Πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα
ΠΡΙΝ από δύο χρόνια συνελήφθην επειδή ήμουν μάρτυς του Ιεχωβά. Στις δύο η ώρα μετά τα μεσάνυχτα με πήγαν στη φυλακή και μ’ έβαλαν σ’ ένα κελλί. Υπήρχε ήδη ένας άνθρωπος μέσα στο κελλί όταν μπήκα, και είπε γογγύζοντας: «Ούτε και τη νύχτα ακόμη δεν έχω ανάπαυσι· ο ένας πάει, ο άλλος έρχεται, κι εγώ αύριο πρέπει να παρουσιασθώ στο δικαστήριο.» Εζήτησα συγγνώμη και είπα ότι η ενόχλησις δεν ήταν σφάλμα δικό μου, και κατόπιν τον ερώτησα γιατί ήταν εκεί. Απήντησε ότι ήταν ένας εργολάβος οικοδομών· το γεγονός ότι μια οικοδομή δεν μπορούσε να περατωθή εγκαίρως εθεωρήθη από το κράτος ως δολιοφθορά, και γι’ αυτό εστάλη στη φυλακή. Είπε ότι ήταν υπέρ της δικαιοσύνης και δεν ήθελε να έχη καμμιά σχέσι με την πολιτική, και γι’ αυτόν τον λόγο μετεφέρθη στη φυλακή. Κατόπιν αυτός μ’ ερώτησε τι έγκλημα διέπραξα, κι εγώ απήντησα ότι ήμουν ένας μάρτυς του Ιεχωβά κι έλεγα στους ανθρώπους την αλήθεια. Επρότεινα να συνεχίσωμε άλλη φορά τη συνομιλία.
Την επόμενη μέρα ο οικοδόμος αυτός κατεδικάσθη σε μερικών ετών φυλάκισι. Τώρα μπορούσα να του διδάσκω την αλήθεια κάθε μέρα, διότι ήθελε να γνωρίση ποιοι είναι οι μάρτυρες του Ιεχωβά και τι πιστεύουν, το δε ενδιαφέρον του ηύξανε από μέρα σε μέρα. Ύστερ’ από τρεις εβδομάδες, κανένα γεύμα δεν αρχίζαμε προτού προσευχηθούμε μαζί, κάποτε δε αυτός ήθελε να λέγη ο ίδιος την προσευχή. Λίγο αργότερα μ’ ερώτησε αν θα μπορούσε να με αποκαλή αδελφό, πράγμα που δέχθηκα αμέσως. Είπε: «Μια μέρα εσύ θα βγης απ’ τη φυλακή κι εγώ θα μείνω εδώ και θα ήθελα να περάσω τον χρόνο της ποινής μου ως μάρτυς του Ιεχωβά.» Εξακολούθησα να τον διδάσκω, κι όταν εφθάσαμε στο θέμα της αφιερώσεως, εξεδήλωσε την επιθυμία να βαπτισθή. Εγώ, όμως, είχα αντίρρησι, διότι μου φαινόταν πολύ νωρίς. Αυτός επέμεινε ωστόσο και είπε: «Αδελφέ, δεν παίρνεις την αφιέρωσι πολύ σοβαρά»· πράγμα που μ’ έστενοχώρησε κάπως. Του είπα ότι θα συνεχίζαμε τη συμμελέτη και θ’ αφήναμε το ζήτημα στον Ιεχωβά. Εδώ στη φυλακή δεν μπορούσε να γίνη βάπτισμα, κι έτσι θα έπρεπε να περιμένωμε οπωσδήποτε. Το παρεδέχθη, και προσευχόμεθα μαζί κάθε βράδυ.
Ένα βράδυ ήλθε ο δεσμοφύλαξ, άνοιξε την πόρτα του κελλίου μας και μας είπε να τον ακολουθήσωμε. Στην αρχή περιμέναμε κάτι κακό, αλλ’ εκάμαμε λάθος. Μας ωδήγησε σε μια πόρτα, την άνοιξε, μας είπε να μπούμε μέσα και προσέθεσε: «Μείνετε εδώ ώσπου να σας παραλάβω πάλι, και μην κάνετε θόρυβο.» Εκλείδωσε την πόρτα κι εμείναμ’ εκεί, κυττάζοντας ο ένας τον άλλον χωρίς ν’ ανταλλάσσωμε λέξι· βρισκόμασθε μέσα σ’ ένα λουτρώνα! Υπήρχαν δύο λουτήρες γεμάτοι νερό. Ο συγκρατούμενός μου, δείχνοντας με το δάκτυλό του έναν από τους λουτήρας, είπε μόνο μια λέξι: «Εδώ.» Αισθάνθηκα όπως ο Φίλιππος μπροστά στον Αιθίοπα. Του είπα πώς δεν ήταν εύκολο να είναι ένας μάρτυς του Ιεχωβά· πρέπει κανείς ν’ ανταποκριθή σε πολλές υποχρεώσεις, και να θάψη τον παλαιό τρόπο ζωής του. Απήντησε: «Γι’ αυτόν τον λόγο είμαι εδώ.» Όλ’ αυτά μου ήλθαν μάλλον ξαφνικά, αλλ’ αφού αυτός ήξερε τι εσήμαινε βάπτισμα, επέμεινε να τον βαπτίσω. Προσευχηθήκαμε λοιπόν στον Ιεχωβά κι εζητήσαμε την ευλογία του και την καθοδηγία του σ’ εμάς, και κατόπιν εβάπτισα τον συγκρατούμενό μου στο νερό. Κατόπιν ξυρισθήκαμε κι εβάλαμε πάλι το κάθε πράγμα στη θέσι του. Μετά από λίγη ώρα ήλθε ο δεσμοφύλαξ, άνοιξε την πόρτα και μας πήγε πάλι στο κελλί μας, χωρίς να πη λέξι. Ευχαριστήσαμε πάλι τον Ιεχωβά για τη θαυμάσια αυτή ευκαιρία και συνεχίσαμε τη συμμελέτη μας.
Στο τέλος της συμμελέτης ο φίλος μου είπε: «Τώρα όταν μ’ αφήσης δεν θα είμαι μόνος, αλλ’ ο Θεός θα είναι μαζί μου.» Σε λίγον καιρό αποφυλακίσθηκα. Επικοινωνώ μαζί του με επιστολές κι εκείνος πάντοτε μας νουθετεί να παραμένωμε πιστοί στην αλήθεια και να εκπληρώσωμε τις ευχές μας, και να μείνωμε στερεοί ως το τέλος. Αποβλέπει με χαρά στον καιρό της αποφυλακίσεώς του, και τότε θα ενωθή μαζί μας στο αγαθό μας έργον.