ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Σκοπιάς
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
της Σκοπιάς
Ελληνική
  • ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
  • ΕΚΔΟΣΕΙΣ
  • ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΙΣ
  • w62 15/10 σ. 635-638
  • Υπηρετώντας τον Ιεχωβά με Χαρά

Δεν υπάρχει διαθέσιμο βίντεο για αυτή την επιλογή.

Λυπούμαστε, υπήρξε κάποιο σφάλμα στη φόρτωση του βίντεο.

  • Υπηρετώντας τον Ιεχωβά με Χαρά
  • Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1962
  • Υπότιτλοι
  • Παρόμοια Ύλη
  • ΧΑΙΡΟΝΤΑΣ ΩΣ ΣΚΑΠΑΝΕΥΣ
  • ΥΠΗΡΕΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΙΕΧΩΒΑ ΣΤΗ ΛΕΤΤΟΝΙΑ
  • ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ
  • ‘Επιζητούν Πρώτα τη Βασιλεία’
    Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά—Διαγγελείς της Βασιλείας του Θεού
  • «Η Χαρά του Ιεχωβά Είναι η Ισχύς Σας»
    Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1962
  • Πολλά για τα Οποία Πρέπει να Είμεθα Ευγνώμονες
    Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1962
  • Βιβλίο Έτους 1986 των Μαρτύρων του Ιεχωβά
    Βιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 1986
Δείτε Περισσότερα
Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1962
w62 15/10 σ. 635-638

Υπηρετώντας τον Ιεχωβά με Χαρά

Αφήγησις της ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ ΝΤΑΝΑΜ

«ΔΟΥΛΕΥΣΑΤΕ εις τον Ιεχωβά εν ευφροσύνη», έψαλε ο ψαλμωδός. «Εισέλθετε εις τας πύλας αυτού εν δοξολογία, εις τας πύλας αυτού εν ύμνω· δοξολογείτε αυτόν· ευλογείτε το όνομα αυτού. Διότι ο Ιεχωβά είναι αγαθός· εις τον αιώνα μένει το έλεος αυτού.» (Ψαλμ. 100:2, 4, 5, ΜΝΚ) Τα λόγια αυτά περιγράφουν ακριβώς τι υπήρξαν για μένα τα περασμένα τριάντα επτά χρόνια, που εδαπανήθησαν στην ολοχρόνια υπηρεσία του Ιεχωβά. Αυτά τα χρόνια έφεραν πολλές πείρες· με είδαν κάτοικο πολλών χωρών, και πάντοτε υπήρξαν αιτία ευφροσύνης λόγω της αγαθότητος του Ιεχωβά.

Όπως θυμάμαι, η πρώτη επαφή μου με τον λαό του Ιεχωβά ήταν, όταν ήμουν παιδάκι δέκα ετών, περνώντας τις διακοπές μου με τη μάμμη μου στο Εδιμβούργον της Σκωτίας. Μ’ επήρε μαζί της στον κινηματογράφο μια Κυριακή για να ιδώ το Φωτό-Δραμα της Δημιουργίας—κινηματογραφικές και φωτεινές προβολές, που εξεικόνιζαν τον σκοπό του Θεού για τη γη και την ανθρωπότητα, απ’ τον καιρό της προπαρασκευής της γης κατ’ ευθείαν ως τη χιλιετή βασιλεία του Χριστού. Ήταν πολύ εντυπωσιακό. Ύστερ’ από λίγα χρόνια, όταν πήγαμε να εγκατασταθούμε στο Εδιμβούργο, η μάμμη μου εφρόντισε να ξαναϊδώ το Φωτό-Δραμα, κι έτσι πήγα μαζί με μερικές συμμαθήτριές μου. Ωστόσο, μόνο μετά τον θάνατο της μάμμης μου ήλθαν σ’ επαφή οι Σπουδασταί των Γραφών με τη μητέρα μου. Σε λίγο, εκείνη κι εγώ παρακολουθούσαμε τις συναθροίσεις των.

Εκείνο τον καιρό διένεμαν αποφάσεις, που έλεγαν στον «Χριστιανικό κόσμο» για τη χρεωκοπία του, μετείχα δε κι εγώ στη διανομή. Καθόσον παρακολουθούσα τακτικά τις συναθροίσεις, ηύξανα ολοένα σε γνώσι της αγαθότητος του Ιεχωβά και εκτίμησι του ελέους του προς τα πλάσματά του. Η επιθυμία μέσα μου να υπηρετήσω τον Ιεχωβά εγίνετο ισχυρή, και την άνοιξι του 1923 έκαμα την αφιέρωσί μου στον Ιεχωβά και την εσυμβόλισα με το εν ύδατι βάπτισμα. Ήθελα να χρησιμοποιήσω τη ζωή μου στο να ‘δουλεύω τον Ιεχωβά με ευφροσύνη’.

Τι ανεκτίμητο προνόμιο υπήρξε το να υπηρετώ στις αυλές του Ιεχωβά! Και πώς πέρασαν τα χρόνια! Μου φαίνεται σαν να πέρασαν μόνο λίγα χρόνια αφότου χτύπησα την πρώτη πόρτα για να προσφέρω το βιβλιάριο Γραφικής μελέτης Εκατομμύρια Ήδη Ζώντων Ουδέποτε θ’ Αποθάνωσι. Συνεσταλμένη, αλλά προσευχόμενη στον Ιεχωβά για δύναμι, χτύπησα μια, δυο φορές, αλλά καμμιά απάντησις. Τι ανακούφισις! Αλλά το πρώτο βήμα είχε γίνει και σε λίγο λαχταρούσα να εύρω τους ανθρώπους στα σπίτια τους. Αυτό απετέλεσε μέρος του τρόπου της ζωής μου.

ΧΑΙΡΟΝΤΑΣ ΩΣ ΣΚΑΠΑΝΕΥΣ

Δύο ευτυχείς θερινές διακοπές, που εδαπανήθησαν στα βόρεια της Σκωτίας με μια ομάδα από την εκκλησία μου σε υπηρεσία σκαπανέως διακοπών, όπως την ονομάζομε τώρα, διήγειραν την όρεξί μου για ολοχρόνια υπηρεσία του Ιεχωβά σε έργον σκαπανέως. Έτσι, το έτος 1925, με μια αδελφή από εκείνη την ομάδα, τη Τζάνετ Θώμψον, ως σύντροφό μου, εξεκινήσαμε για τον πρώτο μου τόπο διορισμού, την Μιντλόδιαιν της Σκωτίας. Ποδήλατα ήσαν τα μέσα μεταφοράς μας για μια επταετία που ήμεθα μαζί ως σκαπανείς των αγαθών νέων. Ποτέ δεν είχαμε πολλά από τ’ αγαθά του κόσμου τούτου, αλλ’ είχαμε μεγάλη αιτία χαράς. Με τις καρδιές μας στη διακονία, δεν αμφεβάλλαμε ότι ο Ιεχωβά θα μας επρομήθευε ό,τι εχρειάζετο· και πόσο αληθινό απεδείχθη αυτό. Όπως είπε ο ψαλμωδός: «Νέος ήμην, και ήδη εγήρασα, και δεν είδον δίκαιον εγκαταλελειμμένον, ουδέ το σπέρμα αυτού ζητούν άρτον.»—Ψαλμ. 37:25.

Όταν εμελετάτο στις εκκλησίες το τεύχος του περιοδικού Η Σκοπιά 1ης Μαρτίου 1925, ανεκλήθημεν στο Εδιμβούργον για να επωφεληθούμε από τη μελέτη του άρθρου «Γέννησις του Έθνους» μαζί με τους άλλους. Πόσο σαφώς διεζωγράφιζε αυτό την εγκαθίδρυσι της Βασιλείας στους ουρανούς! Κατεδείκνυε ότι υπάρχουν δύο αντιμαχόμενες οργανώσεις, η οργάνωσις του Σατανά και η οργάνωσις του Ιεχωβά. Οποία αιτία χαράς κι ευγνωμοσύνης το να έχωμε εντυπωμένες στη διάνοιά μας αυτές τις αλήθειες!

Το επόμενο έτος μας βρήκε καθ’ οδόν προς τη συνέλευσι, που θα εγίνετο στο Ανάκτορο της Αλεξάνδρας, στο Λονδίνον. Η συνέλευσις εκείνη απετέλεσε άλλη μια χιλιομετρική στήλη στον δρόμο προς τον νέο κόσμο. Εκεί εξεδόθη και το βιβλίο Απελευθέρωσις, με τη διαφώτισί του για τη μάχη του Αρμαγεδδώνος. Τότε ήταν που εξεφώνησε ο Αδελφός Ρόδερφορδ τη γεμάτη δύναμι ομιλία «Γιατί οι Δυνάμεις του Κόσμου Κλονίζονται—Η θεραπεία». Εκεί, επίσης, είχαμε και την πρώτη μας πείρα σε συνέλευσι διανέμοντας βιβλιάρια στον λαό κατ’ ευθείαν έξω στους δρόμους.

Το φθινόπωρο η σύντροφός μου κι εγώ εκλήθημεν να μεταβούμε σε νέο τόπο διορισμού, στη βόρειο Ιρλανδία. Σ’ εμάς αυτό εφάνη σαν την πρόσκλησι που είχε λάβει ο απόστολος Παύλος να μεταβή στη Μακεδονία, κι απηντήσαμε ευχαρίστως. (Πράξ. 16:9, 10) Εποδηλατοδρομήσαμε κι επεζοπορήσαμε στις πόλεις και στα χωριά της Κάτω Κομητείας και της Κομητείας Άρμα και στ’ αγροκτήματα που ήσαν εγκατεσπαρμένα στην ύπαιθρο, λέγοντας τ’ αγαθά νέα της Βασιλείας και διαθέτοντας τα βιβλία Η Κιθάρα του Θεού, Απελευθέρωσις, Δημιουργία και άλλα, καθόσον αυτά εξεδίδοντο. Κατά καιρούς μας εξεδίωκαν από τα οικήματά μας λόγω του αγγέλματος που εφέραμε, αλλ’ ο Ιεχωβά μάς έδειχνε την καλωσύνη του και κάποιος πάντοτε μας προσελάμβανε.

Μια εκστρατεία, την οποία ενθυμούμαι καλά, ήταν η με το βιβλιάριο Η Βασιλεία, η Ελπίς του Κόσμου, το οποίον επιδώσαμε στον κλήρο και σε άλλους εξέχοντας πολίτας. Όταν εγίνετο η διάθεσις του βιβλιαρίου στους δρόμους του Μπελφάστ, οι πλησίον ευρισκόμενοι σκαπανείς εκλήθησαν να προστεθούν στο έργον αυτό με την εκκλησία του Μπελφάστ. Συνέπεσε να είναι ένα πολύ βροχερό Σάββατο. Συναθροισθήκαμε όλοι στην αίθουσα της εκκλησίας, κι όταν ήλθε η ώρα να ξεκινήσωμε, βγήκαμε, κι έπαυσε να βρέχη όλη την ώρα του έργου μας. Αισθανθήκαμε ότι ο Ιεχωβά ευλόγησε τις προσπάθειές μας για να καταστήσωμε γνωστό τ’ όνομά του, κι ενοιώσαμε χαρά κι ευγνωμοσύνη.

Στο διάστημα που υπηρετούσα στην Ιρλανδία, είχα και το προνόμιο να παρακολουθήσω την πρώτη μου διεθνή συνέλευσι στο Ντητρόιτ, Μίτσιγκαν, το 1928. Ταυτοχρόνως απήλαυσα το προνόμιο να επισκεφθώ το Μπέθελ της Εταιρίας στο Μπρούκλυν και να συγγευματίσω με την οικογένεια, περνώντας κι από τις τυπογραφικές εγκαταστάσεις και βλέποντας μια πραγματική εκπομπή στο ραδιοσταθμό της Εταιρίας WBBR στο Στάτεν Άιλαντ. Ύστερ’ από λίγα χρόνια ξεκίνησα για μια άλλη συνέλευσι, στο Παρίσι αυτή. Οι ευκαιρίες αυτές πολλά έκαμαν στο ν’ αυξήσουν την εκτίμησί μου προς την οργάνωσι. Οπουδήποτε κι αν πήγαινα, οι αδελφοί έδειχναν την ίδια αγάπη, κι ενδιεφέροντο όλοι για το ίδιο πράγμα—για την κήρυξι των αγαθών νέων.

ΥΠΗΡΕΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΙΕΧΩΒΑ ΣΤΗ ΛΕΤΤΟΝΙΑ

Στο 1932 εταξίδευσα προς τη Ρίγα της Λεττονίας, όχι για να παρακολουθήσω άλλη συνέλευσι, αλλά για να νυμφευθώ τον Πέρσυ Ντάναμ, υπηρέτην του τμήματος. Αυτό εσήμαινε και την εκμάθησι μιας νέας γλώσσης για να μπορέσω να έχω μια αποτελεσματική μερίδα στη διακονία από σπίτι σε σπίτι. Τα οκτώ χρόνια, που εδαπάνησα στη Λεττονία, ήσαν κατάφορτα από πολλές δυσχέρειες, αλλά, όπως πάντοτε συμβαίνει στην υπηρεσία του Ιεχωβά, εμπεριείχοντο και πολλοί λόγοι για ευγνωμοσύνη. Η αγάπη των αδελφών και το άγγελμα της Βασιλείας ήσαν τα ίδια όπως και σε άλλες χώρες, αλλ’ οι αρχές, ιδιαίτερα το Υπουργείο Θρησκευμάτων, το κατέστησαν δύσκολο.

Ήμουν εκεί λίγους μήνες μόνο οπότε ένα πρωί, καθώς άνοιγα την πόρτα, εισώρμησαν αστυνομικοί με προτεταμένα περίστροφα. «Ψηλά τα χέρια!» φώναξαν. Θεωρηθήκαμε ύποπτοι ως Κομμουνισταί. Έκαναν έρευνα στο σπίτι, ελέγχοντας τα πάντα, παίρνοντας ακόμη και το σημειωματάριο των οικιακών εξόδων μου απ’ την τσέπη της ποδιάς μου. Ψάχνοντας τον σύζυγό μου, βρήκαν μερικά κλειδιά στην τσέπη του κι ερώτησαν τι κλειδιά ήσαν. «Της σοφίτας», απήντησε· έτσι τα άφησαν πάνω σ’ ένα τραπέζι μαζί με άλλα πράγματα που είχαν μαζέψει. Ανέκριναν κι ερεύνησαν επί ώρες, αλλά το μεσημέρι, όταν προσεφέρθηκα να τους ετοιμάσω λίγο τσάι, με άφησαν να πάω γι’ αυτό. Σιγά-σιγά, καθώς περνούσε η μέρα, άρχισαν να διαπιστώνουν ότι δεν ήμεθα διόλου Καμμουνισταί. Δεν μπορούσαν να εύρουν ενδείξεις για να στηρίξουν μια κατηγορία, κι έτσι έγιναν πιο φιλικοί.

Όταν έφυγαν τελικά, πήραν μαζί τους πολλά πράγματα—τα βιβλία της Εταιρίας, περιοδικά Η Σκοπιά, αλληλογραφία, μια γραφομηχανή, πολύγραφο «Γκέστετνερ», χρήματα και λοιπά—αλλά ο επί κεφαλής αξιωματικός επέστρεψε στον Πέρσυ τα κλειδιά της σοφίτας, λέγοντας, «Αυτά είναι δικά σου, Κε Ντάναμ.» Πόσο ευγνώμονες ήμεθα, διότι στη σοφίτα ήταν το μόνο απόθεμα Γραφικών εντύπων για τη χρήσι των αδελφών στη διακονία των, και είχε εισαχθή στη χώρα με πολλή δυσκολία.

Ύστερ’ από λίγον καιρό εσχηματίσθη μια Λεττονική Εταιρία για να συνεχίση το έργον και τα βιβλιάρια εξετυπώνοντο επιτοπίως. Το κήρυγμα προχωρούσε καλά· ακόμη κι οι σκαπανείς μπορούσαν να περιοδεύουν στη χώρα πιο ελεύθερα. Αλλ’ ένα πραξικόπημα που έγινε στο 1934 έφερε στην εξουσία ένα νέο καθεστώς, η δε Εταιρία μας ήταν πρώτη στον κατάλογο των απαγορευομένων. Ο σύζυγός μου προσπάθησε με κάθε τρόπο να προκαλέση την άρσι της απαγορεύσεως, αλλά δεν το επέτυχε. Εν τούτοις, για να συνεχίσωμε τις συναθροίσεις μας, εξακολουθήσαμε να συγκεντρωνώμεθα ήσυχα σε διάφορα σπίτια.

Όταν συγκεντρωθήκαμε το 1939 για να εορτάσωμε την Ανάμνησι του θανάτου του Χριστού, εχτύπησε η πόρτα. Νομίζοντας εγώ ότι θα ήταν κανένας αδελφός, άνοιξα, και εισέβαλε η αστυνομία. Μας είχε προδώσει η οικογένεια ενός αδελφού, κι έδωσε μάλιστα στην αστυνομία ένα πολυγραφημένο αντίτυπο της Σκοπιάς στη Λεττονική γλώσσα. Ο επί κεφαλής αξιωματικός ιδιαίτερα ήθελε να γνωρίση ποιος είχε τυπώσει τη Σκοπιά. «Εγώ», είπε ο Πέρσυ. «Κατάλαβα, εσύ», είπε ο αξιωματικός, κυττάζοντας έναν παλιό, χειροκίνητο πολύγραφο Γκέστετνερ μέσα στο δωμάτιο, αλλά χωρίς να βλέπη τον νέο περιστροφικό πολύγραφο στο βάθος του γραφείου που ήταν πίσω του—διότι του είχα προσφέρει κάθισμα με τα νώτα του εστραμμένα προς το γραφείο. Εν τω μεταξύ ένας άλλος αστυνομικός ερευνούσε το δωμάτιο. Τώρα ήταν στα ράφια, όπου είχαμε στοίβες από πολυγραφημένα έντυπα στη Λεττονική, και απώθησε το παραπέτασμα. Αλλά το έκλεισε και πάλι και είπε, «Τίποτα δεν είν’ εδώ». Αυτό μ’ έκαμε να σκεφθώ πώς ο Ιεχωβά ετύφλωσε τους Συρίους στις ημέρες του Ελισσαιέ.—2 Βασ. 6:18-23.

Στη διάρκεια των ετών εκείνων, που εμέναμε στη Λεττονία, είχαμε μόνον άδειες επισκέπτου, πράγμα που εσήμαινε ότι έπρεπε να διαβαίνωμε τα σύνορα για να λαμβάνωμε σφραγίδα στα διαβατήριά μας κάθε εξήντα μέρες· κατόπιν μπορούσαμε να επανέλθωμε. Μ’ αυτόν τον τρόπο επισκεφθήκαμε και τη Λιθουανία και την Εσθονία, κάποτε δε πηγαίναμε και στη Φιλλανδία για να παρακολουθήσωμε συνελεύσεις, καθώς και στη Σουηδία και στη Δανία. Ήταν μεγάλη η χαρά μας να επισκεπτώμεθα τους αδελφούς μας σ’ αυτές τις χώρες και να βλέπωμε την αγάπη και τον ζήλο των, αλλά πάντοτε ήμεθα ευχαριστημένοι να επανερχώμεθα στους Λεττονούς αδελφούς μας παίρνοντας μαζί μας και κάποια πνευματική τροφή γι’ αυτούς.

Κατόπιν, ένα πρωί του Ιουνίου του 1940 ξυπνήσαμε και βρήκαμε τη χώρα κατειλημμένη από Ρώσους στρατιώτας. Τι θα γινόταν τώρα; Όλες οι ξένες θεωρήσεις διαβατηρίων ακυρώθηκαν κι έπρεπε να πηγαίνωμε στην αστυνομία κάθε λίγες μέρες. Σε λίγο μας ειδοποίησαν ότι έπρεπε ν’ αναχωρήσωμε απ’ τη χώρα. Η Αγγλική πρεσβεία εφρόντιζε να εκκενώση τη χώρα απ’ όλους τους υπηκόους της, αλλ’ εμείς σκεπτόμενοι ότι η Λεττονία ήταν ο τόπος διορισμού μας, προσπαθήσαμε με κάθε δυνατό μέσον να παραμείνωμε. Ώρες ολόκληρες εδαπανούσαμε στα κρατικά γραφεία, αλλά χωρίς να επιτύχωμε. Τελικά ένα τηλεγράφημα από τα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας μάς ενεθάρρυνε να εγκαταλείψωμε τη χώρα, κι έτσι δεχθήκαμε την τρίτη και τελευταία προσφορά της Αγγλικής κυβερνήσεως. Με την καρδιά περίλυπη, που αφήναμε πίσω τους αδελφούς μας σε τέτοιους κρίσιμους καιρούς, επιβιβασθήκαμε στην ειδική αμαξοστοιχία την 27η Οκτωβρίου για ένα ταξίδι ένδεκα ημερών μέσω Μόσχας και του Υπερσιβηρικού Σιδηροδρόμου προς το Βλαδιβοστόκ, όπου ανέμενε πλοίο για να μας μεταφέρη στην Αυστραλία.

ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

Όταν εφθάσαμε στο Στράθφηλδ στις 12 Δεκεμβρίου, μας υπεδέχθησαν στον οίκον Μπέθελ, η δε υπηρεσία μας εδώ έγινε μια περαιτέρω αιτία για ν’ αποδώσομε ευγνωμοσύνη στον Ιεχωβά. Η δική μου εργασία ήταν στο μαγειρείο και, με λίγη μόνο κατατόπισι, έμαθα να ετοιμάζω, να μαγειρεύω ή να παραθέτω φαγητά στην οικογένεια Μπέθελ επί είκοσι δύο χρόνια σχεδόν. Είναι ένα μεγάλο προνόμιο να μπορή κανείς να υπηρετή έτσι, διότι η οικογένεια Μπέθελ εργάζεται σκληρά και ο μόνος σκοπός της είναι να προάγη τα συμφέροντα της Βασιλείας.

Ήμεθα στην Αυστραλία επί ένα μόνο μήνα περίπου, οπότε κι εδώ, επίσης, απεκλείσθη η Εταιρία. Αξιωματικοί της ασφαλείας εισέβαλαν στον οίκον Μπέθελ κι ερεύνησαν όλα τα δωμάτιά μας. Επί ένα έτος και πλέον εξακολούθησα να μένω και να εργάζωμαι στον οίκον Μπέθελ υπό τα βλέμματα ωπλισμένων αστυνομικών που φρουρούσαν πάντοτε. Ακόμη κι όταν ετελείτο η Ανάμνησις, οι αστυνομικοί ήσαν εκεί. Κατόπιν μια μέρα του Μαΐου του 1942, μας εδόθη εικοσιτετράωρη προθεσμία να εκκενώσωμε το κτίριο, διότι θα το κατελάμβανε ο στρατός.

Το έργον ημποδίσθη, αλλά δεν εσταμάτησε. Οι συναθροίσεις εξακολούθησαν να γίνωνται σε μικρά χωριά και σε άλλα απόκεντρα μέρη. Επίσης εγίνετο κήρυγμα από σπίτι σε σπίτι, αλλά μόνο με τη Γραφή. Τελικά, στις 14 Ιουνίου 1943, ήρθη η απαγόρευσις, αλλά μόνο μετά από ένα εξάμηνο μπορέσαμε να επανέλθωμε στο Μπέθελ. Τι ευτυχής περίπτωσις ήταν εκείνη! Υπήρχε πολλή εργασία για να γίνη, διότι οι στρατιωτικοί δεν επεριποιούντο το κτίριο όπως εμείς, αλλ’ ήταν καλό το ότι συνυπηρετούμεθα πάλι ως οικογένεια.

Μετά από τριάντα χρόνια και πλέον στην ολοχρόνια υπηρεσία του Ιεχωβά ο σύζυγός μου πέθανε στο 1951, αλλ’ η πλήρης αφοσίωσίς του στον Ιεχωβά και η υπηρεσία του στους αδελφούς ήσαν πάντοτε μια πηγή ενθαρρύνσεως κι ενισχύσεως σ’ εμένα. Μερικές από τις τελευταίες συμβουλές που μου έδωσε ήσαν: «Να εμμένης στενά στην οργάνωσι». Το να κάμω αυτό εσήμαινε ότι η υπηρεσία μου εξακολούθησε να είναι μια πηγή χαράς.

Πολλά πράγματα προσετέθησαν σ’ αυτή τη χαρά. Λόγου χάριν, το 1955, με τη γενναιοφροσύνη μιας αδελφής, μπόρεσα να τη συνοδεύσω στις συνελεύσεις της Ευρώπης. Στο Εδιμβούργον και στο Λονδίνον ιδιαίτερα είχα τη χαρά να συναντήσω πολλούς από τους παλαιούς μου συντρόφους, που εγνώριζα από τις πρώτες μου μέρες στην αλήθεια, μερικοί από τους οποίους υπηρετούν ακόμη στο Μπέθελ, ως υπηρέται περιοχής ή ως σκαπανείς. Μια άλλη πολύ ευτυχής πείρα υπήρξε η συναναστροφή που είχαμε απολαύσει με τους υπηρέτας εκκλησιών που ήλθαν στη Σχολή Διακονίας της Βασιλείας, από διάφορα μέρη της χώρας.

Ανατρέχοντας στα περασμένα χρόνια, μπορώ να πω ότι κατέστη δυνατόν για μένα να εύρω τη μεγαλύτερη χαρά στην υπηρεσία του Ιεχωβά, διότι ανταπεκρίθηκα στη συμβουλή της οργανώσεώς του, όταν ήμουν μια νεαρή γυναίκα. Έθεσα πρώτα τα συμφέροντα της Βασιλείας και μπήκα στο έργον σκαπανέως. Αυτό ωδήγησε σε πολύ περισσότερες ευλογίες, περιλαμβανομένων και τριάντα ικανοποιητικών ετών υπηρεσίας στο Μπέθελ. Γι’ αυτό ευχαριστώ τον Ιεχωβά κι ευλογώ τ’ όνομά του. «Διότι ο Ιεχωβά είναι αγαθός· εις τον αιώνα μένει το έλεος αυτού.»

    Ελληνικές Εκδόσεις (1950–2025)
    Αποσύνδεση
    Σύνδεση
    • Ελληνική
    • Κοινή Χρήση
    • Προτιμήσεις
    • Copyright © 2025 Watch Tower Bible and Tract Society of Pennsylvania
    • Όροι Χρήσης
    • Πολιτική Απορρήτου
    • Ρυθμίσεις Απορρήτου
    • JW.ORG
    • Σύνδεση
    Κοινή Χρήση