείας ή οκνηρίας δεν αναπτυσσώμεθα και ένεκα τούτου το καλύτερό μας είναι πενιχρό, τότε δεν είναι αρκετά καλό.—Ματθ. 25:15.
Για να βελτιωθήτε ώστε να μπορήτε να κάμετε κάτι καλύτερο, βελτιώστε την αγάπη σας. Λέμε ότι αγαπούμε τον Ιεχωβά. Τον αγαπούμε πραγματικά; Η πραγματική αγάπη δεν είναι απλή αισθηματικότης, αλλά εκδηλώνεται στη δράσι: «Αύτη είναι η αγάπη του Θεού, το να φυλάττωμεν τας εντολάς αυτού.» Όπως ακριβώς το σώμα χωρίς πνοή είναι νεκρό, και η πίστις χωρίς έργα είναι νεκρή, έτσι και η αγάπη χωρίς έργα είναι νεκρή. Για να εκδηλώσωμε ζωηρή αγάπη στον Ιεχωβά πρέπει να ακούωμε στις εντολές του, οι δε εντολές του περιλαμβάνουν παν ό,τι έχομε, παν ό,τι είμεθα: «Ιεχωβά ο Θεός ημών είναι είς Ιεχωβά. Και θέλεις αγαπά Ιεχωβά τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της διανοίας σου, και εξ όλης της δυνάμεώς σου.» Απαντώντας ο Ιησούς στους Ιουδαίους θρησκευομένους παρέθεσε τα ανωτέρω από το Δευτερονόμιον 6:4, 5, ΜΝΚ. Αυτοί εγνώριζαν καλά τους λόγους αυτούς, διότι ήσαν μέσα στα φυλακτήριά τους, στις θήκες που έδεναν στον βραχίονά τους και στο μέτωπό τους και που περιείχαν Γραφικά εδάφια, τα οποία επαναλάμβαναν στις πρωινές και βραδινές προσευχές των. Αλλ’ ο Ιησούς είπε στο λαό ότι όχι όσοι έλεγαν απλώς «Κύριε, Κύριε», θα εισήρχοντο στη βασιλεία των ουρανών, αλλά εκείνοι που έκαναν το θέλημα του Ιεχωβά. Οι υποκριτικές λοιπόν και επανειλημμένες δηλώσεις των ότι αγαπούσαν τον Ιεχωβά ήσαν χωρίς αξία όταν δεν υπεστηρίζοντο από υπακοή στις εντολές του Ιεχωβά.—1 Ιωάν. 5:3· Μάρκ. 12:29, 30· Ματθ. 7:21.
ΕΞ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΔΥΝΑΜΕΩΣ ΚΑΙ ΕΞ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΝΟΙΑΣ
Δεν θέλομε να είμεθα διπρόσωποι σαν τους υποκριτάς Φαρισαίους. Μπορούμε να λέμε τα λόγια που ανέφεραν αυτοί τόσο πολύ και να τα εννοούμε; Αγαπούμε τον Ιεχωβά με όλη μας τη δύναμι, όλη τη διάνοια, όλη την ψυχή και όλη την καρδιά; Θυμηθήτε ότι ν’ αγαπούμε σημαίνει να υπακούωμε. Τον αγαπούμε με όλη μας τη δύναμι, που σημαίνει να χρησιμοποιούμε τις φυσικές μας ενέργειες στην υπηρεσία του; Δίνοντας τη μαρτυρία στους άλλους για την αλήθεια μπορεί να εξαντληθούμε πεζοπορώντας, χτυπώντας τις θύρες, μιλώντας από θύρα σε θύρα και από ώρα σε ώρα. Θα αγαπούσαμε έτσι τον Ιεχωβά με όλη μας τη δύναμι, αλλ’ αυτό δεν θα ήταν αρκετό. Θα αποτελούσε αξιοσύστατο φυσικό ζήλο, που θυμίζει τα εργατικά και ενεργητικά μερμήγκια που λέγεται στους οκνηρούς να τα προσέξουν. (Παροιμ. 6:6) Αλλ’ απαιτείται κάτι περισσότερο από φυσική δύναμι. Οι στρατομύρμηκες, λόγου χάριν, βαδίζουν κατά φάλαγγας, και σε ασυνήθεις περιστάσεις πηγαίνουν κάποτε κυκλοτερώς, η δε κεφαλή της φάλαγγος στρέφεται γύρω και ακολουθεί τα πίσω μέλη. Βαδίζουν προς τον θάνατο, τριγυρίζοντας σ’ αυτόν τον κύκλο επί μέρες ώσπου πέφτουν στις γραμμές τους. Καταναλώνουν όλη τη δύναμί τους, αλλά όχι πολύ συνετά. Πρέπει ν’ αγαπούμε τον Ιεχωβά με τη δύναμί μας δείχνοντας ζήλο στην υπηρεσία του. Αλλά το να εξαντλούμεθα οδοιπορώντας και χτυπώντας θύρες και μιλώντας δεν είναι αρκετό. Πρέπει ν’ αγαπούμε και με όλη διάνοιά μας.
Ο Ιεχωβά δίνει ωρισμένες εντολές για τις διάνοιές μας. Αν οι διάνοιες μας αγαπούν τον Ιεχωβά, θα υπακούσουν σ’ αυτές τις οδηγίες. Στον Ιησούν του Ναυή είχε λεχθή ν’ αναγινώσκη για τον εαυτό του τον Θείο νόμο μέρα και νύχτα. Οι δίκαιοι πρέπει να μελετούν σ’ αυτόν μέρα και νύχτα. Στους Χριστιανούς λέγεται με τι να γεμίζουν τις διάνοιές των: «Όσα είναι αληθή, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα καθαρά, όσα προσφιλή, όσα εύφημα, αν υπάρχη τις αρετή, και εάν τις έπαινος, ταύτα συλλογίζεσθε.» Δείχνει η διάνοιά σας ότι αγαπά τον Ιεχωβά μελετώντας με υπακοή αυτά τα πράγματα συνεχώς και μελετώντας στον λόγο του μέρα και νύχτα;—Φιλιππησ. 4:8· Ιησ. Ναυή 1:8· Ψαλμ. 1:2.
Ή διαταράσσεται η διάνοιά σας με κοσμικές σκέψεις; Ο Σατανάς εξαποστέλλει την προπαγάνδα του για να διαμορφώση τις διάνοιες των ανθρώπων σύμφωνα με τους σκοπούς του. Αυτή ξεχύνεται από εφημερίδες και περιοδικά, μυκάται από τα ραδιόφωνα, φωτοβολεί από την οθόνη της τηλεοράσεως, και ακόμη διαποτίζει τα «κωμικά» βιβλία. Ο Σατανάς επιδιώκει να κατακλύση όλη την ανθρωπότητα με πλημμύρες προπαγάνδας για να καταπνίξη την ευσέβεια στις διάνοιες των ανθρώπων με χειμάρρους ακαθάρτων νερών δαιμονικών διακηρύξεων. Εξ αιτίας τούτου, οι διάνοιες που μεταστρέφονται από τον παλαιό κόσμο για να εμπιστευθούν στον νέο κόσμο του Ιεχωβά χρειάζονται καθαρισμό «με το λουτρόν του ύδατος δια του λόγου». Έλαβε η δική σας διάνοια αυτή τη στροφή προς το καλύτερο; Τότε πρέπει να «μη συμμορφώνεσθε με τον αιώνα τούτον, αλλά μεταμορφώνεσθε δια της ανακαινίσεως του νοός σας». Ανθίσταται η διάνοιά σας στους εγκεφαλικούς καταιονισμούς του Σατανά, με το να στρέφεται προς ένα λουτρόν υδάτων αληθείας που την καθαρίζει από ρύπον και ψεύδη; Υπήκουσε στην εντολή ν’ ανακαινισθή και μεταμορφωθή, και να μη συσχηματίζεται και συμορφώνεται πια με κοσμικές σκέψεις; Ο Σατανάς και σύστημά του μισούν τις διάνοιες που σκέπτονται με ιδιαίτερο τρόπο και δεν συμμορφώνονται προς την ομαδική νοοτροπία η οποία διαμορφώνεται από την προπαγάνδα. Αν ένα άτομο σκέπτεται βαθιά, μπορεί να αποκληθή με διάφορα ονόματα, όπως λόγου χάριν «δολιχοκέφαλος». Αλλά ούτε η φυσική βία ούτε ο ψυχολογικός πόλεμος θα εισχωρήση στην διάνοια εκείνη που αγαπά τον Ιεχωβά, επειδή «φόβος δεν είναι εν τη αγάπη, αλλ’ η τελεία αγάπη έξω διώκει τον φόβον· διότι ο φόβος έχει κόλασιν [περιορισμόν, ΜΝΚ]». Η αγάπη μάς κάνει να μπορούμε να υπερνικήσωμε τον περιορισμό του φόβου και «να έχωμεν παρρησίαν εν τη ημέρα της κρίσεως».—Εφεσ. 5:26· Ρωμ. 12:2· 1 Ιωάν. 4:18, 17· Αποκάλ. 16:13, 14.
Πρέπει να υπάρχη «παρρησία» του ορθού είδους, όχι απλώς ευφραδής πολυλογία. Ο Ιεχωβά κατευθύνει τη διάνοιά μας στο να μπορή ν’ απαντήση: «Εστέ πάντοτε έτοιμοι εις απολογίαν μετά πραότητος και φόβου, προς πάντα τον ζητούντα από σας λόγον περί της ελπίδος της εν υμίν.» Έδειξε η διάνοιά μας αγάπη για τον Ιεχωβά υπακούοντας σ’ αυτή την εντολή, απορροφώντας τη γνώσι που χρειάζεται για να υπερασπίσωμε τις πεποιθήσεις μας και να δώσωμε ισχυρούς λόγους για την ελπίδα που έχομε περί του νέου κόσμου; Μπορούμε ν’ απαντήσωμε, όχι για δική μας ικανοποίησι, αλλά για την ικανοποίησι εκείνου που ερωτά; Προσηλώσαμε τη διάνοιά μας όσο μπορούμε περισσότερο στη μελέτη για να είναι δυνατόν να χειρισθούμε αποτελεσματικά την αλήθεια, χωρίς να υπάρχη αιτία για ντροπή επειδή δεν μπορούμε ν’ αποκρούσωμε τους εναντιουμένους; «Σπούδασον να παραστήσης σεαυτόν δόκιμον εις τον Θεόν, εργάτην ανεπαίσχυντον, ορθοτομούντα τον λόγον της αληθείας.» Παρέχει η διάνοιά μας απαντήσεις επιδοκιμασμένες από τον Θεό ή επαίσχυντες για μας; Περιέχει απλώς η διάνοιά μας τους λόγους της αληθείας, ή και τους ορθοτομεί; Μια διάνοια που αγαπά πραγματικά τον Ιεχωβά έτσι θα εκπαιδευθή.—1 Πέτρ. 3:15· 2 Τιμ. 2:15.
Τι καλό προκύπτει με το να χρησιμοποιούμε όλη μας τη δύναμι πηγαίνοντας στην υπηρεσία, αν η διάνοιά μας δεν μπορή να διευθύνη τη γλώσσα μας στο να λέγη τα ορθά πράγματα όταν πηγαίνωμε στις θύρες; Η προθυμία ή μια άριστη προσπάθεια χωρίς τη δέουσα εκπαίδευσι δεν είναι αρκετά καλή. Η προθυμία ν’ αποδείξωμε την τριάδα ψευδή δεν είναι αρκετή, αλλά χρειάζεται και η γνώσις για να την αποδείξωμε ψευδή. Όταν δίνωμε μαρτυρία, δεν θέλομε πάντοτε να βαδίζωμε από σπίτι σε σπίτι, ν’ ανεβαίνωμε σκάλες, να χτυπούμε πόρτες, να μιλούμε σε ανθρώπους, και ν’ αποτυγχάνωμε να αποδείξωμε εκείνο που λέμε. Θέλομε να οδοιπορήσωμε, ν’ ανεβούμε, να κρούσωμε, να μιλήσωμε και να επιτύχωμε. Πρέπει να εκπαιδεύσωμε το νου μας να διευθύνη τη γλώσσα μας στο να αναιρή ψευδείς διδασκαλίες, να αποδεικνύη την τριάδα ψευδή, την αθανασία της ψυχής ειδωλολατρική, το καθαρτήριο ανύπαρκτο, και να ζωγραφίζη μια λαμπρή εικόνα του νέου κόσμου για να δώση ελπίδα και παρηγοριά. Μπορεί να το κάμη αυτό; Μήπως το καλύτερό της υστερεί απ’ αυτά; Αν είναι έτσι, τότε το καλύτερο της δεν αρκεί. Το καλύτερο της διανοίας μας πρέπει να γίνη ακόμη καλύτερο, να βελτιωθή, να εκπαιδευθή με τη μελέτη και τη σπουδή και τη διδασκαλία έτσι ώστε οι λόγοι που ο νους κατευθύνει τη γλώσσα να εκφράση να ξερριζώσουν ωχυρωμένα πατροπαράδοτα δόγματα και να ανατρέψουν ψευδείς διαλογισμούς και να φέρουν τις σκέψεις σε συμμόρφωσι με τη Γραφική αλήθεια. Η διάνοιά μας μπορεί να το κάμη αυτό αν υπακούη στις εντολές του Ιεχωβά σχετικά με την εκπαίδευσί της· η διάνοια δε που αγαπά θα υπακούση.—2 Κορ. 10:4, 5.
ΕΞ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΕΞ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ
Ένας θα μπορούσε να χρησιμοποιή το μεγαλύτερο μέρος της δυνάμεώς του στην υπηρεσία του Ιεχωβά, και να χρησιμοποιή αποτελεσματικά μια διάνοια καλά εκπαιδευμένη στο χειρισμό του λόγου της αληθείας, κι εν τούτοις να τα εκμηδενίζη όλα αυτά με μια ακατάλληλη διαγωγή που δείχνει από καιρό σε καιρό. Ένα τέτοιο άτομο δεν αγαπά τον Ιεχωβά με όλη του την ψυχή. Η «ψυχή» αναφέρεται στη ζωή, στη διαγωγή που δείχνει ένα άτομο οποτεδήποτε. Πρέπει ν’ αγαπούμε τον Ιεχωβά με όλη μας την ψυχή ή ζωή, όχι μ’ ένα μέρος αυτής μόνο. Ένας Χριστιανός ποτέ δεν είναι έξω από το καθήκον που απορρέει από τη Χριστιανοσύνη· πρόκειται για υπηρεσία εικοσιτετράωρη κάθε μέρα. Πρέπει όχι μόνο να κηρύττωμε και να παρακολουθούμε συναθροίσεις και μελέτες, αλλά και να συμμορφωνώμεθα με τους ηθικούς νόμους του Ιεχωβά και να ανταποκρινώμεθα στις αρχές του στην καθημερινή μας ζωή. Ο απόστολος Παύλος το ήξερε αυτό, και είπε: «Δαμάζω το σώμά μου και δουλαγωγώ, μήπως εις άλλους κηρύξας, εγώ γείνω αδόκιμος.» Το έργον του κηρύγματός του δεν θα τον έσωζε από μια αποδοκιμασία αν δεν ζούσε διαρκώς μια ζωή ηθικά καθαρή. Υπάρχει μια πλάνη μεταξύ της διανοίας που εξεπαιδεύθη σύμφωνα με τον νόμο του Ιεχωβά, και του σώματος της σαρκός με τις έμφυτες αμαρτωλές τάσεις και επιθυμίες του, ο δε Παύλος εδάμαζε το σώμα του για να το τηρή υποδουλωμένο στον θείο νόμο που είχε στη διάνοιά του. Τα συμβολικά ενδύματα που μας διακρίνουν ως μάρτυρας του Ιεχωβά δεν μπορούν να τίθενται κατά μέρος και να ενδυώμεθα προσωρινά με τα έργα της κοσμικής ανηθικότητος. Η αγάπη μας δεν είναι σαν ένα θρησκευτικό ένδυμα που μπορεί να τεθή κατά μέρος κι αυτός που το φέρει να φορέση πολιτικά ενδύματα για να πάη σ’ ένα σαρκικό γλέντι. Αυτό δεν θα εσήμαινε αγάπη για τον Ιεχωβά με όλη μας την ψυχή, με όλη τη ζωή μας.—1 Κορ. 9:27· Ρωμ. 7:15-25.
Αυτό βέβαια θα εφαίνετο ότι τα καλύπτει όλα, αλλά δεν τα καλύπτει. Εκτός από το ν’ αγαπούμε τον Ιεχωβά με όλη μας τη δύναμι και με όλη τη διάνοια και με όλη την ψυχή μας, πρέπει να τον αγαπούμε και με όλη μας την καρδιά. Η καρδιά εικονικώς αναφέρεται στα αισθήματα ή στη στοργή μας και καλείται η έδρα του ελατηρίου, η πηγή που μας υποκινεί να ενεργούμε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Αφού δε η αγάπη εκφράζεται με την πράξι, αφού μας ωθεί στο να ενεργούμε και αποτελεί ισχυρό κίνητρο για ενέργεια με ωρισμένους τρόπους, η καρδιά συμβολίζει την έδρα της αγάπης. Το ν’ αγαπά λοιπόν κανείς τον Ιεχωβά με όλη του την καρδιά σημαίνει να υπακούη σ’ αυτόν από ελατήρια αγάπης, αγάπης προς αυτόν ή προς τον συνάνθρωπό μας. Μπορεί ένας να χρησιμοποιή δύναμι και νουν και να διάγη καθημερινά όπως προστάζει ο Ιεχωβά, αλλά να τα κάνη όλα αυτά από ιδιοτέλεια. Αυτό δεν θα ήταν ευπρόσδεκτον. Η υπηρεσία πρέπει να είναι από την καρδιά μας, να γίνεται από αγάπη και μ’ ένα πνεύμα χαράς και ευφροσύνης. «Έκαστος κατά την προαίρεσιν της καρδίας αυτού, ουχί με λύπην, ή εξ ανάγκης· διότι τον ιλαρόν δότην αγαπά ο Θεός.»—2 Κορ. 9:7.
Όπως ακριβώς η αγάπη χωρίς έργα είναι νεκρά, έτσι και έργα χωρίς αγάπη είναι νεκρά. Ο Παύλος είπε ότι και αν μιλούσε τις γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων, αυτό δεν θα είχε καμμιά σημασία αν δεν είχε αγάπη. Και αν επροφήτευε και είχε όλη τη γνώσι και κατανόησι και πίστι τόση ώστε να μετατοπίζη όρη, αλλά δεν είχε αγάπη, θα ήταν σαν μηδέν. Και αν έδινε όλα τα υπάρχοντά του για να θρέψη άλλους, και δαπανούσε το σώμα του στην υπηρεσία ή το παρέδιδε στους διώκτας για καταστροφή, και του έλειπε η αγάπη δεν θα είχε κανένα όφελος. Η αγάπη πρέπει να είναι το ελατήριο της υπηρεσίας μας.—1 Κορ. 13:1-3.
Ερωτάται και πάλι, Αγαπούμε πραγματικά τον Ιεχωβά; Με όλη μας τη δύναμι, όλη τη διάνοια, όλη την ψυχή και όλη την καρδιά; Έχει η υπηρεσία το πρώτο μέρος στη δύναμί μας: Είναι η διάνοιά μας γεμάτη από Γραφικά χωρία; Αν είναι αυτά στη Γραφή, γιατί να μην είναι και στη διάνοιά μας; Πολλή είναι η ύλη; Ίσως. Πολύ λίγη είναι η μελέτη; Πιθανώτερο αυτό. Αντανακλά η καθημερινή μας ζωή την αγάπη μας για τον Ιεχωβά; Και γίνεται αυτό από καρδιάς; Οι απαιτήσεις είναι βαριές όταν αναλυθούν προσεκτικά· δεν είναι έτσι; Και το καλύτερο ακόμη που κάνομε δεν είναι πάντοτε αρκετό, και πρέπει να το βελτιώσωμε. Λόγου χάριν, στο 1918, όταν ο Χριστός ήλθε στον ναό, οι κεχρισμένοι που ήσαν στη γη προσπαθούσαν να κάμουν το καλύτερο που μπορούσαν, αλλά κι αυτό δεν ήταν αρκετό. Η Γραφή μάλιστα λέγει ότι αν ήρχετο τότε η θλίψις του Αρμαγεδδώνος, καμμιά σαρξ δεν θα εσώζετο! Αλλ’ επειδή οι κεχρισμένοι προσπαθούσαν ειλικρινώς να κάμουν το καλύτερο που καταλάβαιναν, ο Ιεχωβά παρέσχε έλεος, τους διώρθωσε, τους εκαθάρισε από εσφαλμένες ιδέες, και τους παρεχώρησε χρόνον για να βελτιώσουν την υπηρεσία τους ώστε αυτή να είναι ευπρόσδεκτη. Το καλύτερό τους έπρεπε να γίνη ακόμη καλύτερο για να γίνη δεκτόν.—Ματθ. 24:22.
Πάντοτε λοιπόν κάνετε το καλύτερο που μπορείτε και πάντοτε προσπαθείτε να το κάμετε ακόμη καλύτερο. Εκτιμάτε τους υπηρέτας που σας ενθαρρύνουν στο να πραγματοποιήτε περισσότερα, να τα πραγματοποιήτε καλύτερα, αντί να σας καθησυχάζουν κολακευτικά με ψευδαίσθησι ασφαλείας λέγοντας ότι κάνετε αρκετά τώρα και πρέπει να είσθε ικανοποιημένοι μ’ αυτά. Να είσθε επιμελείς στο να κάμετε το τωρινό σας καλό καλύτερο ακόμη, διότι υπάρχει έδαφος βελτιώσεως ώσπου να γίνωμε τέλειοι, η δε πλήρης και απόλυτη τελειότης στα όμματα του Ιεχωβά δεν θα έλθη στους κατοίκους της γης πριν από το τέλος της χιλιετούς βασιλείας του Χριστού. Τότε το καλύτερο που μπορούμε θα είναι πάντοτε αρκετά καλό.