Από το Σκότος στο Φως
Αφήγησις υπό Γουέντζελ Κουν
‘ΜΑΣ εκάλεσε από το σκότος στο θαυμαστό του φως!’ Οι λόγοι αυτοί ενός αποστόλου του Ιησού Χριστού, στην 1 Πέτρ. 2:9, έχουν βαθιά σημασία για μένα. Αλλά για να αναδυθώ από το σκοτάδι αυτού του συστήματος πραγμάτων στο φως της αληθείας του Λόγου του Θεού δεν ήταν ένας Κυριακάτικος απογευματινός περίπατος.
Έχοντας γεννηθή προ της εισόδου του παρόντος αιώνος, πέρασα μια σχετικώς ευτυχισμένη περίοδο παιδικής ηλικίας σ’ ένα μικρό χωριό της ανατολικής γωνιάς της Βοημίας. Δεν ήμουν ακόμη πέντε ετών όταν ο πατέρας μου πέθανε. Από πολύ ενωρίς στην παιδική μου ηλικία επεδίωξα να μελετήσω με προσοχή πράγματα που είχαν σχέσι με την πίστι στον Θεό.
Έτσι, επεσκέφθηκα πολλές φορές μια πόλι προσκυνήματος που ήταν ευνοϊκή για τις μελέτες μου. Είδα εκεί πράγματα που μ’ ενέβαλαν σε σκέψεις: παλαιά δεκανίκια και ματογυάλια και παρόμοια πράγματα κρεμασμένα, που ανήκαν κάποτε σε άτομα τα οποία, όπως ελέγετο, είχαν ξαφνικά γίνει καλά με θαυματουργικό τρόπο. «Μητέρα, είναι δυνατόν σήμερα να θεραπευθή ένας τόσο γρήγορα;» ρώτησα κάποτε. «Πιθανώς, ν-α-ι», ήλθε η διστακτική απάντησις, αλλ’ η μητέρα δεν μπορούσε να μου πη μια συγκεκριμένη περίπτωσι. Η προσοχή μου ειλκύετο συχνά προς τις πομπές, επίσης, που συνέρρεαν προς το μέρος του προσκυνήματος από κοντά και μακριά, ενώ αυτοί που συμμετείχαν προσηύχοντο δυνατά σύμφωνα με το κομβολόγι προσευχών ή με λιτανευτικό τρόπο, συνοδευόμενοι μερικές φορές από ένα ομοίωμα της Μαρίας στερεωμένο σε μια ξύλινη βάσι και φερόμενο στους ώμους τεσσάρων ανδρών.
Αλλά και σε άλλα ακόμη μέρη προσκυνήματος πολύ πιο μακρινά με ωδήγησε η μητέρα μου. Εκείνο που είλκυσε την προσοχή μου κατά τις «μελέτες» μου ήταν η χτυπητή διαφορά των ενδυμασιών του Ιησού και των αποστόλων στις εικόνες, συγκρινομένων με τους πολυτελώς ντυμένους επισκόπους και πάπας. Οι πρώτοι ήσαν πάντοτε ντυμένοι όπως ο κοινός λαός. Γιατί να μην εμφανίζεται ποτέ και ο Ιησούς με θαυμάσια ιερατικά άμφια; Αυτός ασφαλώς, περισσότερο απ’ όλους, ως επίσης και οι απόστολοί του που εφόρεσαν μόνον συνήθεις ενδυμασίες, θα ήσαν άξιοι τέτοιας μεγαλειώδους αμφιέσεως, διαλογίσθηκα. Και πώς αυτή η περίβλεπτη αλλαγή στην ενδυμασία έλαβε χώραν; Δεν προχώρησα περισσότερο στους διαλογισμούς μου· εφαίνετο ότι μου έλειπε το «νήμα». Εκείνο τον καιρό δεν εγνώριζα καν την ύπαρξι της Αγίας Γραφής.
Βρισκόμουν πια στο δωδέκατο έτος της ηλικίας μου, όταν ένας ιερεύς έφερε μαζί του μια μέρα στο σχολείο ένα βιβλίο με μαύρο κάλυμμα για θρησκευτική διδασκαλία, εξηγώντας μας ότι αυτό το βιβλίο περιείχε τις Άγιες Γραφές και ότι υπήρχαν προφητείες σ’ αυτό. «Απλώς ένα βιβλίο για τους κληρικούς», σκέφθηκα.
Όταν άφησα το σχολείο στα δεκατέσσερά μου χρόνια, διάλεξα ένα επάγγελμα που μου επέτρεπε να δω κάτι από τον κόσμο. Ταξίδεψα από τη Βοημία στο Αυστριακά Τυρόλο, κι ένα έτος αργότερα, το 1914, στην Ελβετία. Στο τέλος του θέρους αυτού του έτους εγνώρισα τους μάρτυρας του Ιεχωβά και, μέσω αυτών, τη Γραφή.
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΑΡΧΙΖΕΙ ΝΑ ΕΙΣΔΥΗ
Φθάνοντας στην Ελβετία, παρετήρησα στο Πληροφοριακό Δελτίο για την Πόλι της Βέρνης, που διενέμετο σε κάθε σπίτι της Βέρνης, την επικεφαλίδα «Θρησκευτικές Λειτουργίες» και τον μεγάλον αριθμό των συναθροίσεων των θρησκευτικών δογμάτων, που θα μπορούσε οποιοσδήποτε να παρακολουθήση. Πήγα σε μερικές. Αλλά δεν μου έκαναν εντύπωσι εκείνα που άκουσα. Εμελέτησα πάλι τη στήλη και βρήκα στο κάτω μέρος μια που ωνομάζετο «Σύλλογος Σπουδαστών της Γραφής». Γραφή; Δεν είχα ακούσει τη λέξι αυτή κάποτε πριν; Ναι, τότε στο σχολείο! «Σαν τι να είναι πράγματι αυτό το Βιβλίο, η Γραφή;», απορούσα. «Πρέπει να το εξακριβώσω.» Έτσι, παρακολούθησα τις συναθροίσεις των «Σπουδαστών της Γραφής», μια, δυο φορές, κι εξακολούθησα και κατόπιν να προσέρχωμαι. Ό,τι άκουσα εκεί διήγειρε τον μεγαλύτερο θαυμασμό μου. Η Γραφή είναι ο Λόγος του Θεού, η από τον Θεό προς τον άνθρωπο αποκάλυψις των σκοπών του!
Δύσκολα μπορώ να περιγράψω τη βαθιά ευτυχία που ανέβλυσε στην καρδιά μου καθώς κρατούσα το πρώτο αντίτυπο της Γραφής που αγόρασα. Τα περιεχόμενά της με απερρόφησαν τελείως. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε αρχίσει να μαίνεται γύρω στα σύνορα αυτής της χώρας, και οι «Σπουδασταί της Γραφής», που ελέγοντο μάρτυρες του Ιεχωβά εκείνον τον καιρό, μου έδειξαν στα βιβλία τους ότι τα γεγονότα που ελάμβαναν χώραν έδειχναν προς την αρχή του τέλους του πονηρού συστήματος πραγμάτων. Οι χρονολογικές αποδείξεις που παρείχαν οι εκδόσεις με κατέθελξαν. «Είναι πράγματι δυνατόν ώστε ένα άτομο να μπορή να προβλέψη τέτοια γεγονότα μέσω της Γραφής;», διαλογίσθηκα. Τις πειστικές αποδείξεις γι’ αυτό τις κράτησα για να τις έχω πρόχειρες. «Τώρα εδώ μπορώ να μάθω ακόμη περισσότερα γι’ αυτόν τον μεγάλο Θεό», σκέφθηκα, και δεν έκαμα λάθος. Εδοκίμασα αλλεπάλληλες εκπλήξεις. Έμαθα ότι ο Θεός έχει ένα προσωπικό όνομα, Ιεχωβά, ένα όνομα που δεν είχα ακούσει ποτέ προηγουμένως. Αυτά ήσαν εντελώς νέα πράγματα κι επροξένησαν πολύ μεγάλη εντύπωσι σ’ εμένα.
Έπρεπε να καταβάλω μεγάλες προσπάθειες σ’ αυτούς τους πρώτους λίγους μήνες, αφότου ήλθα σ’ επαφή μ’ αυτές τις Βιβλικές αλήθειες, να παλαίψω για να βγω από το πνευματικό μου σκοτάδι και να φθάσω σε μια αποσαφηνισμένη και αποκρυσταλλωμένη πεποίθησι. Εξακολουθούσα να πηγαίνω τις Κυριακές στην εκκλησία όπως με είχε διδάξει η μητέρα μου. Αλλ’ ενώ ο ιερεύς εδιάβαζε τη λειτουργία, έβγαλα τη Γραφή από τη τσέπη μου κι εδιάβαζα μέσα σ’ αυτή αντί στο προσευχητάριο. Αλλ’ είχα υπ’ όψι μου ότι δεν μπορούσα να προχωρήσω επ’ αόριστον. Έπειτα από προσεκτική εξέτασι της όλης καταστάσεως, έλαβα την απόφασί μου να βγω από το σκοτάδι στο φως του Λόγου του Θεού, της Γραφής.
Η ΑΝΗΣΥΧΗ ΜΗΤΕΡΑ ΕΠΙΖΗΤΕΙ ΕΠΕΜΒΑΣΙ
Το ότι δεν μπορούσα να παραμείνω σιωπηλός όσον αφορά όλες τις θαυμάσιες αλήθειες που είχα μάθει ήταν απλώς φυσικό. Γεμάτος χαρά, έγραψα στη μητέρα μου σχετικά μ’ αυτές τις Γραφικές αλήθειες. Αλλ’ αυτή δεν συμμερίσθηκε τον ενθουσιασμό μου. Αντιθέτως, ένοιωσε μια βαθιά ταραχή. «Βαδίζεις κατ’ ευθείαν προς τον άδη», απήντησε. Αλλ’ όταν είδε ότι οι προειδοποιήσεις της και οι απειλές της δεν επέτυχαν να με στρέψουν πάλι προς την εκκλησία, έγραψε στις ενοριακές αρχές της Βέρνης να με αναλάβουν υπό την φροντίδα των. Ένας από τους ιερείς με παρεκάλεσε να τον επισκεφθώ, και μπόρεσα να συζητήσω μαζί του επί μακρόν σε τρεις ευκαιρίες. «Τι παράπονο έχεις κατά της εκκλησίας, που θέλεις να την εγκαταλείψης;» μ’ ερώτησε. «Η εκκλησία δεν διδάσκει ό,τι λέγει ο Λόγος του Θεού», απήντησα, και παρέθεσα τη διδασκαλία της αθανασίας της ψυχής ως παράδειγμα. Στη διάρκεια όλων αυτών των συζητήσεων ο ιερεύς δεν μπόρεσε να με πείση για μια τέτοια διδασκαλία. Κατά συνέπειαν μπορούσα να διακρίνω το φως της αληθείας του Λόγου του Θεού πιο καθαρά ακόμη, όπως εκτίθεται στον Ιεζεκιήλ 18:4: «Η ψυχή η αμαρτήσασα, αυτή θέλει αποθάνει.» Πεπεισμένος ότι ο άνθρωπος δεν έχει αθάνατη ψυχή, μπορούσα να δω όλες τις άλλες διδασκαλίες, όπως είναι τα αιώνια βάσανα, το καθαρτήριον, οι προσευχές για τους νεκρούς και ούτω καθ’ εξής, να καταρρέουν σαν χάρτινος πύργος. Αποσύρθηκα από το να είμαι μέλος της εκκλησίας.
Όταν η μητέρα μου είδε ότι οι ενοριακές αρχές δεν μπόρεσαν να με παρακινήσουν για να «επιστρέψω», μου έγραψε ότι θα της είχε προξενήσει λιγώτερη λύπη αν είχα φονευθή στον πόλεμο παρά το να μεταπηδήσω σε άλλη θρησκεία. Σε άλλη επιστολή έστειλε μια φωτογραφία της με το πρόσωπό της κηλιδωμένο με μελάνη, δηλώνοντας με τούτο: Ντρέπομαι για σένα, δεν θα σε ξαναδώ πια! Και ότι εννοούσε αυτό σοβαρά, μου το έδειξε αργότερα. Το 1928 εκάμαμε διευθετήσεις να δη ο ένας τον άλλον στην Αυστρία, για πρώτη φορά αφότου την είχα αφήσει πριν από δεκαπέντε έτη. Όταν μπήκα στο δωμάτιο, παρετήρησα ότι γρήγορα κρύφθηκε πίσω από κάτι έπιπλα. Εχαιρέτησα πρώτα τα άλλα άτομα που ήσαν παρόντα, τους μίλησα για το ταξίδι και περίμενα ήσυχα μέχρις ότου βγήκε από τον κρυψώνα της. Κατόπιν την έφερα στην Ελβετία για δυο εβδομάδες. Είχαμε πολλές ενδιαφέρουσες συζητήσεις. Αλλ’ η σιωπή της ήταν αξιοσημείωτη κατ’ επανάληψιν όταν της έλεγα, «Αυτό που λέγουν οι Άγιες Γραφές είναι το μόνο έγκυρο για μένα.»
Μη δυναμένη να υπερνικήση την αλήθεια του Λόγου του Θεού, η μητέρα μου υιοθέτησε το τελευταίο της όπλο: Τα δάκρυα! Τα λόγια της όχι σπανίως συνωδεύοντο από πολλά δάκρυα. Αυτό δεν διευκόλυνε πάντοτε τη μαρτυρία, αλλά δεν μπορούσα ν’ αφήσω τα δάκρυα να εξαλείψουν την αγάπη μου για τον Λόγο του Θεού και να μου επισκιάσουν το θαυμαστό φως της αληθείας. Στο τέλος ενός άλλου ακόμη επιχειρήματος και διαπιστώνοντας ότι όλες της οι προσπάθειες να με στρέψουν μακριά από τις δοξασίες μου, τις βασισμένες στη Γραφή, ήσαν άκαρπες, είπε γεμάτη δάκρυα: «Αλλοίμονο! Μακάρι να μη σε είχα γεννήσει!» «Είσαι σκληρός σαν πέτρα», ήταν η τελευταία της παρατήρησις και δεν υπήρξαν πλέον δάκρυα από την ημέρα αυτή κι έπειτα.
ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΜΠΕΘΕΛ ΚΑΙ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ
Έχοντας κληθή στο θαυμαστό φως της αληθείας του Θεού, εσκέφθηκα να κάμω νέα σταδιοδρομία μου το ολοχρόνιο κήρυγμα της βασιλείας του Θεού. Παρουσιάσθηκα γι’ αυτή την υπηρεσία. «Μπορείς πράγματι να έλθης στον Οίκο της Γραφής· έχομε αρκετή εργασία για σένα εδώ», μου ελέχθη. Υπήρχε ήδη ένα Τμήμα της Εταιρίας Σκοπιά που λειτουργούσε στη Βέρνη και που ωνομάζετο εκείνο τον καιρό ο «Οίκος της Γραφής». Κι έτσι έγινα μέλος αυτού του ιδρύματος, όπου έμαθα να χειρίζωμαι μια λινοτυπική μηχανή.
Το 1935 είχα τη χαρά να συναντήσω αρκετούς αδελφούς σ’ ένα ταξίδι προς την Αμερική για να παρακολουθήσω μια συνέλευσι στην Ουάσιγκτον, D.C. Ποτέ δεν είχα ιδεί ένα τόσο καταπληκτικό πλήθος ανθρώπων που αγαπούσαν την αλήθεια όπως τη φορά εκείνη στην Ουάσιγκτων—9.000 απ’ αυτούς! Ήταν προνόμιό μου ν’ ακούσω την εντυπωσιακή αναγγελία ότι ο «πολύς όχλος», για τον οποίον γίνεται λόγος στην Αποκάλυψι 7:9-17, δεν είναι μια δευτερεύουσα ουρανία τάξις, αλλά είναι μια γήινη τάξις πιστών ανθρώπων που θα ζήσουν επί της γης υπό την βασιλείαν του Θεού. Αυτή η «νέα αλήθεια» μου υπενθύμισε ένα περιστατικό που είχε γίνει δέκα χρόνια πριν. Ένας άνδρας, που συγκαταριθμούσε, επίσης, τον εαυτό του μεταξύ των μαρτύρων του Ιεχωβά, είχε εκφράσει παρόμοιες σκέψεις βασισμένες στους δικούς του συλλογισμούς και άρχισε να διαδίδη τις ιδέες του. Αλλά πού ήταν τώρα αυτός ο άνθρωπος; Είχε βυθισθή στη λησμονιά. Αυτό μ’ εδίδαξε ότι και όταν ακόμη ένας νομίζη ότι κατανοεί κάτι καλύτερα απ’ ό,τι η οργάνωσις του Θεού διδάσκει κατά τον καιρό εκείνο, δεν πρέπει να προχωρή αλαζονικά.
Το 1953 κατέστη δυνατόν για μένα να παρακολουθήσω μια άλλη ακόμη συνέλευσι στο Στάδιο Γιάγκη της Νέας Υόρκης. Τέτοιες συνελεύσεις μου φαίνονται ότι είναι τεκμήρια του ότι ο Ιεχωβά επιδοκιμάζει το λαό του. Φέρνουν σ’ εξέχουσα θέσι προ των οφθαλμών μας το πόσο μεγαλειώδη οργάνωσι φωτός έχει ο Ιεχωβά επί της γης, που διανέμει πνευματική «τροφήν εν καιρώ».—Ματθ. 24:45.
Ασφαλώς μια ολόκληρη ζωή υπηρεσίας σε οίκο Μπέθελ, όπου τέτοια ‘τροφή εν καιρώ’ παρασκευάζεται και διανέμεται, είναι ένα πολύ ευλογητό προνόμιο, διότι φέρνει ικανοποίησι, που κανένα κοσμικό επάγγελμα δεν μπορεί να δώση. Είναι μια ικανοποίησις με το συναίσθημα ότι ένας έχει εργασθή σε αρμονία με το θέλημα του Θεού. Ευχαριστώ τον μεγάλο Θεό Ιεχωβά που μ’ εκάλεσε έξω από το πνευματικό σκοτάδι στο ένδοξό του φως.
(Παρά την κλονισμένη υγεία του στα τελευταία του χρόνια, ο Αδελφός Κουν, που αγαπούσε την «άνω κλήσιν», η οποία αναφέρεται στην προς Φιλιππησίους επιστολή 3:14, παρέμεινε πιστός στη διακονία στο Μπέθελ της Βέρνης μέχρι του θανάτου του που έλαβε χώραν στις 5 Οκτωβρίου 1963.)