Είναι η Φωνή του Λαού Φωνή Θεού;
ΥΠΑΡΧΕΙ ένα Λατινικό ρητό πού λέγει, Βοξ πόπουλι, βοξ Ντέι, δηλαδή, «Φωνή λαού, φωνή Θεού». Πολλοί άνθρωποι θεωρούν το ρητόν αυτό, που το εσεβάσθη ο χρόνος, ως αληθές, ειδικά δε αυτό το έχουν παραδεχθή εκείνοι που πιστεύουν στη δημοκρατία. Αλλά μήπως έπεται κατ’ ανάγκην ότι η φωνή του λαού ή η φωνή της πλειονότητας είναι και φωνή Θεού;
Φυσικά, αν ήταν κατά γράμμα αληθές ότι η φωνή του λαού ήταν η φωνή Θεού, τότε θα μπορούσε κάλλιστα να προβληθή η αξίωσις ότι οι μειονότητες ή όσοι διαφωνούν δεν έχουν δικαιώματα, εφόσον αυτοί θα ήσαν με το μέρος του εναντιουμένου, του Σατανά ή Διαβόλου, σύμφωνα με τους λόγους του Ιησού: «Όστις δεν είναι μετ’ εμού, είναι κατ’ εμού· και όστις δεν συνάγει μετ’ εμού, σκορπίζει.» Μολονότι δεν θα διενοούντο πολλοί να το πουν αυτό με τόσες λέξεις, παραμένει γεγονός ότι στον βαθμό που οι πλειονότητες δεν ανέχονται τις μειονότητες, σ’ αυτόν τον βαθμό πραγματικά, τουλάχιστον με τις σκέψεις και τις πράξεις των, λέγουν αυτό ακριβώς.—Ματθ. 12:30.
Το ότι η φωνή του λαού δεν είναι και φωνή Θεού, δηλαδή, δεν είναι κατ’ ανάγκην τοιαύτη, διαφαίνεται από το γεγονός ότι στις διάφορες χώρες ο λαός εξέλεγε διαφόρους τύπους κυβερνήσεων. Αν η φωνή του λαού είναι φωνή Θεού, τότε ο Θεός θα πρέπει να είναι σε σύγχυσι. Αλλ’ ο Θεός δεν είναι Θεός αταξίας ή συγχύσεως, αλλά Θεός τάξεως και ειρήνης.—1 Κορ. 14:33.
Έπειτα, αν η φωνή του λαού ήταν φωνή Θεού, αυτό θα κατεδείκνυε ότι ο Θεός εμάχετο κατά του εαυτού του. Στις πρόσφατες εκλογές της Ιταλίας, οι Κομμουνισταί απεκόμισαν θετικά οφέλη. Αν συνέβαινε ώστε κάποια μέρα να γίνουν πλειοψηφία στη Ρωμαιοκαθολική χώρα και αναλάβουν τα ηνία της κυβερνήσεως, μήπως θα μπορούσε να λεχθή ότι ήταν φωνή Θεού το ν’ αντικατασταθή μια καθ’ ομολογίαν Χριστιανική διακυβέρνησις από μια δεδηλωμένους αθεϊστική διακυβέρνησι; Μήπως ο Θεός θα εξέβαλλε τον Θεό; Ούτε κι ο Διάβολος ακόμη δεν θα το έκανε αυτό!—Ματθ. 12:26.
Μακριά από το να είναι φωνή Θεού η φωνή του λαού, τις περισσότερες φορές το αντίθετο ακριβώς έχει συμβή. Ακολουθήστε τη φωνή του λαού και πολύ πιθανώς θα παραστρατήσετε. Έτσι, ο Ααρών, ο οποίος έγινε πρώτος αρχιερεύς του αρχαίου Ισραήλ, άκουσε τη φωνή του λαού του στο να κάμη ένα χρυσούν μόσχον γι’ αυτόν, προς ιδίαν του κατάθλιψι και στενοχωρία αργότερα. Στον ίδιον εκείνο λαό ο Μωυσής είπε, λίγο πριν από τον θάνατο του: «Διότι εγώ εξεύρω την απείθειάν σου, και τον τράχηλον σου τον σκληρόν. Ιδού, ενώ είμαι ζων με σας σήμερον, ηπειθήσατε εις τον Ιεχωβά· πόσω δε μάλλον μετά τον θάνατον μου;» Ο Μωυσής θα το ήξερε αυτό, διότι αυτός ωδήγησε, έκρινε κι εκυβέρνησε αυτούς τους Ισραηλίτας επί σαράντα χρόνια!—Έξοδ. 32:1-4, 21-24· Δευτ. 31:27, ΜΝΚ.
Ένα άλλο Βιβλικό γεγονός, που θα μπορούσε να μνημονευθή, είναι, όταν ο λαός Ισραήλ, στις ημέρες του Κριτού Σαμουήλ, εζήτησε βασιλέα. Εκείνη ήταν η φωνή του λαού, αλλ’ ήταν μήπως φωνή Θεού; Ο Κριτής Σαμουήλ, που ήταν και προφήτης του Ιεχωβά, ελυπήθη με την απόρριψι αυτού από τον λαό, αλλ’ ο Ιεχωβά Θεός τού είπε να δεχθή τις αξιώσεις των: «Άκουσον της φωνής του λαού, κατά πάντα όσα λέγουσι προς σε· διότι δεν απέβαλον σε, αλλ’ εμέ απέβαλον από του να βασιλεύω επ’ αυτούς· κατά πάντα τα έργα τα οποία έπραξαν, αφ’ ης ημέρας ανεβίβασα αυτούς εξ Αιγύπτου έως της ημέρας ταύτης, εγκαταλιπόντες με, και λατρεύσαντες άλλους θεούς, ούτω κάμνουσι και προς σε.»—1 Σαμ. 8:7, 8.
Εξαιτίας των πείρων του Ααρών, του Μωυσέως και του Σαμουήλ, δεν θα ήταν δύσκολο να κατανοηθή πώς συνέβη ώστε η φωνή του Ιουδαϊκού λαού, όταν απέρριψε τον Ιησού Χριστό ως τον από πολλού αναμενόμενο Μεσσία πριν από χίλια εννεακόσια χρόνια περίπου, να μην είναι φωνή Θεού. Όπως ιστορεί τα συμβάντα ο Λουκάς, αφού ο Πιλάτος για τρίτη φορά θέλησε ν’ απολύση τον Ιησούν, «εκείνοι επέμεναν με φωνάς μεγάλας, ζητούντες να σταυρωθή. Και αι φωναί αυτών και των αρχιερέων υπερίσχυαν.»—Λουκ. 23:23· Ιωάν. 1:11, 12.
Αν η φωνή του λαού πραγματικά ήταν φωνή Θεού, τότε οι άνθρωποι που εκλέγονται σε αξιώματα στους συγχρόνους καιρούς θα ήσαν κατ’ εκλογήν του Θεού. Αλλά πώς θα ήταν δυνατόν εκλογές να είναι ενδεικτικές του θελήματος του Θεού, αφού τις περισσότερες φορές η επιτυχία εξαρτάται από το χρηματικό ποσό που δαπανάται, ή από το ποιος κάνει τις ισχυρότερες παροχές στα πάθη και τις προκαταλήψεις ή την ιδιοτέλεια του λαού με μάταιες ή ασυνείδητες υποσχέσεις;
Κατάλληλες πάνω σ’ αυτό το θέμα είναι οι παρατηρήσεις που έκαμε ο Πολωνός Καρδινάλιος Βυσίνσκυ σε μια συνέντευξι που έδωσε στην πρόσφατη οικουμενική σύνοδο της Ρώμης. Είπε ότι η Καθολική Εκκλησία της Πολωνίας εφοβείτο ότι στις εκλογές του Ιανουαρίου 1957, η διάθεσις του λαού θα τους έκανε να σημειώσουν ένα τεράστιο αριθμό ψήφων διαμαρτυρίας και γι’ αυτό διέταξε όλο τον Καθολικό κλήρο να καθοδηγήση το ποίμνιό του να ψηφίση υπέρ των αθεϊστών κομμουνιστών υποψηφίων εμφανιζόμενοι στα σφαιρίδια. Αυτό το έπραξαν ευπειθώς οι Πολωνοί Καθολικοί. Αλλά μήπως αυτή η επιδοκιμασία των αθεϊστών κομμουνιστών υποψηφίων από τη Ρωμαιοκαθολική Ιεραρχία και τον κοινό λαό κατέστησε την εκλογή των μια εκδήλωσι φωνής Θεού;—Ντι Βέλτβοχε, Ζυρίχη, Ελβετίας, 1η Μαρτίου 1963.
Το ότι η φωνή του λαού δεν είναι κατ’ ανάγκην φωνή Θεού υπογραμμίζεται περαιτέρω από το γεγονός ότι ο Ιεχωβά Θεός έχει δική του κυβέρνησι για να εξουσιάζη αυτόν τον κόσμο, τη Βασιλεία του με τον Υιόν του, Ιησούν Χριστόν, ως βασιλέα. Ο Ιησούς, σχετικά με την κυβέρνησί του, όταν ήταν ενώπιον του Πιλάτου, είπε: «Η βασιλεία η εμή δεν είναι εκ του κόσμου τούτου.» (Ιωάν. 18:36) Αυτό δεν εκπροσωπούσε τη φωνή του λαού του κόσμου τούτου αλλά τη φωνή του Θεού. Είναι η βασιλεία για την οποία όλοι οι Χριστιανοί, καθ’ ομολογίαν και γνήσιοι εξίσου, προσηύχοντο επί δεκαεννέα αιώνες, αλλά μόνο οι γνήσιοι Χριστιανοί ενεργούσαν σε αρμονία με την προσευχή αυτή.
Αν η φωνή του λαού ήταν φωνή Θεού, δεν θα ήταν ανάγκη να λέγουν οι απόστολοι του Ιησού Χριστού: «Πρέπει να πειθαρχώμεν εις τον Θεόν μάλλον παρά εις τους ανθρώπους.» Οποτεδήποτε υπάρχει διαμάχη μεταξύ εκείνου που απαιτεί ο Θεός κι εκείνου που απαιτούν οι κοσμικές κυβερνήσεις, εκείνοι που ασκούν αποστολική Χριστιανοσύνη θ’ απαντήσουν με τον ίδιο τρόπο, διότι ξέρουν καλά ότι η φωνή του λαού δεν είναι κατ’ ανάγκην φωνή Θεού.—Πράξ. 5:29.