Πλέον από Μισόν Αιώνα Ικανοποιητικής Υπηρεσίας
Αφήγησις υπό Σηθ Κέιθ
ΑΝΕΒΑΣΜΕΝΗ σ’ ένα κάθισμα, καθώς ενησχολείτο στο καθάρισμα του γραφείου, η Μητέρα πέταξε κάτω ένα παλιό περιοδικό, ζαρωμένο και κιτρινισμένο από τον χρόνο. «Να! Ίσως αυτό θα σε βοηθήση να διευκρινίσης μερικές απ’ αυτές τις Βιβλικές ερωτήσεις που είχες διατυπώσει. Αλλά μη λησμονείς, ο πάππους σου Κίλλιον έλεγε πάντοτε ότι ποτέ δεν μπορούσε να κατανοηθή η Γραφή. Κι επιζητούσαν πάντα τη γνώμη του.»
Ήμουν μόλις ένα μικρό αγόρι τότε. Στην πατρίδα μου, την Ουάσιγκτων της Πολιτείας Ινδιάνας, δεν υπήρχαν πραγματικοί λόγιοι ερευνηταί της Γραφής, αλλά εγώ είχα βαθύ ενδιαφέρον θέλοντας να κατανοήσω τη Γραφή. Αυτό το παλιό έντυπο που είχε ξεχώσει η Μητέρα από ό,τι είχαν συσσωρεύσει τα χρόνια, ήταν ως ένα αμυδρό φως που επρόκειτο να λάμπη ολοένα περισσότερο στη ζωή μου. Ήταν ένα από τα πρώτα τεύχη του περιοδικού Η Σκοπιά της Σιών και Κήρυξ της Παρουσίας του Χριστού.
Το 1911 έφθασαν στα χέρια μου μέσω κάποιου, ο οποίος ωνομάζετο Φρεντ Πάρκερ, ένα τεύχος του περιοδικού Ο Άμβων του Λαού και ένα τεύχος από το Μηνιαίον Περιοδικόν των Σπουδαστών της Γραφής, που και τα δύο εξεδίδοντο από τους Σπουδαστάς της Γραφής, όπως ήσαν τότε γνωστοί οι μάρτυρες του Ιεχωβά. Το ένα έγραφε για την κατάστασι των νεκρών το άλλο υπεδείκνυε ότι η δευτέρα έλευσις του Χριστού Ιησού ανεμένετο.
Όταν κάποιος γείτονας φονεύθηκε από δυστύχημα την επομένη ημέρα που είχε αρνηθή μια πρόσκλησι να συνταυτισθή με την Εκκλησία των Μεθοδιστών, ο κήρυξ το εθεώρησε ως βέβαιον ότι αυτός είχε πάει σ’ ένα πύρινο άδη, και χρησιμοποίησε την κηδεία ως ευκαιρία για να υπενθυμίση στον καθένα πόση φωτιά υπήρχε στον άδη. Σε μια μετέπειτα συζήτησι ως βοηθός λειτουργός ανέφερε περικοπές από το βιβλίο Κόλασις του Δάντη για να υποστηρίξη αυτή τη διδασκαλία. Αυτό μου επροξένησε αηδία, και από τότε έπαυσα να έχω εμπιστοσύνη στην εκκλησία. Στο σπίτι εξακολουθούσα να θέτω το ερώτημα για την κατάστασι των νεκρών, ώσπου η αδελφή μου ανεκάλυψε πάλι εκείνο το παλιό περιοδικό καθώς και τα άλλα έντυπα των Σπουδαστών της Γραφής. Εκεί είδαμε να διαφημίζωνται έξη τόμοι Γραφικών Μελετών καθώς και το περιοδικό Σκοπιά. Γράψαμε αμέσως να μας σταλούν.
Εργαζόμουν στο αγρόκτημα την ημέρα και μελετούσα την Αγία Γραφή ως αργά τη νύκτα για μερικό καιρό. Τι συγκινητικό ήταν να διαπιστώνω ότι οι σκοποί του Θεού ήσαν σε θαυμαστή αρμονία με την αλήθεια και τη δικαιοσύνη, όπως ακριβώς τα ορατά δημιουργήματα του είναι μια πηγή τέρψεως σε ταπεινούς άνδρες και γυναίκες! Ταυτοχρόνως διεπίστωνα τι βλασφημία, τι ατίμωσι φέρνουν στο όνομα του Θεού οι ανόητες εκ παραδόσεως διδασκαλίες της δεισιδαιμονικής θρησκείας. Φυσικά, ωμιλούσα συνεχώς για τα πράγματα που μάθαινα, και οι γείτονες έλεγαν ότι είχα χάσει το νου μου. Η δική μου άποψις ήταν ότι οποιοσδήποτε χάνει τον δικό του νου και αποκτά τον νου του Κυρίου σε οποιοδήποτε ζήτημα είναι πολύ πιο προχωρημένος.
Εν τω μεταξύ συναντήθηκα και πάλι με τον Φρεντ Πάρκερ, και μαζί του παρακολούθησα την προβολή της ταινίας το «Φωτόδραμα της Δημιουργίας,» μια εξήγησι των σκοπών του Θεού με σλάιντς και κινηματογραφική ταινία. Τότε αρχίσαμε να διαθέτωμε τα Γραφικά φυλλάδια. Ειδικά σε κάθε μεγάλη συγκέντρωσι ανθρώπων ρίχναμε φυλλάδια μέσα σε αυτοκίνητα και σε ιππήλατα οχήματα. Το 1915 παρευρέθηκα σε μια μικρή συνέλευσι και είχα το προνόμιο να συναντήσω και ν’ ακούσω τον Πάστορα Ρώσσελ, πρώτο πρόεδρο της Εταιρίας Σκοπιά. Έκαμε πράγματι εντύπωσι πόσο θαρραλέα επέτυχε να εκθέση τις θρησκευτικές πλάνες, συνηγορώντας για την απομάκρυνσι όλων των παραδοσιακών απορριμμάτων που έχουν θέσει επάνω από το Βιβλίο του Θεού.
ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΕ ΖΥΓΟ
Το έτος 1915 ήταν ένα έτος γεμάτο γεγονότα για μένα. Στις αρχές του έτους εκείνου ο Πάστωρ Ρώσσελ έδωσε μια διάλεξι στη γενέτειρά μου πόλι και αργότερα μ’ εκάλεσε ν’ αναλάβω βιβλιοπωλικό έργο, την ολοχρόνια υπηρεσία διαθέσεως Γραφών και Γραφικών εκδόσεων, που αργότερα έγινε γνωστή ως «υπηρεσία σκαπανέως.» Στις 10 Ιουνίου του έτους εκείνου εσυμβόλισα την αφιέρωσί μου στον Θεό με το βάπτισμά μου. Ανέλαβα έργο βιβλιοπώλου μαζί μ’ ένα πεπειραμένο, πρώτα γύρω από την κομητεία που ανήκε το σπίτι μου, και κατόπιν στην περιοχή του χαλκού του βορείου Μίσιγκαν.
Το επόμενο έτος μας συνέλαβαν τον σύντροφο μου κι εμένα στο Πρίνστον της Ινδιάνας. Οι Ρωμαιο-Καθολικές εξουσίες προσπαθούσαν να σταματήσουν τη διάθεσι του βιβλίου Το Τετελεσμένον Μυστήριον. Ύστερ’ από πέντε μέρες και τέσσερες νύκτες, ο αστυνόμος μας απέλυσε από τη φυλακή, διότι δεν υπήρχαν στοιχεία εναντίον μας και ούτε διαταγές για τη σύλληψί μας. Κατόπιν, μαζί με το σύντροφό μου, είχαμε αναλάβει το έργο της διανομής του υπ’ αριθμόν 3 φυλλαδίου Νέα της Βασιλείας με το θέμα «Δύο Μεγάλες Μάχες Μαίνονται,» στην περιοχή του Χάρρισμπουργκ Ιλλινόις. Αυτό προκάλεσε κάποια αναταραχή. Πράγματι, αργότερα ακούσαμε ότι η αστυνομία ανέμενε στον σιδηροδρομικό σταθμό για να συλλάβη δύο άνδρες. Συνέβη όμως ν’ αργήσωμε εμείς, και ο σύντροφος μου μού είπε να πηδήξω στο τελευταίο βαγόνι ενώ εκείνος έπαιρνε τα εισιτήριά μας. Έτσι η αστυνομία δεν είδε δύο άνδρες μαζί.
Σε μια περίπτωσι πήγαμε στο Έβανσβιλ ν’ ακούσωμε μια διάλεξι από τον Ούγκο Ρήμερ, ένα από τους περιοδεύοντας αντιπροσώπους της Εταιρίας. Αυτός μας είπε ότι η Εταιρία είχε 300 που ενησχολούντο σε βιβλιοπωλικό έργο, αλλά όλοι εκτός από 56 είχαν σταματήσει. «Γι’ αυτό εξακολουθείτε να προχωρήτε και ο Κύριος θα σας χαρίση ευλογίες,» μας είπε. Και αυτό ακριβώς επράξαμε. Ταξιδεύσαμε μακριά και σε πολλές πολιτείες, όπως την Ινδιάνα, το Ιλλινόις, το Κεντώκυ, το Άρκανσο, το Τέξας, τη Λουϊζιάνα, την Αριζόνα και το Νέον Μεξικόν. Προσπαθήσαμε μάλιστα, χωρίς επιτυχία, να εισέλθωμε στο παλαιό Μεξικό.
ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Λίγοι άνθρωποι σήμερα γνωρίζουν τι αγώνα είχαμε να διεξαγάγωμε την εποχή εκείνη για να διατηρήσωμε το δικαίωμα να κηρύττωμε το άγγελμα της Γραφής. Η περίφημη ομιλία του Ι. Φ. Ρόδερφορδ, «Ο Κόσμος Έχει Τελειώσει, Εκατομμύρια Ήδη Ζώντων Ουδέποτε Θέλουσιν Αποθάνει,» εφαίνετο ως το προοίμιον πολύ συνταρακτικών καιρών, ειδικά γι’ αυτούς που έκαναν βιβλιοπωλικό έργο. Ο σύντροφός μου κι εγώ είχαμε τη χαρά να μπορέσωμε να εργασθούμε ως το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Φαντασθήτε τη χαρά που είχαμε, επίσης, από τις θαυμάσιες ελπιδοφόρες συνελεύσεις στο Σήνταρ Πόιντ, Οχάιο, το 1919 και το 1922. Ποτέ δεν θα λησμονήσω την πρόσκλησι να διαφημίσωμε την Βασιλεία και τον ζήλο του συνηγμένου πλήθους!
Πολλά ήσαν τα μέσα που χρησιμοποιήσαμε για να εκτελέσωμε το έργο κηρύγματος της Βασιλείας. Συχνά βαδίζαμε· ως το 1922 περίπου χρησιμοποιούσαμε ποδήλατα, και κατόπιν αρχίσαμε να χρησιμοποιούμε αυτοκίνητα. Ενθυμούμαι ένα παλιό αυτοκίνητο-σπίτι που χρησιμοποιούσαμε· το όνομά του το είχε λάβει από το γεγονός ότι είχαμε διευθετήσει τα καθίσματα με τρόπο που να μπορούμε να τα μετατρέπωμε σε κρεββάτια. Χρησιμοποιούσαμε τον φωνογράφο για να μεταδίδωμε Γραφικές ομιλίες στους ανθρώπους, και κατόπιν ήλθε το μηχάνημα μεταγραφής που χρησιμοποιούσε δίσκους δεκαέξη ιντσών που μπορούσαν να χρησιμοποιούνται σ’ ένα ηχητικό σύστημα.
Κάποτε, ενώ εργαζόμουν στο Χάρρισμπουργκ, Άρκανσο, καθώς κατέβαινα τον δρόμο προσφέροντας έντυπα στους οικοδεσπότας, κάποιος με ρώτησε αν ήμουν ένας Σπουδαστής της Γραφής. Στην καταφατική μου απάντησι φάνηκε να είχε ερεθισθή πολύ, κι ερώτησε αν είχα το βιβλίο Εχθροί. Του είπα ότι είχα ένα στο αυτοκίνητο, και καθώς προχωρούσαμε προς τα εκεί ξέσπασε: «Βλέπεις εκείνο το υψηλό κωδωνοστάσιο εκεί! Αυτή είναι η Βαπτιστική Εκκλησία, κι εγώ κηρύττω εκεί. Είμαι ένας αξιωματούχος του νόμου. Όταν ήμουν στη Λουϊζιάνα, εμείς της Αμερικανικής Λεγεώνος καταστρέψαμε τις κατοικίες σαράντα μαρτύρων του Ιεχωβά.»
Έτσι με ωδήγησε στη φυλακή και μ’ έβαλε σ’ ένα κελλί με μόνο ένα κομμάτι μέταλλο για κρεββάτι και δύο κλινοσκεπάσματα. Ήμουν όμως κουρασμένος και γρήγορα κοιμήθηκα βαθιά. Συνέπιπτε να είναι παραμονή Χριστουγέννων, και κατά τις 10 μ.μ. εγέμισαν την φυλακή με μεθυσμένους. Στη διάρκεια της νυκτός αφυπνίσθηκα από κάποιον που φώναζε κι έκλαιε. Έπασχε από τρομώδες παραλήρημα. Προς ανακούφισίν μου, το πρωί μ’ έφεραν μπροστά στον αστυνόμο και ύστερα από ανάκρισι με απέλυσαν.
Ενώ υπηρετούσα στις θερμές, υγρές περιοχές της Άρκανσο, ασθένησα. Ο γιατρός είπε ότι η περίπτωσίς μου ήταν αναχαιτισμένη φυματίωσις και συνέστησε να μετοικήσω στο δυτικό Τέξας. Εκεί είχα πολλές συγκινητικές ευκαιρίες, διότι το ζήτημα του χαιρετισμού της σημαίας είχε διεγείρει όλους σ’ ένα είδος φρενίτιδος. Στο Μέναρντ, του Τέξας, ενθυμούμαι ότι ένα ζεύγος έξαλλων ανθρώπων ενήργησε να με φυλακίσουν και να με καταδικάσουν σε πρόστιμο $200 και στα έξοδα της δίκης. Είχε γίνει διευθέτησις να πάη ένας φίλος μου στο Σαν Άντζελο και να επιτύχη μια εγγύησι για μένα. Εν τούτοις, όταν την έφερε, οι αξιωματούχοι είπαν ότι θα την εδέχοντο μόνο όταν θα κατεβάλλετο το πρόστιμό μου. Τους είπα ότι θα παρέμενα εκεί αντί να πληρώσω ένα άδικο πρόστιμο. Ωστόσο, ο φίλος μου με τις καλές προθέσεις ήλθε σε συνεννόησι μαζί των ν’ ακυρωθή το πρόστιμο των $200 αν επλήρωνα μόνο τα έξοδα.
Η υγεία μου χειροτέρευε την εποχή εκείνη κι έτσι οι φίλοι μ’ έπεισαν να πάω σ’ ένα σανατόριο για εξέτασι. Από την εξέτασι εξακριβώθηκε ότι η περίπτωσίς μου ήταν πολύ χρονία γι’ αυτούς. Ισχυρίσθηκαν ότι δεν εδέχοντο κανένα ηλικίας άνω των εξήντα ετών. Όταν ανέφερα ότι ήμουν μόνο πενήντα εννέα ετών, δεν άλλαξαν γνώμη. Οπωσδήποτε, απεφάσισα να πάω να ζήσω στην ύπαιθρο εκείνο τον χειμώνα.
Το φθινόπωρο του 1944, η Εταιρία Σκοπιά με διώρισε στο Πέκος του Τέξας. Οι κήρυκες του τόπου δεν ήθελαν να κηρύττω τη βασιλεία του Θεού και διήγειραν τις αρχές. Συνολικά θα είχα συλληφθή έξη φορές στην περιοχή του Πέκος. Προσπαθούσαν να με κάνουν να ομολογήσω ότι πωλούσα έντυπα. Αρνήθηκα, διότι επρόκειτο για αποδοχή μικρών εισφορών που δεν αντιπροσώπευαν καθόλου την πλήρη αξία του Βιβλικού συγγράμματος που αφήναμε στους ανθρώπους. Στη δευτέρα σύλληψι μια ηλικιωμένη κυρία, που ήταν κι αυτή μια Μάρτυς, σηκώθηκε από το κρεββάτι της που ήταν άρρωστη και ταξίδευσε τριάντα επτά μίλια για να εγγυηθή για την προσωρινή αποφυλάκισί μας.
Μέσα σ’ όλες αυτές τις πείρες είναι πράγματι θαυμαστό το αίσθημα της ικανοποιήσεως που δοκιμάζαμε ότι καταβάλλαμε τις πιο καλές μας προσπάθειες για να υπηρετούμε τον Ιεχωβά Θεό και να προάγωμε τη μελέτη της Γραφής με το άγγελμα ελπίδος που αυτή περιέχει. Ήμεθα περιχαρείς για το ότι εκρίθημεν άξιοι να πάσχωμε χάριν δικαιοσύνης.—1 Πέτρ. 2:19, 20.
Αυθαίρετα όργανα έδειχναν την προκατάληψί των και το μίσος των για οποιονδήποτε διεκδικούσε τα συνήθη δικαιώματά του ως πολίτου. Όταν πήγαμε να κηρύξωμε στο Τόμπστον της Αριζόνας, παραδείγματος χάριν, μας είπαν ότι αν πληρώναμε απλώς $3 για δικαιώματα αδείας όλα θα ήσαν εν τάξει. Φυσικά, αρνηθήκαμε, εφόσον το έργο μας δεν ήταν με καμμιά έννοια εμπορικό. Την τρίτη φορά που εμφανισθήκαμε μπροστά σ’ ένα δικαστή, μας είπε ότι είμεθα χειρότεροι από οποιονδήποτε κακούργο ή δολοφόνο. Παράξενη γλώσσα, δεν νομίζετε, για να χρησιμοποιήση ένας σε ανθρώπους των οποίων το μόνο αδίκημα ήταν να κηρύττουν το ευαγγέλιον της βασιλείας του Θεού;
Ενθυμούμαι ότι σε μια πόλι με συνέλαβαν απλώς διότι ζητούσα τη διεύθυνσι ενός Μάρτυρος που διέμενε εκεί. Ο αστυνόμος μού είπε ότι θα με συνελάμβανε κάθε φορά που θα εμφανιζόμουν στην πόλι εκείνη. Ανέμενε ότι μόλις θα με απέλυε θα έσπευδα ν’ απομακρυνθώ από την περιοχή. Αλλά απογοητεύθηκε. Μου επέβαλε πρόστιμο, και όταν αρνήθηκα να το πληρώσω, μ’ έρριξε μέσα σ’ ένα ρυπαρό κελλί. Ύστερ’ από μερικές ημέρες ήλθε ο αστυνόμος και είπε ότι, αν θα εγκατέλειπα την κομητεία, θα με άφηναν ελεύθερο, Του υπενθύμισα ότι φυλακίσθηκα παρανόμως και δεν θα έφευγα ποτέ με τέτοιους όρους. Τελικά με απέλυσε, χωρίς δεσμεύσεις.
ΑΙΤΙΑ ΓΙΑ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΙ ΚΑΙ ΧΑΡΑ
Όλες αυτές οι πείρες ήσαν πηγές βαθιάς ικανοποιήσεως, ναι, ακόμη και χαράς, την εποχή εκείνη· μήπως οι ακόλουθοι του Ιησού δεν είχαν προειδοποιηθή ότι αν ακολουθούσαν την ηγεσία του Κυρίου των θα είχαν την ίδια μεταχείρισι που είχε κι εκείνος; (Ιωάν. 17:14) Και, φυσικά, όλη η κακή μεταχείρισις που ελαμβάναμε δεν ήταν τίποτε σε συμπαραβολή με τη χαρά που αισθανόμεθα όταν ταπεινοί άνθρωποι ανταπεκρίνοντο στο άγγελμα που τους εκομίζαμε κι έδειχναν την εκτίμησί των με το να μας προσφέρουν ‘το ποτήριον ψυχρού ύδατος’ που ανέφερε ο Κύριος Ιησούς. (Ματθ. 10:42) Και ήταν πάντοτε συγκινητικό να βλέπωμε τις αποδείξεις ότι ο ενθρονισμένος Βασιλεύς της εκλογής του Θεού πραγματοποιούσε ήδη το μεγάλο του διαχωριστικό έργο, και ν’ αναλογιζώμεθα το γεγονός ότι ήμεθα ταπεινά όργανα στο χέρι του.—Ματθ. 25:31-33.
Είναι αλήθεια ότι η ηλικία εμείωσε πολύ την σωματική μου ικανότητα. Τώρα έχω υπερβή τα ογδόντα έξη. Και, αν αφήσω τη διάνοιά μου να το σκέπτεται πολύ αυτό, είναι πιθανόν να με αποθαρρύνη. Αλλά παρηγορούμαι με τη γνώσι ότι ο Πατήρ μας στον ουρανό μάς γνωρίζει καλύτερα από όσο γνωρίζομε εμείς τον εαυτό μας. Αυτός γνωρίζει τις αδυναμίες μας, και γνωρίζει τη διακαή επιθυμία μας να είμεθα ικανοί να υπηρετούμε κατά ένα μικρό τρόπο τα συμφέροντα της Βασιλείας του· ίσως για να μπορούμε να ενθαρρύνωμε κάποιον, ο οποίος είναι σωματικώς ικανώτερος να κηρύττη και να διδάσκη σήμερα. Και ο Ιεχωβά είναι αγαθός στους δούλους του. Ιδέτε πώς ήγειρε ένα πλήθος διαγγελέων της Βασιλείας για να εντείνουν τη μαρτυρία μεταξύ των εθνών αυτές τις ‘έσχατες ημέρες’! Πόσο ικανοποιητικό είναι να γνωρίζωμε ότι ζούμε στις ημέρες της εκπληρώσεως της προφητείας: «Το ελάχιστον θέλει γείνει χίλια· και το ολιγοστόν, ισχυρόν έθνος· εγώ ο Ιεχωβά θέλω επιταχύνει τούτο κατά τον καιρόν αυτού!»—Ησ. 60:22, ΜΝΚ.
(Από τότε που έγραψε αυτή την αφήγησι, ο Σηθ Κέιθ ετερμάτισε τη επίγειο πορεία του με πεποίθησι ότι ‘τα έργα αυτού ακολουθούσιν αυτόν,’ διότι διατηρούσε την ελπίδα να συμμετάσχη μαζί με τον Χριστό στην ουρανία βασιλεία.—Αποκάλ. 14:13.)