Αναζήτησις και Ανεύρεσις του Θεού
Αφήγησις υπό Π. Φωτεινού
ΟΤΑΝ για πρώτη φορά άφησα το σπίτι μου πριν από πενήντα πέντε έτη, αναζητούσα κάτι που να ήταν ικανοποιητικό στη ζωή. Μολονότι δεν το εκτιμούσα αυτό πλήρως εκείνο τον καιρό, ερευνούσα να βρω τον Θεό, πράγμα που τώρα μου θυμίζει τα λόγια της Γραφής, ότι οι άνθρωποι πρέπει ‘να ζητώσι τον Θεόν . . . και να εύρωσιν αυτόν.’—Πράξ. 17:27.
Αλλ’ όταν εγκατέλειψα το σπίτι, ήμουν νέος, άπειρος και διψούσα για περιπέτειες. Είχα γεννηθή σ’ ένα μικρό νησί στα δυτικά της ηπειρωτικής Ελλάδος, που ανήκει στο σύμπλεγμα των Ιονίων νήσων, γνωστό ίσως σε μερικούς λόγω των σεισμών, που συνέβησαν εκεί τα τελευταία χρόνια. Το νησί ονομάζεται Ιθάκη. Οι κάτοικοι του μικρού αυτού νησιού είναι γνωστοί ως θαλασσοπόροι, που πηγαίνουν στη θάλασσα όχι μόνο για να δημιουργήσουν πόρους ζωής, αλλ’ επίσης χάριν περιπετειών.
Αυτή ήταν η πορεία της ζωής μου στην ηλικία των δεκαέξη ετών, αλλ’ απεδείχθη ότι δεν ήταν ούτε πρακτική, ούτε καρποφόρος. Δεν επρομήθευσε καμμιά ελπίδα για το μέλλον. Ζητούσα κάτι περισσότερο από το να περιπλέω μέσα σε πλοία για λίγα μόνο χρόνια. Εδαπάνησα στη θάλασσα έξη χρόνια της ζωής μου, εργαζόμενος σκληρά για το καθημερινό ψωμί μου. Αυτό, όμως, ήταν η μόνη καρποφορία που παρήχθη για μένα. Οι προσπάθειές μου να βρω κάποια άγκυρα, στην οποία θα εβάσιζα το μέλλον μου, ήσαν άκαρπες. Απεφάσισα, λοιπόν, ‘να πατήσω το πόδι’ μου στην ξηρά και να γίνω ‘στεριανός’ μάλλον παρά ναυτικός. Σε ηλικία είκοσι δύο ετών, διάλεξα την Αμερική ως τόπο διαμονής μου.
ΣΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΤΡΟΦΗΣ
Μερικές, όμως, φορές αισθάνθηκα απογοητεύσεις και αποθαρρύνσεις, όπως ένας απόβλητος. Δεν ανήκα πουθενά. Η εκκλησία, της οποίας ήμουν μέλος, δεν είχε τίποτε να προσφέρη για ν’ ανακουφίση τη θλιβερή μου κατάστασι. Άρχισα να διερωτώμαι, αν υπήρχε κάτι στη ζωή για μένα. Δεν έλαβα πνευματική τροφή απ’ αυτή την εκκλησία, και άρχισα να την παρομοιάζω με μια αμμώδη, ξηρά χώρα—χωρίς ζωή και νεκρά.
Λόγου χάριν, η διδασκαλία περί τριάδος αποτελούσε ένα πρόσκομμα. Ουδέποτε είχα ιδεί έναν άνθρωπο τρικέφαλο και δεν μπορούσα να φέρω τον εαυτό μου στο σημείο να πιστεύση ότι ο Θεός που έπρεπε να λατρεύω ως Δημιουργό μου ήταν ένας τρικέφαλος Θεός, σύμφωνα με την εντύπωσι που μου έδινε η διδασκαλία αυτή. Το ότι είχα διδαχθή την τριάδα με έκανε να χάσω σχεδόν την πίστι μου σ’ ένα Υπέρτατο Ον.
Δεν μπορώ, λοιπόν, ν’ αποδώσω καμμιά τιμή στην Εκκλησία, όπου βρέθηκα από μικρός, για προς εμέ βοήθεια να εκτιμήσω τον Θεό και την αληθινή του λατρεία. Ευχαριστώ πράγματι τον Θεό, που τον γνωρίζω τώρα ως Ιεχωβά, τον μόνο αληθινό Θεό, για ό,τι μπόρεσα ν’ αποκομίσω από τη διδασκαλία της μητέρας μου, δηλαδή, την πίστι ότι υπάρχει ένας Δημιουργός που είναι αξιοθαύμαστος, φιλάγαθος, στοργικός και δίκαιος Θεός και ο οποίος ευλογεί όλους εκείνους που πιστεύουν σ’ αυτόν. Αυτά ήσαν σκέψεις μέσα στη διάνοιά μου καθώς ερευνούσα γι’ αυτόν τον Θεό, επιθυμώντας πολύ να μάθω γι’ αυτόν και για τους σκοπούς του. Αλλά δεν εγνώριζα πού να στραφώ.
ΤΟ ΑΓΓΕΛΜΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΔΙΔΕΙ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΙ ΣΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ
Μια νύχτα, λοιπόν, καθώς καθόμουν σ’ αυτό που ωνομάζετο «καφενείο», στη Νέα Υόρκη, μπήκε μέσα ένας άνδρας και άρχισε να συνομιλή με τους ανθρώπους σχετικά με μια διάλεξι, που είχε ακούσει στη Φιλαδέλφεια, της Πενσυλβανίας. Είπε ότι το θέμα αυτής της διαλέξεως επραγματεύετο για την ανάστασι των νεκρών, και τον άκουσα να παραθέτη από τη Γραφή τα εδάφια 1 Θεσσαλονικείς 4:13-18 (ΜΝΚ):
«Δεν θέλω δε να αγνοήτε, αδελφοί, περί των κεκοιμημένων, δια να μη λυπήσθε, καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα. Διότι εάν πιστεύωμεν ότι ο Ιησούς απέθανε και ανέστη, ούτω και ο Θεός τους κοιμηθέντας δια του Ιησού θέλει φέρει μετ’ αυτού. Διότι τούτο σας λέγομεν δια του λόγου του Ιεχωβά, ότι ημείς οι ζώντες όσοι απομένομεν εις την παρουσίαν του Κυρίου, δεν θέλομεν προλάβει τους κοιμηθέντας· επειδή αυτός ο Κύριος θέλει καταβή απ’ ουρανού με κέλευσμα, με φωνήν αρχαγγέλου, και με σάλπιγγα Θεού, και οι αποθανόντες εν Χριστώ θέλουσιν αναστηθή πρώτον. . . . Λοιπόν παρηγορείτε αλλήλους με τους λόγους τούτους.»
Μολονότι είχα ακούσει αυτά τα λόγια προηγουμένως σε ομιλίες κηδειών, αυτή τη φορά ήσαν για μένα ως μαλακτική αλοιφή, μια θεραπεία των διανοητικών μου πληγών. Ενθυμούμαι ότι τον ρώτησα, αν είχε κάποιο έντυπο, για να μπορέσω να διαβάσω κάτι γι’ αυτό το ζήτημα, αλλά δεν είχε τίποτε.
Ύστερ’ από μια εβδομάδα, σ’ αυτό το ίδιο καφενείο, με προσεκάλεσαν να πάω να ιδώ αυτό που ωνομάζετο «Φωτόδραμα της Δημιουργίας». Το μέρος ήταν μόλις δύο τετράγωνα μακριά· αλλά δεν πήγα, διότι δεν μπόρεσα να το συσχετίσω με ό,τι είχα ακούσει την προηγούμενη εβδομάδα. Εν τούτοις, την επόμενη εβδομάδα, πάλι στο ίδιο καφενείο, ένας άνθρωπος μπήκε μ’ ένα χαρτοφύλακα στο χέρι του και μέσα σ’ αυτόν ήσαν βιβλία. Εξηγούσε τα σπουδαία περιεχόμενα των βιβλίων, εγώ δε επιθυμούσα να τ’ αποκτήσω, αλλά δεν είχα χρήματα, εφόσον τα είχα χάσει παίζοντας εκεί στο καφενείο. Τα πράγματα, για τα οποία μίλησε, απετυπώθησαν στη μνήμη μου όπως το ίδιο άγγελμα σχετικά με την ανάστασι, που είχα ακούσει πριν από δύο εβδομάδες. Λοιπόν, αφού δεν είχα χρήματα, τον ερώτησα αν θα ήρχετο πάλι το επόμενο Σάββατο. Αλλοίμονο,, ποτέ δεν εφάνηκε! Έτσι, εξακολούθησα να διερωτώμαι πώς θα εύρισκα τους ανθρώπους που είχαν την αλήθεια και την κατανόησι του Λόγου του Θεού.
Ύστερ’ από λίγο, μου εδόθη πάλι μια πρόσκλησις να παρακολουθήσω μια Γραφική διάλεξι. Είχα την πρόθεσι να πάω, αλλά το ανέβαλα, σκεπτόμενος ότι θα ήσαν εκεί την επομένη Κυριακή· εσχεδίασα να πάω τότε. Πραγματικά επήγα, αλλά με ανέμενε απογοήτευσις, όταν έφθασα στην αίθουσα, που ευρίσκετο στη διεύθυνσι που μου είχαν δώσει, και μου είπαν ότι η αίθουσα αυτή είχε ενοικιασθή μόνο για τη διάλεξι της προηγουμένης Κυριακής. Τώρα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, είχα αποφασίσει να βρω αυτούς τους ανθρώπους, διότι αισθανόμουν ότι αυτοί ήσαν εκείνοι που αναζητούσα.
Μου εδόθη πάλι πρόσκλησις για μια Γραφική διάλεξι, αυτή δε τη φορά εξησφάλισα το να είμαι εκεί, στην κατάλληλη ώρα και θέσι. Αισθάνθηκα, όμως, μεγάλη απογοήτευσι σχετικά μ’ αυτό που είχε να πη ο ομιλητής. Απλούστατα, δεν μπορούσα να το συνδέσω με ό,τι άκουσα στην αρχή· και για μεγάλη μου ευχαρίστησι, έμαθα πού ωφείλετο αυτό, όταν, αργότερα, διεπίστωσα ότι ο ομιλητής είχε συνταυτισθή με τους Σπουδαστάς των Γραφών, όπως ωνομάζοντο τότε οι μάρτυρες του Ιεχωβά, αλλά είχε απομακρυνθή και τώρα εκήρυττε τις δικές του ιδέες. Ήμουν ακόμη αποφασισμένος να βρω αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι είχαν το άγγελμα που είχα ακούσει αρχικώς και που ήταν τόσο αναψυκτικό για μένα.
Η ΕΡΕΥΝΑ ΜΟΥ ΑΝΤΑΜΕΙΒΕΤΑΙ
Τελικά, πήρα την κατεύθυνσι προς μια μικρή αίθουσα στην Εικοστή Τρίτη Οδό, κοντά στον Ηστ Ρίβερ του Μανχάτταν. Πήγα σ’ αυτό το μέρος και όταν άκουσα αυτό που ανεπτύσσετο είχα την πεποίθησι ότι οι άνθρωποι αυτοί ήσαν οι αληθινοί ακόλουθοι του Ιησού Χριστού.
Λίγο, πραγματικά, εγνώριζα πού θα ωδηγούσε αυτό, αλλά, κυττάζοντας πίσω, μπορώ να διακρίνω ότι ήταν το σκαλοπάτι προς εκείνο που ζητούσα. Εδώ άκουσα ανθρώπους να ομιλούν για τη θαυμαστή ελπίδα αιωνίου ζωής. Όταν άρχισα ν’ ακούω το άγγελμα της Γραφικής αληθείας, δεν ήταν δύσκολο να το διακρίνω από άλλα πράγματα που είχα ακούσει. Είχε έναν καθαρό, αληθινό ήχο και ήταν ενδυναμωτικό. Όταν διεπίστωσα ότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν τα ύδατα της αληθείας, ήταν σαν να βρήκα μια όασι σε μια νεκρή, άνυδρη έρημο. Απ’ την ημέρα εκείνη, που πήγα σ’ αυτό τον μικρό χώρο συναθροίσεως στην Εικοστή Τρίτη Οδό της πόλεως Νέας Υόρκης, ουδέποτε παρέμεινα μακριά από τις εκκλησιαστικές συναθροίσεις των μαρτύρων του Ιεχωβά, εκτός ένεκα ασθενείας ή κάποιου άλλου ισχυρού λόγου. Η συνεχής παρακολούθησις των συναθροίσεων με βοήθησε να προχωρήσω σε ακριβή γνώσι, κι έτσι η πίστις μου προς τον Ιεχωβά Θεό και τον Υιό του, Ιησού Χριστό, έγινε πιο σταθερή.
Την πρώτη εβδομάδα, που παρακολούθησα αυτή τη συνάθροισι, μου έδωσαν ένα μικρό δέμα με προσκλήσεις, με τις οποίες μπορούσα να προσκαλέσω άτομα στη Γραφική διάλεξι της επομένης Κυριακής. Τις έθεσα, λοιπόν, σε χρήσι, πηγαίνοντας στο καφενείο όπου εσύχναζα και κατόπιν από καφενείο σε καφενείο, προσφέροντας προσκλήσεις για τη Γραφική διάλεξι.
ΒΑΠΤΙΣΜΑ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΜΠΕΘΕΛ
Το 1920, όταν για πρώτη φορά άρχισα να μαθαίνω για τους σκοπούς του Ιεχωβά και ότι επεβάλλετο σε μένα ν’ αφιερώσω τη ζωή μου σ’ αυτόν και να τον υπηρετώ στο έργο κηρύγματος, κατενόησα, επίσης, ότι κι εγώ έπρεπε να βαπτισθώ, όπως εβαπτίσθη και ο Ιησούς, για να συμβολίσω την αφιέρωσί μου. Επληροφορήθηκα ότι επρόκειτο να γίνη ένα βάπτισμα στο Μπρούκλυν, και, εφόσον είχα κάμει στην καρδιά μου αφιέρωσι να πράττω το θέλημα του Ιεχωβά, απεφάσισα να συμβολίσω την αφιέρωσί μου. Ήταν προνόμιό μου να βαπτισθώ στον οίκο Μπέθελ, τα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας Σκοπιά, 124 Κολούμπια Χάιτς, Μπρούκλυν, Νέας Υόρκης. Είμαι πολύ ευτυχής γι’ αυτό, μολονότι γνωρίζω ότι ένα βάπτισμα σε οποιοδήποτε άλλο μέρος θα ήταν εξίσου αποδεκτό· αλλ’ εδώ είναι όπου, οκτώ χρόνια αργότερα, άρχισα την ολοχρόνια υπηρεσία μου προς τον Ιεχωβά· και, αν είναι θέλημά του, ελπίζω ότι εδώ θα τελειώσω την επίγεια πορεία μου.
Στο 1928, αφού είχα κάμει αίτησι, εκλήθην να υπηρετήσω ως μέλος της οικογενείας Μπέθελ, και τι χαρά υπήρξε αυτό για μένα να χρησιμοποιούμαι στα κεντρικά γραφεία της ορατής οργανώσεως του Ιεχωβά! Αφού είχα βρει την αληθινή λατρεία του Ιεχωβά Θεού, ήμουν ευτυχής που υπήρχε κάτι αξιόλογο, για το οποίο μπορούσε η ζωή μου να χρησιμοποιηθή. Όχι μόνο είχα την ικανοποίησι να γνωρίζω ότι υπηρετούσα τον Ιεχωβά ολοχρονίως, αλλ’ είχα και το ενδόμυχο αίσθημα της ευχαριστήσεως, εκείνη την ειρήνη του Θεού ‘την υπερέχουσαν πάσαν κατανόησιν’. Ω, δεν ήταν πάντοτε εύκολο. Έπρεπε να εργασθούμε σκληρά, και ακόμη πρέπει. Τώρα, όμως, το έργο έχει έναν πραγματικό σκοπό.
Επίσης, υπάρχουν άλλες χαρές κι ευτυχισμένες περιπτώσεις, που μου παρουσιάσθησαν στο χρονικό διάστημα της υπηρεσίας μου ως μέλους της οικογενείας Μπέθελ. Μια από τις εξαιρετικά ωραίες ήταν, όταν συνήντησα την Αδελφή Άιβυ Μπράουν, η οποία όμοια με μένα υπηρετούσε στο Μπέθελ. Το 1933 ήταν το έτος που εγώ και η Άιβυ ετελέσαμε τον γάμο μας και από τότε εδαπανήσαμε μαζί τριάντα χρόνια υπηρετώντας τον Ιεχωβά, δεχόμενοι τις ευλογίες του με το να ενασχολούμεθα στη διακονία του αγρού, παρακολουθούμε εκκλησιαστικές συναθροίσεις και συνελεύσεις μαζί. Τι βοήθεια ήταν αυτή για μένα! Και ήταν ένα παράδειγμα σε άλλες αδελφές μέσα στην εκκλησία, με το να βοηθή άλλους να μάθουν την αλήθεια του Λόγου του Θεού.
Η σύζυγός μου έχει τώρα πεθάνει, και η ελπίδα της ήταν η ουράνια αμοιβή. Λίγες ημέρες προτού πεθάνη, μολονότι υπέφερε σωματικώς, εξακολουθώντας, όμως, να χαίρη διανοητικώς με τη γνώσι του Ιεχωβά, επαρηγορήθη με πράγματα, που ποτέ δεν θα λησμονήσω. Θ’ αναφέρω ένα μόνον απ’ αυτά, που ήταν πολύ ενισχυτικό· αυτό ήταν μια επιστολή που έλαβε από μια Κινέζα κόρη, με την οποία είχε κάμει Γραφική μελέτη. Ας αφήσωμε την επιστολή να μιλήση μόνη της:
«Αγαπητή αδελφή Άιβυ: Ελυπήθηκα, όταν έμαθα ότι δεν αισθανόσαστε καλά κι ελπίζω να σας ιδώ σύντομα. Ελπίζω, επίσης, ότι τώρα θα αναλαμβάνετε από την ασθένειά σας. . . . Ω, Άιβυ, ποτέ δεν ελυπήθηκα ούτε και θα λυπηθώ που αφιέρωσα τη ζωή μου στο να πράττω το θέλημα του Ιεχωβά. Γνωρίζω ότι σ’ αυτές τις έσχατες ημέρες η ζωή δεν είναι, ούτε και θα γίνη εύκολη· αλλά με τη βοήθειά του και τις ευλογίες του θα επιζήσωμε του Αρμαγεδδώνος. Πάντοτε υπήρξα ευγνώμων στον Ιεχωβά, που έλαβα το άγγελμα της ζωής από σας. Λόγω αυτού του αγγέλματος είμαι σε θέσι ν’ αποβλέπω στο μέλλον με ελπίδα και χαρά. . . . Με αγάπη, Μαίρη.»
Λίγο ύστερ’ από τη λήψι της επιστολής αυτής, η σύζυγός μου πέθανε, αλλ’ υπήρξε πιστή ως την τελευταία στιγμή κι έδωσε μαρτυρία για την πίστι της στους γιατρούς και στο άλλο προσωπικό μέσα στο νοσοκομείο. Έλαβε τη στάσι της υπέρ του νόμου του Θεού όσον αφορά το αίμα. (Πράξ. 15:28, 29) Δεν μπορούσαμε να συγκατατεθούμε στο να γίνη χρήσις μεταγγίσεων αίματος. Ακόμη και οι γιατροί, που προσεπάθησαν εντατικά να την κάμουν να δεχθή μεταγγίσεις, υπεχρεώθησαν να εκφράσουν το θαυμασμό τους για την πίστι της. Στην προσπάθειά μου να θέσω στον γιατρό το ζήτημα από λογική άποψι, εξήγησα ότι, μολονότι αυτό πιθανόν να παρέτεινε τη ζωή της συζύγου μου για μια σύντομη χρονική περίοδο, τελικά, λόγω της παραβιάσεως του νόμου του Ιεχωβά σχετικά με την ιερότητα του αίματος, θα πέθαινε και θα ήταν νεκρή για πάντα, ενώ, εάν πέθαινε τώρα, αρνούμενη να παραβιάση τη Χριστιανική της συνείδησι, που ήταν εκπαιδευμένη με τη μελέτη του Λόγου του Θεού, θα είχε τη διαβεβαίωσι για μια ανάστασι σε αιώνια ζωή. Αν και οι γιατροί δεν μπορούσαν να κατανοήσουν, ελάβαμε την απόφασί μας, ο δε Ιεχωβά μού έδωσε τη δύναμι να δείξω υπομονή κάτω από την απώλεια της συζύγου μου, παραμένοντας πιστός.
ΠΛΟΥΣΙΕΣ ΕΥΛΟΓΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΕΥΡΕΣΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Τώρα, λοιπόν, πλησιάζω στο τέλος της ιστορίας μου, χωρίς σύζυγο, όχι όμως και μόνος οπωσδήποτε. Έχω τον Ιεχωβά Θεό για να λατρεύω, τον Υιό του Ιησού Χριστό ως Αρχηγό μου, την πλούσια συναναστροφή των αφιερωμένων συνδούλων μου και το Μπέθελ ως κατοικία μου. Είμαι μεταξύ εκείνων, που υπηρετούν τον ίδιο Θεό που υπηρετώ κι εγώ. Έχω πολλούς νεαρούς φίλους, καθώς και ηλικιωμένους, που έχουν την ίδια πίστι, και, πάνω απ’ όλα, τον ίδιο Θεό. Ναι, πλούσιες ευλογίες έρχονται σ’ εκείνους, που αναζητούν και ανευρίσκουν τον αληθινό Θεό.
Πόσο γεμάτη υπήρξε η ζωή μου αφότου εγνώρισα τον Ιεχωβά! Μου εδόθη το προνόμιο να ζω κοντά του και μέσα στον οίκο Μπέθελ αφότου έμαθα την αλήθεια του Λόγου του Θεού, είχα δε και την δυνατότητα να βλέπω εγώ ο ίδιος την εκπληκτική επέκτασι της ορατής οργανώσεως του Ιεχωβά. Τι απόδειξις ήταν αυτή της ευλογίας, που μου έδωσε ο Θεός! Είδα την επέκτασι των τυπογραφικών μέσων της Εταιρίας Σκοπιά, και είδα την οικογένεια Μπέθελ ν’ αυξάνη από 150 μέλη σε 700 περίπου. Δεν είχα δε την ελαχίστη ιδέα τότε, στο 1910, ότι μια μέρα θα συνταυτιζόμουν με μια οργάνωσι, που είχε μια σχολή εκπαιδεύσεως Χριστιανών επισκόπων στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης, κοντά σε μια πόλι με το ίδιο όνομα, που έχει και το νησί, στο οποίο εγεννήθηκα—Ιθάκη.
Πολλές άλλες ευλογίες έλαβα, καθώς παρευρέθηκα σ’ εθνικές και διεθνείς συνελεύσεις των μαρτύρων του Ιεχωβά, οι οποίες όλες ενίσχυσαν την πίστι μου στον Ιεχωβά ακόμη περισσότερο. Τι χαρά γι’ αυτόν τον ηλικιωμένο άνθρωπο, που, όταν ήταν κάποτε νέος, αναζητούσε κάτι, να βλέπη τόσο πολλούς ανθρώπους απ’ όλο τον κόσμο, οι οποίοι, επίσης, αναζητούσαν κάτι, και να τους συναντά, γνωρίζοντας ότι έχουν την ίδια πίστι κι ελπίδα!
Μέσω της θεοκρατικής εκπαιδεύσεως στη σχολή διακονίας και της παρακολουθήσεως των συναθροίσεων εκκλησίας, έγινα ικανός να προοδεύσω· από μικρή δειλή ψυχή που ήμουν έγινα ένας που δεν φοβείται να κηρύττη από σπίτι σε σπίτι και να μιλώ στους ανθρώπους σχετικά με τα καλά νέα της Βασιλείας. Είμαι ακόμη εγγεγραμμένος στη σχολή θεοκρατικής διακονίας και έχω το προνόμιο να δίδω δημόσιες Γραφικές ομιλίες. Ο χρόνος μου δαπανάται ακόμη στην υπηρεσία του Ιεχωβά και προσεύχομαι να μπορώ να συνεχίζω την πιστή υπηρεσία, γνωρίζοντας ότι θα εξακολουθώ να δέχωμαι πλούσιες ευλογίες από τον Ιεχωβά, τον Θεό τον οποίον αναζητούσα και ανεύρα.