‘Ομολογείτε τας Αμαρτίας Σας’
Ο ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΟΣ απόστολος Ιωάννης είπε: «Εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών, είναι πιστός και δίκαιος, ώστε να συγχωρήση εις ημάς τας αμαρτίας, και καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας.» (1 Ιωάν. 1:9) Εξομολογείσθε τις αμαρτίες σας; Το κάνετε αυτό με τον τρόπο που επρομήθευσε ο Θεός, με τον τρόπο που Αυτός διδάσκει μέσα στο λόγο Του; Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο μπαίνουν μέσα σ’ ένα «εξομολογητήριο» και κάνουν την εξομολόγησί τους σ’ έναν λειτουργό. Άλλα εκατομμύρια άνθρωποι δεν το κάνουν αυτό. Η ατομική προτίμησις, η πατροπαράδοτη συνήθεια και οι γνώμες των ανθρώπων δεν πρέπει να είναι οι παράγοντες που προσδιορίζουν τι να πράξωμε. Η Αγία Γραφή είναι εκείνη που κατευθύνει ένα Χριστιανό στον δρόμο που επιδοκιμάζεται από τον Θεό. «Λύχνος εις τους πόδας μου είναι ο λόγος σου, και φως εις τας τρίβους μου.»—Ψαλμ. 119:105.
Η Καθολική Εγκυκλοπαιδεία εξηγεί ως εξής την εξομολόγησι: «Η εξομολόγησις γίνεται όχι στα μύχια της καρδίας εκείνου που μετανοεί, ούτε σ’ έναν λαϊκό ως φίλο και συνήγορο, ούτε σ’ έναν εκπρόσωπο ανθρωπίνης εξουσίας, αλλά σ’ έναν δεόντως χειροτονημένον λειτουργό με την απαιτούμενη δικαιοδοσία και με την ‘εξουσία των κλειδών’, δηλαδή, την εξουσία της αφέσεως αμαρτιών, την οποίαν ο Χριστός εξεχώρησε στην Εκκλησία Του.» Σε απάντησι προς εκείνους που θα ισχυρίζοντο ότι μόνον ο Θεός μπορεί να συγχωρή αμαρτίες, η ίδια αυτή εγκυκλοπαιδεία παραθέτει από τους λόγους του Αγ. Πασιανού, επισκόπου Βαρκελώνης, τα εξής: «Αυτή (τη συγχώρησι αμαρτιών), θα πήτε, μόνον ο Θεός μπορεί να την κάμη. Πολύ σωστά: αλλ’ ό,τι Αυτός κάνει μέσω των λειτουργών Του είναι έργον της ιδίας Του εξουσίας.» Ο δε Άγ. Αυγουστίνος πειστικά εκθέτει την άποψι της εξουσίας αυτής για τη συγχώρησι αμαρτιών, όταν λέγη: «Ας μην ακούωμε αυτούς που δεν παραδέχονται ότι η Εκκλησία του Θεού έχει εξουσία να συγχωρή όλες τις αμαρτίες.»—Τόμος ΙΑ΄, σελίδες 619-621.
Επικαλούνται και τη Γραφή, επίσης, ως αυθεντία, για την τήρησι της εξομολογήσεως μεταξύ του Καθολικού πληθυσμού. Μήπως δεν είπε ο Ιησούς στον Πέτρο: «Και θέλω σοι δώσει τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών· και ό,τι εάν δέσης επί της γης, θέλει είσθαι δεδεμένον εν τοις ουρανοίς· και ό,τι εάν λύσης επί της γης, θέλει είσθαι λελυμένον εν τοις ουρανοίς»; (Ματθ. 16:19) Η δε υποσημείωσις προσθέτει αυτά: «Η λύσις των δεσμών των πρόσκαιρων ποινών λόγω αμαρτιών καλείται άφεσις, η δύναμις της οποίας έχει παραχωρηθή.» Μ’ αυτό τον τρόπο βεβαιούμεθα ότι τόσο η ενοχή της αμαρτίας, όσο και η αιώνια τιμωρία λόγω θανασίμου αμαρτήματος, συγχωρούνται. Μνημονεύονται, επίσης, οι λόγοι του Ιησού στους μαθητάς του, στο κατά Ιωάννην 20:23: «Αν τίνων συγχωρήσητε τας αμαρτίας, είναι συγκεχωρημέναι εις αυτούς· αν τίνων κρατήτε, είναι κεκρατημέναι.» Και για να μη διαφύγη από κανένα το σημείο που τονίζεται από την εκκλησία, η υποσημείωσις της Εκδόσεως Μώρφυ, της Καθολικής Μεταφράσεως Ντουαί, λέγει: «Ιδέτε ενταύθα την εντολή, εσφραγισμένη με την ευρεία σφραγίδα του ουρανού, δυνάμει της οποίας οι ποιμένες της εκκλησίας του Χριστού συγχωρούν αμαρτωλούς που μετανοούν, όταν αυτοί εξομολογούνται.» Το ότι ο Χριστός μπορούσε να συγχωρή αμαρτίες καταδεικνύεται αλάνθαστα μέσα στις Γραφές. (Μάρκ. 2:7-11) Μήπως η ανωτέρω πιστοποίησις καταδεικνύει ότι και οι λειτουργοί έχουν παρόμοια εξουσία να «συγχωρούν αμαρτωλούς που μετανοούν, όταν αυτοί εξομολογούνται»;
Υπάρχουν τουλάχιστον τρεις παράγοντες, από τους οποίους εξαρτάται η δύναμις των επιχειρημάτων που παρουσιάζονται στην Καθολική Εγκυκλοπαιδεία και στις υποσημειώσεις της Καθολικής Γραφής. Είναι όλες οι αμαρτίες συγχωρητέες; Υπάρχει πρόσκαιρη ποινή μετά θάνατον για την ψυχή ενός αμαρτάνοντος; Είναι οι Καθολικοί λειτουργοί οι λειτουργοί του Θεού;
Όταν ο Άγ. Αυγουστίνος είπε ότι δεν πρέπει ν’ ακούωμε εκείνους που δεν παραδέχονται ότι η εκκλησία έχει εξουσία να «συγχωρή όλες τις αμαρτίες», ωμίλησε απερίσκεπτα, συμβουλεύοντάς μας να μην ακούσωμε τον Χριστό. Διότι ο Χριστός Ιησούς είπε, στο κατά Ματθαίον 12:31, 32, όπως αναφέρεται και στη Γραφή της Καθολικής Συναδελφώσεως: «Δια τούτο σας λέγω, Πάσα αμαρτία και βλασφημία θέλει συγχωρηθή εις τους ανθρώπους· η κατά του πνεύματος όμως βλασφημία δεν θέλει συγχωρηθή. . . . δεν θέλει συγχωρηθή εις αυτόν, ούτε εν τούτω τω αιώνι, ούτε εν τω μέλλοντι.» Δεν δύναται να συγχωρηθή κάθε αμαρτία.
Αν και είναι αληθές ότι μπορεί ένας να υποφέρη και διανοητικώς και φυσικώς ενόσω ζη λόγω αμαρτιών που διέπραξε, τα παθήματα αυτά παύουν στον θάνατο. «Εκεί οι ασεβείς παύουσιν από του να ταράττωσι, και εκεί αναπαύονται οι κεκοπιασμένοι.» (Ιώβ 3:17) Αλλά δεν είναι ζωντανή ακόμη η ψυχή; «Η ψυχή η αμαρτήσασα, αυτή θέλει αποθάνει.» (Ιεζ. 18:4) Συνεπώς, στον άνθρωπο, που είναι ψυχή, εφαρμόζονται τα περαιτέρω εδάφια: «Διότι οι ζώντες γνωρίζουσιν ότι θέλουσιν αποθάνει· αλλ’ οι νεκροί δεν γνωρίζουσιν ουδέν.» (Εκκλησ. 9:5) «Το πνεύμα αυτού εξέρχεται· αυτός επιστρέφει εις την γην αυτού· εν εκείνη τη ημέρα οι διαλογισμοί αυτού αφανίζονται.» (Ψαλμ. 146:4) Υπάρχει τιμωρία για τους ασεβείς, ναι. «Και θέλουσιν απέλθει ούτοι μεν εις κόλασιν αιώνιον.» Αλλ’ η τιμωρία αυτή, που εξομοιώνεται με ρίξιμο μέσα σε μια λίμνη πυρός, είναι θάνατος: ούτος είναι «ο δεύτερος θάνατος».—Ματθ. 25:46· Αποκάλ. 21:8.
Μέσα στο ίδιο το εξομολογητήριο η διαδικασία δεν είναι σύμφωνα με τη συμβουλή του Χριστού, και συνεπώς δεν διεξάγεται από ανθρώπους, οι οποίοι δείχνουν με την υπακοή ότι είναι λειτουργοί του Θεού. Όταν η μετανοούσα εισέρχεται στο εξομολογητήριο, λέγει: «Ευλόγησε με, Πάτερ, διότι αμάρτησα.» Έχει διδαχθή ν’ αρχίζη έτσι. Σε ποιόν ομιλεί; Ρωτήστε οποιονδήποτε Καθολικόν και θα σας βεβαιώση ότι στον λειτουργόν ομιλεί, φυσικά. Εν τούτοις, ο Ιησούς ετόνισε ότι αυτή η συνήθεια είναι εσφαλμένη. Είπε: «Και πατέρα σας μη ονομάσητε επί της γης· διότι είς είναι ο Πατήρ σας, ο εν τοις ουρανοίς.» (Ματθ. 23:9) Όσοι αγνοούν τη συμβουλή του δεν ενεργούν υπέρ αυτού.
Από πού, λοιπόν, επήγασε η συνήθεια αυτή της μυστικής («στο αυτί») εξομολογήσεως; Ο Αλέξανδρος Χίσλοπ αποκαλύπτει ότι στην αρχαία Βαβυλώνα και στην Ελλάδα απητείτο μυστική εξομολόγησις σ’ έναν ιερέα όλων εκείνων που εγίνοντο δεκτοί στα Μυστήρια, απηυθύνοντο δε σ’ αυτούς ερωτήσεις περί ηθικής, οι οποίες μπορούν να παραβληθούν μ’ αυτές που γίνονται σήμερα μέσα στα εξομολογητήρια. Η δικαιολογία τούτου ήταν ότι η εξομολόγησις εχρειάζετο για να καθαρισθή η συνείδησις από την ενοχή για ν’ αποφευχθή η οργή των θεών. Το γεγονός είναι ότι αυτό προσέδωσε μεγάλη εξουσία στο ειδωλολατρικό ιερατείο επάνω στη ζωή εκείνων που προσήρχοντο στους ιερείς και απητείτο να αποκαλύψουν τις ενδόμυχες σκέψεις των. Το δόγμα της μετανοίας επανεκυρώθη στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία από τη Σύνοδο του Τρέντου το 1551, κι εχρησίμευσε πάλι για να παράσχη στον κλήρο τεράστια εξουσία επάνω στη ζωή των ανθρώπων.
Η επιβολή της μυστικής εξομολογήσεως έστησε μια ηθική παγίδα για τους ιερείς που διατελούν κάτω από τις ευχές του αγάμου βίου. Νεανίαι, με καταπνιγμένο τον Θεόδοτο πόθο για γάμο, εκαλούντο τώρα να διερευνήσουν λεπτομερώς τα ήθη θηλέων που μετανοούσαν και προσήρχοντο σ’ αυτούς για να εξομολογηθούν. Ενώ δεν επετρέπετο κατάλληλη διέξοδος των συγκινήσεών των με γάμο, εν τούτοις οι οικειότητες των σεξουαλικών σχέσεων εξεβιάζοντο συνεχώς στις συνειδήσεις των. Είναι παράδοξο μήπως το ότι η εκκλησία έπρεπε να δημιουργήση ένα νομοθετικό σώμα που να περιορίζη την ακατάλληλη χρήσι του εξομολογητηρίου; Τόσο διαδεδομένη ήταν η ιερατική αποπλάνησις στην Ισπανία ώστε ο Πάπας Πίος Δ΄ επεκαλέσθη την Ιερή Εξέτασι για να καταπολεμήση αυτό το ζήτημα. Τόσο πολλές γυναίκες στη Σεβίλλη και μόνο, όταν απειλήθηκαν με τιμωρία αν παρέλειπαν να καταγγείλουν τέτοιες πράξεις, εμήνυσαν κληρικούς, ώστε το ζήτημα αυτό εγκατελείφθη.
Και τι θα λεχθή για τα εδάφια Ιωάν. 20:22, 23, που παρετέθησαν πριν; Δεν επιτρέπουν αυτά την εξομολόγησι; Όχι. Ούτε την μνημονεύουν καν. Αν αυτά εσχετίζοντο με τη μυστική εξομολόγησι, και η συγχώρησις αμαρτιών εξηρτάτο από αυτή, δεν είναι παράδοξο το ότι ούτε μια λέξις περί μυστικής εξομολογήσεως δεν αναγράφεται από το Ματθαίος 1:1 ως το Αποκάλυψις 22:21;
Ούτε θα ήταν κατάλληλο να συμπεράνωμε από το Ματθ. 16:19 ότι οι Χριστιανοί λειτουργοί λαμβάνουν αποφάσεις περί αφέσεως αμαρτιών, τις οποίες κατόπιν ο ουρανός καλείται να επικυρώση. Το εδάφιο αυτό ομιλεί για τις κλείδες (δηλαδή για τα μέσα διανοίξεως ή αποκαλύψεως γνώσεως) της βασιλείας των ουρανών και την ευκαιρία της εισόδου σ’ αυτήν. Ο Πέτρος εχρησιμοποίησε την πρώτη απ’ αυτές τις κλείδες για ν’ αποκαλύψη αυτή τη γνώσι στους Ιουδαίους την Πεντηκοστή. Μετά τριάμισυ χρόνια καθωδηγήθη από ουράνια απόφασι να φανερώση τη γνώσι της ευκαιρίας αυτής στον Εθνικό Κορνήλιο και στον οίκον του.—Πράξ. κεφάλαια 2, 10.
Η αντωνυμία «σεις» που αναφέρεται στις ξένες μεταφράσεις του εδαφίου Ματθ. 16:19, στο Ελληνικό κείμενο είναι στον ενικό αριθμό, και απευθύνεται στον Πέτρο, οι δε κλείδες εχρησιμοποιήθησαν απ’ αυτόν και μόνο. Το εδάφιο αυτό, που είναι βέβαια σε αρμονία με τη Βιβλική αρχή της υπεροχής του Θεού, έχει ως εξής: «Ό,τι εάν δέσης επί της γης, θέλει είσθαι δεδεμένον εν τοις ουρανοίς· και ό,τι αν λύσης επί της γης, θέλει είσθαι λελυμένον εν τοις ουρανοίς.»
Το εδάφιο Ματθαίος 18:18 περιέχει μια παρόμοια δήλωσι, αλλά με τη χρήσι της προσωπικής αντωνυμίας στον πληθυντικό. Εδώ τα προηγούμενα εδάφια δείχνουν ότι το ζήτημα που εξετάζεται εμπερικλείει μια απόφασι από μέρους των πρεσβυτέρων της εκκλησίας για τη διατήρησι μέσα στην εκκλησία ή την αποβολή απ’ αυτήν ενός ατόμου που αμάρτησε εναντίον του αδελφού του. Αλλά κι εδώ επίσης, το ζήτημα είναι ήδη αποφασισμένο στον ουρανό. Πώς;
Οι Χριστιανοί επίσκοποι διορίζονται από το άγιο πνεύμα του Θεού, διότι διορίζονται ως τοιούτοι από την οργάνωσι επάνω στην οποία ενεργεί το πνεύμα του Θεού, σύμφωνα με τις εμπνευσμένες απαιτήσεις για επισκόπους, που βρίσκονται μέσα στην Αγ. Γραφή και λόγω του γεγονότος ότι η ζωή των παρέχει ένδειξιν των καρπών του πνεύματος του Θεού. (Πράξ. 20:28) Το ίδιο αυτό άγιο πνεύμα είναι εκείνο που καθιστά δυνατόν να γίνη άφεσις αμαρτιών. (Ιωάν. 20:22, 23) Ο πλήρης πνεύματος Χριστιανός επίσκοπος γνωρίζει τι αποφάσεις έγιναν στον ουρανό για το ζήτημα της αφέσεως, διότι αυτές οι αποφάσεις είναι γραμμένες μέσα στην Αγία Γραφή, και γνωρίζει ότι οι δίκαιες αυτές αρχές εξακολουθούν να εφαρμόζωνται και διέπουν περιπτώσεις αδικοπραγίας σήμερα. (Ματθ. 18:15-17· Λουκ. 24:27· Γαλ. 6:1) Συνεπώς, αυτός καλείται να εφαρμόση τις Γραφικές αρχές στην προκειμένη περίπτωσι, οποιαδήποτε δε απόφασι σύμφωνα με τον γραπτό αυτό λόγο ήθελε κάμει δεσμευτική για τα άτομα που πρόκειται, είναι η απόφασις που είναι ήδη δεδεμένη στον ουρανό.
Αυτό συμφωνεί με τη συμβουλή που βρίσκεται στην επιστολή Ιακώβου 5:14-16 (ΜΝΚ): «Ασθενεί τις μεταξύ σας; ας προσκαλέση τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας, και ας προσευχηθώσιν επ’ αυτόν, αλείψαντες αυτόν με έλαιον εν τω ονόματι του Ιεχωβά. Και η μετά πίστεως ευχή θέλει σώσει τον πάσχοντα, και ο Ιεχωβά θέλει εγείρει αυτόν· και αμαρτίας αν έπραξε, θέλουσι συγχωρηθή εις αυτόν. Εξομολογείσθε εις αλλήλους τα πταίσματά σας, και εύχεσθε υπέρ αλλήλων δια να ιατρευθήτε.» Αυτό διόλου δεν περιγράφει την Καθολική μυστική εξομολόγησι. Είναι ορθή συμβουλή για Χριστιανούς που γίνονται πνευματικώς ασθενείς να ζητούν τη βοήθεια ωρίμων ανδρών της εκκλησίας, ομολογώντας φανερά την αμαρτία τους. Οι πρεσβύτεροι αυτοί δεν είναι εξουσιοδοτημένοι να διερευνήσουν λεπτομερώς κάθε άποψι της ιδιωτικής ζωής του ατόμου.
Το πλανώμενο πρόσωπο έγινε τόσο ασθενές πνευματικώς, ώστε δεν φρονεί πια ότι η δική του προσευχή φέρνει αποτέλεσμα. Γι’ αυτό ο ώριμος επίσκοπος, αφού εφαρμόση πιστά το καταπραϋντικό έλαιο του θείου λόγου κι ενισχύση μ’ αυτό εκείνον που ζητεί βοήθεια, τον βοηθεί με το να εκφράζη υπέρ αυτού την ικεσία του στον Θεό για συγχώρησι. Η συγχώρησις του Θεού είναι εκείνη που λογίζεται. «Την αμαρτίαν μου εφανέρωσα προς σε, και την ανομίαν μου δεν έκρυψα· είπα, Εις τον Κύριον θέλω εξομολογηθή τας παραβάσεις μου· και συ συνεχώρησας την ανομίαν της αμαρτίας μου.» (Ψαλμ. 32:5) Ο επίσκοπος δεν τολμά να λάβη τον ρόλον του Θεού, ούτε να είναι μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Μάλλον, ως ένας φιλάγαθος Χριστιανός αδελφός, πλησιάζει τον Θεό με προσευχή μαζί με τον πνευματικώς ασθενή, κάνοντας τούτο μέσω του μόνου Μεσίτου Χριστού Ιησού, και τονίζοντας πιστά τη φιλάγαθη πρόνοια του Ιεχωβά για συγχώρησι. Ο Ιεχωβά είναι εκείνος που επανορθώνει εκείνον που αληθινά μετανοεί.
Εξομολογείσθε τις αμαρτίες σας; Πρέπει να τις εξομολογήσθε, αλλά να το κάνετε αυτό με τον τρόπο που διδάσκει η Αγία Γραφή.