Συμβαδίζετε με την Κοινωνία του Νέου Κόσμου
«Αφήκαμεν πάντα και σοι ηκολουθήσαμεν.»—Ματθ. 19:27.
1. Τι είναι η κοινωνία του Νέου Κόσμου, και γιατί είναι επιτακτικό να συμβαδίζουν μαζί της όσοι αγαπούν τη δικαιοσύνη;
Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ του Νέου Κόσμου είναι μια επεκτεινόμενη κοινωνία διακόνων, που απλώνει την επιρροή της ως τα πέρατα της οικουμένης. Είναι μια ζωντανή, κινούμενη, αναπνέουσα οργάνωσις, της οποίας η πνευματική ευημερία είναι απαράμιλλη στην ιστορία της Χριστιανοσύνης. Οπουδήποτε στρέφεται, η ασκούμενη επιρροή της επισύρει την προσοχή των ειλικρινών ανθρώπων. Είναι ένας φάρος σ’ αυτόν τον σκοτεινό κόσμο, που απευθύνει λόγια ελπίδος και ζωής σε όλους όσοι έρχονται στα όριά του. Είναι επιτακτικό σήμερα για κείνους που επιθυμούν να ζήσουν στον νέο κόσμο της δικαιοσύνης, να συμβαδίζουν με την κοινωνία του Νέου Κόσμου. Γιατί; Διότι εντός ολίγου, όλα τα μέλη της θα διαπεραιωθούν ασφαλώς μέσα από τη μεγαλύτερη όλων των θλίψεων, τον πόλεμο του Αρμαγεδδώνος, και θα φερθούν σ’ ένα λαμπρό νέο κόσμο που δημιουργεί ο Θεός, και όπου το ανθρώπινο γένος θ’ απολαμβάνη αιώνια ειρήνη, ευημερία και ευτυχία.—Ματθ. 24:21.
2. (α) Γιατί μπορούμε να πούμε ότι ο Ιεχωβά είναι πίσω από την κοινωνία του Νέου Κόσμου; (β) Με ποιον τρόπο η κοινωνία του Νέου Κόσμου αντανακλά τη βουλή του Ιεχωβά;
2 Πίσω από την επιτυχία αυτής της θαυμάσια εργαζομένης οργανώσεως βρίσκεται ο Οικοδόμος και Δημιουργός της Ιεχωβά Θεός. Αυτός μόνος θα μπορούσε να συλλάβη μια τέτοια θαυμαστή διάταξι για διαφύλαξι του λαού του. Αυτός μόνος έχει τη δύναμι να υποστηρίζη ένα τόσο μεγάλο εγχείρημα στη διάρκεια αυτών των επικινδύνων καιρών. Και αυτός μόνος έχει τη σοφία και το πνεύμα να την κατευθύνη στην εκπλήρωσι του σκοπού του σύμφωνα με το θείο του θέλημα. Για τούτο ο Ιεχωβά είναι ο Υπεύθυνος για την ύπαρξί της, για την πρωτοφανή της ανάπτυξι και την επιτυχία της. Ορθώς, λοιπόν, όλη η τιμή και ο αίνος αποδίδονται σ’ αυτόν. Καθώς εδήλωσε πολύ κατάλληλα ο απόστολος Παύλος: «Τις λοιπόν είναι ο Απολλώς, και τις ο Παύλος, παρά υπηρέται δια των οποίων επιστεύσατε, και όπως ο Κύριος έδωκεν εις έκαστον; Εγώ εφύτευσα, ο Απολλώς επότισεν, αλλ’ ο Θεός ηύξησεν. Ώστε ούτε ο φυτεύων είναι τι, ούτε ο ποτίζων, αλλ’ ο Θεός ο αυξάνων. Ο φυτεύων δε και ο ποτίζων είναι έν· και έκαστος θέλει λάβει τον εαυτού μισθόν κατά τον κόπον αυτού. Διότι του Θεού είμεθα συνεργοί· σεις είσθε του Θεού αγρός υπό καλλιέργειαν, του Θεού οικοδομή.» Επειδή είναι οικοδομή του Θεού, ‘αγρός του υπό καλλιέργειαν’, η κοινωνία του Νέου Κόσμου αντανακλά τη βουλή του Ιεχωβά για το ανθρώπινο γένος, με το να επεκτείνη την αληθινή λατρεία στη γη, με το να κινήται προς τα εμπρός με αυξημένη γνώσι, με το να προνοή για την πνευματική ανάπτυξι και ευημερία, με το να συμβαδίζη με την κεφαλή της, τον Ιησού Χριστό, ο οποίος δείχνει το δρόμο προς την τελεία ημέρα.—1 Κορ. 3:5-9, ΜΝΚ· Ψαλμ. 127:1.
3. Πώς ο Ιεχωβά ενέπνευσε ελπίδα στον νέο κόσμο, και πώς η ελπίδα αυτή επηρέασε ανθρώπους;
3 Προτού μπορέση καν ο άνθρωπος ν’ αναμένη ένα νέο κόσμο, ο Ιεχωβά Θεός άρχισε να οικοδομή τα θεμέλιά του και να εμπνέη ελπίδα γι’ αυτόν. Εκίνησε ανθρώπους να γράψουν και να εκφέρουν προφητείες όσον αφορά τον μέλλοντα κόσμο όπου θα κατοική δικαιοσύνη. Οι προφητείες αυτές έγιναν πηγή αμέτρητης χαράς, ελπίδος και θάρρους για ανθρώπους καλής θελήσεως σε κάθε γενεά. Έδωσαν στους ανθρώπους την αναγκαία ώθησι για να προχωρήσουν με πίστι και ν’ αποβλέψουν στην τελική τους εκπλήρωσι. Όταν ο Ιεχωβά διέταξε τον Αβραάμ: «Έξελθε εκ της γης σου, και εκ της συγγενείας σου, και εκ του οίκου του πατρός σου, εις την γην την οποίαν θέλω σοι δείξει», ο Αβραάμ αδίστακτα υπήκουσε, επειδή επίστευε στην επαγγελία του Θεού για ένα νέο κόσμο. Ο Παύλος μάς λέγει ότι ο Αβραάμ υπήκουσε στον Θεό «ότε εκαλείτο να εξέλθη εις τον τόπον τον οποίον έμελλε να λάβη εις κληρονομίαν, και εξήλθε μη εξεύρων πού υπάγει. Δια πίστεως παρώκησεν εις την γην της επαγγελίας ως ξένην, κατοικήσας εν σκηναίς, μετά Ισαάκ και Ιακώβ των συγκληρονόμων της αυτής επαγγελίας· διότι περιέμενε την πόλιν την έχουσαν τα θεμέλια, της οποίας τεχνίτης και δημιουργός είναι ο Θεός.» Η μεγάλη επιθυμία του Αβραάμ να ζήση στον νέο κόσμο της επαγγελίας του Ιεχωβά ήταν εκείνη που τον κατέστησε ικανό να εγκαταλείψη την πατρίδα του και να είναι ικανοποιημένος με το να ζη ως πάροικος, σε σκηνές, ώστε να μπορέση να κληρονομήση την επαγγελία. Η Σάρρα, η σύζυγός του, πρόθυμα ενώθηκε μαζί του στους τόπους της προσωρινής διαμονής του, εκδηλώνοντας έτσι την πίστι της στην επαγγελία του Θεού. Δια πίστεως εβάδισαν προς τα εμπρός σε μια νέα χώρα, με ελπίδα σ’ ένα νέο κόσμο.—Γέν. 12:1-3· Εβρ. 11:8-10.
4-6. (α) Ποιοι άλλοι εξετίμησαν αυτή την επαγγελία ενός νέου κόσμου; (β) Πώς ο Ιησούς κατέδειξε την προθυμία του να γίνη μέτοχος στην επαγγελία του Ιεχωβά;
4 Το ερώτημα παραμένει, Είμεθα πρόθυμοι να κάμωμε το ίδιο, δηλαδή, να εξασκήσωμε την ίδια πίστι και προθυμία για την επαγγελία του Θεού που εξεδήλωσαν ο Αβραάμ και η σύζυγός του Σάρρα; Το γεγονός ότι ο Αβραάμ δεν εκληρονόμησε την επαγγελία στη διάρκεια της ζωής του δεν απέτρεψε τον Ισαάκ και τον Ιακώβ από το ν’ ακολουθήσουν τα ίχνη του Αβραάμ εξασκώντας πίστι στον Θεό και από το να συστήσουν την ίδια πορεία στα τέκνα των. Ο Ιησούς είπε για τον Αβραάμ: «Ο Αβραάμ ο πατήρ σας είχεν αγαλλίασιν να ίδη την ημέραν την εμήν· και είδε, και εχάρη.» Τόσο μεγάλη ήταν η πίστις των πατριαρχών αυτών στην επαγγελία του Θεού, ώστε ήσαν πρόθυμοι να δώσουν τα πάντα, ακόμη και την ίδια τη ζωή τους, για να μπορέσουν να κληρονομήσουν την επαγγελία του νέου κόσμου.—Ιωάν. 8:56· Εβρ. 11:39.
5 Ο Μωυσής εξεδήλωσε την ίδια πίστι στην επαγγελία του Θεού. Αυτός που είχε ανατραφή στη βασιλική αυλή του Φαραώ ‘έκρινε τον υπέρ του Χριστού ονειδισμόν μεγαλήτερον πλούτον παρά τους εν Αιγύπτω θησαυρούς’. Ο Μωυσής απήντησε στην κλήσι του Θεού όταν ήταν ηλικίας ογδόντα ετών, αφήνοντας πίσω τη ζωή ενός ποιμένος για να γίνη μάρτυς του Ιεχωβά προς τον Φαραώ και αρχηγός του έθνους Ισραήλ. Στον Ισραήλ έχομε ένα παράδειγμα του πώς ένα ολόκληρο έθνος βρήκε ελπίδα στην επαγγελία του Ιεχωβά για ένα νέο κόσμο. Ο Παύλος μιλεί για ένα μεγάλο «νέφος μαρτύρων» που έθεσαν κατά μέρος κάθε βάρος για να μπορέσουν να γίνουν μέτοχοι της επαγγελίας.—Εβρ. 11:26, 27· 12:1.
6 Αρχηγός αυτού του μεγάλου «νέφους μαρτύρων» ήταν ο Ιησούς Χριστός: «Όστις εν μορφή Θεού υπάρχων, δεν ενόμισεν αρπαγήν το να ήναι ίσα με τον Θεόν· αλλ’ εαυτόν εκένωσε, λαβών δούλου μορφήν, γενόμενος όμοιος με τους ανθρώπους· και ευρεθείς κατά το σχήμα ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν, γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού. Δια τούτο και ο Θεός υπερύψωσεν αυτόν.» Ο Ιησούς έδωκε όλα όσα είχε, που ήσαν πολύ περισσότερα από όσα θα μπορούσε πιθανώς να δώση όλο το ανθρώπινο γένος, για να μπορέση να γίνη μέτοχος στην επαγγελία του Ιεχωβά για ένα νέο κόσμο. Εξέφρασε την προθυμία του να το κάμη αυτό με διάφορες παραβολές: «Ομοία είναι η βασιλεία των ουρανών με θησαυρόν κεκρυμμένον εν τω αγρώ, τον οποίον ευρών άνθρωπος έκρυψε, και από της χαράς αυτού υπάγει πωλεί πάντα όσα έχει, και αγοράζει τον αγρόν εκείνον. Πάλιν, ομοία είναι η βασιλεία των ουρανών με άνθρωπον έμπορον, ζητούντα καλούς μαργαρίτας· όστις ευρών ένα πολύτιμον μαργαρίτην, υπήγε και επώλησε πάντα όσα είχε, και ηγόρασεν αυτόν.» Τόσο τελείως είχε ο Ιησούς αποστερήσει τον εαυτό του, ώστε μπορούσε να πη σε κάποιον γραμματέα που επιθυμούσε να τον ακολουθήση: «Αι αλώπεκες έχουσι φωλεάς, και τα πετεινά του ουρανού κατοικίας· ο δε Υιός του ανθρώπου δεν έχει πού να κλίνη την κεφαλήν. Αντί να θρηνή την απώλεια των «πάντων», ο Ιησούς συνιστούσε την πορεία αυτή στους ακολούθους του, αν θα ήθελαν ν’ αποκτήσουν τη Βασιλεία.—Φιλιππησ. 2:5-9· Ματθ. 13:44-46· 8:20· Κολ. 1:15, 16.
7. (α) Για την απόκτησι του νέου κόσμου, ποια συμβουλή έδωσε ο Ιησούς; (β) Τι σημαίνει το ν’ ακολουθούμε τον Χριστό;
7 Ο Ιησούς ήξερε τι θα εχρειάζετο για να νικήση κανείς τον κόσμον αυτόν· είπε, λοιπόν: «Εάν τις θέλη να έλθη οπίσω μου, ας απαρνηθή εαυτόν, και ας σηκώση τον σταυρόν αυτού, και ας με ακολουθή. Διότι όστις θέλει να σώση την ζωήν αυτού θέλει απολέσει αυτήν· και όστις απολέση την ζωήν αυτού ένεκεν εμού, θέλει ευρεί αυτήν. Επειδή τι ωφελείται άνθρωπος, εάν τον κόσμον όλον κερδήση, την δε ψυχήν αυτού ζημιωθή; ή τι θέλει δώσει άνθρωπος εις ανταλλαγήν της ψυχής αυτού; Διότι μέλλει ο Υιός του ανθρώπου να έλθη εν τη δόξη του Πατρός αυτού μετά των αγγέλων αυτού· και τότε θέλει αποδώσει εις έκαστον κατά την πράξιν αυτού.» Συνεπώς, το ν’ ακολουθούμε τον Ιησού Χριστό σημαίνει να ασκούμε Χριστιανοσύνη· σημάνει απάρνησι του εαυτού μας σε μια ζωή αφιερώσεως στις αρχές της Χριστιανοσύνης. Απαιτεί άρσιν του «σταυρού» και συμμετοχή σε μερικές από τις ταλαιπωρίες και τα παθήματα που άφησε πίσω ο Ιησούς. Σημαίνει την εγκατάλειψι των προσωπικών μας φιλοδοξιών και επιθυμιών να συσσωρεύσωμε πλούτο και γόητρο και δύναμι. Ο προφήτης Ιώβ είπε: «Αν έθεσα εις το χρυσίον την ελπίδα μου, ή είπα προς το καθαρόν χρυσίον, Συ είσαι το θάρρος μου, . . . ήθελον αρνηθή τον Θεόν τον Ύψιστον.» Το ν’ ακολουθήσουμε, λοιπόν, τον Χριστό σημαίνει να εγκαταλείψωμε τον παλαιό κόσμο, ολόκληρο τον κόσμο και τη ζωή, αν είναι ανάγκη. Απαιτεί εξ άλλου πλήρη υποταγή και πιστότητα στη Χριστιανοσύνη, τέτοια που δίνει ένας στρατιώτης στην υπόθεσι της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας. Ο Παύλος διευκρινίζει αυτό το σημείο, λέγοντας: «Ουδείς στρατευόμενος εμπλέκεται εις τας βιωτικάς υποθέσεις, δια να αρέση εις τον στρατολογήσαντα.» Οι Χριστιανοί που ακολουθούν τον Χριστό πρέπει να στέκουν έτοιμοι ν’ ανταποκριθούν στο καθήκον με την ίδια προθυμία που έδειξε ο προφήτης Ησαΐας, ο οποίος, όταν άκουσε την ερώτησι: «Τίνα θέλω αποστείλει, και τις θέλει υπάγει δια ημάς;» απήντησε: «Ιδού εγώ, απόστειλόν με.» Επειδή δεν είχε δεσμούς μ’ αυτόν τον παλαιό κόσμο, ήταν ελεύθερος ν’ ανταποκριθή στην κλήσι του Ιεχωβά. Αυτός ήταν ο επίζηλος κλήρος που είχαν μέσω της πίστεώς των, πιστοί άνδρες όπως ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ και άλλοι. Αυτός πρέπει να είναι και ο κλήρος όλων εκείνων που συμβαδίζουν με την κοινωνία του Νέου Κόσμου.—Ματθ. 16:24-27· Ιώβ 31:24, 28· 2 Τιμ. 2:4· Ησ. 6:8.
ΚΑΛΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΔΩΣΟΥΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ
8. Τι εκάλεσε ο Ιησούς τους ακολούθους του να πράξουν και πώς αυτοί ανταπεκρίθησαν;
8 Όταν εγκαθίδρυσε τη Χριστιανοσύνη ο Ιησούς Χριστός εκάλεσε τους ακολούθους του να εκδηλώσουν αυτή την ίδια πίστι, την πίστι του Αβραάμ. Και οι άμεσοι απόστολοί του έδειξαν ότι είχαν αυτή την πίστι. Παρατηρήστε ιδιαίτερα με ποια προθυμία ανταπεκρίθησαν στην κλήσι του Ιησού, «Έλθετε οπίσω μου». Η θεόπνευστη αφήγησις λέγει για τον Πέτρο και τον Ανδρέα, οι οποίοι ήσαν αλιείς με τα δίχτυα τους όταν ο Ιησούς ένευσε σ’ αυτούς: «Οι δε, αφήσαντες ευθύς τα δίκτυα, ηκολούθησαν αυτόν.» Για τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, οι οποίοι εκλήθησαν όταν επεσκεύαζαν τα δίχτυα τους, το θείο υπόμνημα λέγει: «Οι δε αφήσαντες ευθύς, το πλοίον και τον πατέρα αυτών, ηκολούθησαν αυτόν.» Όταν ένας μαθητής εζήτησε να επιστρέψη για να θάψη τον πατέρα του, ο Ιησούς απήντησε: «Ακολούθει μοι, και άφες τους νεκρούς να θάψωσι τους εαυτών νεκρούς.» Το νόημα εδώ είναι ότι αυτοί δεν άφηναν τίποτε να σταθή ως εμπόδιο στο δρόμο τους· επάγγελμα, οικογένεια, φίλοι, δεν εθεωρούντο ως εντελώς ουσιώδη. Αυτά ετίθεντο σε δευτερεύουσα θέσι και το πιο επιθυμητό εκείνο πράγμα, η βασιλεία του Θεού, ετίθετο πρώτο στη ζωή τους. Δεν υπήρχαν μήνες οικονομίας προτού εγκαταλείψουν τις εργασίες των, ούτε προσεκτική ζύγισις των πραγμάτων για να ιδούν αν αυτό θα άξιζε να γίνη ή όχι. Ούτε έθεσαν οι απόστολοι το ερώτημα, Τι υπάρχει εκεί για μένα; Αντί τούτου, η ανταπόκρισίς των ήταν άμεση, φανερώνοντας μεγάλη πίστι στον Ιεχωβά, στον Υιό του και στη διευθέτησι που είχε γίνει για τη συνεχή των ύπαρξι.—Ματθ. 4:18-22· 8:22.
9. Πώς έπρεπε να αποτιμούν τα προνόμιά των εν σχέσει με τη Βασιλεία;
9 Ο Ιησούς είχε εντυπώσει στους ακολούθους του το πόσο άξιζε να κερδίσουν τη Βασιλεία. Το να την επιτύχουν θα ήταν άξιο κάθε θυσίας. Ετόνισε την ανάγκη της αυτοθυσίας, της σκληρής εργασίας, της υπομονής και της εγκαρτερήσεως για να φθάσουν στον αντικειμενικό σκοπό της πίστεως, ο οποίος είναι η σωτηρία των ψυχών μας. Ετόνισε ότι το να τον ακολουθή κανείς συνεχώς θα εσήμαινε να είναι ελεύθερος από εγκοσμίους δεσμούς και υποχρεώσεις. Η τροφή, το ένδυμα, η στέγη και τα άλλα χρειώδη της ζωής έπαιρναν δευτερεύουσα θέσι. «Διότι πάντα ταύτα ζητούσιν οι εθνικοί· επειδή εξεύρει ο Πατήρ σας ο ουράνιος ότι είχετε χρείαν πάντων τούτων. Αλλά ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού, και την δικαιοσύνην αυτού· και ταύτα πάντα θέλουσι σας προστεθή. Μη μεριμνήσητε λοιπόν περί της αύριον· διότι η αύριον θέλει μεριμνήσει τα εαυτής· αρκετόν είναι εις την ημέραν το κακόν αυτής.» Το κυριώτερο πράγμα ήταν η Βασιλεία· εν συγκρίσει μ’ αυτήν όλα τα άλλα πράγματα έχαναν τη σπουδαιότητά τους και εμδενίζοντο. Ο Παύλος εξέφρασε πώς το ένοιωθε αυτό: «Δια τον οποίον [Χριστόν] εζημιώθην τα πάντα, και λογίζομαι ότι είναι σκύβαλα, δια να κερδήσω τον Χριστόν.» Και ο απόστολος Ιωάννης ελογικεύθη με τον εξής τρόπο: «Ο κόσμος παρέρχεται, και η επιθυμία αυτού· όστις όμως πράττει το θέλημα του Θεού, μένει εις τον αιώνα.» Ποια καλύτερη αιτία μπορούσε να δοθή ως προς το γιατί να εγκαταλείψη κανείς αυτόν τον κόσμο και ν’ αφιερωθή τελείως και ανεπιφυλάκτως για τη βασιλεία του Θεού; Αν εχρειάζετο απόλυτος πίστις και εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά και στον Χριστό Ιησού για να συμβαδίση κανείς με την αναπτυσσόμενη Χριστιανική εκκλησία του πρώτου αιώνος, μήπως απαιτούνται ολιγώτερα σήμερα;—Ματθ. 19:27· 6:32-34· Φιλιππησ. 3:8· 1 Ιωάν. 2:17.
10. Ποιο υπήρξε το αποτέλεσμα της πιστής ανταποκρίσεως στην εντολή να ‘μαθητεύσουν πάντα τα έθνη’;
10 Πιστή υπακοή στην εντολή να πορευθούν και να ‘μαθητεύσουν πάντα τα έθνη’ έκαμε τη Χριστιανική εκκλησία ν’ αναπτυχθή, ώσπου σήμερα αντιπροσωπεύεται σε όλη τη γη από αφωσιωμένους διακόνους που διακηρύττουν τούτο το ευαγγέλιον της εγκαθιδρυμένης βασιλείας του Θεού. Ιδιαίτερα στα τελευταία τριάντα επτά χρόνια, εκατοντάδες εκατομμυρίων άκουσαν για τη θεία κυβέρνησι του νέου κόσμου. Από τα εκατομμύρια αυτά, εκατοντάδες χιλιάδων ανεγνώρισαν ότι αυτό είναι το ζωοπάροχο άγγελμα του Θεού για την εποχή μας. Αυτοί ανταπεκρίθησαν με την ίδια πίστι και χαρά όπως και οι προφήτες των αρχαίων χρόνων και οι μαθηταί του Ιησού, και αφιέρωσαν τη ζωή τους στον Θεό μέσω του Ιησού Χριστού και ενώθηκαν στο να κρατούν ψηλά αυτόν τον λαμπρόν πυρσόν της Βασιλείας. Όλοι μαζί, αυτοί οι Χριστιανοί μάρτυρες αποτελούν μια κοινωνία που δεν είναι μέρος του παλαιού αυτού κόσμου. Αυτοί είναι υπέρ του δικαίου νέου κόσμου του Θεού· συνεπώς, αποτελούν μια κοινωνία Νέου Κόσμου.—Ματθ. 28:19, 20· 24:14.
11. Απαιτείται από τα μέλη της κοινωνίας του Νέου Κόσμου να κάμουν τις ίδιες θυσίες με τους Χριστιανούς μάρτυρας του πρώτου αιώνος;
11 Τώρα, ως μέλη της κοινωνίας του Νέου Κόσμου, μήπως απαιτείται να κάμουν τις ίδιες θυσίες και να εκδηλώσουν την ίδια πίστι μ’ εκείνους τους Χριστιανούς μάρτυρας του πρώτου αιώνος; Μάλιστα. Διότι δεν υπάρχει χωριστή σειρά κανόνων διαγωγής ή διακονίας για τους Χριστιανούς οποιουδήποτε αιώνος. Όλοι ακολουθούν το ίδιο Πρότυπον, τον Ιησού Χριστό. Ο Πέτρος έγραψε: «Διότι εις τούτο προσεκλήθητε, επειδή και ο Χριστός έπαθεν υπέρ υμών, αφίνων παράδειγμα εις υμάς, δια να ακολουθήσητε τα ίχνη αυτού.» Ο Παύλος έδωσε την εξής νουθεσία: «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς και εγώ του Χριστού.» Και πάλιν: «[Γίνεσθε] μιμηταί των δια πίστεως και μακροθυμίας κληρονομούντων τας επαγγελίας.» «Διότι όσα προεγράφησαν, δια την διδασκαλίαν ημών προεγράφησαν, δια να έχωμεν την ελπίδα δια της υπομονής και της παρηγορίας των Γραφών.» Για τούτο, εκτός από το τέλειο παράδειγμα του Χριστού, έχομε γραμμένο μπροστά μας το παράδειγμα του Αβραάμ και όλων των προφητών ως επωφελή μαθήματα για να τα μελετούμε αν πρόκειται να συμβαδίζωμε με την κοινωνία του Νέου Κόσμου.—1 Πέτρ. 2:21· 1 Κορ. 11:1· Εβρ. 6:12· Ρωμ. 15:4· 1 Κορ. 10:11.
12. Ποιο πρέπει να είναι το φρόνημα εκείνων που συμβαδίζουν με την κοινωνία του Νέου Κόσμου;
12 Γίνεται ολοένα πιο σαφές ότι για να συμβαδίση οποιοσδήποτε από μας με την κοινωνία του Νέου Κόσμου, πρέπει ν’ ανταποκριθούμε με την ίδια ετοιμότητα και προθυμία στις οδηγίες του Ιεχωβά όπως και οι πιστοί προφήτες και απόστολοι. Δεν μπορούμε να επιτρέπωμε στον εαυτό μας να είναι συνδεδεμένος μ’ αυτόν τον παλαιό κόσμο και συγχρόνως να νομίζωμε ότι μπορούμε να συμβαδίσωμε μ’ αυτή τη Χριστιανική κοινωνία διακόνων. Πρέπει να είμεθα ελεύθεροι για ν’ απαντήσωμε σε κλήσεις όπως απήντησαν ο Αβραάμ και ο Μωυσής, πρόθυμοι να μετακινηθούμε και ν’ αφήσωμε πίσω συμφέροντα του παλαιού κόσμου. Πρέπει να είμεθα πρόθυμοι ν’ απαντήσωμε στην κλήσι του Διδασκάλου: «Ελθέ, ακολούθει μοι», και ν’ απαντήσωμε σ’ αυτήν με την πλήρη έννοια που το έκαμε αυτό ο Πέτρος: «Αφήκαμεν πάντα και σοι ηκολουθήσαμεν.» Ν’ αφήσωμε πίσω «τα πάντα», όχι έχοντας πόθο γι’ αυτά, όπως η γυναίκα του Λωτ, αλλά μάλλον χωρίς λύπη και με χαρά ότι μας εχαρίσθη μια τέτοια ευκαιρία για ν’ ανταποκριθούμε πλήρως σ’ αυτήν. Καθώς είπε ο Παύλος, ο οποίος εγκατέλειψε τα πάντα: «Ουχί μόνον να δεθώ, αλλά και να αποθάνω εις Ιερουσαλήμ είμαι έτοιμος υπέρ του ονόματος του Κυρίου Ιησού.» Αυτή πρέπει να είναι η απόφασίς μας και η αφιέρωσίς μας.—Μάρκ. 10:21· Ματθ. 19:27· Πράξ. 21:13.
13. Τι μπορεί να λεχθή για κείνους που προσκολλώνται ακόμη στον παλαιό κόσμο, και ποια συμβουλή μπορεί να δοθή σ’ αυτούς;
13 Υπάρχουν, εν τούτοις, ακόμη μερικοί «Χριστιανοί» που νομίζουν ότι είναι δυνατόν να ζουν στην κοινωνία του Νέου Κόσμου και συγχρόνως στον παλαιό κόσμο. Αλλά και αυτοί ακόμη φαίνονται βραδείς στο να μάθουν, βρίσκουν ολοένα δυσκολώτερο το έργον αυτό. Η αφιέρωσίς των δεν είναι πλήρης. Δεν άφησαν αληθινά «τα πάντα» για ν’ ακολουθήσουν τον Χριστό. Η αφιέρωσίς των είναι αφιέρωσις με επιφυλάξεις, «υπό όρους». Ποθούν ακόμη τις πολυτέλειες και τις τέρψεις του συστήματος πραγμάτων που παρέρχεται. Γνωρίζουν ότι το να συμβαδίζουν με την κοινωνία του Νέου Κόσμου απαιτεί χρόνον και οι τέρψεις του παλαιού κόσμου απαιτούν χρόνον. Συνεπώς, υπάρχει μια δοκιμασία των προσφιλών των τάσεων, μια έλξις προς διαφορετικές κατευθύνσεις, που προκαλεί έντασι και με αποτέλεσμα μηδέν. Ένα ασταθές άτομο, διχασμένη διάνοια, είναι δυσάρεστο στα όμματα του Ιεχωβά. «Διότι», λέγει ο Ιάκωβος, «ας μη νομίζη ο άνθρωπος εκείνος, ότι θέλει λάβει τι παρά του Ιεχωβά. Άνθρωπος δίγνωμος είναι ακατάστατος εν πάσαις ταις οδοίς αυτού.» «Πλησιάσατε εις τον Θεόν, και θέλει πλησιάσει εις εσάς. Καθαρίσατε τας χείρας σας, αμαρτωλοί, και αγνίσατε τας καρδίας, δίγνωμοι. Κακοπαθήσατε και πενθήσατε και κλαύσατε· ο γέλως σας ας μεταστραφή εις πένθος, και η χαρά εις κατήφειαν. Ταπεινώθητε ενώπιον του Ιεχωβά, και θέλει σας υψώσει.» Εκείνοι που επιμένουν να διάγουν διπλή ζωή δεν είναι αληθινά ταπεινοί. Τους βρίσκει κανείς πάντοτε να συνωστίζωνται στην «οροθετική γραμμή». Προτιμούν να αγνοούν τη σοφή συμβουλή του Ιεχωβά. Αρνούμενοι να διακόψουν κάθε σχέσι με τον παλαιό κόσμο, διατηρούν μια επιφανειακή επαφή με τον νέο, ώσπου ο παλαιός κόσμος τούς παρασύρει τελείως μακριά στη λησμοσύνη. Είναι επικίνδυνο να προσπαθή κανείς να διασκελίση τη γραμμή, και αδύνατον να δουλεύη δύο κυρίους. «Διότι ή τον ένα θέλει μισήσει, και τον άλλον θέλει αγαπήσει· ή εις τον ένα θέλει προσκολληθή, και τον άλλον θέλει καταφρονήσει. Δεν δύνασθε να δουλεύητε Θεόν και Μαμμωνά.»—Ιάκ. 1:7, 8· 4:8-10· Ματθ. 6:24.
ΔΕΝ ΧΩΡΕΙ ΑΝΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΤΗΣ
14, 15. (α) Γιατί δεν υπάρχει τόπος για αναποφάσιστη στάσι τώρα; (β) Γιατί χρειάζεται αποφασιστικότης και θάρρος για να συμβαδίσωμε με την κοινωνία του Νέου Κόσμου;
14 Ο εντεινόμενος τώρα ρυθμός βαδίσματος της κοινωνίας του Νέου Κόσμου δεν επιτρέπει αναποφασιστικότητα. Ακόμη και ένας ελαφρός δισταγμός σημαίνει απώλεια εδάφους. Και όσο περισσότερο και επί μακρότερον χρόνο διστάζομε, τόσο περισσότερο διάστημα πρέπει να κερδηθή αν πρόκειται να συμβαδίζωμε με την κοινωνία του Νέου Κόσμου. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να καταβληθή μεγαλύτερη προσπάθεια και αποφασιστικότης. Η τραγική αλήθεια είναι ότι η απώλεια διαστήματος αποδεικνύεται σχεδόν πάντοτε καταστρεπτική, επειδή η προς τα εμπρός πορεία της κοινωνίας του Νέου Κόσμου είναι ανένδοτη, σπεύδοντας προς την τελεία ημέρα. Χρειάζεται πίστις, θάρρος και αποφασιστικότης για να συμβαδίσωμε μ’ αυτήν. Ιδιαίτερα τώρα, επειδή ζητείται ολοένα περισσότερος από τον χρόνον μας. Υπάρχουν κλήσεις για υπηρεσία σκαπανέων, ιεραποστόλων και Μπέθελ, στις οποίες ν’ απαντήση κανείς μ’ ένα «Ιδού εγώ, απόστειλόν με.» Περισσότερη προσοχή πρέπει να δοθή στη διακονία από σπίτι σε σπίτι, στην εκπαίδευσι νέων διαγγελέων της βασιλείας, στο να γίνουν επανεπισκέψεις σ’ εκείνους που δείχνουν ενδιαφέρον για το άγγελμα της Βασιλείας, και να διεξαχθούν οικιακές Γραφικές μελέτες με ανθρώπους καλής θελήσεως. Όλα αυτά απαιτούν χρόνον, τον χρόνον μας και τη ζωτικότητά μας. Αλλ’ αφού είναι αφιερωμένος χρόνος, τότε ορθώς ανήκει στον Ιεχωβά. «Δεν είσθε κύριοι εαυτών, διότι ηγοράσθητε δια τιμής. Δοξάσατε λοιπόν τον Θεόν δια του σώματός σας.» «Απόδοτε . . . τα του Θεού εις τον Θεόν.»—Ησ. 6:8· 1 Κορ. 6:19, 20, ΜΝΚ· Ματθ. 22:21.
15 Αλλ’ αυτά δεν είναι όλα εκείνα για τα οποία πρέπει να φροντίσωμε. Υπάρχουν μελέτες και συναθροίσεις εκκλησίας που πρέπει να παρακολουθήσαμε και να υποστηρίξωμε. Αυτές απαιτούν σκέψι και προπαρασκευή. Οι προσωπικές μας μελέτες δεν πρέπει να παραμελούνται, ούτε και οι οικογενειακές μας υποχρεώσεις. Η ελαχίστη περιπλοκή μας με τον παλαιό κόσμο μπορεί να είναι εμπόδιο και να αναχαιτίση την πρόοδό μας προς τον νέο κόσμο. Γι’ αυτό ακριβώς ο Ιησούς ενουθέτησε εκείνους που ήθελαν να τον ακολουθήσουν, να απαρνηθούν τον εαυτό τους και να άρουν τον σταυρόν των και να τον ακολουθούν συνεχώς. Ο Παύλος ενουθέτησε με τον ίδιο τρόπο: «Ας απορρίψωμεν παν βάρος και την ευκόλως εμπεριπλέκουσαν ημάς αμαρτίαν, και ας τρέχωμεν μεθ’ υπομονής τον προκείμενον εις ημάς αγώνα· αποβλέποντες εις τον Ιησούν τον αρχηγόν και τελειωτήν της πίστεως.» Αν προσέξωμε τη σοφή αυτή συμβουλή, δεν θα είναι σχεδόν τόσο δύσκολο το να συμβαδίσωμε με την κοινωνία του Νέου Κόσμου, όσο είναι για κείνους που είναι βεβαρημένοι με τα πράγματα αυτής της ζωής»—Εβρ. 12:1, 2· Ματθ. 16:24.
16. Τι πρέπει να ερωτήση τον εαυτό του κάθε μέλος της κοινωνίας του Νέου Κόσμου;
16 Το να είμεθα συνδεδεμένοι μ’ αυτόν τον παλαιό κόσμο χωρίς να υπάρχη ανάγκη, τείνει μόνο να εξασθενίση το πνεύμα μας· εμποδίζει την πρόοδό μας και καταστρέφει τη χαρά που απολαμβάνομε φυσιολογικά από το να υπηρετούμε τον Ιεχωβά. Πράγματι, αν δεν ελέγχωνται οι επιδιώξεις του παλαιού κόσμου, θα μας φέρουν σ’ ένα πλήρες σταμάτημα. Κάθε μέλος της κοινωνίας του Νέου Κόσμου πρέπει να ενδιαφέρεται για την πρόοδο του προς τον νέο κόσμο. Πρέπει να ερωτήση τον εαυτό του: Πού στέκω εν σχέσει με την κοινωνία του Νέου Κόσμου; Συμβαδίζω μαζί της; Παραμελώ τα συμφέροντα του Νέου Κόσμου για τις επιδιώξεις του παλαιού κόσμου; Είναι οι απαντήσεις μου στις θεοκρατικές κλήσεις όμοιες μ’ εκείνες των πιστών προφητών και των αποστόλων; Ή αφήνω τα κοσμικά συμφέροντα να καταβροχθίζουν τον χρόνον μου; Σ’ έναν ηθικόν πλούσιον νέον που επιθυμούσε ν’ αποκτήση αιώνια ζωή, ο Ιησούς είπε: «Έν σοι λείπει· ύπαγε, πώλησον όσα έχεις και δος εις τους πτωχούς· και θέλεις έχει θησαυρόν εν ουρανώ· και ελθέ, ακολούθει μοι, σηκώσας τον σταυρόν. Εκείνος όμως σκυθρωπάσας δια τον λόγον, ανεχώρησε λυπούμενος· διότι είχε κτήματα πολλά. Και περιβλέψας ο Ιησούς, λέγει προς τους μαθητάς αυτού, Πόσον δυσκόλως θέλουσιν εισέλθει εις την βασιλείαν του Θεού οι έχοντες τα χρήματα;» Μην αφήνετε το χρήμα, τον υλισμό, τα πράγματα του κόσμου τούτου, να σας εμποδίσουν από το να κερδίσετε τη ζωή.—Μάρκ. 10:17-30.
17. Μήπως ένας Χριστιανός χάνει κάτι με το να διακόπτη κάθε σχέσι με τον παλαιό κόσμο;
17 Μετά ακριβώς τη συνομιλία του Ιησού με τον νέον, ο Πέτρος είπε: «Ιδού, ημείς αφήκαμεν πάντα, και σε ηκολουθήσαμεν.» Ο Ιησούς απήντησε ως εξής: «Αληθώς σας λέγω, δεν είναι ουδείς όστις αφήσας οικίαν, ή αδελφούς, ή αδελφάς, ή πατέρα, ή μητέρα, ή γυναίκα, ή τέκνα, ή αγρούς, ένεκεν εμού και του ευαγγελίου, δεν θέλει λάβει εκατονταπλασίονα τώρα εν τω καιρώ τούτω, οικίας και αδελφούς και αδελφάς και μητέρας και τέκνα και αγρούς, μετά διωγμών, και εν τω ερχομένω αιώνι ζωήν αιώνιον.» Ο Ιησούς, με άλλα λόγια, είπε στον Πέτρο ότι ο Χριστιανός δεν χάνει κάτι εγκαταλείποντας τον παλαιό κόσμο, ούτε οποιοσδήποτε Χριστιανός μάρτυς του Ιεχωβά χάνει κάτι κάνοντας το ίδιο πράγμα για να συμβαδίση με την κοινωνία του Νέου Κόσμου. Κερδίζομε εκατονταπλάσια από όλα όσα εγκαταλείπομε, και περισσότερα. Το κεχρισμένο υπόλοιπο θα κερδίση επιπρόσθετα μια ένδοξη ζωή στους ουρανούς ως νύμφη του Χριστού, και τα «άλλα πρόβατα» του Κυρίου θα κερδίσουν αιώνια ζωή σε μια παραδείσια νέα γη. Όλα δε αυτά επειδή δεν χάνουν την πίστι των, αλλά πιστεύοντας κινούνται προς τα εμπρός με την κοινωνία του Νέου Κόσμου στην οδοιπορία της προς τον νέο κόσμο.