Μέρος 8—«Γενηθήτω το Θέλημά σου επί της Γης»
Για να γίνη το θέλημά του στη γη όπως γίνεται στον ουρανό, ο Ιεχωβά Θεός έδωσε αρχή στην ανθρώπινη οικογένεια μέσα σ’ ένα αγιαστήριο. Ο άγιος αυτός τόπος ήταν ο κήπος της Εδέμ ή Παράδεισος Τρυφής, στον οποίον ο Αδάμ και η Εύα είχαν επικοινωνία με τον Θεόν των και ουράνιον Πατέρα. Μέσα σ’ αυτό το Παραδεισιακό αγιαστήριο ένας ουράνιος πνευματικός υιός του Θεού εστασίασε και μετεβλήθη σε Σατανάν ή Διάβολον. Χρησιμοποιώντας τον όφιν έβαλε σε πειρασμό τη γυναίκα Εύα ν’ αμαρτήση τρώγοντας τον απαγορευμένο καρπό του δένδρου της γνώσεως του καλού και του κακού. Αυτή κατόπιν παρεκίνησε τον σύζυγό της Αδάμ να φάγη και να παραβή εκουσίως τον νόμον του Θεού. Η παρουσία των στο αγιαστήριο του Εδεμικού Παραδείσου έγινε τώρα μολυντική. Ο Θεός ήλθε στους τρεις αυτούς ενόχους και απήγγειλε καταδίκη καταστροφής στον μεγάλον Όφιν, Σατανάν ή Διάβολον, μέσω του Σπέρματος της γυναικός Του. Απήγγειλε, επίσης, θανατική καταδίκη στον Αδάμ και στην Εύα και εκαθάρισε το Παραδεισιακό αγιαστήριο εκβάλλοντας το αμαρτωλό ζεύγος και αποκλείοντας την επάνοδόν των και απόπειρα από μέρους των να φάγουν από το δένδρο της ζωής για να ζήσουν στη γη για πάντα.
23, 24. Ποιο γεγονός έδειχνε ότι η αμαρτία μετεδόθη στα τέκνα του Αδάμ που γεννήθηκαν έξω από την Εδέμ, και από ποιες δύο απόψεις ήταν φονεύς ο Κάιν;
23 Η αμαρτία μαζί με την καταδίκη της σε θάνατο, μετεδόθη στα τέκνα του Αδάμ που γεννήθηκαν έξω από το αγιαστήριο του Παραδείσου. Αυτό το γεγονός διασαφηνίζεται από ό,τι συνέβη στον ίδιο τον πρώτο του γυιό, τον Κάιν. Αυτός ο γυιός είχε γίνει καλλιεργητής της καταραμένης γης έξω από το Εδεμικό αγιαστήριο. Ο νεώτερος αδελφός του Άβελ είχε γίνει ποιμήν. Ο Κάιν και ο Άβελ προσέφεραν θυσίες στον Θεό. Κοντά στο θυσιαστήριο της Εδέμ, στην ανατολική είσοδο που φρουρούσαν τα τοποθετημένα χερουβείμ, ήταν λογικά ο κατάλληλος τόπος προσφοράς των θυσιών. Ο καθένας τους έφερε μερικά από τα προϊόντα του δικού του είδους εργασίας. Ο Κάιν προσέφερε προϊόντα του αγρού. Ο Άβελ εθυσίασε τη ζωή μερικών, από τα πρόβατά του, τα πρωτότοκα, έχυσε το αίμα των επάνω στη γη και παρουσίασε παχέα τεμάχιά των στον Θεό.
24 Τότε ο Θεός υπέδειξε ότι έπρεπε να γίνη μια θυσία ζωής και ότι αυτή η ζωή έπρεπε να προσαχθή σ’ αυτόν για να επανέλθη η αμαρτωλή ανθρωπότης στην εύνοιά του και να συγχωρηθή και ν’ απολυτρωθή από την αμαρτία και την ποινή του θανάτου. Ο Θεός προσέβλεψε με εύνοια στη ζωική θυσία του Άβελ· απέρριψε την αναίμακτη προσφορά του Κάιν. Από φθόνον τώρα ο Κάιν έχυσε αίμα, αλλ’ αυτό ήταν το αίμα του δικαίου αδελφού του Άβελ, ο οποίος είχε ευαρεστήσει τον Θεό με τη θυσία που προσέφερε με πίστι στον Θεό. Μ’ αυτή την αιματοχυσία ο Κάιν εμόλυνε τη γη. Μολονότι ο Κάιν δεν εθανατώθη αμέσως ως φονεύς, εν τούτοις υπήχθη σε μια ειδική κατάρα του Θεού. (Γέν. 4:1-23· Εβρ. 11:4) Ήταν φονεύς από δύο απόψεις, με το μίσος του προς τον αθώον αδελφόν του και με την πράξι του πραγματικού φόνου του αδελφού του. Κατέδειξε ότι προήρχετο από τον Διάβολο και ήταν τέκνον του Διαβόλου. (1 Ιωάν. 3:8-12) Στον ωρισμένο καιρό ο Κάιν πέθανε κάτω από τη Θεία κατάρα. Όλο το σπέρμα του, επίσης, εξηφανίσθη από τον παγκόσμιο Κατακλυσμό των ημερών του Νώε.—Γέν. 4:16-24· 6:5-13.
25. Πώς συνέβη να συνεχισθή ο θάνατος δια του Νώε και της οικογενείας του και δια μέσου του κατακλυσμού ίσαμε σήμερα, και ποιο πρότυπο ετέθη με την αποδοχή από τον Θεό της θυσίας του Άβελ;
25 Ως τον κατακλυσμό του Νώε ούτε ένας από τους απογόνους του Αδάμ δεν απεδείχθη ικανός να εισχωρήση στο Εδεμικό αγιαστήριο και να φθάση στο εκεί δένδρο της ζωής. Αυτός δεν ήταν τώρα ο Θείος τρόπος για ν’ αποκτήσουν τα ανθρώπινα πλάσματα ζωή αιώνια μέσα σ’ έναν Παράδεισο στη γη. Στον ωρισμένο καιρό του Θεού ο Κατακλυσμός εξήλειψε κάθε ίχνος του Παραδεισιακού εκείνου αγιαστηρίου της Εδέμ κάπου κοντά στη Μέση Ανατολή. Έτσι λοιπόν, ο θάνατος μετεδόθη συνεχώς έως τη σημερινή εποχή στην ανθρώπινη φυλή, ακόμη και μέσω του Νώε και της οικογενείας του, οι οποίοι επέζησαν από τον κατακλυσμό. Όλο το μυστήριο όσον αφορά τον θάνατο και την αιτία του διαλύεται με την εξής σύντομη δήλωσι: «Καθώς δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εισήλθεν εις τον κόσμον, και δια της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτω διήλθεν ο θάνατος εις πάντας ανθρώπους, επειδή πάντες ήμαρτον.» (Ρωμ. 5:12) Ο σοφός Βασιλεύς Σολομών είπε: «Ουδείς άνθρωπος είναι αναμάρτητος.» (1 Βασ. 8:46) Γι’ αυτό και όλοι οι άνθρωποι λαμβάνουν τον μισθό της αμαρτίας, ο οποίος είναι θάνατος. (Ρωμ. 6:23) Η αποδοχή από τον Θεό της θυσίας που προσέφερε ο Άβελ από πρόβατα με την έκχυσι αίματος θέτει το πρότυπο. Δείχνει τον τρόπο με τον οποίο το ανθρώπινο γένος πρόκειται να απελευθερωθή από την καταδίκη του θανάτου και ν’ απαλλαγή από τον θάνατο. Αυτό πρέπει να γίνη με τη θυσία μιας αποδεκτής ζωής εδώ επάνω στη γη. Ο Άβελ δεν εδικαιούτο να φάγη οποιοδήποτε από τα θυσιαζόμενα πρωτότοκα του ποιμνίου του σε κοινωνία με τον Θεό, πολύ λιγώτερο να πίη το αίμα τους. Γιατί, λοιπόν, τότε η θυσία του Άβελ ευηρέστησε τον Θεό;
26. Με ποιον Θείο νόμο ευθυγραμμίζετο η θυσία του Άβελ και πώς εδόθη για το ανθρώπινο γένος μια θυσία καλύτερη από τη θυσία του Άβελ;
26 Ο Άβελ δεν το είχε μάθει αυτό από τον Αδάμ, αλλά το έμαθε δια πίστεως στον Θεό. Ευθυγραμμίζετο, λοιπόν, με τους Θείους νόμους που εθεσπίσθησαν μετά από πολύν καιρό: «Κρέας όμως με την ζωήν αυτού, με το αίμα αυτού, δεν θέλετε φάγει.» (Γέν. 9:4) «Διότι η ζωή της σαρκός είναι εν τω αίματι· και εγώ έδωκα αυτό εις εσάς, δια να κάμνητε εξιλέωσιν υπέρ των ψυχών σας επί του θυσιαστηρίου· διότι το αίμα τούτο κάμνει εξιλασμόν υπέρ της ψυχής.» (Λευιτ. 17:11) «Και σχεδόν με αίμα καθαρίζονται πάντα κατά τον νόμον, και χωρίς χύσεως αίματος δεν γίνεται άφεσις.» (Εβρ. 9:22) Ο Ιεχωβά, που είδε ότι η δικαιοσύνη προς το θνήσκον, αμαρτωλό ανθρώπινο γένος μπορούσε να μεταστραφή υπέρ του ανθρωπίνου γένους μόνο με μια θυσία επαρκούς αξίας και δυνάμεως, ήταν επίσης αρκετά φιλάγαθος ώστε να προμηθεύση την απαιτούμενη θυσία. Το έπραξε αυτό με τον ουράνιο Υιό του, την πρώτη και ανώτατη κτίσι του, τον οποίον απέστειλε από τον ουρανό στη γη για να γίνη ο τέλειος άνθρωπος Ιησούς Χριστός. Η θυσία του Ιησού μπορεί να κάμη ό,τι δεν μπορούσε να κάμη η πρώτη παρά ανθρώπου θυσία, η θυσία του Άβελ. Έχει τη δύναμι να μας παράσχη απελευθέρωσι από την κληρονομημένη αμαρτία και καταδίκη και από τον θάνατο που επακολουθεί και τον τάφο. Γι’ αυτόν τον λόγο η Αγία Γραφή μάς κατευθύνει στον «νέας διαθήκης μεσίτην Ιησούν, και εις αίμα καθαρισμού, το οποίον λαλεί καλήτερα παρά το του Άβελ.» (Εβρ. 12:24) Το αίμα του Άβελ έκραζε προς τον Θεό από τη γη ζητώντας εκδίκησι εναντίον του φονέως μισητού αδελφού, Κάιν. Το αίμα του Ιησού κράζει από το θυσιαστήριο του Θεού για θείον έλεος προς τους πιστούς και ευπειθείς άνδρες και γυναίκες.—Γέν. 4:10· Εβρ. 13:10-12.
ΕΝΑ ΠΡΟΣΚΑΙΡΟ ΥΛΙΚΟ ΑΓΙΑΣΤΗΡΙΟ
27. Γιατί οι άνδρες πίστεως, από τον Νώε ως τον Ιώβ, προσέφεραν θυσίες, και τι προεσκίαζε η θυσία του Ισαάκ που απεπειράθη να κάμη ο Αβραάμ;
27 Από τον Αδάμ και έπειτα άνδρες πίστεως, οι οποίοι εκέρδισαν τη Θεία ευαρέσκεια, προσέφεραν θυσίες. Αυτό εσήμαινε την έκχυσι αίματος κι επομένως την έκχυσι της ζωής ενός θύματος. Ο Νώε, ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ και ο Ιώβ δεν θεωρούσαν τον Ιεχωβά ως ένα αιμοδιψή Θεό, αλλά έδειξαν ότι σαφώς διέκριναν την ανάγκη μιας θυσίας. Τακτικά, λοιπόν, επλησίαζαν τον Θεό με μια θυσία. Αυτοί οι άνδρες πίστεως ήσαν ιερείς του Θεού υπέρ των οικογενειών των και των οίκων των. Ο Αβραάμ ήταν μάλιστα πρόθυμος να προσφέρη την ανθρώπινη θυσία του γυιού του Ισαάκ επάνω σ’ ένα θυσιαστήριο στο Όρος Μοριά, όπου βρίσκεται σήμερα το Μωαμεθανικό τέμενος, το Δώμα του Βράχου, στην Ιερουσαλήμ. Αυτό ήταν πρόθυμος να το πράξη με πίστι στον Θεό και με πεποίθησι στην ανάστασι από τον θάνατο του θυσιαζομένου γυιού του. Έτσι εκτελούσε ένα προφητικό δράμα περί τού πώς ο ουράνιος Πατήρ θα εθυσίαζε τον ίδιο του Υιό Ιησού Χριστό, ώστε εκείνοι που θ’ ασκούσαν πίστι από όλες τις φυλές και τα έθνη της γης να ευλογηθούν δια του ουρανίου Πατρός και του θυσιασθέντος Υιού του, του υποσχεμένου Σπέρματος.—Γέν. 12:1-3· 22:1-18.
28. Από ποιον άνδρα ο Αβραάμ έλαβε ευλογία, και είχε αυτός ή οι άλλοι άνδρες πίστεως αγιαστήριο ναού;
28 Ο Αβραάμ έλαβε μια ευλογία από έναν άνθρωπο ο οποίος ήταν και ιερεύς και βασιλεύς, και ωνομάζετο Μελχισεδέκ. «Και ο Μελχισεδέκ, βασιλεύς Σαλήμ [της αρχαίας Ιερουσαλήμ], έφερεν έξω άρτον και οίνον· ήτο δε ιερεύς του Θεού του υψίστου. Και ευλόγησεν αυτόν, και είπεν, Ευλογημένος ο Άβραμ παρά του Θεού του υψίστου, όστις έκτισε τον ουρανόν και την γην· και ευλογητός ο Θεός ο ύψιστος, όστις παρέδωκε τους εχθρούς σου εις την χείρα σου.» (Γέν. 14:18-20) Εν τούτοις, δεν υπάρχει αναγραφή μέσα στη Βίβλο ότι ο βασιλεύς-ιερεύς Μελχισεδέκ είχε ένα κτίριο ναού ως αγιαστήριο, στο οποίον προσέφερε θυσίες προς τον Ύψιστο Θεό. Συνεπώς, κανείς από τους αρχαίους εκείνους άνδρες της πίστεως δεν είχε αγιαστήριο ναού.
29. Υπό ποιες περιστάσεις έδωσε οδηγίες ο Ιεχωβά να οικοδομηθή γι’ αυτόν αγιαστήριο, και γιατί το αρχικό εκείνο αγιαστήριο δεν έπρεπε να χλευάζεται;
29 Όταν γεννήθηκε στην Αίγυπτο ο Μωυσής, ο απόγονος του Αβραάμ, η Αίγυπτος ήταν μια χώρα γεμάτη ναούς αφιερωμένους σε πολλούς θεούς. Έως τότε ακόμη ο λαός του Ιεχωβά δεν είχε αγιαστήριο ναού αφιερωμένου σ’ αυτόν. Η Αίγυπτος δεν ήταν τόπος για ναό στον Ιεχωβά. Η γη, στην οποία ο Θεός ωδήγησε τον Αβραάμ από τη Μεσοποταμία και την οποία ο Θεός υπεσχέθη να δώση στους απογόνους του Αβραάμ, ήταν ο τόπος για ένα τέτοιο αγιαστήριο. Όταν ο Μωυσής και ο λαός του έφυγαν μακριά από τη δουλεία της Αιγύπτου και ωδοιπορούσαν προς τη Γη της Επαγγελίας, ο Ιεχωβά Θεός τούς ωδήγησε στους πρόποδας του Όρους Σινά για μια στάθμευσι ενός σχεδόν έτους. Εκεί ωδήγησε τον Μωυσή να κατευθύνη τον λαό να του ανεγείρη ένα αγιαστήριο. Ενόσω προχωρούσαν προς τη Γη της Επαγγελίας, το αγιαστήριο επρόκειτο να είναι φορητόν, μια σκηνή με δύο διαμερίσματα περιτριγυρισμένη με αυλή. Ο Ιεχωβά είπε τα εξής στον Μωυσή, αφού του παρέδωσε τις Δέκα Εντολές: «Και ας κάμωσιν εις εμέ αγιαστήριον, δια να κατοικώ μεταξύ αυτών. Κατά πάντα όσα εγώ δεικνύω προς σε, κατά το παράδειγμα της σκηνής, και κατά το παράδειγμα πάντων των σκευών αυτής, ούτω θέλετε κάμει.» (Έξοδ. 25:8, 9) Ας μη χλευάζη κανείς τη μικρή εκείνη σκηνή ή αγιαστήριο στην έρημο, διότι ήταν μια εικόνα ουρανίων πραγμάτων τεραστίας αξίας και σπουδαιότητος για μας σήμερα. Έτσι λέγει ο Θεόπνευστος συγγραφεύς, όταν παραθέτη εκείνες ακριβώς τις οδηγίες του Ιεχωβά στον Μωυσή και κάνη παρατηρήσεις επάνω σ’ αυτές.—Εβρ. 8:1-6.
30. Επί πόσον καιρό εξυπηρετούσε τον σκοπό της η σκηνή εκείνη του αγιαστηρίου και πώς συνελήφθη η ευσεβής σκέψις οικοδομήσεως μονίμου αγιαστηρίου;
30 Η σκηνή εκείνη του αγιαστηρίου, που ανηγέρθη την άνοιξι του έτους 1512 πριν από τη Χριστιανική εποχή, εξακολουθούσε να είναι ο τόπος συναντήσεως του Ιεχωβά με το έθνος του αρχαίου Ισραήλ επί αιώνες, αφού ο Ιεχωβά εγκατέστησε τους Ισραηλίτας στη Γη της Επαγγελίας, στο κύριον μέρος της Μέσης Ανατολής. Σ’ εκείνη τη γη που μοιάζει με γέφυρα μεταξύ Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής, το έθνος Ισραήλ έγινε βασίλειο. Ο δεύτερος βασιλεύς των ήταν ο πιστός Δαβίδ. Το έτος 1069 π.Χ. ο Δαβίδ κατέλαβε το Όρος Σιών, την ακρόπολι της Ιερουσαλήμ, και την έκαμε πρωτεύουσά του. Εκεί κοντά στο ανάκτορό του είχε την ιερή κιβωτό της διαθήκης που περιείχε τις πλάκες των Δέκα Εντολών τοποθετημένες κάτω από μια σκηνή υπό τη φροντίδα πιστών Λευιτών, οι οποίοι ήσαν βοηθοί των ιερέων. Τότε ήταν που συνέλαβε ο Βασιλεύς Δαβίδ την ευσεβή σκέψι να κτίση στον Ιεχωβά ένα μόνιμο ναό από ξύλα και λίθους και πολύτιμα μέταλλα. Έθεσε το ζήτημα ενώπιον του Θεού.
31. Γιατί ο Δαβίδ δεν ετιμήθη με την ανέγερσι του προκειμένου αγιαστηρίου;
31 Ο Βασιλεύς Δαβίδ ήταν ένας πολεμιστής βασιλεύς τον οποίον ο Ιεχωβά Θεός είχε χρησιμοποιήσει ως εκτελεστήν του για να χύση το αίμα των εχθρών του. Γι’ αυτό ο Θεός δεν ηυνόησε τον Δαβίδ με το προνόμιο τού να κτίση τον ναό της Ιερουσαλήμ. Εν τούτοις, ο Θεός ετίμησε τον Δαβίδ με κάτι πολύ μεγαλύτερο από την οικοδόμησι ενός αγιαστηρίου από φθαρτά υλικά για το άγιό του όνομα.
32, 33. Ποια διαθήκη έκαμε τώρα ο Ιεχωβά με τον Δαβίδ σε εκτίμησι τούτου;
32 Ο Δαβίδ ενδιεφέρθη στοργικά για την οικοδόμησι ενός κοσμικού υλικού οίκου προς τιμήν του Θεού· γι’ αυτό ο Ιεχωβά έκαμε διαθήκη με τον Δαβίδ να του οικοδομήση οικον. Όχι, όχι ένα ανάκτορο, αλλά ένα βασιλικό οίκο ή γραμμή βασιλέων, όλων διαδόχων του, όλων απογόνων του, ως τον αιώνιο Βασιλέα του οίκου Δαβίδ, που θα ήρχετο. Ο Θεός είπε:
33 «Ο Ιεχωβά προσέτι αναγγέλλει προς σε, ότι ο Ιεχωβά θέλει οικοδομήσει οίκον εις σε. Αφού πληρωθώσιν αι ημέραι σου, και κοιμηθής μετά των πατέρων σου, θέλω αναστήσει μετά σε το σπέρμα σου, το οποίον θέλει εξέλθει εκ των σπλάγχνων σου, και θέλω στερεώσει την βασιλείαν αυτού. Αυτός θέλει οικοδομήσει οίκον εις το όνομά μου· και θέλω στερεώσει τον θρόνον της βασιλείας αυτού έως αιώνος. . . . και θέλει στερεωθή ο οίκός σου και η βασιλεία σου έμπροσθέν σου έως αιώνος· ο θρόνος σου θέλει είσθαι εστερεωμένος εις τον αίωνα.»—2 Σαμ. 7:1-16, ΜΝΚ.
34. Γιατί αυτή η Δαβιδική διαθήκη δεν μπορεί να παρέλθη ανεκπλήρωτη;
34 Αυτή ήταν η διαθήκη με τον Δαβίδ για τη βασιλεία. Ο Ιεχωβά ωρκίσθη γι’ αυτή τη διαθήκη. Μπορούν να παρέλθουν ο ήλιος και η σελήνη, παύοντας να δίνουν φως στους ανθρώπους επάνω στη γη; Ούτε και η Δαβιδική αυτή διαθήκη για τη βασιλεία δεν μπορεί να παρέλθη. Ο Θεός δεν μπορεί να παραβή τον άγιό του όρκο. Ποτέ δεν θα σπιλώση τη διαθήκη του με τον Δαβίδ. Η διαθήκη του εκπληρώνεται εν δυνάμει στην εποχή μας για τη δικαίωσι του Θεού.—Ψαλμ. 89:26 -37.
35. Σε ποιο έργον λοιπόν ενεθάρρυνε ο Δαβίδ τους υπηκόους του, και πώς ο Θεός έδειξε την αποδοχή του νέου ναού για τη λατρεία του;
35 Ο Δαβίδ, ενθαρρύνοντας τους υπηκόους του να υποστηρίξουν τον διάδοχό του Σολομώντα στην οικοδόμησι ενός μεγαλοπρεπούς ναού για τον Ιεχωβά στο Όρος Μοριά, είπε: «Δότε λοιπόν την καρδίαν σας και την ψυχήν σας εις το να ζητήτε Ιεχωβά τον Θεόν σας· και σηκώθητε, και οικοδομήσατε το αγιαστήριον Ιεχωβά του αληθινού Θεού, δια να φέρητε την κιβωτόν της διαθήκης του Ιεχωβά, και τα άγια σκεύη του αληθινού Θεού, εις τον οίκον όστις μέλλει να οικοδομηθή επί τω ονόματι του Ιεχωβά.» (1 Χρον. 22:19, ΜΝΚ) Αφού προετοιμάσθηκαν όλα τα υλικά, ο Βασιλεύς Σολομών άρχισε την οικοδόμησι στο τέταρτο έτος της βασιλείας του. Στο ενδέκατο έτος της ειρηνικής βασιλείας του, συνεπλήρωσε αυτόν τον ναό, που ενέπνεε δέος και ο οποίος, με σημερινή χρηματική αξία, θα εστοίχιζε δισεκατομμύρια Αμερικανικά δολλάρια. Αφού η ιερή κιβωτός της διαθήκης του εφέρθη στα Άγια των Αγίων του ναού του, ο Ιεχωβά εδήλωσε ότι εδέχθη αυτό το αγιαστήριο για τη λατρεία του. Εγέμισε το αγιαστήριο του ναού μ’ ένα θαυματουργικό νέφος δόξης. Κατόπιν, κατέπεμψε θαυματουργικό πυρ από τον ουρανό για να ανάψη το θυσιαστήριο του ναού στην αυλή και να καταναλώση τις πρώτες θυσίες ζώων που ήσαν επάνω σ’ αυτό. Οι παρατηρούντες λατρευταί, κατάπληκτοι, εγονυπέτησαν στο λιθόστρωτο του ναού και «προσεκύνησαν, και εδόξασαν τον Ιεχωβά, λέγοντες, Ότι είναι αγαθός· ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού.»—2 Χρον. 5:4-14· 7:1-3, ΜΝΚ.
36, 37. (α) Ποια διαταγή και ποια άδεια ειδωλολατρικής πορείας δείχνει αν αυτός ο ναός ήταν το πραγματικό αγιαστήριο του Ιεχωβά; (β) Πώς εθρήνησε ο Ιερεμίας την αγία πόλι στην καταστροφή της;
36 Στην προσευχή του κατά την αφιέρωσι του ναού ο Βασιλεύς Σολομών υπενθύμισε σε όλους όσοι ήσαν σε απόστασι ακοής ότι ο ευρύχωρος αυτός και τόσο ένδοξος ναός δεν αποτελούσε το πραγματικό αγιαστήριο του Θεού του ουρανού: «Αλλά θέλει αληθώς κατοικήσει Θεός μετά ανθρώπου επί της γης; ιδού, ο ουρανός, και ο ουρανός των ουρανών, δεν είναι ικανοί να σε χωρέσωσι· πόσον ολιγώτερον ο οίκος ούτος τον οποίον ωκοδόμησα;» (2 Χρον. 6:18) Αν αυτό ήταν το αληθινό του αγιαστήριο, γιατί αργότερα διέταξε ο Ιεχωβά να καταστραφή επειδή οι άπιστοι, αποστάται Ισραηλίται το εβεβήλωσαν, γεμίζοντάς το με τα βδελυκτά, αηδιαστικά και αποτροπιαστικά των πράγματα; Γιατί αυτός, με προφανή απώλεια του ιδίου του γοήτρου μεταξύ των εθνών του κόσμου, επέτρεψε στους «εθνικούς» λάτρεις των ψευδών θεών της Βαβυλώνος να εισβάλουν στη χώρα εκείνη σαν ωρυόμενοι λέοντες, να μη δείξουν σεβασμό σ’ εκείνους που προσκυνούσαν τυπικά στον ναό, να φονεύσουν τους ιερείς, ν’ απογυμνώσουν τον ναό από κάθε τι πολύτιμο, και να τον κατακαύσουν; Στο έτος 607 π.Χ. οι στρατιές της Βαβυλώνος, υπό τον Βασιλέα Ναβουχοδονόσορ, κατέστρεψαν τη φημισμένη αγία πόλι της Ιερουσαλήμ, καθώς και τον ναό που είχε άλλοτε αγιάσει ο Ιεχωβά. Απήγαγαν τους θησαυρούς του και τα ιερά του σκεύη, εκτός από την ιερή κιβωτό της διαθήκης που είχε εξαφανισθή και διέφυγε τα άπληστα ειδωλολατρικά χέρια. (2 Βασ. 25:8-21· 2 Χρον. 35:17-21) Ο Ιερεμίας, τον οποίον ο Ιεχωβά είχε χρησιμοποιήσει για να προφητεύση για όλα αυτά, εκάθησε πένθιμα και εθρήνησε στον Θεό για την αγία πόλι, τη θυγατέρα της Ιερουσαλήμ (Σιών):
37 «Ο εχθρός εξήπλωσε την χείρα αυτού επί πάντα τα επιθυμητά αυτής· διότι αυτή είδε τα έθνη εισερχόμενα εις το αγιαστήριον αυτής, τα οποία προσέταξας να μη εισέλθωσιν εις την συναγωγήν σου. Ο Ιεχωβά απέβαλε το θυσιαστήριον αυτού, εβδελύχθη το αγιαστήριον αυτού· συνέκλεισεν εν τη χειρί των εχθρών τα τείχη των παλατίων αυτής· ηλάλαξαν εν τω οίκω του Ιεχωβά, ως εν ημέρα εορτής. Ο Ιεχωβά εβουλεύθη να αφανίση το τείχος της θυγατρός Σιών. . . . Ιδέ, Ιεχωβά, και επίβλεψον, εις τίνα ποτέ έκαμες ούτω; να φάγωσιν αι γυναίκες τον καρπόν της κοιλίας αυτών, τα νήπια εν τοις σπαργάνοις αυτών; να φονευθώσιν εν τω αγιαστηρίω του Ιεχωβά ιερεύς και προφήτης; Πώς ημαυρώθη το χρυσίον! ηλλοιώθη το χρυσίον το καθαρώτατον! οι λίθοι του αγιαστηρίου διεσπάρησαν εις τα άκρα πασών των οδών.»—Θρήνοι 1:10· 2:7, 8, 20· 4:1, ΜΝΚ.
(Ακολουθεί )