Το Θριαμβευτικό Άγγελμα της «Βασιλείας»
«Και θέλει κηρυχθή τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας εν όλη τη οικουμένη, προς μαρτυρίαν εις πάντα τα έθνη· και τότε θέλει ελθεί το τέλος.»—Ματθ. 24:14.
1. Πώς ο Ιησούς συνέδεσε το παγκόσμιο κήρυγμα για Βασιλεία με το τέλος του παρόντος συστήματος πραγμάτων της γης;
ΠΡΙΝ από δεκαεννέα αιώνες και πλέον, την άνοιξι του 33 μ.Χ., ένας άνθρωπος εκάθητο επάνω στο Όρος των Ελαιών, κυττάζοντας μακριά στο ναό της Ιερουσαλήμ. Οι τέσσερες άνδρες που ήσαν μαζί του ενδιεφέροντο για ό,τι είχε ειπεί για τον ναόν αυτόν. Του υπέβαλαν, λοιπόν, μια ερώτησι όσον αφορά τον ναόν και άλλα γεγονότα παγκοσμίου σπουδαιότητος που επρόκειτο να συμβούν. Προχωρώντας στη μακρά του απάντησι προς την τριπλή τους ερώτησι, είπε: «Και θέλει κηρυχθή τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας εν όλη τη οικουμένη, προς μαρτυρίαν εις πάντα τα έθνη· και τότε θέλει ελθεί το τέλος.» (Ματθ. 24:14) Σήμερα, σ’ αυτό το έτος 1956, ο ναός της Ιερουσαλήμ δεν υπάρχει πια, όπως εκείνος είχε προείπει ότι δεν θα υπήρχε, αλλ’ η προφητεία του όσον αφορά «τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας» εκπληρώνεται ανάμεσα σε διαρκώς περισσοτέρους από τους κατοίκους της γης και όλα τα έθνη λαμβάνουν μαρτυρία όσον αφορά τη «βασιλεία» με μια εκστρατεία κηρύγματος στο οποίο δεν μπορούν να κλείσουν τα αυτιά τους. Θριαμβευτικά αυτό το άγγελμα της «βασιλείας» έχει προχωρήσει αφότου για πρώτη φορά άρχισε να κηρύττεται, και η διακήρυξίς του ηχεί σαν απόδειξις όχι μόνο του ότι ο Ιησούς Χριστός που το επροφήτευσε είναι αληθινός, αλλά και του ότι πλησιάζομε στο πλήρες τέλος του παρόντος συστήματος πραγμάτων της γης. Το κήρυγμα έπρεπε να γίνη πριν από το τέλος. Το τέλος δεν μπορούσε να έλθη παρά αφού θα γινόταν το κήρυγμα σε τέτοια κλίμακα ώστε ν’ ακουσθή από όλους τους κατοίκους της γης και όλα τα έθνη να λάβουν μαρτυρία.
2. Πόσος καιρός παρεχωρήθη γι’ αυτό το κήρυγμα;
2 Πόσος καιρός παρεχωρήθη γι’ αυτό το κήρυγμα; Ως τα μέσα του έτους 1920 υπήρχε η γνώμη ότι χίλια εννιακόσια χρόνια περίπου παρεχωρήθησαν για το κήρυγμα του ευαγγελίου της Βασιλείας και ότι το κήρυγμα άρχισε το 33 μ.Χ. στην Ιερουσαλήμ, την ημέρα της Πεντηκοστής όταν οι μαθηταί του Ιησού εχρίσθησαν με το άγιο πνεύμα και άρχισαν να κηρύττουν θαυματουργικά σε ξένες γλώσσες προς το μεγάλο πλήθος που συνεκεντρώθη όταν έγινε το θαύμα, και ότι το κήρυγμα εξακολούθησε δια μέσου των αιώνων έως τώρα. Υπήρχε η γνώμη ότι ήταν το κήρυγμα μιας βασιλείας που επρόκειτο ακόμη να εγκαθιδρυθή εις απάντησιν της προσευχής που εδίδαξε ο Ιησούς, «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου· ελθέτω η βασιλεία σου· γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ, και επί της γης.»—Ματθ. 6:9, 10.
3, 4. Ποιες χονδροειδείς παρανοήσεις περί της βασιλείας του Θεού επάνω στη γη επεκράτησαν ευρέως επί αιώνες ως τον εικοστόν αυτόν αιώνα;
3 Μια ειλικρινής εξέτασις της ιστορίας, εν τούτοις, δείχνει ότι λίγο μετά τον θάνατο και των δώδεκα αποστόλων του Ιησού κατά το τέλος του πρώτου αιώνος, το άγγελμα και μιας μελλούσης ακόμη βασιλείας του ουρανίου Πατρός μας άρχισε να εκπνέη. Η εκκλησία άρχισε να θεωρήται ως η Βασιλεία, η δε Βασιλεία θα ήρχετο όταν η εκκλησία θα εγκαθιδρύετο ορατώς και δυναμικώς επάνω στη γη. Διαρκώς ολιγώτερο ετίθετο η έμφασις στην ερχόμενη βασιλεία καθώς η εκκλησία αποστατούσε ολοένα περισσότερο από την αληθινή Χριστιανική ελπίδα και συμμαχούσε με το Ρωμαϊκό κράτος. Όταν τελικά ο Ρωμαίος αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ισχυρίσθη ότι μετεστράφη και έγινε ένας Ρωμαιοκαθολικός, ο θρησκευτικός κλήρος ησθάνθη ότι η Βασιλεία είχε έλθει και επεζήτησε ν’ αυξήση την κυριαρχία της θρησκευτικοπολιτικής αυτής βασιλείας. Στο 800 (μ.Χ.), όταν η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εγκαθιδρύθη με τη στέψι του Καρλομάγνου ως αυτοκράτορος από τον Πάπαν Λέοντα Γ΄ στη Ρώμη, έγινε αισθητόν ότι ακόμη περισσότερο είχε εγκαθιδρυθή η βασιλεία του Θεού και ότι, μολονότι η βασιλεία του Θεού ήταν μία, εξεδηλώνετο προς δύο κατευθύνσεις, προς την προσωρινή κατεύθυνσι μέσω της πολιτικής αυτοκρατορίας και προς την πνευματική κατεύθυνσι μέσω του Ρωμαιοκαθολικού πάπα.
4 Η Προτεσταντική Μεταρρύθμισις του δεκάτου έκτου αιώνος ανεμίχθη με την πολιτική της δυτικής Ευρώπης και αυτό ωδήγησε στη γαμήλια ένωσι των Προτεσταντικών δογμάτων με τα πολιτικά κράτη. Διεκηρύχθη ότι οι πολιτικοί άρχοντες των πολιτικοθρησκευτικών αυτών κρατών άρχουν με θείο δικαίωμα και ότι ήσαν οι ορατοί αντιπρόσωποι του Θεού επάνω στη γη, που κυβερνούσαν εν τω ονόματί Του. Αυτή η αντίληψις των πραγμάτων επηρέασε όλες τις απόψεις όσον αφορά τη βασιλεία του Θεού, μολονότι δε απεστάλησαν αργότερα ιεραπόστολοι σε όλα τα μέρη της γης, η διακήρυξίς των για τη βασιλεία του Θεού επρόκειτο να είναι λανθασμένη επειδή δεν κατανοούσαν ορθά το θέμα και εκήρυτταν τις διδασκαλίες των εκκλησιαστικών συστημάτων που είχαν γίνει μέρος του κόσμου τούτου.
5, 6. Ποια σχέσι έχει με την εκστρατεία του κηρύγματος της Βασιλείας η πραγματική δευτέρα παρουσία του Χριστού όπως ορίζεται στις Γραφές;
5 Εξ άλλου, ο Ιησούς, όταν ήταν υπόδικος για τη ζωή του, είπε στον Ρωμαίον κυβερνήτην της Ιουδαίας: «Η βασιλεία η εμή δεν είναι εκ του κόσμου τούτου· εάν η βασιλεία η εμή ήτο εκ του κόσμου τούτου, οι υπηρέται μου ήθελον αγωνίζεσθαι, δια να μη παραδοθώ εις τους Ιουδαίους· τώρα δε η βασιλεία η εμή δεν είναι εντεύθεν.» (Ιωάν. 18:36) Με κανένα τρόπο, λοιπόν, δεν θα μπορούσε το κήρυγμα που έκαμαν οι Ρωμαιοκαθολικοί, οι Ελληνοκαθολικοί και οι Προτεστάνται ιεραπόστολοι στους περασμένους αιώνες, να ερμηνευθή ότι εξεπλήρωνε την προφητεία του Ιησού που αναγράφεται στο κατά Ματθαίον 24:14.
6 Σ’ αυτή την προφητεία ο Ιησούς δεν εννοούσε το κήρυγμα τέτοιων ιεραποστόλων των αποστατικών Χριστιανικών θρησκειών. Έπρεπε να φθάσωμε στον εικοστόν αυτόν αιώνα για να τεθή σε ενέργεια το κήρυγμα της Βασιλείας που προείπε ο Ιησούς. Έτσι καθώρισε τον χρόνον των γεγονότων ο Θεός. Ποια είναι η βασιλεία της οποίας το ευαγγέλιον επρόκειτο να κηρυχθή σ’ ολόκληρη τη γη σε όλα τα έθνη στον προκαθωρισμένο καιρό; Το αντικείμενον της ερωτήσεως που οι τέσσερες απόστολοι υπέβαλαν στον Ιησούν καθορίζει την ορθή απάντησι. Είπαν: «Ειπέ προς ημάς, πότε θέλουσι γείνει ταύτα; και τι το σημείον της παρουσίας σου, και της συντελείας του αιώνος;» (Ματθ. 24:3· Μάρκ. 13:3, 4) Οι απόστολοι αυτοί ερώτησαν ακριβώς για την πραγματική παρουσία του Χριστού στην Θεόδοτη βασιλεία του. Και για την «έλευσί» του σ’ αυτή τη βασιλεία ο Ιησούς είπε τα ακόλουθα, που αναγράφονται σε επόμενα εδάφια της ίδιας προφητικής απαντήσεως: «Και τότε θέλει φανή το σημείον του Υιού του ανθρώπου εν τω ουρανώ· και τότε θέλουσι θρηνήσει πάσαι αι φυλαί της γης, και θέλουσιν ιδεί τον Υιόν του ανθρώπου ερχόμενον επί των νεφελών του ουρανού μετά δυνάμεως και δόξης πολλής. Και θέλει αποστείλει τους αγγέλους αυτού μετά σάλπιγγος φωνής μεγάλης . . . Όταν δε έλθη ο Υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού, και πάντες οι άγιοι άγγελοι μετ’ αυτού, τότε θέλει καθίσει επί του θρόνου της δόξης αυτού. Και θέλουσι συναχθή έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη· και θέλει χωρίσει αυτούς απ’ αλλήλων.» (Ματθ. 24:30, 31· 25:31, 32) Συνεπώς, η βασιλεία για την οποία θα εκηρύττετο τούτο το ευαγγέλιον είναι η βασιλεία με τον Ιησούν Χριστόν παρόντα σ’ αυτήν εν δυνάμει, επάνω στον θρόνο της ενεργού κυριαρχίας του. Η Βασιλεία είναι, όχι μια βασιλεία που πρόκειται να ιδρυθή, αλλά μια βασιλεία που τώρα εγκαθιδρύθη.
7, 8. Από το φθινόπωρο του 1914 και μόνο, με ποιο αποτέλεσμα επάνω στους περισσοτέρους κατοίκους της γης, επροχώρησε κατάλληλα το κήρυγμα της Βασιλείας, και γιατί;
7 Η αγγελία της εγκαθιδρύσεώς της δεν είναι καλή αγγελία για όλους, διότι, αντί να χαίρουν όλοι για την εγκαθίδρυσί της στους ουρανούς, ο Ιησούς είπε ότι όλες οι φυλές της γης θα θρηνούσαν γι’ αυτήν και ότι αυτός ως Βασιλεύς και Ποιμήν θα εχώριζε τους ανθρώπους όλων των εθνών σχετικά με το ζήτημα της Βασιλείας, όπως ακριβώς ένας ποιμήν χωρίζει τα ερίφια από τα πρόβατά του. Ο καθωρισμένος καιρός του Θεού για την ίδρυσι αυτής της ουρανίου βασιλείας με τον Υιό του επάνω στον θρόνο, ήταν στο τέλος των προσδιωρισμένων «καιρών των εθνών», ή 2.520 χρόνια από τότε που το βασίλειο της Ιερουσαλήμ στη γη του Ιούδα ερημώθηκε στις αρχές του φθινοπώρου ή στον έβδομον Ιουδαϊκόν μήνα του έτους 607 π.Χ. Οι επτά αυτοί «καιροί των εθνών» ετελείωσαν στις αρχές του φθινοπώρου του 1914, γύρω στην 1η Οκτωβρίου. Πριν από τότε δεν μπορούσε να κηρυχθή το «ευαγγέλιον» της εγκαθιδρυμένης βασιλείας.
8 Τον Δεκέμβριο του 1879, το έκτο τεύχος τον περιοδικού που είναι τώρα γνωστό ως Η Σκοπιά, επέστησε την προσοχή των ανθρώπων στο γεγονός ότι οι καιροί αυτοί θα έληγαν στο 1914. Μήπως τα καθ’ ομολογίαν Χριστιανικά έθνη του «Χριστιανικού κόσμου» το εσημείωσαν αυτό με κάποια πίστι ή χαρούμενη προσδοκία; Όχι! Στις αρχές του φθινοπώρου του 1914 τα έθνη του «Χριστιανικού κόσμου» δεν είχαν χαρούμενη διάθεσι για την εγκαθίδρυσι της ουρανίου βασιλείας του Θεού με τον Χριστό στο θρόνο ως κεχρισμένον Βασιλέα του. Τα έθνη εμαίνοντο στον πρώτο τους παγκόσμιο πόλεμο για παγκόσμια κυριαρχία, ο δε θρησκευτικός κλήρος, Καθολικοί και Διαμαρτυρόμενοι, υπεστήριζαν εθνικιστικά τα μέρη των στην αιμοβαφή μάχη, προσευχόμενοι να δώση ο Θεός τη νίκη στο ένα μέρος του «Χριστιανικού κόσμου» εναντίον του άλλου μέρους του «Χριστιανικού κόσμου». Ο πρώτος αυτός παγκόσμιος πόλεμος επηρέασε ολόκληρο τον κόσμο. Πάντοτε από τότε ‘όλες οι φυλές της γης’ εξακολούθησαν να θρηνούν, και ως την ημέρα αυτή δεν εσταμάτησαν, μολονότι το σημείο του Υιού του ανθρώπου που ήλθε στην επί μακρόν αναμενόμενη βασιλεία του, είναι πολύ καθαρό και πειστικό σε κάθε μάτι που δεν είναι τυφλωμένο από τον εχθρό Σατανά ή Διάβολο. Αυτές οι φυλές που θρηνούν δεν είναι οι άνθρωποι που ο Ποιμήν—Βασιλεύς Ιησούς Χριστός χωρίζει στα δεξιά του ως πρόβατα.
9, 10. (α) Από ποιους εκτελείται επικαίρως το κήρυγμα ‘τούτου του ευαγγελίου της βασιλείας’; (β) Γιατί η πίστις και το θάρρος είναι ζωτικώς αναγκαία γι’ αυτό το κήρυγμα;
9 Το περιοδικό Η Σκοπιά, στο τεύχος του της 1ης Ιουλίου 1920, εδημοσίευσε το άρθρο «Ευαγγέλιον της Βασιλείας». Έως τότε οι μάρτυρες του Ιεχωβά σε όλη τη γη δεν είχαν αντιληφθή ότι το «ευαγγέλιον» ή καλή αγγελία ανεφέρετο στην εγκαθιδρυμένη τώρα βασιλεία και ότι η καλή αγγελία αυτής της βασιλείας έπρεπε ν’ αρχίση να κηρύττεται τώρα, μετά την ‘αρχήν των ωδίνων’ που έγινε αισθητή κατά την περίοδο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου· και ότι το κήρυγμα έπρεπε να εξακολουθήση ως τη μάχη του Αρμαγεδδώνος, την ‘μεγάλην θλίψιν, οποία δεν έγεινεν απ’ αρχής κόσμου έως του νυν, ουδέ θέλει γείνει.’ (Ματθ. 24:7, 8, 21) Τώρα, ακριβώς, στον «καιρόν της συντελείας» του σατανικού αυτού συστήματος πραγμάτων, πρέπει να κηρυχθή «τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας» παντού όπου είναι δυνατόν. Τώρα ακριβώς και κηρύττεται. Θα εξακολουθήση να κηρύττεται ώσπου αυτό το σύστημα πραγμάτων να τελειώση, και να εισαχθή με όλες τις ευλογίες του το νέο σύστημα πραγμάτων, ο νέος κόσμος του Θεού που αποτελείται από «νέους ουρανούς και νέαν γην». Οι ιεραπόστολοι του «Χριστιανικού κόσμου» σε όλη τη γη ανέρχονται σε χιλιάδες. Μολαταύτα, δεν είναι πάρα πολύ να πούμε ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά είναι οι μόνοι που κηρύττουν «τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας». Γιατί; Διότι είναι οι μόνοι που βλέπουν την εγκαθιδρυμένη βασιλεία υπό το φως των συγχρόνων γεγονότων που ερμηνεύονται από τη Βιβλική προφητεία, και είναι οι μόνοι που έχουν την πίστι και το θάρρος από τον Θεό να την κηρύττουν.
10 Επειδή ο Ιησούς το ωνόμασε «ευαγγέλιον», ας μη νομίση κανείς ότι δεν έχει ανάγκη από θάρρος και πίστι στον Θεό για να το κηρύξη. Κηρύττεται πράγματι η βασιλεία του Θεού δια του Χριστού, γεγονός που θα έπρεπε κανονικά να καταστήση το άγγελμα εξαιρετικά ευπρόσδεκτο. Γνωρίζετε, όμως, τι σημαίνει να το κηρύττη κανείς σ’ αυτόν τον αγωνιώντα κόσμο; Σημαίνει τη διακήρυξι της αγγελίας μιας εχθρικής βασιλείας και τη διακήρυξί της σε εχθρικές χώρες. Γιατί; Διότι ο κόσμος, περιλαμβανομένου και του «Χριστιανικού κόσμου», δεν είναι φίλος της βασιλείας του Θεού, ούτε ο Ιεχωβά Θεός και ο Χριστός του είναι φίλοι του κόσμου τούτου. Η Αποκάλυψις, που δίνει ένα όραμα της οργανώσεως του Θεού η οποία γεννά τη βασιλεία του στο 1914, εικονίζει το γεγονός αυτό με τον εξής τρόπο: «Και εγέννησε παιδίον άρρεν, το οποίον μέλλει να ποιμάνη πάντα τα έθνη εν ράβδω σιδηρά· και το τέκνον αυτής ηρπάσθη προς τον Θεόν και τον θρόνον αυτού.» (Αποκάλ. 12:5) Αυτή η «σιδηρά ράβδος» στα χέρια της βασιλείας του Θεού είναι για την κατασυντριβή των εθνών του κόσμου τούτου ως ευθραύστων σκευών κεραμέως στον Αρμαγεδδώνα, όπως προελέχθη στον Ψαλμό 2:7-9. Δεν είναι παράδοξο ότι από το 1914 τα έθνη εφρύαξαν σε δύο παγκοσμίους πολέμους, με πολλούς μικροτέρους πολέμους εν τω μεταξύ και έκτοτε, και ότι εμελέτησαν μάταια πράγματα όπως η Κοινωνία των Εθνών και τα Ηνωμένα Έθνη και συνεβουλεύθησαν ομού εναντίον του Ιεχωβά και εναντίον του κεχρισμένου του Βασιλέως Ιησού Χριστού, όπως προείπε ο ίδιος αυτός ψαλμός. (Ψαλμ. 2:1, 2, ΑΣ) Επομένως, όταν ένας αληθινός Χριστιανός έρχεται κηρύττοντας την μόνη πραγματικά «καλή αγγελία», έρχεται ως διαγγελεύς μιας βασιλείας για την οποία έχει προφητευθή ότι θα καταστρέψη τα έθνη του κόσμου τούτου. Το γεγονός αυτό καθιστά το κήρυγμα ένα έργον που απαιτεί θάρρος, το οποίο, μόνον ο Θεός μπορεί να το δώση.
11-13. (α) Γιατί είναι «ασφαλές» να είναι κανείς τώρα «Χριστιανός» του είδους εκείνου που ανέφερε προσφάτως ένας από τους ονομαστούς εκπροσώπους του «Χριστιανικού» κόσμου»; (β) Αντιθέτως, γιατί οι γνήσιοι Χριστιανοί είναι σχετικώς μη ασφαλείς αλλ’ αήττητοι;
11 Στις 23 Απριλίου 1955, σ’ ένα γεύμα του Y.M.C.A. στην πόλι της Νέας Υόρκης, ο αρχιμανδρίτης του Καθεδρικού ναού της Νέας Υόρκης Τζαίημς Α. Πάικ είπε ότι μερικές φορές αισθάνθηκε πώς ήταν ατυχία ότι «το να είναι κανείς Χριστιανός είναι κάτι τόσο ασφαλές.» Όταν ο καθολικός αυτός κληρικός το είπε αυτό, εσκέπτετο μήπως τους μάρτυρας του Ιεχωβά ως κήρυκας της εγκαθιδρυμένης αυτής βασιλείας; Όχι! Εκείνοι τους οποίους πραγματικά εννοούσε ο αρχιμανδρίτης είναι οι άνθρωποι που ομολογούν ότι είναι Χριστιανοί επειδή είναι μέλη των εκτιμωμένων θρησκευτικών συστημάτων του «Χριστιανικού κόσμου», επειδή τα μέλη αυτά είναι δημοφιλή και έχουν την προστασία των πολιτικών κυβερνήσεων του «Χριστιανικού κόσμου».
12 Οι μάρτυρες του Ιεχωβά προσπαθούν να είναι αληθινοί Χριστιανοί σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Γραφής, αλλά δεν το βρίσκουν «ασφαλές» οπουδήποτε επάνω στη γη. Ακόμη και στον «Χριστιανικό κόσμο» εδοκίμασαν εκείνο που ο Αρχιμανδρίτης Πάικ παρετήρησε κατόπιν, δηλαδή, ότι στα πρώτα της χρόνια η Χριστιανοσύνη ήταν μια «παράνομη» και «ανατρεπτική» διδασκαλία και οι συνήγοροί της συχνά ήλθαν υπό την προσοχή της «επιτροπής αντι-Ρωμαϊκής δράσεως». Η Χριστιανοσύνη, υπεστήριξε ο Αρχιμανδρίτης Πάικ, πρέπει να επιστρέψη στον αρχικό της δυναμισμό αν πρόκειται να έχη πλήρη επιτυχία εναντίον του κομμουνισμού. (Τάιμς της Νέας Υόρκης, 24 Απριλίου 1955) Τώρα, επειδή οι μάρτυρες του Ιεχωβά επέστρεψαν στον δυναμισμό της Χριστιανοσύνης των αποστολικών ημερών, γι’ αυτό ακριβώς, και σήμερα ακόμη, έπειτα από την υστερία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, είναι «παράνομοι» σε μερικές χώρες του «Χριστιανικού κόσμου», για να μην αναφέρωμε τις Κομμουνιστικές χώρες, και κατηγορούνται ψευδώς από τους θρησκευτικούς των εχθρούς ότι είναι «ανατρεπτικά στοιχεία» και επικίνδυνοι στη δημοσία ασφάλεια, θεωρούνται δε άλλοτε ως Ναζισταί, άλλοτε ως Κομμουνισταί, στις Κομμουνιστικές χώρες ως κατάσκοποι και πράκτορες των ιμπεριαλιστικών χωρών, και αλλού ως μυστικοί πράκτορες του Ιουδαϊκού Σιωνισμού, τους αποδίδεται, δηλαδή, κάθε παλαιά κατηγορία για να διεγερθή το δημόσιο αίσθημα εναντίον των, για να υποκινηθή κρατική ενέργεια εναντίον των και να γίνη επισφαλής η ύπαρξίς των.
13 Αλλ’ αυτό δεν επιτυγχάνει. Οι μάρτυρες του Ιεχωβά σήμερα εξακολουθούν να κάνουν δημοσία διακήρυξι της πίστεώς των και της ελπίδος των και να κηρύττουν τα αγαθά νέα της Βασιλείας ανάμεσα στην πιο μεγάλη έλλειψι ασφαλείας στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως και στα στρατόπεδα αναγκαστικής εργασίας και στις φυλακές των Κομμουνιστικών χωρών και άλλων χωρών που τελούν υπό ολοκληρωτική διακυβέρνησι και δικτατορία. Θριαμβεύουν εναντίον αυτών των μορφών και ενεργειών της διακυβερνήσεως του Διαβόλου, όπως ακριβώς περιγράφεται στην Αποκάλυψι 12:11: «Και αυτοί ενίκησαν αυτόν [τον Σατανά ή Διάβολο] δια το αίμα του Αρνίου, και δια τον λόγον της μαρτυρίας αυτών· και δεν ηγάπησαν την ψυχήν αυτών μέχρι θανάτου.» Πουθενά το να είναι κανείς ένας από τους μάρτυρας του Ιεχωβά δεν είναι μια «εύκολη θρησκεία» ούτε είναι κανείς ασφαλής από κάποια μορφή μίσους και επιθέσεως από υπηρέτας και κυβερνήσεις του αοράτου «άρχοντος του κόσμου», Σατανά ή Διαβόλου. Οι Κομμουνισταί και άλλοι ολοκληρωτικοί άρχοντες προσπαθούν να κάμουν τους μάρτυρας του Ιεχωβά να δείξουν ότι η θρησκεία των είναι μια κατώτερη θρησκεία, η οποία δεν μπορεί να σταθή απέναντι του κόσμου αυτού, αλλ’ η πιστότης των μαρτύρων κάτω από τις προσπάθειες αυτές που αποβλέπουν στο να τους εξαναγκάσουν να παραιτηθούν από τη θρησκεία τους, επιφέρει μια ήττα στους Κομμουνιστάς και στους άλλους ολοκληρωτικούς. Όπως είπε και ο Αρχιμανδρίτης Πάικ: «Ο κομμουνισμός είναι μια παγκόσμια θρησκεία. Μπορεί να ηττηθή μόνο από μια καλύτερη θρησκεία. Τίποτε άλλο δεν μπορεί να τον νικήση.» Η αποτυχία της απαγορεύσεως και του διωγμού των μαρτύρων του Ιεχωβά από τους Κομμουνιστάς για να τους εξαλείψουν ή να σταματήσουν την αύξησί των, είναι μια εύγλωττη μαρτυρία ότι μεταξύ των μαρτύρων του Ιεχωβά έχουν συναντήσει τη μία «καλύτερη θρησκεία», και χρησιμεύει ως προειδοποίησις σ’ αυτούς τους ριζοσπάστας που πολεμούν εναντίον του Ιεχωβά Θεού, για το ότι οι μάρτυρες του θα είναι εδώ θριαμβευταί αφού ο κομμουνισμός και άλλα ριζοσπαστικά στοιχεία θα έχουν παρέλθει. Η θρησκεία των είναι τόσο φθαρτή όσο και η βασιλεία του Ιεχωβά, την οποία κηρύττουν.—Τάιμς της Νέας Υόρκης, 11 Ιανουαρίου 1955.
ΠΩΣ
14, 15. Ποια είναι η διαφορά μεταξύ του τρόπου κηρύγματος του «Χριστιανικού κόσμου» και του τρόπου τον οποίον τυγχάνει τώρα πλήρους υπακοής η εντολή του Ιησού για κήρυγμα;
14 Ο τρόπος με τον οποίον οι μάρτυρες του Ιεχωβά κηρύττουν «τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας» υπέστη επίκρισιν. Αυτοί δεν κηρύττουν με τον παραδεδεγμένο, τυπικό τρόπο, ο οποίος είναι ο εύκολος τρόπος, με ενδυμασία κληρικών από ένα άμβωνα εκκλησίας και με το θρησκευτικό ποίμνιο συναθροισμένο μέσα ενώπιον του κήρυκος ή του ιερέως. Αυτός ο τελετουργικός, παραδεδεγμένος τρόπος κηρύγματος στον «Χριστιανικό κόσμο» απέτυχε να εκπληρώση την εντολή του Ιησού προς τους μαθητάς του: «Πορευθέντες [ναι, Πορευθέντες] λοιπόν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, . . . διδάσκοντες αυτούς να φυλάττωσι πάντα όσα παρήγγειλα εις εσάς.» (Ματθ. 28:19, 20) Επειδή η καθιερωμένη μέθοδος του «Χριστιανικού κόσμου» απέτυχε να «επιστρέψη» τον κόσμο ή να επιστρέψη ακόμη και τους ανθρώπους στις χώρες που ονομάζονται «Χριστιανικές», και απέτυχε να σταματήση την εισβολή της ειδωλολατρίας στις μεγάλες πόλεις, τα θρησκευτικά συστήματα του «Χριστιανικού κόσμου» προσπαθούν να εξαναγκάσουν τους ανθρώπους να υιοθετήσουν θρησκεία ή θρησκευτικούς λατρευτικούς τρόπους και ομολογίες με το να κάνουν τους νομοθέτας να επιβάλουν θρησκεία στους απροθύμους ανθρώπους με νόμον. Αυτό μπορεί να είναι σε αρμονία με τη συνθήκη ειρήνης της Βεστφαλίας που έγινε στο τέλος του Τριακονταετούς Πολέμου στην Ευρώπη το 1648 και που ώριζε ότι η θρησκεία κάθε επαρχίας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επρόκειτο από τότε και ύστερα να καθορίζεται από τη θρησκεία του ιδιαιτέρου άρχοντος της επαρχίας εκείνης, είτε Καθολικός ήταν αυτός, είτε Λουθηρανός, είτε Καλβινιστής. Αλλ’ αυτό απέτυχε να σώση τη μορφή της Χριστιανοσύνης του «Χριστιανικού κόσμου» από διαφθορά, παρακμή και κοσμικότητα. Τούτο σημαίνει ότι η καθιερωμένη μέθοδος που επεκράτησε στον «Χριστιανικό κόσμο» επί αιώνες, δεν έδωσε αποτελέσματα. Είναι μια αποτυχία.
15 Ο εξέχων τρόπος με τον οποίον οι μάρτυρες του Ιεχωβά υπακούουν στην εντολή του Ιησού που αναγράφεται στο κατά Ματθαίον 24:14 και κηρύττουν «τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας» συνίσταται στο να πηγαίνουν από χώρα σε χώρα, από πόλι σε πόλι, από χωριό σε χωριό και από σπίτι σε σπίτι. Αυτός μπορεί να μην είναι ο τρόπος ο παραδεδεγμένος από τον κλήρο και τους λαϊκούς του «Χριστιανικού κόσμου», αλλά είναι αποστολικός, ναι Χριστοειδής. Αφού ο απόστολος Πέτρος και οι άλλοι απόστολοι είχαν ειπεί στο Ιουδαϊκό Ανώτατο Σάνχεδριν στην Ιερουσαλήμ, «Πρέπει να πειθαρχώμεν εις τον Θεόν μάλλον παρά εις τους ανθρώπους», και είχαν δαρή και τους ελέχθη να παύσουν να κηρύττουν για τον Ιησού Χριστό, οι απόστολοι έφυγαν χαίροντας, και, όπως λέγει η αφήγησις, «πάσαν ημέραν εν τω ιερώ και κατ’ οίκον δεν έπαυον διδάσκοντες και ευαγγελιζόμενοι τον Ιησούν Χριστόν.»—Πράξ. 5:29, 40-42.
16. Πώς ο Παύλος, στο κήρυγμά του, ήταν ένας μιμητής του Ιησού, και με ποιο αποτέλεσμα;
16 Εκείνο τον καιρό ο Παύλος δεν ήταν μεταξύ των αποστόλων εκείνων στο «κατ’ οίκους» κήρυγμά των, αλλά έπειτα από χρόνια είπε σ’ έναν αποχαιρετιστήριο λόγο προς τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας της Εφέσου: «Δεν υπέκρυψα ουδέν των συμφερόντων, ώστε να μη αναγγείλω αυτό προς εσάς, και να σας διδάξω δημοσία και κατ’ οίκους, διαμαρτυρόμενος προς Ιουδαίους τε και Έλληνας την εις τον Θεόν μετάνοιαν, και την πίστιν την εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. . . . Διήλθον κηρύττων την βασιλείαν.» (Πράξ. 20:20, 21, 25) Όταν έγραψε στους Χριστιανούς της Κορίνθου ο απόστολος Παύλος είπε: «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς και εγώ του Χριστού.» (1 Κορ. 11:1) Κηρύττοντας από σπίτι σε σπίτι ο Παύλος ήταν ένας μιμητής του Ιησού Χριστού, επειδή και ο Ιησούς, εκτός του ότι εκήρυττε σε διαφόρους δημοσίους χώρους, αναφέρεται συχνά ότι βρισκόταν στα σπίτια των ανθρώπων μιλώντας στους ενοίκους των για τη Βασιλεία. Όταν απέστειλε τους δώδεκα αποστόλους του και αργότερα επίσης εβδομήντα ευαγγελιστάς να κηρύξουν, τους είπε τι να λέγουν στις θύρες των ανθρώπων που επεσκέπτοντο: «Εις ήντινα δε οικίαν εισέρχησθε, πρώτον λέγετε, Ειρήνη εις τον οίκον τούτον.» (Λουκ. 10:1, 5) «Εισερχόμενοι δε εις την οικίαν, χαιρετήσατε αυτήν. . . . Και όστις δεν σας δεχθή, μηδέ ακούση τους λόγους σας, εξερχόμενοι εκ της οικίας, ή της πόλεως εκείνης, εκτινάξατε τον κονιορτόν των ποδών σας.» (Ματθ. 10:5, 12-14) Ως αποτέλεσμα του κηρύγματος μ’ αυτόν τον Χριστοειδή, αποστολικό τρόπο, ο Παύλος μπορούσε να γράψη από τη φυλακή του στη Ρώμη και να πη ότι το ευαγγέλιον εκηρύχθη «εις πάσαν την κτίσιν την υπό τον ουρανόν· του οποίου εγώ ο Παύλος έγεινα υπηρέτης. Τώρα χαίρω εις τα παθήματά μου δια σας.» (Κολ. 1:23, 24) Όλη η κτίσις η υπό τον ουρανόν ήταν κυρίως ειδωλολατρική τότε.
17, 18. Από ποιους και πώς, στην πράξι, χρησιμοποιείται επιτυχώς σήμερα ο Χριστοειδής, αποστολικός τρόπος κηρύγματος;
17 Έπειτα από χίλια εννιακόσια χρόνια οι μάρτυρες του Ιεχωβά είναι ακόμη με όλη τους την καρδιά δοσμένοι στον από σπίτι σε σπίτι τρόπο κηρύγματος σ’ αυτόν τον «έσχατον καιρόν», επειδή αυτό σημαίνει υπακοή στις θεοκρατικές οδηγίες της Βίβλου· σημαίνει μίμησι επιτυχών κηρύκων σαν τον Ιησού Χριστό και τους αποστόλους του. Οι μάρτυρες του Ιεχωβά σήμερα πιστεύουν στον αρχικόν αυτόν τρόπο· πιστεύουν ότι θ’ αποδειχθή εξίσου επιτυχής με αυτούς όπως και με τον Χριστό και τους αποστόλους του. Δεν είναι τόσο οκνηροί ώστε να μην ακολουθήσουν αυτόν τον τρόπο επειδή είναι δυσκολώτερος από το να στέκη κανείς σ’ έναν εκκλησιαστικόν άμβωνα. Δεν φοβούνται να τον μεταχειρισθούν επειδή δεν είναι ασφαλής τρόπος και τους εκθέτει σε χλευασμό, σε ύβρεις, σε βίαιη εναντίωσι και θρησκευτικόν διωγμό. Αντί να μιμούνται τον κλήρο και να επικαλούνται την «μάχαιραν του κράτους» για βοήθεια, χειρίζονται την «μάχαιραν του Πνεύματος, ήτις είναι ο λόγος του Θεού», και αφήνουν αυτόν να κάμη τη μεταστροφή. Χρησιμοποιούν την άμεση, πρακτική, ακριβή μέθοδο της Βιβλικής εκπαιδεύσεως, δίνοντας στους ανθρώπους κατ’ οίκον διδασκαλία, ιδιωτική, προσωπική, ατομική διδασκαλία του Λόγου του Θεού, αφήνοντας στους ανθρώπους που επισκέπτονται έντυπα βοηθήματα που περιέχουν Βιβλικές ομιλίες και επιστρέφοντας αργότερα για ν’ απαντήσουν σε Βιβλικές ερωτήσεις και ν’ αρχίσουν κατ’ οίκον Γραφικές μελέτες. Αυτός είναι ο επιθετικός, φρόνιμος τρόπος που σταματά την εισβολή της ειδωλολατρίας σε πολλά σπίτια ή σώζει πολλά άτομα από την ογκούμενη παλίρροια της ειδωλολατρίας. Παραδείγματος χάριν:
18 Η πόλις της Νέας Υόρκης θεωρείται ότι είναι μια από τις μεγαλύτερες ειδωλολατρικές πόλεις της γης· όμως, οι μάρτυρες του Ιεχωβά, με επιμελές έργον από σπίτι σε σπίτι, πλησιάζοντας, καθ’ όσον είναι δυνατόν, κάθε κατοικία αυτής της πόλεως των επτά εκατομμυρίων και πλέον κατοίκων, έχουν αυξηθή από μία μόνο εκκλησία στο 1935 σε πενήντα πέντε εκκλησίες έως το 1955, με 7.048 άτομα που αναφέρουν δράσι κηρύγματος των αγαθών νέων στους άλλους. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει τώρα ένας περίπου ενεργός μάρτυς του Ιεχωβά σε κάθε χίλια άτομα σ’ αυτή την πόλι. Στις Ηνωμένες Πολιτείες ως όλον, 187.120 ανέφεραν δράσιν κηρύγματος στη διάρκεια του Απριλίου 1955, πράγμα που σημαίνει ότι μεταξύ των 165.000.000 κατοίκων της Αμερικής υπάρχει ένας κηρύττων μάρτυς του Ιεχωβά μέσα σε λιγώτερα από χίλια άτομα.
19-21. (α) Ποιες ζωτικές ανάγκες υποδεικνύονται σε πρόσφατα δημοσιευμένες παρατηρήσεις άλλων ομιλητών του «Χριστιανικού κόσμου»; (β) Γιατί οι παρατηρήσεις αυτές είναι απαρχαιωμένες;
19 Εν όψει τούτου, είναι μήπως παράδοξο ότι ο κλήρος αρχίζει να κάνη κάποιες παρατηρήσεις και συστάσεις; Χωρίς να δίνουν οι ίδιοι το παράδειγμα, οι φοβισμένοι κληρικοί τονίζουν τώρα καθυστερημένα την ανάγκη για τους λαϊκούς (τα μέλη της εκκλησίας των) να βγουν και να κάμουν κάποιο κήρυγμα, μολονότι δεν δίνουν έμφασι στην ανάγκη τού να κάμουν κήρυγμα από σπίτι σε σπίτι. Ο γενικός γραμματεύς της Παγκοσμίου Συμμαχίας των Αναμορφωμένων Εκκλησιών διεκήρυξε εσχάτως ότι υπάρχει ανάγκη «της μαρτυρίας του Χριστού στην επαγγελματική μας ζωή καθώς και στην οικογενειακή μας ζωή. . . . Ο μόνος τρόπος για να φέρωμε τους ανθρώπους στη Χριστιανική εκκλησία είναι να τους κάμωμε ενημέρους της καταπληκτικής χάριτος που είναι το δώρον του Χριστού.» (Τάιμς της Νέας Υόρκης, 12 Ιουλίου 1954) Ο λειτουργός της εκκλησίας Ριβερσάιντ της πόλεως Νέας Υόρκης είπε: «Παραβλέπεται το γεγονός ότι η θρησκεία είναι, πρωτίστως και κυρίως, εκείνη που δοξάζει τον Θεό ανάμεσα στην καθημερινή δράσι της ζωής. Ο κόσμος είναι το μέρος όπου η θρησκεία χρειάζεται να φανή εν ενεργεία.»—Τάιμς της Νέας Υόρκης, 5 Ιουλίου 1954.
20 Σε μια έκθεσι που ανεκοινώθη σε μια συνεδρίασι του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών στο Έβανστον του Ιλλινόις στο 1954, ένας λαϊκός, ένας συνταγματάρχης, είπε: «Ένας από τους πιο σπουδαίους παράγοντας που σχετίζεται με το μέλλον της εκκλησίας είναι η ευθύνη των λαϊκών να φέρουν την πίστι των στις εργασίες των, στα σπίτια των, παντού. Χρειαζόμεθα μάλλον καθημερινούς Χριστιανούς παρά τους λεγομένους Χριστιανούς της Κυριακής.» Στο ίδιο συνέδριο του Παγκοσμίου Συμβουλίου στο Έβανστον, εν σχέσει με μια πρόσκλησι των εκκλησιών να «εκδηλωθούν με το ευαγγελιστικό πνεύμα των αποστόλων», ο εισηγητής του τμήματος του Ευαγγελισμού είπε: «Ο ευαγγελισμός δεν είναι κάτι που ανατίθεται ειδικά στους ιεραποστόλους, αλλά είναι μια φυσιολογική ενέργεια κάθε μαθητού. . . . Αυτή είναι μια νέα διεύρυνσις της δράσεως των εκκλησιών. Θα χρειασθή τώρα να αναλάβουν να διδάξουν τους λαϊκούς των να περιέρχωνται ευαγγελιζόμενοι στην καθημερινή των ζωή.» (Αμέρικαν του Σικάγου, 27 Αυγούστου 1954) Σημειώστε, παρακαλούμε, ότι σε όλες αυτές τις δημοσιευμένες δηλώσεις δεν υπάρχει τίποτε που να αναφέρεται στο αποστολικό από σπίτι σε σπίτι κήρυγμα.
21 Αλλά πότε ελπίζεται ότι οι λαϊκοί των εκκλησιών θα έχουν εκπαιδευθή για να εκτελέσουν το μέρος της ευθύνης των στο κήρυγμα; Ακούστε τον λειτουργόν μιας Επισκοπελιανής εκκλησίας του Χούστον του Τέξας, καθώς ομιλεί σε μια εκκλησία της Νέας Υόρκης· είπε ότι ΜΕΣΑ ΣΕ ΔΙΑΚΟΣΙΑ ΧΡΟΝΙΑ η πηγή της ευαγγελιστικής δυνάμεως στη Χριστιανική εκκλησία θα περάση από τον άμβωνα σε μια «συναδελφότητα που θα δίνη μαρτυρία». Ναι, οι κήρυκες θα εξακολουθούν να κηρύττουν, «αλλά οι ομιλίες [από τον άμβωνα] δεν θα είναι το κύριον μέσον με το οποίον οι άνθρωποι φέρονται στον Χριστό.» Αυτό θα επετελείτο σε μια ατμόσφαιρα αφυπνίσεως της πίστεως δημιουργημένη από τους πιστούς οι οποίοι θα έλεγαν τι «ο Θεός κάνει στη ζωή τους».(Τάιμς της Νέας Υόρκης, 31 Μαΐου 1954) Ο κληρικός αυτός είναι στην άποψί του διακόσια τουλάχιστον χρόνια πίσω από τους καιρούς μας, καθ’ όσον αφορά τουλάχιστον τους μάρτυρας του Ιεχωβά. Ήδη στις εκκλησίες των μαρτύρων του Ιεχωβά σε όλο τον κόσμο, το κήρυγμα δεν περιορίζεται στις ομιλίες που γίνονται από ικανούς ομιλητάς από την εξέδρα της Αιθούσης Βασιλείας, αλλά κάθε βαπτισμένο μέλος της εκκλησίας ενθαρρύνεται, βοηθείται και εκπαιδεύεται να γίνη ένας κηρύττων μάρτυς, ικανός να πηγαίνη μόνος από σπίτι σε σπίτι και να κηρύττη εισαγωγικές ομιλίες διαρκείας μερικών λεπτών στις θύρες και να κάνη επίσης επανεπισκέψεις στα ενδιαφερόμενα πρόβατα και να απευθύνη μακρότερες ακόμη ομιλίες για να δείξη την αξία της Γραφικής μελέτης.
22, 23. Σε ποια προνόμια και ευθύνες είναι τώρα άγρυπνοι οι αφιερωμένοι εκτελεσταί του θελήματος του Παντοδυνάμου Θεού;
22 Στην κοινωνία Νέου Κόσμου των μαρτύρων του Ιεχωβά, ο καθένας είναι ένας κηρύττων διάκονος. Αυτή είναι μια κοινωνία διακόνων, και κανείς δεν μπορεί να διαφύγη την ευθύνη τού να κηρύττη υπακούοντας στην εντολή και στο παράδειγμα του Ιησού Χριστού. Ο καθένας έχει οξεία συναίσθησι της σπουδαιότητος της προφητείας του Ιησού εις Ματθαίον 24:14 όσον αφορά τις ημέρες αυτές της παρουσίας της Βασιλείας, και ο καθένας αισθάνεται ό,τι και ο απόστολος Παύλος όταν ανεφώνησε: «Ουαί δε είναι εις εμέ εάν δεν κηρύττω το ευαγγέλιον!» (1 Κορ. 9:16, ΜΝΚ) Ο καθένας γνωρίζει ότι είναι ζωτικό, όχι μόνο για τη σωτηρία των άλλων, αλλά και για την ίδια του σωτηρία το να κηρύττη δημοσία, επειδή με δύναμι τα λόγια του Παύλου εισέρχονται στη διάνοια του καθενός από τους μάρτυρας του Ιεχωβά: «Εάν ομολογήσης δια του στόματος σου τον Κύριον Ιησούν, και πιστεύσης εν τη καρδία σου ότι ο Θεός ανέστησεν αυτόν εκ νεκρών, θέλεις σωθή· διότι με την καρδίαν πιστεύει τις προς δικαιοσύνην, και με το στόμα γίνεται ομολογία προς σωτηρίαν.»—Ρωμ. 10:9, 10.
23 Τι σημασία έχει για τους μάρτυρας του Ιεχωβά, αν τα κοσμικά δικαστήρια αποφαίνονται ότι αυτοί είναι «τακτικοί διάκονοι» ειδικά «ξεχωρισμένοι» ή όχι; Αυτοί γνωρίζουν ότι έχουν αφιερωθή στον Θεό να πράττουν το θέλημά Του και γνωρίζουν ότι αυτός τους διατάσσει μέσω του Χριστού να εξέλθουν στον λαό και να κηρύξουν και ν’ αποδειχθούν χειροτονημένοι διάκονοί του με το να εξυπηρετούν ενεργώς τα συμφέροντα της βασιλείας του. Ο Ιεχωβά ήξερε κάτι καλύτερο από το να περιμένη επί διακόσια χρόνια να διεγείρη ο κλήρος του «Χριστιανισμού» τους λαϊκούς του σε δράσι. Επειδή ο περιωρισμένος «έσχατος καιρός» δεν παραχωρεί αυτόν τον υπολογιζόμενον χρόνον, ο Ιεχωβά ήγειρε τους μάρτυράς του και αυτοί δίνουν τη μαρτυρία της Βασιλείας στον πρέποντα καιρό, όπως ακριβώς διέταξε ο Ιεχωβά.
ΥΠΕΡΝΙΚΗΣΙΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
24. Το να ζούμε τώρα με Χριστοειδή πίστι, ποια κατάλληλη στάσι έναντι του παρόντος κόσμου περιλαμβάνει;
24 Χρειάζεται πίστις για να είναι κανείς μάρτυς υπέρ του Ιεχωβά. Διαβάστε το Εβραίους 11:1 έως 12:3 και σημειώστε ότι από τον Άβελ, τον πρώτον που πέθανε υπέρ της λατρείας του Ιεχωβά, ως τον Ιησούν Χριστόν, χρειάσθηκε πίστις για να είναι κανείς ένας από τους μάρτυρας τον Ιεχωβά. Η πίστις των ήταν εκείνη που τους κατέστησε ικανούς να υπερνικήσουν τον υπάρχοντα κόσμο με το να βλέπουν ένα δίκαιο νέο κόσμο υπό την βασιλεία του Θεού και για τούτο ν’ αρνούνται να γίνουν μέρος του παρόντος κόσμου και να ζουν σαν αυτόν και γι’ αυτόν. Ο Χριστιανός που έγινε πνευματικός υιός του Θεού πρέπει να νικήση αυτόν τον κόσμο, και μπορεί να το κάμη αυτό μόνο με ακλόνητη πίστι. Ο απόστολος Ιωάννης λέγει: «Παν ό,τι εγεννήθη εκ του Θεού, νικά τον κόσμον, και αύτη είναι η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών.»—1 Ιωάν. 5:4.
25, 26. Πώς και γιατί οι σημερινοί μάρτυρες του Ιεχωβά νικούν τον κόσμο;
25 Στο 1914 η υποσχεμένη βασιλεία εγεννήθη από τον Θεό και πρόκειται ακόμη να νικήση τον κόσμο. Ενίκησε τον Σατανά και τους δαίμονάς του εκβάλλοντάς τους από τον ουρανό και ρίχνοντάς τους στη γη, τώρα δε προχωρεί νικώντας με το έργο της μαρτυρίας της Βασιλείας επάνω στη γη και θα συμπληρώση τη νίκη της εναντίον του παρόντος κόσμου του Σατανά στον Αρμαγεδδώνα. (Αποκάλ. 6:1, 2) Επάνω στη γη σήμερα υπάρχει ένα υπόλοιπο πνευματικών Χριστιανών υιών του Θεού, και αυτοί δεν θ’ αποδειχθούν ψευδείς στον κανόνα που εξετέθη, ότι παν ό,τι εγεννήθη από τον Θεό νικά τον κόσμο. Θα δείξουν την πίστι τους στη βασιλεία του Θεού κηρύττοντάς την ώσπου να έλθη το τέλος του κόσμου τούτου. Υπάρχουν επίσης μαζί μας σήμερα πιθανοί επίγειοι υιοί του Θεού, ένας διαρκώς αυξανόμενος «πολύς όχλος» απ’ αυτούς, οι οποίοι ελπίζουν για ζωή ως τέκνα Του στον ένδοξο παράδεισο της «νέας γης». Και αυτοί, επίσης, πρέπει να νικήσουν τον κόσμο όπως ακριβώς έκαμαν και οι αρχαίοι προ Χριστού μάρτυρες του Ιεχωβά από τον Άβελ ως τον Ιωάννη τον Βαπτιστή. Για να το κατορθώσουν αυτό, πρέπει να κάμουν την ίδια έμπρακτη εκδήλωσι της πίστεώς των στον Ιεχωβά Θεό και τη βασιλεία του. Μολονότι, όμως, περιβαλλόμεθα από ένα τόσο μεγάλο νέφος αρχαίων, προ Χριστού μαρτύρων του Ιεχωβά, ατενίζομε ειδικά στον μέγιστον μάρτυρα του Ιεχωβά στο σύμπαν, τον πιστό και αληθινό Υιό του Ιησού Χριστό, επειδή αυτός ήταν ο μέγιστος νικητής του κόσμου τούτου, ακόμη και μ’ έναν μαρτυρικό θάνατο επάνω στο ξύλο του μαρτυρίου στο Γολγοθά. Αυτός είπε: «Ενίκησα, και εκάθισα μετά του Πατρός μου εν τω θρόνω αυτού.» (Αποκάλ. 3:21) Με αυτόν ο Ιεχωβά Θεός εκέρδισε έναν μεγαλειώδη θρίαμβο κατά των εχθρικών αρχών και εξουσιών. Διαβάζομε:
26 «Και εσάς όντας νεκρούς εις τα αμαρτήματα και την ακροβυστίαν της σαρκός σας, συνεζωοποίησε [ο Θεός] μετ’ αυτού, συγχωρήσας εις εσάς πάντα τα πταίσματα, εξαλείψας το καθ’ ημών χειρόγραφον [τον νόμον του Μωυσέως] συνιστάμενον εις διατάγματα, το οποίον ήτο εναντίον εις ημάς, και αφήρεσεν αυτό εκ του μέσου, προσηλώσας αυτό επί του σταυρού· και απογυμνώσας τας αρχάς και τας εξουσίας, παρεδειγμάτισε παρρησία, θριαμβεύσας κατ’ αυτών επ’ αυτού.»—Κολ. 2:13-15.
27-29. (α) Ποια αρχαία ειδωλολατρική τελετή υπενθυμίζεται με όσα αναφέρει ο Παύλος για τη θριαμβευτική νίκη του Ιεχωβά μέσω του Χριστού Ιησού; (β) Πώς και εναντίον ποίων αδίκων κατηγόρων ενήργησε ο Ιεχωβά για να καταστήση ικανούς προθύμους ανθρώπους να συμμερισθούν τη θριαμβευτική νίκη του Ιησού Χριστού;
27 Πάντοτε μετά τη νίκη εκείνη που έγινε πριν από δεκαεννέα αιώνες, ο Ιεχωβά Θεός ηγείτο μιας ενδόξου θριαμβευτικής πομπής. Σύμφωνα με την αρχική Ελληνική λέξι που ο απόστολος Παύλος εχρησιμοποίησε εδώ, η εικόνα λαμβάνεται από τον καιρό των ειδωλολατρικών Ρωμαϊκών κατακτήσεων. Για τους ειδωλολάτρας Ρωμαίους ένας θρίαμβος ήταν μια επιβλητική τελετή προς τιμήν ενός στρατηγού που είχε κερδίσει μια αποφασιστική νίκη. Του επετρέπετο να εισέλθη στην πόλι στεφανωμένος με δάφνη, φέροντας σκήπτρον στο ένα χέρι και κλάδον δάφνης στο άλλο, φορώντας μια κεντητή τήβεννο και εποχούμενος ενός τεθρίππου κυκλικού άρματος ιδιοτύπου μορφής. Προηγείτο αυτού η Ρωμαϊκή σύγκλητος και οι άρχοντες, οι μουσικοί, τα λάφυρα, οι αιχμάλωτοι σε δεσμά, κλπ., ακολουθούσε δε ο στρατός του σε τάξιν πορείας. Η πομπή προχωρούσε στον λόφον του Καπιτωλίου, όπου προσεφέροντο θυσίες, ο δε στρατηγός ετύγχανε περιποιήσεων με δημόσιο συμπόσιο.
28 Εν σχέσει με τον θρίαμβον του Θεού πριν από δεκαεννέα αιώνες ο απόστολος Παύλος αναφέρει το «χειρόγραφον». Αυτό ήταν ο νόμος του Θεού μέσω του Μωυσέως, και «συνίστατο εις διατάγματα» και «ήτο εναντίον εις ημάς». Ήταν «εναντίον μας», επειδή μας κατεδίκαζε όλους, Ιουδαίους και μη Ιουδαίους εξίσου, ως αμαρτωλούς αξίους θανάτου, λόγω της κληρονομημένης ατελείας μας και της ανικανότητός μας να τηρήσωμε τον νόμον του Θεού. Αλλά ποιες είναι οι αρχές και οι εξουσίες που ο Παύλος λέγει ότι απεγυμνώθησαν; Είναι οι αόρατες αρχές και εξουσίες του Σατανά και των δαιμόνων του. Η Μετάφρασις Μόφφατ της Αγίας Γραφής τις ονομάζει «αγγελικούς Άρχοντας και Εξουσίες.» Κάποτε αυτές μπορούσαν να μας κατηγορούν ενώπιον του Θεού. Γιατί; Διότι ζητούσαμε να λατρεύωμε και υπηρετούμε τον Θεό τελείως, αλλ’ αστοχούσαμε να το πράξωμε αυτό, όπως απεδείχθη από την ανικανότητα των Ιουδαίων να τηρήσουν τον Μωσαϊκό νόμο. Ο νόμος αυτός δεν μπορούσε να μας κάμη τελείους, ούτε με τις θυσίες ζώων που ετελούντο υπ’ αυτόν. Μας εξέθετε ως αμαρτωλούς, τους οποίους ο Διάβολος μπορούσε να φέρνη σε πειρασμό, και τους οποίους μπορούσε να κατηγορή ενώπιον του Θεού. Αλλά εκείνο που δεν μπορούσαμε να κάμωμε εμείς, το έκαμε ο Θεός, για να υπερνικήση αυτή την κατηγορία των αρχών και εξουσιών του Σατανά εναντίον των μαρτύρων του Ιεχωβά. Έθεσε τον Ιησού Χριστό επάνω στη γη ως τέλειον άνθρωπο, και ο Ιησούς ανταπεκρίθη τελείως στον νόμον του Θεού. Ο Ιησούς το έκαμε αυτό μολονότι το κήρυγμά του για τη βασιλεία του Θεού επέφερε κατ’ αυτού την εναντίωσι όλων των αρχών και εξουσιών του Σατανά, ορατών και αοράτων. Ο Ιησούς απέθανε ακατανίκητος από αυτόν τον κόσμο και τελείως νομοταγής στην παγκόσμια κυριαρχία του Θεού. Απέθανε όχι μόνο ως μάρτυς, πιστός μάρτυς της βασιλείας του Ιεχωβά, αλλά και ως τελεία ανθρώπινη θυσία. Με βάσι αυτή τη θυσία, ο Θεός μπορούσε να συγχωρήση και ακυρώση τις παραβάσεις για τις οποίες μας κατεδίκαζε ο Μωσαϊκός νόμος. Έτσι ο Ιεχωβά Θεός προσήλωσε τον Μωσαϊκό νόμο στον σταυρόν του Ιησού, ακυρώνοντας αυτό το «καθ’ ημών χειρόγραφον», ο δε σταυρός είναι σύμβολον του θυσιαστικού θανάτου του Ιησού.
29 Στους αρχαίους χρόνους ζωντανοί αιχμάλωτοι από τους ηττημένους συχνά απεγυμνώνοντο και ωδηγούντο σε θριαμβευτική πομπή μπροστά από το άρμα του νικητού, όπως εχρησιμοποιήθη να το εξεικονίση αυτό ο προφήτης Ησαΐας περιπατώντας γυμνός και ανυπόδητος επί τρία συμβολικά έτη. (Ησ. 20:1-4) Έτσι, όταν ο Ιεχωβά Θεός εθριάμβευσε εναντίον των κατηγορουσών σατανικών αρχών και εξουσιών αφήνοντας τον Ιησούν να πεθάνη πιστός και έπειτα ανασταίνοντάς τον για την πιστότητά του, κατ’ ουσίαν απεγύμνωσε τις εχθρικές εκείνες αρχές και εξουσίες, τις αφώπλισε και τις κατέστησε γυμνές, τελείως εκτεθειμένες, ως νικημένες. Ο Ιεχωβά είχε τώρα το δικαίωμα να συγχωρήση τις παραβάσεις των Χριστιανών μαρτύρων του και να τους δικαιώση ή να τους ανακηρύξη δικαίους για να μπορέσουν να κερδίσουν την ουράνια βασιλεία μαζί με τον Αρχηγόν των Ιησούν Χριστόν. (Ρωμ. 5:1, 6-9, 18, 19) Έτσι οι σατανικές εκείνες αρχές και εξουσίες δεν μπορούσαν πια να τους καταδικάζουν ως αμαρτωλούς ήδη καταδικασμένους από τον νόμον του Θεού μέσω του Μωυσέως, επειδή δια πίστεως στην θυσία του Χριστού είχαν συγχωρηθή και καθαρισθή και ανακηρυχθή δίκαιοι, και τους είχε έτσι δοθή αγαθή συνείδησις. «Τις θέλει εγκαλέσει τους εκλεκτούς του Θεού; Θεός είναι ο δικαιών. Τις θέλει είσθαι ο κατακρίνων; Χριστός ο αποθανών, μάλλον δε και αναστάς, όστις και είναι εν τη δεξιά του Θεού, όστις και μεσιτεύει υπέρ ημών.» (Ρωμ. 8:1, 33, 34) Ως Αρχιερεύς ο οποίος έγινε δεκτός στην αγιωτάτη παρουσία του Θεού με τη ζωτική αξία της τελείας ανθρωπίνης θυσίας του, ο Ιησούς μεσιτεύει και κερδίζει δικαίωσι από την αμαρτία για κείνους που γίνονται οι πιστοί του, αποκυημένοι από πνεύμα, κεχρισμένοι ακόλουθοι.
30, 31. (α) Από την Πεντηκοστή, ποιες αρχές και εξουσίες εξακολούθησε να εκθέτη ως νικημένες και ανίσχυρες η θριαμβευτική πράξις του Ιεχωβά; (β) Για ποιους προώδευσε η έκθεσις αυτή;
30 Επομένως, η κατάκρισίς των από την δαιμονική οργάνωσι του Σατανά δεν τους επηρεάζει ενώπιον του Θεού. Όταν υπάρχη σύγκρουσις με τους ανθρωποποιήτους νόμους των εγκοσμίων κυβερνήσεων υπό την αόρατη διακυβέρνησι του Σατανά, οι άνθρωποι επισωρεύουν κατάκρισι επάνω τους επειδή τηρούν τον τέλειον νόμον του Θεού μάλλον παρά τον ατελή, άσεβη νόμον του ανθρώπου· αλλ’ αυτό, δεν τους σταματά ούτε απομακρύνει την «αγαθήν συνείδησίν» των, επειδή γνωρίζουν ότι έχουν την επιδοκιμασία του Θεού και πάσχουν υπέρ δικαιοσύνης. Όλη αυτή η άδικη, αδικαιολόγητη κατάκρισίς των από ανθρώπους, εκθέτει την αισχύνη των εγκοσμίων αρχών και εξουσιών, επειδή αυτές έχουν απογυμνωθή ως εχθρικές κυβερνήσεις υπό τον Σατανάν και ως νικημένες τώρα, κατασιωπημένες από την διευθέτησι του Θεού για την δικαίωσι των πιστών δούλων του. Έτσι η διαρκής πιστότης των νομοταγών δούλων του που κρατούν αδιάρρηκτη ακεραιότητα, δείχνει ότι οι κατηγορίες του εχθρού δεν υπολογίζονται, και με τούτο ο Ιεχωβά εκθέτει τις απογυμνωμένες αυτές αρχές και εξουσίες φανερά και δημοσία ως νικημένες.
31 Πάντοτε από την Πεντηκοστή του 33 μ.Χ., οπότε εξέχυσε το άγιό του πνεύμα επάνω στους δούλους του με θεία επιδοκιμασία, ο Ιεχωβά ωδηγούσε τις εχθρικές εκείνες εξουσίες σαν σε θριαμβευτική πομπή μπροστά στα όμματα ανθρώπων και αγγέλων, και τούτο μέσω του σταυρού και Εκείνου ο οποίος πιστά απέθανε επάνω σ’ αυτόν. Οι σατανικές εκείνες αρχές και εξουσίες μπορεί να εξακολούθησαν να ενεργούν και μετά την Πεντηκοστή, αλλά παραμένουν ακόμη νικημένες, ηττημένες, και η πίστις τών ακολούθων του Χριστού τις νικά και τις καταισχύνει ως σατανικές εξουσίες του κόσμου τούτου, με τις οποίες οι ακόλουθοι του Χριστού δεν μπορεί να είναι φίλοι και των οποίων δεν μπορούν ν’ αποτελούν μέρος. Βλέπομε, λοιπόν, τις σατανικές αυτές εξουσίες γυμνές καθώς είναι, και η πίστις μας μάς δίνει τη νίκη εναντίον των και μας κρατεί αληθινούς απέναντι της βασιλείας του Θεού, η οποία τώρα εγεννήθη στους ουρανούς. Στη μάχη του Αρμαγεδδώνος η νίκη του Θεού εναντίον των θα συμπληρωθή. Ο Ιεχωβά Θεός δεν θα τις διαφυλάξη ζωντανές ως αιχμάλωτες για να οδηγηθούν σε μια θριαμβευτική πομπή μετά τον Αρμαγεδδώνα μπροστά στα μάτια εκείνων που θα επιζήσουν του Αρμαγεδδώνος, αλλά θα τις σαρώση και δεν θα αποκομίση εχθρικούς αιχμαλώτους ζωντανούς επάνω στη γη από τον παγκόσμιο εκείνο πόλεμο.
ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΕΥΩΔΗ ΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΘΡΙΑΜΒΕΥΤΙΚΗΣ ΠΟΜΠΗΣ
32-34. (α) Από το 1914, τι περισσότερο είδαν οι από τον Θεό ευνοημένοι θεαταί; (β) Υπό το σύμβολο οσμών, ευχαρίστων και δυσαρέστων, ποιες άλλες απόψεις του θριάμβου του Ιεχωβά διευκρινίζονται από τον Παύλο;
32 Η μεγαλοπρεπής θριαμβευτική πομπή του Ιεχωβά κινείται προς τα εμπρός σ’ αυτόν τον «έσχατον καιρόν» του παρόντος συστήματος πραγμάτων, ιδιαίτερα τώρα που η Βασιλεία, γεννημένη στο 1914, εκέρδισε τη νίκη στον ‘πόλεμον εν τω ουρανώ’ μεταξύ του Αρχαγγέλου Βασιλέως της Ιησού Χριστού και του Σατανά ή Διαβόλου και των αγγέλων του. Οι ηττημένες αυτές αρχές και εξουσίες ερρίφθησαν κάτω σ’ αυτή τη γη για να κρατηθούν εδώ επί «ολίγον καιρόν» ώσπου να ριφθούν στην άβυσσο και να τεθούν εκποδών στο κορύφωμα της μάχης του Αρμαγεδδώνος. Τώρα η θριαμβευτική πομπή του Ιεχωβά προελαύνει σε υπέροχη νίκη στον Αρμαγεδδώνα. Πώς το ξέρομε αυτό; Από την οσμήν της γνώσεως του Ιεχωβά Θεού που διαχύνεται ολοένα πιο έντονα σε όλη τη γη με το κήρυγμα ‘τούτου του ευαγγελίου της βασιλείας’ από μέρους των μαρτύρων του Ιεχωβά, του κεχρισμένου υπολοίπου και του «πολλού όχλου» των συντρόφων μαρτύρων.
33 Δεν βλέπουν όλοι οι θεαταί με τον ίδιο τρόπο τη θριαμβευτική πομπή και δεν εισπνέουν όλοι την έντονη ευωδία που τη συνοδεύει με την ίδια εκτίμησι. Για κείνους που αποτελούν μέρος του κόσμου τούτου και για όλους όσοι είναι φίλοι αυτού του ακαθάρτου, καταδικασμένου κόσμου, η οσμή που διαχύνεται από το κήρυγμα της Βασιλείας που συνοδεύει τη θριαμβευτική πομπή, είναι δυσάρεστη, δεν μπορούν να την αναπνεύσουν, επειδή η βασιλεία του Θεού σημαίνει πληγή, θάνατο, γι’ αυτόν τον κόσμο. Για κείνους που ποθούν απελευθέρωσι από τον διεφθαρμένο αυτόν κόσμο και που διακρίνουν ότι η βασιλεία του Θεού είναι η μόνη ελπίς απελευθερώσεως, η οσμή αυτή είναι ευπρόσδεκτη, γλυκεία, ευχάριστη. Ο απόστολος Παύλος την περιέγραψε πριν από δεκαεννέα αιώνες όταν εκήρυττε για την ερχόμενη βασιλεία του Θεού, αλλ’ ό,τι λέγει εφαρμόζεται με περισσότερη δύναμι τώρα στη διάρκεια της πραγματικής παρουσίας της εγκαθιδρυμένης βασιλείας. Ο Παύλος είχε μεταβή στην Τρωάδα της Μικράς Ασίας για να κηρύξη το ευαγγέλιο του Χριστού, και εκεί του ηνοίχθη θύρα ευκαιρίας για να κηρύξη. Εν τούτοις, ανεχώρησε από κει και πήγε στη Μακεδονία περνώντας το Αιγαίο Πέλαγος, για να συναντήση τον Τίτο ενωρίτερα. Και εκεί επίσης εβοηθήθη να διαδώση τη γνώσι του Ιεχωβά Θεού. Με ευγνωμοσύνη, λοιπόν, ανεφώνησε:
34 «Χάρις εις τον Θεόν όστις πάντοτε κάμνει ημάς να θριαμβεύωμεν δια του Χριστού, και φανερόνει εν παντί τόπω δι’ ημών την οσμήν της γνώσεως αυτού. Διότι του Χριστού ευωδία είμεθα προς τον Θεόν εις τους σωζομένους και εις τους απολλυμένους· εις τούτους μεν, οσμή θανάτου δια θάνατον· εις εκείνους δε, οσμή ζωής δια ζωήν. Και προς ταύτα τις είναι ικανός; Διότι ημείς, καθώς οι πολλοί, δεν καπηλεύομεν τον λόγον του Θεού, αλλ’ ως από ειλικρινείας, αλλ’ ως από Θεού, κατενώπιον του Θεού, λαλούμεν εν Χριστώ.»—2 Κορ. 2:14-17· 7:5-7.
35. Από το 1919 έως σήμερα, γιατί, με μια εικονική έκφρασι, η θριαμβευτική πομπή του Ιεχωβά περιέλαβε αγαλλομένους κήρυκας ‘τούτου του ευαγγελίου της βασιλείας’;
35 Τι εξυψωτική σκέψις! Αν αφιερωθούμε στον Ιεχωβά Θεό μέσω του Χριστού και έπειτα ενασχοληθούμε ως μάρτυρες του Ιεχωβά στο κήρυγμα των αγαθών νέων της εγκαθιδρυμένης βασιλείας του, αυτός μας οδηγεί στη θριαμβευτική του πορεία μαζί με τον Χριστό, τον ήδη ανάσσοντα Βασιλέα. Μας οδηγεί, αλλ’ όχι ως αιχμαλώτους προς καταισχύνην μας και δημοσία ταπείνωσι. Ο Παύλος δεν λέγει εδώ, όπως λέγει για τις εχθρικές αρχές και εξουσίες εις Κολοσσαείς 2:15, ότι ο θριαμβεύων Ιεχωβά μάς απογυμνώνει και μας αποκαλύπτει φανερά και δημοσία ως νικημένους. Όχι, αλλ’ ο Ιεχωβά μάς οδηγεί όπως ένας νικητής στρατηγός το στράτευμά του σε μια θριαμβευτική πομπή κατά μήκος ενός ευώδους δρόμου δια μέσου της πρωτευούσης που τους υποδέχεται. Μας οδηγεί ως μετόχους της νίκης Του μέσω του Χριστού. Ναι, μας οδηγεί ως εκείνους με τους οποίους κερδίζει περαιτέρω νίκη κάνοντας παντού αντιληπτή μέσω ημών τη γνώσι του εαυτού του, καθώς εμείς γνωστοποιούμε τη Βίβλο και το επίκαιρο άγγελμά του. Από το 1919 ο Ιεχωβά μάς έχει δώσει αυτό το άγγελμα της Βασιλείας, και οπουδήποτε το κηρύττομε, θριαμβεύει. Κερδίζει νίκες, μεταβάλλοντας πολλούς, οι οποίοι προηγουμένως ήσαν εχθροί του Θεού με τα έργα τα πονηρά, σε μάρτυρας του Ιεχωβά και κήρυκας των αγαθών νέων της θεοκρατικής βασιλείας του.
36-38. (α) Σε ποιους και γιατί οι κήρυκες της βασιλείας του Ιεχωβά είναι δυσάρεστοι σαν αποκρουστική δυσωδία; (β) Τι υποδηλούται με το ότι αυτοί οι κήρυκες της Βασιλείας είναι σε άλλους «Χριστού ευωδία»;
36 Όχι μόνο η διαδιδόμενη ή διακηρυττόμενη γνώσις του Θεού είναι μια οσμή μέσα στην οποία βαδίζομε θριαμβευτικά πίσω από τον Ιεχωβά Θεό και συνοδεύοντας τον Χριστό τον Βασιλέα καθώς κάνομε αυτή τη θεία γνώσι αντιληπτή στους άλλους, αλλά κι εμείς οι ίδιοι είμεθα μια οσμή. Αλλά όσον αφορά εμάς, οι οσφρήσεις σ’ αυτόν τον κόσμο διαφέρουν. Όχι ότι εμείς από δική μας προαίρεσι θέλομε να είμεθα δυσάρεστοι σε οποιονδήποτε επάνω στη γη, επειδή ζητούμε να είμεθα βοηθητικοί και επωφελείς σε όλους. Αλλά όλος αυτός ο κόσμος είναι εχθρός του Ιεχωβά. Αν αφιερωθούμε, λοιπόν, στον Ιεχωβά Θεό μέσω του Χριστού και Αυτός μας χρησιμοποιή στην υπηρεσία του ως φορείς του αγγέλματος της βασιλείας του, τότε δεν μπορούμε να αποφύγωμε το να είμεθα—ναι, πρέπει να περιμένομε ότι θα είμεθα—δυσάρεστοι σε πολλούς, τους πολλούς που είναι εχθροί του Ιεχωβά και της θεοκρατικής του κυβερνήσεως δια του Χριστού. Ο Παύλος, που προσπαθούσε ν’ αρέση σε όλους κατά πάντα προς όφελός των για να σωθούν, είχε αυτή την πείρα. Εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε να την αποφύγωμε, ιδιαίτερα τώρα που η ίδρυσις της Βασιλείας κατέστησε το επίμαχο ζήτημα της παγκοσμίου κυριαρχίας το φλέγον ζήτημα ενώπιον όλων των ανθρώπων. Σ’ αυτό το επίμαχο ζήτημα δεν μπορούμε να είμεθα οι φίλοι του κόσμου τούτου.
37 Ως Χριστιανοί εμείς οι μάρτυρες του Ιεχωβά μιμούμεθα τον Ιησού Χριστό, ακολουθούμε τα ίχνη του φέροντας τον ονειδισμό του, τον διαφημίζομε ως τον ήδη ανάσσοντα Βασιλέα, και έτσι, ούτως ειπείν, αποπνέομε ή αναδίδομε την οσμή του Χριστού. Από αυτή την άποψι επιθυμούμε να ευωδιάζωμε σε όλους, αλλά ευωδιάζομε μόνο στον μικρότερο αριθμό ανθρώπων, σ’ εκείνους που σώζονται. Σ’ αυτούς είμεθα σαν γλυκειά Χριστιανική ευωδία. Σ’ αυτούς είμεθα σαν ευωδία που προέρχεται από μια ζωοδότειρα πηγή και η οποία, συνεπώς, οδηγεί σε ζωή στον νέο κόσμο του Θεού. Γιατί είμεθα σ’ αυτούς μια γλυκειά ευωδία που αποπνέει ζωή; Επειδή είναι σαφές σ’ αυτούς τους ολίγους ανθρώπους ότι ο Ιεχωβά Θεός, η Πηγή της ζωής, μας αποστέλλει και έτσι ερχόμεθα σ’ αυτούς, όχι για θανατηφόρους σκοπούς, αλλ’ ανιδιοτελώς για ζωοπαρόχους σκοπούς. Αυτοί οι άνθρωποι αηδιάζουν μ’ αυτόν τον σαπρό κόσμο και τις υποσχέσεις του που απογοητεύουν και τις απεγνωσμένες, ιδιοτελείς προσπάθειές του να διατηρηθή και ν’ αποκλείση τον δίκαιο κόσμο του Θεού. Το άγγελμα της παρούσης βασιλείας του Θεού που κηρύττομε, είναι πραγματικά «ευαγγέλιον» γι’ αυτούς. Αποπνέει ζωή σ’ αυτούς, και τους δείχνει τον δρόμο προς ευτυχισμένη ζωή στον κόσμον του Θεού που θ’ αποτελήται από νέους ουρανούς και νέα γη, με την ευκαιρία τώρα να επιζήσουν ακόμη της μάχης του Αρμαγεδδώνος.
38 Ωσάν να εισπνέουν μια τερπνή ευωδία, αυτοί στρέφονται σ’ εμάς και μας δέχονται ως Χριστιανούς σταλμένους από τον Θεό. Προσέχουν το άγγελμά μας και δέχονται τα Βιβλικά μας βοηθήματα και την προσφορά μας να τα μελετήσωμε μαζί τους. Συμμορφώνονται με την πρόσκλησί μας να παρακολουθήσουν τις συναθροίσεις μας σε ευρύτερες μελέτες και σε Αίθουσες Βασιλείας, γίνονται μέρος της κοινωνίας του Νέου Κόσμου με αφιέρωσι στον Θεό μέσω του Χριστού και κατόπιν ενώνονται μαζί μας στο ν’ αποπνέουν αυτή την τερπνή, ζωοπάροχη ευωδία στους άλλους, για να μπορέσουν κι αυτοί επίσης να βοηθηθούν για αιώνια ζωή. Ο Ιεχωβά, όπως αντιπροσωπεύεται από τον κυβερνώντα Βασιλέα του Ιησούν Χριστόν, δεν είναι «πέτρα προσκόμματος» ή «βράχος πτώσεως» γι’ αυτούς. Αυτοί δέχονται τον Ιεχωβά ως Παγκόσμιον Κυρίαρχον, ως τον μέγαν Βράχον του σύμπαντος, του οποίου τα έργα είναι τέλεια. (Δευτ. 32:3, 4· Ησ. 8:13, 14) Ο θρίαμβος του αγγέλματος της βασιλείας του Ιεχωβά επάνω σ’ αυτά τα άτομα καλής οσφρήσεως είναι υπέρ της ζωής των.
39. Με εικονική έκφρασι και πάλιν, σε τι και από τι στρέφεται η όσφρησις εκείνων που αγαπούν τον «κόσμον αυτόν», και γιατί;
39 Εξ άλλου, η προφητεία προείπε ότι άλλοι, ακόμη και ο ίδιος ο «Χριστιανικός κόσμος», θα προσέκοπταν σ’ αυτή τη μεγάλη Πέτρα και θα προσέκρουαν σ’ αυτόν τον μέγαν Βράχον και επομένως θα έπιπταν και θα συνετρίβοντο και θα επαγιδεύοντο και θα συνελαμβάνοντο για θάνατο. (Ησ. 8:15) Γι’ αυτούς οι κηρύττοντες μάρτυρες του Ιεχωβά είναι δυσωδία, «οσμή θανάτου δια θάνατον». Το άγγελμά μας της Βασιλείας δεν προμηνύει κανένα καλό γι’ αυτούς. Είναι σαν μια αποκρουστική οσμή που προέρχεται από κάτι νεκρό και είναι μολυσματική και θανατηφόρος η εισπνοή της. Προέρχεται από θανατηφόρο πηγή και σημαίνει θάνατο γι’ αυτούς. Γιατί; Επειδή αποτελούν μέρος του κόσμου τούτου και τον αγαπούν και δεν θέλουν να ελευθερωθούν απ’ αυτόν. Δεν θέλουν να αναμορφωθούν και να συνδιαλλαγούν με τον Θεό μέσω του Χριστού. Προτιμούν τη συντροφιά των εχθρών του, περιλαμβανομένου και του «Χριστιανικού κόσμου» με τα παραδεδεγμένα του δόγματα και τις ανθρώπινες παραδόσεις του, που γαργαλίζουν την όσφρησί των καθώς και την ακοή των. Αλλά εμείς κηρύττομε την «ημέραν εκδικήσεως του Θεού ημών», και επομένως την ερχόμενη καταστροφή του κόσμου τούτου και όλων εκείνων που παραμένουν ως μέρος του κόσμου τούτου. Αποτελούμε, λοιπόν, δυσωδία γι’ αυτούς που αγαπούν τον κόσμο. Γι αυτούς είμεθα λοιμώδεις, είμεθα θανατηφόροι, οφείλομε να τεθούμε έξω οράσεως και οσφρήσεως και ακοής. Αυτό το άγγελμα της παγκοσμίου κυριαρχίας του Ιεχωβά και του νέου του κόσμου και της καταστροφής του παλαιού αυτού κόσμου είναι προσβολή γι’ αυτούς και μας καθιστά γι’ αυτούς δυσοσμία. Δεν τους δίνομε καμμιά υπόσχεσι ζωής στο αιώνιο μέλλον,
40, 41. Πώς ενεργούν αυτοί οι προσβεβλημένοι και με ποιο αποτέλεσμα;
40 Ο Ιεχωβά, ο οποίος έθεσε τον Χριστό στην εξουσία της Βασιλείας, έγινε μια μεγάλη Πέτρα Προσκόμματος κι ένας Βράχος πτώσεως γι’ αυτούς. Αυτοί προσπαθούν να μετακινήσουν την πέτρα του προσκόμματος και να ανατρέψουν τον βράχον της πτώσεως με τα εγκόσμιά των σχέδια συνωμοσίας εναντίον του Ιεχωβά Θεού και του βασιλεύοντος Χριστού του. Σύμφωνα με τούτο, προσπαθούν να κατασιωπήσουν το άγγελμα της Βασιλείας που διακηρύττεται από τους μάρτυρας του Ιεχωβά και έχει τόσο αποκρουστική οσμή γι’ αυτούς. Μπορεί ν’ αφαιρούν το όνομα του Ιεχωβά από τις μεταφράσεις των Εβραϊκών Γραφών της Βίβλου, αλλά δεν μπορούν να μετακινήσουν τον Ιεχωβά τον Βράχον από τη θέσι του ως Παγκοσμίου Κυριάρχου. Επομένως θα συνθλιβούν και θα γίνουν πιο επίπεδοι από μια «πίττα» κάτω από αυτή τη μεγάλη Πέτρα στον Αρμαγεδδώνα.
41 Όπως ακριβώς δεν μπορούν ποτέ να μετακινήσουν τον μεγάλον Βράχον από τη βασιλική του κυριαρχία επάνω σ’ αυτή τη γη, έτσι δεν μπόρεσαν και ποτέ δεν θα μπορέσουν να κατασιωπήσουν το άγγελμα της Βασιλείας και να καταστρέψουν τους κήρυκάς του. Έως τώρα έπρεπε να οσφραίνωνται τους μάρτυρας του Ιεχωβά και θα πρέπει να εξακολουθήσουν να μας οσφραίνωνται ώσπου η μύτη των να πολτοποιηθή στην ερχόμενη ημέρα του ‘πολέμου του Θεού του Παντοκράτορος’ στον Αρμαγεδδώνα. (Αποκάλ. 16:14-16· Ματθ. 21:42-44) Ο παντοδύναμος Αήττητος Ιεχωβά είναι εκείνος που μας οδηγεί στη θριαμβευτική του πομπή μαζί με τον δικό του Βασιλέα των βασιλέων και Κύριον των κυρίων, τον νικώντα Βασιλέα και τον νικώντα Κύριον. Το άγγελμα της βασιλείας του Ιεχωβά δια του Χριστού έχει ήδη κερδίσει μεγαλειώδεις θριάμβους σε όλη τη γη επειδή Αυτός υποστηρίζει και ευλογεί το κήρυγμα τούτου του «ευαγγελίου» από τους μάρτυράς του σε όλη την οικουμένη. Θα εξακολούθηση να θριαμβεύη υπό την προστασία του και με την απ’ αυτόν καθοδήγησί μας ως τον Αρμαγεδδώνα, οπότε η θριαμβευτική του πράξις διεκδικήσεως θα κάμη να διαπερασθή ολόκληρη η ατμόσφαιρα της γης από τη γλυκειά, ζωοπάροχη οσμή της γνώσεως του Θεού για κάθε υμνητήν του Ιεχωβά που θα αναπνέη τότε.—Αββακ. 2:14.