Πώς Παρέμεινα Ισχυρός στην Πίστι σε μια Κινεζική Κομμουνιστική Φυλακή
Υπό Χάρολδ Κινγκ
ΣΤΙΣ 27 Μαΐου 1963, ένας Κινέζος αστυνομικός με συνόδευσε προς τη γέφυρα που εχώριζε το Χονγκ Κονγκ από την Κίνα. Επί τεσσεράμισυ χρόνια και πλέον είχα παραμείνει κλεισμένος στις φυλακές της Κομμουνιστικής Κίνας. Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα δεν επετράπη να μ’ επισκεφθή ούτε ένας συγ-Χριστιανός μου. Όλες οι Γραφές και τα Γραφικά έντυπα είχαν αφαιρεθή από την κατοχή μου. Αλλά τώρα ήμουν και πάλι ελεύθερος! Στο άλλο άκρον της γεφύρας ανέμεναν να με υποδεχθούν αδελφοί ιεραπόστολοι από το τμήμα Χονγκ Κονγκ της Εταιρίας Σκοπιά. Σε λίγες στιγμές ήμουν στην αγκαλιά τους, αλλά δεν βρίσκαμε λόγια να πούμε. Πόσο ευγνώμων ήμουν στον Θεό που μπόρεσα πάλι να είμαι μεταξύ του λαού Του!
Καθώς πηγαίναμε στα γραφεία του τμήματος της Εταιρίας στο Χονγκ Κονγκ, εκείνοι που είχαν έλθει να με χαιρετήσουν ερωτούσαν ζωηρά να μάθουν πώς τα πέρασα και είχαν την προθυμία να γνωρίσουν για τους Χριστιανούς αδελφούς των που είναι ακόμη στην Κομμουνιστική Κίνα. Όσο καλύτερα μπορούσα, τους αφηγήθηκα τι είχε συμβή.
ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗ ΔΡΑΣΙΣ
Στο έτος 1954 οι αρχές εκάλεσαν τον Στάνλεϋ Τζόουνς κι εμένα, ιεραποστόλους και τους δύο, μας πήγαν στο αστυνομικό τμήμα και μας είπαν ότι έπρεπε να παύσωμε να κηρύττωμε από σπίτι σε σπίτι. Αν θέλαμε να κάνωμε οποιοδήποτε κήρυγμα, μας ελέχθη να το κάνωμε μέσα στην «εκκλησία» μας κι όχι έξω απ’ αυτήν. Μολονότι δεν απαγόρευσαν τη διεξαγωγή οικιακών Γραφικών μελετών από μας, εζήτησαν τις διευθύνσεις όλων εκείνων τους οποίους επεσκεπτόμεθα.
Αυτό απήτησε μερικές προσαρμογές στη δράσι του κηρύγματός μας, για να διατηρηθή αυτό ως ένα βαθμό τουλάχιστον. Φυσικά, η αστυνομία δεν μας είπε ότι όλοι οι μάρτυρες του Ιεχωβά πρέπει να παύσουν το κήρυγμα από σπίτι σε σπίτι· το είπαν μόνο σ’ εμάς τους ιεραποστόλους· Έτσι, οι Κινέζοι αδελφοί μας δεν εχαλάρωσαν τη διακονία των ούτε κατ’ ελάχιστον, αλλ’ είχαν ζήλο να προχωρήσουν, δείχνοντας ότι το πνεύμα του Ιεχωβά ήταν επάνω τους.
Όσο για κείνους, με τους οποίους είχαμε Γραφικές μελέτες, ακόμη κι όταν τους ελέχθη ότι η αστυνομία είχε ζητήσει τα ονόματα και τις διευθύνσεις των, οι περισσότεροι ήθελαν να συνεχισθούν οι συμμελέτες των. Αλλ’ οι πιέσεις ηύξαναν. Μόλις ένας ξένος εισήρχετο σ’ ένα δρομίσκο Κινεζικών κατοικιών, επεσημαίνετο. Δεν εσταματάτο από το να εισέρχεται, αλλ’ όταν έβγαινε από ένα σπίτι, ο «εκπρόσωπος του δρομίσκου» επήγαινε κατ’ ευθείαν στο σπίτι όπου είχε πάει για ν’ ανακαλύψη τι έκαμε αυτός εκεί. Αυτό ήταν αιτία να φοβηθούν μερικοί. Επίσης ησκούντο πιέσεις κι από άλλη πλευρά: εγίνοντο πολιτικές συγκεντρώσεις που έπρεπε να τις παρακολουθούν. Ολοένα περισσότερος χρόνος τους αφηρείτο, και μερικοί άρχισαν να υπαναχωρούν. Αφ’ ετέρου, εκείνοι, που είχαν πίστι ότι ο Ιεχωβά Θεός θα τους υπεστήριζε, εξακολούθησαν να συμμελετούν και να παρακολουθούν τακτικά τις συναθροίσεις εκκλησίας, αρνούμενοι να παρευρίσκονται στις πολιτικές συγκεντρώσεις που εγίνοντο στα εργοστάσια και στα σχολεία.
ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΙΝΕΖΟΥΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ
Κατόπιν άρχισε να λαμβάνεται άμεση ενέργεια εναντίον των ζηλωτών μας Κινέζων διαγγελέων της Βασιλείας. Η Νάνσυ Γιουάν ήταν η πρώτη από τις Χριστιανές αδελφές μας που συνελήφθη στη Σαγκάη, και ωδηγήθη μακριά από τα τέσσερα παιδάκια της, από τα οποία το νεώτερο ήταν μόνο ενός έτους. Όλες οι προσπάθειές μας να παρέμβωμε υπέρ αυτής απεκρούσθησαν. Πού εστάλη δεν εγνωρίζαμε. Αλλά γνωρίζομε ότι μια επιστολή που έστειλε στη μητέρα της ένα έτος μετά τη σύλληψί της έδειχνε ότι ήταν ακόμη ισχυρή στην πίστι και δεν εκλονίσθη η πίστις της στη δύναμι του Ιεχωβά να την ελευθερώση.
Από το έτος 1957 κι εμπρός η κυβέρνησις έθεσε σ’ ενέργεια αυτό που ελέγετο «επανορθωτική» εκστρατεία. Από κάθε εργάτη εζητήθη να γράψη μια αυτοβιογραφία και κατόπιν να παρακολουθή ειδικές συγκεντρώσεις, όπου εκρίνετο στη διαγωγή του και στις απόψεις του σχετικά με τη ζωή. Εδώ οι αδελφοί μας εδυσκολεύθησαν πολύ. Εκήρυτταν στους συνεργάτας των, λέγοντας τους για το τέλος του πονηρού αυτού κόσμου και την ελπίδα ενός δικαίου νέου κόσμου υπό τον Ιησούν Χριστό. Αλλά τώρα αυτοί οι συνεργάται εστράφησαν εναντίον των και τους κατηγόρησαν ότι εκήρυτταν πώς η Κινεζική Λαϊκή Δημοκρατία επρόκειτο να καταστραφή από τον Θεό. Εκείνοι που ηρνούντο να παραδεχθούν τη σοσιαλιστική άποψι των πραγμάτων, καθώς κι εκείνοι που ηρνούντο να παρακολουθήσουν αυτές τις συνεδριάσεις, γρήγορα συνελαμβάνοντο. Ένας προς ένα οι αδελφοί μας ωδηγήθησαν στις φυλακές.
Έως τώρα υπήρχαν κατ’ ανώτατον όριον πενήντα οκτώ ευαγγελιζόμενοι στην εκκλησία της Σαγκάης, οι δε ευαγγελιζόμενοι που είχαν μετοικήσει διέδωσαν τ’ «αγαθά νέα σε άλλα κέντρα σε όλη την αχανή έκτασι της Κίνας. Την Κυριακή 120 ή και περισσότερα άτομα παρακολουθούσαν τις συναθροίσεις στη Σαγκάη και μόνο. Βαθμηδόν, όμως, οι φοβούμενοι εγκατέλειψαν τη συναναστροφή μαζί μας. Ωστόσο, ο κεντρικός πυρήν της εκκλησίας έγινε ακόμη πιο αποφασιστικός, αποφασισμένος να συνεχίση το έργον που του ανέθεσε ο Θεός να πράξη. Ήσαν άφοβοι, διότι είχαν πλήρη εμπιστοσύνη στην παντοδυναμία του αληθινού Θεού.
ΟΙ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ
Στις 14 Οκτωβρίου 1958, μόλις ετοιμάσθη το πρόγευμα στον ιεραποστολικό οίκο μας, ο δε Στάνλεϋ Τζόουνς επρόκειτο ν’ αναπέμψη προσευχή, ακούσθηκε ένα ισχυρό κτύπημα της πόρτας. Σε μια στιγμή μπήκε η αστυνομία, με όπλα στα χέρια, και μας έβαλαν χειροπέδες. Στην αρχή ο Στάνλεϋ διεμαρτυρήθη ότι επερίττευαν τα όπλα και οι χειροπέδες, διότι είμεθα Χριστιανοί, αλλά δεν εισηκούσθη. Αφού προσεκλήθησαν μέσα και οι γείτονες ως μάρτυρες, ηρευνήθη ο οίκος από τη στέγη ως το ισόγειο. Αλλά τίποτα δεν βρέθηκε εκτός από τις Γραφές μας, τα Βιβλικά έντυπα και τα αρχεία που ετηρούσαμε για τη διακονία. Το μεσημέρι μας επεβίβασαν με σκαιότητα σε δύο αυτοκίνητα που ανέμεναν και μας μετέφεραν στο αστυνομικό τμήμα. Εκείνο το πρωί ήταν η τελευταία φορά που είχα την ελευθερία να μιλήσω στον Στάνλεϋ. Αυτός υπήρξε ένας καλός σύντροφός μου στην υπηρεσία του Κυρίου. Η καρδιά του ήταν πάντοτε συνδεδεμένη με τις καρδιές των Κινέζων αδελφών. Είχε βαθιά εκτίμησι των πνευματικών πραγμάτων, κι απ’ όσα έμαθα με συγκεκαλυμμένους τρόπους, αυτός είναι ακόμη δυνατός σε αφοσίωσι στον Ιεχωβά Θεό, μολονότι παραμένει φυλακισμένος στην Κομμουνιστική Κίνα.
Μέσα στη φυλακή άρχισε η ανάκρισις. Στην αρχή εγίνετο τρεις φορές την ημέρα. Αργότερα, εγίνετο δύο φορές την ημέρα. Κατόπιν αραιότερα. Δεν εχρησιμοποιήθη φυσική βία. Ούτε ένα χτύπημα ποτέ εναντίον μας. Μόνο που μας ανέκριναν επιμόνως κι έγραφαν περιλήψεις εκείνων που ελέγοντο στη διάρκειά τους. Ήταν εξαιρετική δοκιμασία. Εγνώριζα τι είχα κάμει ενόσω έμενα στη Σαγκάη· ήξερα τι είχα πει. Αλλά δεν έκαμα ούτε είπα πράγματα με το ελατήριο που απέδωσε σ’ αυτά η κυβέρνησις. Λόγου χάριν, είχαμε διδάξει στους ανθρώπους από τη Γραφή ότι ο Σατανάς είναι ο Θεός του κόσμου τούτου, και ότι ο πονηρός αυτός κόσμος πρόκειται να καταστραφή στη μάχη του Αρμαγεδδώνος. Αλλά το να παραδεχθούμε εμείς ότι αυτό αποτελούσε ανατρεπτική δράσι εναντίον του Κράτους ήταν παράλογο. Ωστόσο αυτό ήταν εκείνο που ζητούσαν οι αρχές να πούμε. Ήσαν άκαμπτοι στην κατηγορία τους ότι ήμεθα όργανα του ιμπεριαλισμού, αλλ’ εμείς δεν ήμεθα. Διεπιστώσαμε ότι «ιμπεριαλιστήν» αποκαλούν αυτοί οποιονδήποτε που δεν είναι Κομμουνιστής και ο οποίος, όπως αυτοί πιστεύουν, μάχεται εναντίον του κομμουνισμού. Κάθε άρνησις να ομολογήσωμε τις κατηγορίες που μας εγίνοντο εθεωρείτο ως αποφυγή ομολογίας των «εγκλημάτων» μας. Εφάνη, όμως, ότι τους ικανοποίησε σε κάποιο βαθμό, όταν είπα ότι ήταν αληθές ότι αν ο καθένας ανταπεκρίνετο στο άγγελμα που εκηρύτταμε (το οποίον αυτοί προφανώς δεν θα έκαναν), τότε αυτό θα μπορούσε να καταλήξη στην κατάστασι στην οποίαν απέβλεπαν. Εδαπανήθησαν δύο ολόκληρα χρόνια, κυρίως σε απομονωτήρια φυλακών, για την «προπαρασκευή» της δίκης μου.
Η ίδια η δίκη ήταν πολύ σύντομη. Ανεγινώσκοντο οι κατηγορίες, και μου επετρέπετο ν’ απαντώ μόνον Ναι ή Όχι στα τιθέμενα ερωτήματα· δεν επετρέποντο εξηγήσεις. Καταδικάσθηκα σε φυλάκισι πέντε ετών, από τα οποία είχα εκτίσει ήδη τα δύο. Ο Στάνλεϋ, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος το έργον, κατεδικάσθη σε επτά ετών φυλάκισι. Τότε ήταν η τελευταία φορά που τον είδα, αλλά και τότε ακόμη δεν μας είχε επιτραπή να μιλήσωμε.
ΙΣΧΥΡΟΙ ΣΤΗΝ ΠΙΣΤΙ
Όταν για πρώτη φορά μ’ έβαλαν στη φυλακή, το κελλί ήταν γεμάτο ψείρες, που εφαίνοντο όλες υπερβολικά πειναλέες. Δεν υπήρχε τρόπος να γλυτώσω απ’ αυτές. Οι επιθέσεις εμαίνοντο όλη τη νύχτα, και δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Το ρύζι και το νερό που μου έδωσαν να φάγω μου επροξένησαν δυσπεψία. Την επόμενη μέρα το πρωί, όταν ήλθε ο δεσμοφύλαξ στο κελλί μου εκατάλαβε ότι ήμουν σε μια πολύ κακή κατάστασι και μ’ έστειλε στον γιατρό των φυλακών. Εκείνη τη μέρα το κελλί εκαθαρίσθη κι ερραντίσθη, το δε διαιτολόγιο μου άλλαξε. Το ίδιο το κελλί ήταν γυμνό· μόνο ένας ξύλινος καδίσκος με κάλυμμα υπήρχε ως αποχωρητήριον. Έπρεπε να κάθωμαι στο δάπεδο και να τρώγω στο δάπεδο, και τη νύχτα επίσης εκοιμόμουν στο δάπεδο, μολονότι επετρέπετο κάποιο είδος στρώματος που μπορούσα ν’ απλώσω από κάτω μου. Δεν επετρέπετο να έχω υλικά γραψίματος παρά μόνο για να γράψω την περίληψι των ανακρίσεων. Ουσιαστικά η μόνη αναγνωστική ύλη που είδα ήταν ένα Κινεζικό ειδησεογραφικό περιοδικό. Δεν μου επετρέπετο να κάμω οποιαδήποτε εργασία εκτός από το να καθαρίζω το κελλί μου. Δεν μου απέμενε άλλο παρά να κάθωμαι και να σκέπτομαι.
Αμέσως από την αρχή εκατάλαβα ότι έπρεπε να φροντίσω να παραμείνω ισχυρός στην πίστι. Μόλις μ’ ενέκλεισαν στο κελλί μου τη μέρα της συλλήψεως μου εγονυπέτησα να προσευχηθώ μεγαλοφώνος, αλλ’ αμέσως σχεδόν μου έγινε διακοπή, όταν ο δεσμοφύλαξ διήνοιξε τη θυρίδα επιβλέψεως κι εζήτησε να μάθη σε ποιόν μιλούσα. Του εξήγησα ότι προσευχόμουν στον Θεό μου όπως ώφειλε να κάνη ένας Χριστιανός. «Αυτό δεν μπορείς να το κάνης εδώ μέσα», με διέταξε. Εκάθησα λοιπόν κι εξακολουθούσα να λέγω τις προσευχές μου λιγώτερο αντιληπτά.
Για να τηρήσω ζωντανή την εκτίμησι μου στα πνευματικά, διηυθέτησα ένα πρόγραμμα έργου «κηρύγματος». Αλλά σε ποιόν κηρύττει κανείς όταν είναι σε απομόνωσι; Απεφάσισα να καταρτίσω μερικές κατάλληλες Γραφικές ομιλίες απ’ όσα μπορούσα να θυμηθώ και να τις κηρύττω σε φανταστικά πρόσωπα. Κατόπιν άρχισα το έργον, ας πούμε έτσι, χτυπώντας μια φανταστική πόρτα και δίνοντας μαρτυρία σ’ ένα φανταστικόν οικοδεσπότη, επισκεπτόμενος μερικές πόρτες στη διάρκεια της πρωίας. Σε μια περίπτωσι συνήντησα μια φανταστική Κα Κάρτερ, η οποία επέδειξε κάποιο ενδιαφέρον, και μετά από μερικές επανεπισκέψεις διευθετήσαμε να κάνωμε μια τακτική Γραφική μελέτη. Στη διάρκεια της μελέτης αυτής εκαλύψαμε τα κυριότερα θέματα από το βιβλίο «Έστω ο Θεός Αληθής», καθόσον τα θυμόμουν. Όλα αυτά εγίνοντο μεγαλοφώνως, έτσι ώστε ο ήχος των να τα ενετύπωνε περισσότερο στη διάνοια μου. Είμαι βέβαιος ότι οι δεσμοφύλακες ενόμιζαν ότι γινόμουν έξαλλος, αλλ’ αυτό πραγματικά με κρατούσε ισχυρό στην πίστι και συνετό. Συνέτεινε στο να τηρούμαι καταρτισμένος να επαναλάβω τη διακονία όταν θ’ αποφυλακιζόμουν. Είχα εμπιστοσύνη ότι ο Ιεχωβά ο Θεός μας είναι ικανός να διαφυλάξη τους δούλους του και να τους ελευθερώση, αν μόνο έμεναν πιστοί σ’ αυτόν. Όχι, δεν φρονούσα ότι θα με εξήγε από τη φυλακή για να το εκπληρώσω αυτό· η προσδοκία μου ήταν για απελευθέρωσι στον νέο κόσμο. Αισθανόμουν όπως ωρισμένοι πιστοί Εβραίοι των αρχαίων χρόνων. Όταν αυτοί εκαλούντο να δικασθούν ενώπιον του βασιλέως επειδή δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν τη λατρεία του Θεού, είπαν: «Εάν ήναι ούτως, ο Θεός ημών, τον οποίον ημείς λατρεύομεν, είναι δυνατός να μας ελευθερώση εκ της καμίνου του πυρός της καιομένης· και εκ της χειρός σου, βασιλεύ, θέλει μας ελευθερώσει. Αλλά και αν ουχί, ας ήναι γνωστόν εις σε, βασιλεύ, ότι τους θεούς σου δεν λατρεύομεν, και την εικόνα την χρυσήν, την οποίαν έστησας, δεν προσκυνούμεν.»—Δαν. 3:17, 18.
Μετά τη δίκη μου, όταν μεταφέρθηκα από το κρατητήριο στη φυλακή της Σαγκάης, οι συνθήκες διαβιώσεως μου εβελτιώθησαν. Μολονότι με κρατούσαν σ’ ένα απομονωμένο κελλί και δεν μου επετρέπετο ν’ αναμιχθώ με άλλους κρατουμένους, εν καιρώ μου παρεσχέθη λίγο περισσότερη ελευθερία κινήσεων. Μου επετρέπετο να περνώ λίγη ώρα την ημέρα έξω στον διάδρομο κοντά στο κελλί της φυλακής μου· και, μολονότι δεν υπήρχαν έπιπλα μέσα στο κελλί, υπήρχε ένα μικρό τραπέζι και σκαμνί στον διάδρομο, τα οποία μπορούσα να χρησιμοποιήσω. Μου αφέθη επίσης η χρήσις των υλικών γραψίματος, τα οποία αμέσως εχρησιμοποίησα.
ΥΜΝΟΙ ΑΙΝΟΥ ΓΙΑ ΣΤΗΡΙΞΙ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
Άρχισα να διατυπώνω γραπτώς μερικά Βιβλικά θέματα σε τέτοια μορφή ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως στίχοι για έναν ύμνο, και κατόπιν εψιθύριζα διαφόρους συνδυασμούς από μουσικές νότες ώσπου εύρισκα λίγο συντονισμό που ταίριαζε. Με τον καιρό κατήρτισα μια σημαντική συλλογή ύμνων που προωρίζοντο να με βοηθήσουν να έχω στη διάνοια μου τους σκοπούς του Ιεχωβά. Μερικοί από τους ύμνους είχαν μόνο λίγους στίχους, ενώ άλλοι είχαν έως 144 στίχους, που περιέγραφαν τις επαγγελίες της Γραφής από τη Γένεσι ως την Αποκάλυψι. Αυτοί οι στίχοι με βοηθούσαν ν’ ανασκοπώ μέρη της Γραφής και να εξιχνιάζω τα θέματα που διαλαμβάνονται στη Γραφή. Παραδείγματος χάριν, είχα ύμνους με τίτλο «Εκλογή του Σπέρματος», «Απάντησις στην Κλήσι του Ιεχωβά», «Η Ανάμνησις», «Μεγαλυτέρα Τούτων Είναι η Αγάπη», «Πάνω Από Ένα Εκατομμύριο Αδελφοί», και «Από Σπίτι σε Σπίτι». Τι δύναμι μου έδιναν αυτά καθώς υμνολογούσα:
Ποια εξουσία ή δύναμις του Σατανά του αρχαίου
Θα ήταν δυνατό ποτέ να μας χωρίση
Απ’ ένα Θεό που αγαπούμε
ω τόσο βαθιά κι αληθινά,
Ναι, μ’ όλη την καρδιά μας αγαπούμε.
Του Σινά τ’ όρος θα μπορούσες να σχίσης
Και στης θάλασσας τα βάθη να το ρίξης;
Αυτό θάταν πιο εύκολο, ω φίλε,
παρά καμμιά φορά να επιχειρήσης
Απ’ τη μεγαλειότητα του Γιάχ να μας χωρίσης!
Αλλ’ όσο στέκομε πιστοί στον Ιεχωβά,
Μ’ αγάπης αδιάσπαστο δεσμό
Και στις ενέργειες τις πιο απελπισμένες
του Σατανά, του εχθρού μας,
Στερρά και βέβαια εμείς θ’ αντισταθούμε.
Κι αν φθάση ακόμη ως το πλήρες άκρον
Για τη στάσι μας αυτή να μας σκοτώση
Εκεί, στο πλευρό μας, στέκει ο Χριστός Ιησούς,
ο Βασιλιάς μας,
Στο χέρι του έχοντας του τάφου τα κλειδιά.
Κάθε πρωί πριν από το πρόγευμα έψαλλα περίπου πέντε από τους ύμνους μου, και το βράδυ άλλους τέσσερες ή πέντε.
Μολονότι οι αρχικές μου προσπάθειες προσευχής μέσα στη φυλακή διεκόπτοντο μάλλον απότομα, κατανοούσα τη σπουδαιότητα της στενής επαφής με τον Ιεχωβά. Μπορεί να ήμουν απομεμονωμένος από τους συνανθρώπους μου, αλλά κανείς δεν μπορούσε να με απομονώση από τον Θεό. Όταν με μετέφεραν στη φυλακή της Σαγκάης, απεφάσισα πάλι να προσεύχωμαι μ’ ένα πιο απροκάλυπτο τρόπο. Καταλάβαινα ότι αυτός ήταν ένας τρόπος με τον οποίον θα μπορούσα να δώσω μαρτυρία στους γύρω μου. Έτσι, ενώ ήμουν ακάλυπτος στη θέα οποιουδήποτε, που θα περνούσε από το κελλί μου, γονυπετούσα στο κελλί μου τρεις φορές την ημέρα και προσευχόμουν μεγαλοφώνως, έχοντας υπ’ όψι τον Δανιήλ, για τον οποίον ομιλεί η Γραφή. Ακόμη κι όταν απηγορεύθη δια νόμου, «έπιπτεν επί τα γόνατα αυτού τρις της ημέρας, προσευχόμενος και δοξολογών ενώπιον του Θεού αυτού.» (Δαν. 6:10) Προσευχόμουν να μου δίνη ο Θεός τη σοφία που απητείτο για να λέγω και να πράττω όσα ήσαν ορθά, για να τον τιμώ. Προσευχόμουν να θριαμβεύση αυτός ο ένδοξος σκοπός. Θερμά προσευχόμουν υπέρ των αδελφών μου σε όλα τα μέρη του κόσμου. Εφαίνετο ότι σε τέτοιες περιστάσεις το πνεύμα του Θεού κατηύθυνε τη διάνοιά μου στα πιο επωφελή πράγματα και μου έδινε ένα αίσθημα αταραξίας. Τι πνευματική δύναμι και παρηγοριά μού έφερνε η προσευχή ! Με αυτό δε το μέσον όλοι μ’ εγνώρισαν ως ένα Χριστιανό διάκονο.
Ωστόσο, κατά καιρούς με κατελάμβαναν αμφιβολίες για το αν πράγματι είχα κάμει ό,τι έπρεπε στην υπηρεσία του Ιεχωβά πριν από τη φυλάκισί μου. Στην αρχή ανησυχούσα γι’ αυτό, αλλά κατόπιν διεπίστωσα ότι ωφελούμην με την ανασκόπησι της καταστάσεως, διακρίνοντας πού είχα υστερήσει και πού θα μπορούσα να είμαι καλύτερος στο μέλλον συνεπέρανα δε ότι θα μπορούσα να είμαι ένας καλύτερος διάκονος στο μέλλον, αν μου εδίδετο η ελευθερία με την οποία να το πράξω. Κάνοντας τούτο ζήτημα προσευχής στον Ιεχωβά, αισθανόμουν ήρεμος, το δε αποτέλεσμα ήταν ότι οι μέρες της φυλακίσεως μου ενίσχυσαν την πεποίθησι και την απόφασί μου να συνεχίσω την υπηρεσία του Ιεχωβά.
Κάθε χρόνο διευθετούσα να εορτάζω την Ανάμνησι του θανάτου του Χριστού με τον καλύτερο τρόπο που μπορούσα. Απ’ το παράθυρο της φυλακής μου παρακολουθούσα τη σελήνη να ολοκληρώνεται κοντά στην αρχή της ανοίξεως. Υπελόγιζα όσο μπορούσα προσεκτικά την ημερομηνία για τον εορτασμό. Φυσικά, δεν υπήρχε τρόπος να έχω τα εμβλήματα, τον άρτον και τον οίνον, οι δε φύλακες ηρνούντο να μου δώσουν τέτοια πράγματα. Έτσι, τα πρώτα δύο χρόνια, μπορούσα να καταφεύγω μόνο στις κινήσεις, χρησιμοποιώντας φανταστικά εμβλήματα, όπως εκήρυττα και σε φανταστικούς οικοδεσπότας. Κατόπιν, τον τρίτο χρόνο βρήκα μερικά κουτιά μαύρης σταφίδος μέσα στο δέμα μου του Ερυθρού Σταυρού, κι απ’ αυτή κατώρθωσα να κάμω κρασί, ενώ το ρύζι, που είναι άζυμο, εχρησίμευε ως άρτος. Αυτό το έτος είχα και τον οίνον μου και λίγα άζυμα σκέτα παξιμάδια απ’ το δέμα του Ερυθρού Σταυρού για να τα χρησιμοποιήσω ως εμβλήματα. Έψαλα και προσευχήθηκα κι έδωσα μια κανονική ομιλία για την περίστασι, ακριβώς όπως θα εγίνετο σε οποιαδήποτε εκκλησία του λαού του Ιεχωβά. Έτσι, αισθανόμουν πώς κάθε χρόνο ήμουν ενωμένος με τους αδελφούς μου του κόσμου όλου στη σπουδαιότατη αυτή περίστασι.
Μολονότι η δράσις μου μέσα στη φυλακή ήταν υπερβολικά περιορισμένη, προσπαθούσα να δίνω μαρτυρία με το παράδειγμα. Έφερνα στη μνήμη μου την πιστότητα του Ιουδαίου Νεεμία, ο οποίος, όταν ήταν φυλακισμένος, έπραξε τόσο πιστά ως υπηρέτης του βασιλέως της Περσίας, ώστε έλαβε άδεια να πάη στην Ιερουσαλήμ να φροντίση για πράγματα σχετικά με τη λατρεία του Θεού του. Κατ’ επανάληψιν εζήτησα ένα διορισμό σε έργα προς εκτέλεσιν, αλλά μου το αρνήθηκαν. Εν τούτοις, απητείτο από κάθε κρατούμενο να καθαρίζη το κελλί του, και προσπαθούσα να καταστήσω το δικό μου κελλί υποδειγματικό. Βαθμιαίως επεξέτεινα τις προσπάθειες μου, καθαρίζοντας τον προ του κελλίου μου χώρο στη διάρκεια του χρόνου που μου επετρέπετο η έξοδος, και κατόπιν τα κενά κελλιά που ήσαν κοντά στο δικό μου. Εν καιρώ εκαθάριζα κι εγυάλιζα και τα τραπέζια των φυλάκων ακόμη. Ήμουν ειλικρινής στην επιθυμία μου να κάνω κάτι το εξυπηρετικό, εν καιρώ δε αυτό είλκυσε την εμπιστοσύνη των φυλάκων. Όπως, μάλιστα, ένας απ’ αυτούς μου είπε: ‘Ο,τι κάνεις το κάνεις πολύ καλά, είτε πρόκειται για καθαρισμό χώρου είτε για μελέτη της γλώσσης. Ελπίζω ότι όταν θα επιστρέψης στην Αγγλία θα χρησιμοποιήσης αυτόν τον ζήλο σου για να υπηρετής τους ανθρώπους.’ Τον διεβεβαίωσα ότι αυτό ακριβώς ήταν εκείνο στο οποίο απέβλεπα να κάμω.
Ποτέ δεν αισθάνθηκα κανένα μίσος εναντίον αυτών των ανθρώπων, που ήσαν εντεταλμένοι να με φρουρούν. Μου φαινόταν ότι έμοιαζαν πολύ με τους στρατιωτικούς που τους είχε ανατεθή το έργον της προσηλώσεως του Ιησού στο ξύλο του μαρτυρίου· δεν ήξεραν τι έκαναν. Προσευχόμουν, λοιπόν, να τους συγχωρήση ο Θεός, και να τιμωρήση μόνο εκείνους που ήσαν πραγματικά αξιόμεμπτοι και κακεντρεχείς στο μίσος των εναντίον αυτού και του λαού του.
ΠΑΛΙ ΜΕ ΤΟΝ ΛΑΟ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ!
Όταν τελικά μου ελέχθη ότι επλησίαζε ο καιρός της απολύσεως μου, και υπελείποντο πέντε μήνες, πόσο ανακουφίσθηκα! Αφού με περιέφεραν στη Σαγκάη και την περιοχή, και μου έδειξαν τι έχει κάμει ο κομμουνισμός για τον λαό από υλική άποψι, μ’ επέρασαν τελικά από τη γέφυρα και μ’ άφησαν να πέσω στις αγκάλες των Χριστιανών αδελφών μου που μ’ επερίμεναν την εικοστή εβδόμη μέρα του Μαΐου. Τι θαυμάσιο πράγμα το να είναι κανείς πάλι μεταξύ του λαού του Θεού!
Οι αδελφοί στο Χονγκ Κονγκ ήσαν τόσο στοργικά αγαθοί προς εμένα, ώστε ήταν πραγματικά δύσκολο ν’ αποσπασθώ απ’ αυτούς. Αλλά την 1η Ιουνίου εμπήκα σ’ ένα αεροπλάνο κατευθυνόμένος στη χώρα μου, την Αγγλία. Ο πρώτος σταθμός ήταν στην Ιαπωνία, όπου ευρίσκετο μια μεγάλη ομάς Μαρτύρων για να με χαιρετήση. Δεν είχαν ειδοποιηθή για τα σχέδια ταξιδίου μου, αλλά παρακολουθούσαν τα νέα περί της απολύσεως μου στον δημόσιο τύπο και υπελόγιζαν ότι θα μπορούσε να βρισκόμουν σ’ εκείνο το αεροπλάνο. Ήθελαν να είναι εκεί για να με υποδεχθούν.
Στη Νέα Υόρκη ένοιωσα σε πολύ μεγάλο βαθμό χαρά βλέποντας τον πρόεδρο της Εταιρίας Σκοπιά, Αδελφό Νορρ, στο αεροδρόμιο που ανέμενε να με χαιρετήση, και ήταν ο πρώτος που με αγκάλιασε για να με υποδεχθή στοργικά. Μεγάλες αλλαγές είχαν γίνει στο Μπέθελ του Μπρούκλυν και στο εργοστάσιο από τότε που τα είχα ιδεί για τελευταία φορά στο έτος 1947 προτού αναχωρήσω για την Κίνα, αλλ’ υπάρχει το ίδιο πνεύμα της αγάπης, μόνο που είναι σε μεγαλύτερη κλίμακα.
Κι εδώ, επίσης, οι αδελφοί ήθελαν να γνωρίσουν τις πείρες μου, και είχα την ευχαρίστησι να τους τις αφηγηθώ και να τους διαβεβαιώσω με πεποίθησι ότι, παρά τα γεγονότα των τελευταίων τεσσεράμισυ ετών, ποτέ στα είκοσι πέντε χρόνια της ολοχρονίου διακονίας μου δεν ήταν τόσο ισχυρή η πίστις μου όσο είναι σήμερα. Γιατί αυτό; Διότι δεν υπάρχουν ούτε πυροβόλα, ούτε τοίχοι, ούτε σίδερα φυλακών που να μπορούν να εμποδίσουν το πνεύμα του Θεού από το να φθάση στον λαό του! Αν επιδοθούμε σε μια μελέτη του λόγου του και τον αφήσωμε να βυθισθή βαθιά μέσα στην καρδιά μας, τίποτα δεν έχομε να φοβηθούμε. Δεν στέκομε με τη δική μας δύναμι. Αλλά με την παντοδυναμία του ο Θεός είναι ικανός να κάμη και τον πιο ανίσχυρο από μας να εξέλθη νικητής ενώπιον οποιουδήποτε διωγμού!
● Πόσο ισχυρή είναι η δική σας πίστις; Θα μπορούσατε ν’ ανθέξετε σε τόσο συνεχείς ανακρίσεις και χρόνια απομονώσεως στη φυλακή, κι ωστόσο να μη λιποψυχήσετε; Θυμηθήτε ότι οι Γραφές λέγουν ότι «πάντες δε οι θέλοντες να ζώσιν ευσεβώς εν Χριστώ Ιησού, θέλουσι διωχθή.» (2 Τιμ. 3:12) Ο καιρός του να ενισχυθήτε είναι πριν έλθη ο διωγμός. Πώς; Με τη σοφή χρήσι του χρόνου σας τώρα, μελετώντας τον λόγον του Θεού και κάνοντας σκέψεις πάνω σ’ αυτόν για να ριζωθή βαθιά μέσα στην καρδιά σας, συναναστρεφόμενοι τακτικά τον λαόν του Ιεχωβά, και χρησιμοποιώντας ό,τι μαθαίνετε στην υπηρεσία του Ιεχωβά. Έτσι θα είσθε μεταξύ εκείνων οι οποίοι «έχουσι τα αισθητήρια γεγυμνασμένα εις το να διακρίνωσι το καλόν και το κακόν.» (Εβρ. 5:14) Αυτή η λειτουργία των αισθητηρίων είναι ζωτική, όταν αντιμετωπίζωμε εναντίωσι. Αλλ’ αν εμπιστεύσθε στον Ιεχωβά τώρα, επωφελούμενοι από τις πνευματικές προμήθειες που έχει κάμει, θα είσθε σε θέσι ν’ αντλήσετε δύναμι απ’ αυτόν σε καιρό κρίσεως, και αυτός θα σας στηρίξη.—Οι Εκδόται.