Ποιο Είδος Μετάνοιας Φέρνει ‘Καιρούς Αναψυχής;’
Σ’ ΕΝΑ πλήθος συνηγμένο στη στοά του Σολομώντος στο ναό της Ιερουσαλήμ, ο απόστολος Πέτρος έκαμε την εξής έκκλησι: «Μετανοήσατε λοιπόν και επιστρέψατε δια να εξαλειφθώσιν αι αμαρτίαι σας δια να έλθωσι καιροί αναψυχής από της παρουσίας του Ιεχωβά.»—Πράξ. 3:11-19, ΜΝΚ.
Τι εσήμαινε γι’ αυτούς να ‘μετανοήσουν και επιστέψουν’; Πώς θα ωδηγούσε σε ‘καιρούς αναψυχή’; Και εφαρμόζεται αυτό σ’ εμάς σήμερα;
ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑ
Στην εποχή του Πέτρου, ο Ιουδαϊκός λαός ωμιλούσε και Εβραϊκά και Ελληνικά. Και στις δυο γλώσσες οι λέξεις που μεταδίδουν τη σκέψι της «μετανοίας» αναφέρεται σε μια αλλαγή, μια αλλαγή στη διάνοια, στη στάσι ή στον σκοπό ενός ατόμου.
Παραδείγματος χάριν, η λέξις μετανοώ αποτελείται από δυο λέξεις: μετά, που σημαίνει «ύστερα» και νοώ, που σχετίζεται με τον νουν, δηλαδή τη διάνοια, τη διάθεσι ή την ηθική συνείδησι. Ώστε μετανοώ σημαίνει κατά γράμμα κάνω σκέψι κατόπιν (σε αντίθεσι με τη σκέψι από πριν.) Είναι σαν την έκφρασι ‘να κάνη κανείς δεύτερη σκέψι’ για κάποιο ζήτημα, που σημαίνει ότι αυτές οι μετέπειτα σκέψεις φέρνουν αλλαγή στη στάσι μας. Συχνά αυτή η αλλαγή συνοδεύεται ή επιβάλλεται από ένα αίσθημα λύπης, θλίψεως, δυσαρεσκείας ή ακόμη και αηδιασμού για το ζήτημα για το οποίο κάνομε ‘δεύτερες σκέψεις.’
Αλλ’ αυτή για την οποία μιλούσε ο Πέτρος δεν ήταν μια συνήθης αλλαγή στάσεως. Προηγουμένως είχε δείξει στο ακροατήριό του ότι και αυτοί ήσαν ένοχοι του θανάτου του Ιησού Χριστού, τον οποίο ο Θεός είχε κάμει «αρχηγόν της ζωής.» Μολονότι είχαν ενεργήσει εν αγνοία, όπως και οι άρχοντές των, ωστόσο ήσαν ένοχοι επειδή είχαν υποστηρίξει και συμβαδίσει μ’ εκείνους οι οποίοι είχαν αντισταθή στην αλήθεια, που περιελάμβανε και τις προφητείες των Εβραϊκών Γραφών οι οποίες προέλεγαν την έλευσι του Μεσσία.
Ώστε ποιο είδος «αλλαγής» τους καλούσε ο Πέτρος να κάμουν; Μήπως απλώς το να αισθάνωνται τύψεις για τον θάνατο ενός αθώου και ν’ αποφασίσουν να μη συμμετάσχουν ποτέ πια στην ευθύνη ενός τέτοιου εγκλήματος; Αυτό ήταν όλο; Καθόλου! Η αλλαγή έπρεπε να είναι τόσο διεισδυτική ώστε να τους κάμη να ‘επιστρέψουν’ όχι απλώς από το να κάμουν μια ειδική κακή πράξι, αλλά απ’ όλη την πορεία της ζωής των η οποία ήταν αντίθετη στον εκδηλωμένο σκοπό του Θεού. Η μετάνοια έπρεπε να τους κάμη να στραφούν από εκείνη την πορεία και να λάβουν μια διαφορετική πορεία ζωής. Η πορεία των τους ωδηγούσε μακρυά από τον Θεό. Αλλά τώρα έπρεπε να στραφούν στον Θεό μέσω του δικού του ‘Αρχηγού της ζωής.’ Ο Πέτρος είχε κάμει περαιτέρω σαφές ότι το ν’ αποτύχη κανείς να προσέξη εκείνον που απέστειλε ο Θεός θα εσήμαινε καταστροφή, ενώ η υπακοή στο άγγελμά του θα εσήμαινε ευλογίες. Ναι, με πίστι σ’ αυτόν ως τον από Θεού αρχηγόν της ζωής μπορούσαν ν’ αρχίσουν ν’ απολαμβάνουν ‘καιρούς αναψυχής’ διότι ο Θεός θα συγχωρούσε τώρα την κακή πορεία των, θα ‘εξήλειφε’ τις αμαρτίες των, και θα ελευθερώνονταν από το φορτίο μιας ενοχής συνειδήσεως. Θα έρχονταν κάτω από την εύνοια του Θεού, θα έστρεφε το πρόσωπό του προς αυτούς με επιδοκιμασία και θα τους ευλογούσε και θα τους ωδηγούσε σε αιώνια ζωή.—Πράξ. 3:19-26.
Ποιος είναι, λοιπόν ο πραγματικός σκοπός της μετανοίας όπως δείχνει αυτό; Είναι το να έλθη κανείς σε ορθή σχέσι με τον Θεό—όχι απλώς προσωρινά αλλά μονίμως.
Αυτό γίνεται σαφές μ’ εκείνο που ένας άλλος απόστολος, ο Παύλος, εδήλωσε σ’ ένα ακροατήριο στας Αθήνας, όχι ένα Ιουδαϊκό ακροατήριο αλλά ένα ακροατήριο που απετελείτο από Έλληνας, λάτρεις πολλών θεών και θεαινών.
ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΝ ΔΟΤΗΡΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Στη δυνατή ομιλία που έδωσε στον Άρειο Πάγο (ή Λόφο του Άρεως), ο Παύλος ετόνισε στο πολυθεϊστικό ακροατήριό του τον μόνο αληθινό Θεό, τον Ποιητή του ουρανού και της γης. Οι Έλληνες υπερηφανεύονταν για τη λογική τους και ο Παύλος τους επέδειξε πόσο παράλογο ήταν να «νομίζωμεν τον Θεόν ότι είναι όμοιος με χρυσόν ή άργυρον ή λίθον, κεχαραγμένα δια τέχνης και επινοίας ανθρώπου.» Κατόπιν εξήγησε ότι μολονότι ο Θεός είχε επιτρέψει μια τέτοια κακή διαγωγή επί ένα χρονικό διάστημα, «τώρα παραγγέλλει εις πάντας τους ανθρώπους πανταχού να μετανοώσι.»—Πράξ. 17:29, 30.
Ώστε, λοιπόν, θα ήταν αρκετό εκείνοι οι Έλληνες να μετανοήσουν για την από μέρους των ειδωλολατρική χρήσι αγαλμάτων και από τη λατρεία των μιας μεγάλης παρατάξεως θεοτήτων; Θα μπορούσαν τότε να συνεχίσουν να δουν τη ζωή που ζούσαν πριν όσον αφορά τις άλλες μορφές της; Όχι, δεν ήταν αυτό εκείνο που έλεγε ο Παύλος.
Πρώτα είχε αποδείξει στερεά την αλήθεια ότι όλο το ανθρώπινο γένος οφείλει τη ζωή του και τη συνέχισι της ζωής στον Θεό, την Πηγή κάθε ζωής. Έτσι όλο το ανθρώπινο γένος είναι χρεώστης στον Θεό—είναι υπόλογοι, υπεύθυνοι σ’ αυτόν. Ως ο Δημιουργός και Ζωοδότης ο Θεός είχε δικαίωμα ν’ απαιτήση απ’ όλα τα πλάσματά του να υπηρετούν τον σκοπό του, να ζουν σε αρμονία με το υπέρτατο θέλημά του. Ο Παύλος ετόνισε την ανάγκη να εξετάσουν εκείνοι οι Έλληνες σοβαρά την ευθύνη λέγοντας εν συνεχεία: «Διότι προσδιώρισεν [ο Θεός] ημέραν, εν η μέλλει να κρίνη την οικουμένην εν δικαιοσύνη δια ανδρός [του Χριστού Ιησού] τον οποίον διώρισε, και έδωκεν εις πάντας βεβαίωσιν περί τούτου, αναστήσας αυτόν εκ νεκρών.»—Πράξ. 17:22-31.
Αυτή η θεμελιώδης αλήθεια, σχετικά με την ευθύνη όλων των ανθρώπων στον μόνο αληθινό Θεό για τη ζωή που ζουν, ήταν μια νέα διδασκαλία για τους Έλληνας. Παρουσίαζε τη μετάνοια κάτω από νέο φως. Το Θεολογικό Λεξικό της Καινής Διαθήκης (Τόμ. IV, σ. 979) το τονίζει αυτό λέγοντας ότι η «μετάνοια» μεταξύ των αρχαίων Ελλήνων «ποτέ δεν περιελάμβανε αλλαγή στο σύνολο της ηθικής στάσεως, μια βαθειά αλλαγή στην κατεύθυνσι της ζωής, μια μεταστροφή η οποία επηρεάζει το σύνολο της διαγωγής.»
Εκείνοι οι Έλληνες θα μπορούσαν να ‘μετανοήσουν’ για μια ωρισμένη πράξι, λόγο, σχέδιο ή πρόγραμμα, απορρίπτοντας αυτά ως μη ικανοποιητικά ή αξιοθρήνητα. Θα μπορούσαν ακόμη να παρουσιασθούν μπροστά στο άγαλμα ενός από τους θεούς των και να εκφράσουν τύψεις σχετικά μ’ ένα ζήτημα. Αλλ’ ο απόστολος Παύλος έδειχνε σ’ αυτούς τώρα ότι ώφειλαν ολόκληρη τη ζωή τους στον Θεό. Ήσαν υπεύθυνοι σ’ αυτόν για ολόκληρη την πορεία της ζωής των. Τι βαθειά αλλαγή εσήμαινε η «μετάνοια» κατόπιν αυτής της διδασκαλίας! Αν τώρα άρχιζαν να ‘ζητούν τον Θεό’ όπως είχε δείξει ο Παύλος ότι έπρεπε να κάμουν, θ’ αποκτούσαν γνώσι και, κάτω από το φως αυτής της γνώσεως, θα μπορούσαν να διαπιστώσουν ότι πάρα πολλά πράγματα που έκαμαν ήσαν αντίθετα με το θέλημα και τον σκοπό του αληθινού Θεού, του Ζωοδότου!
ΤΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΛΕΧΘΗ ΓΙΑ ΣΗΜΕΡΑ;
Όχι, μόνο εκείνοι οι Έλληνες που άκουσαν τον Παύλο, αλλά ‘πάντες’ οι άνθρωποι «πανταχού» είχαν, και έχουν, ανάγκη μιας τέτοιας μετανοίας. Πάρα πολλά άτομα σήμερα, ιδιαίτερα στον Χριστιανικό κόσμο, νομίζουν ότι απλώς με το ότι έχουν γεννηθή εισέρχονται σε σχέσι με τον Θεό ως μέρος της οικογενείας του. Οι Γραφές δείχνουν ότι αυτή η άποψις είναι τελείως άκυρη.
Είναι αλήθεια ότι όλοι εισέρχονται στη ζωή με τη σχέσι του οφειλέτου στον Θεό, επειδή έχουν λάβει ζωή απ’ αυτόν, αλλά όχι ως επιδοκιμασμένα μέλη της παγκοσμίου οικογενείας του. Όπως δείχνει σαφώς ο απόστολος Παύλος, με το αμάρτημα του Αδάμ όλοι οι απόγονοί του πωλήθηκαν σε δουλεία και υποτάχθηκαν στην αμαρτία και τον θάνατο που ‘εβασίλευσαν’ από τότε. (Ρωμ. 5:12-14, 21· 7:14) Η ανθρωπότης ως σύνολο έχει αποξενωθή από τον Θεό, και είναι ανάγκη να συμφιλιωθή με Αυτόν. Γι’ αυτό ο απόστολος μπορούσε να πη για τους εθνικούς που ήσαν έξω από τη διαθήκη του Θεού με τον Ισραήλ, ως «ελπίδα μη έχοντες, και όντες εν τω κόσμω χωρίς Θεού.» (Εφεσ. 2:11, 12) Με την εξιλαστήριο θυσία του Υιού του, Χριστού Ιησού, ο Θεός προμήθευσε το μέσον για να συμφιλιωθούν μαζί του όλοι εκείνοι που θα έδειχναν πίστι σ’ αυτή τη θυσία. (Κολ. 1:19-23) Η παράκλησις των αποστόλων ως πρέσβεων του Χριστού ήταν λοιπόν: «διαλλάγητε προς τον Θεόν.»—2 Κορ. 5:20.
Ώστε, μια βασική αιτία για την ανάγκη μετανοίας εκ μέρους όλων των ανθρώπων είναι ότι όλοι είμεθα από κληρονομικότητα αμαρτωλοί. Μια δεύτερη αιτία είναι ότι, αν συμβαδίζουμε με τον κόσμο του ανθρωπίνου γένους στην πορεία του, τότε ακολουθούσαμε μια πορεία εναντιώσεως στον Θεό—για τον απλό λόγο ότι το ανθρώπινο γένος ως σύνολο αγνόησε ακόμη και πολέμησε εναντίον του θελήματος και των σκοπών του Θεού. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η ανθρώπινη ιστορία βασικά δεν είναι άλλο παρά μια καταθλιπτική έκθεσις επανειλημμένων πράξεων αιματοχυσίας, καταπιέσεως, αδικίας και ανηθικότητος. Το ν’ αρνηθή κανείς να δη, ν’ αναγνωρίση και να παραδεχθή την ευθύνη του σ’ όλ’ αυτά ως ένα εθελοντικό μέλος της παγκοσμίου κοινότητος θα εσήμαινε μια προσπάθεια ασθενούς δικαιολογίας του εαυτού του. Όπως το θέτει ο απόστολος Ιωάννης: «Εάν είπωμεν ότι δεν ημαρτήσαμεν, ψεύστην κάμνομεν αυτόν [τον Θεόν] και ο Λόγος αυτού δεν υπάρχει εν ημίν.»—1 Ιωάν. 1:10.
Αντί να προσπαθή ένα ειλικρινές άτομο ν’ αποφύγη την ευθύνη ή να δικαιολογή τον εαυτό του, βλέποντας την αληθινή κατάστασί του θα αισθανθή γνήσια θλίψι και θα ζητήση να συμφιλιωθή με τον Θεό. Θ’ απορρίψη οριστικά την προηγούμενη πορεία εκουσίας συμμορφώσεως μ’ ένα κόσμο ο οποίος έδειχνε εχθρότητα στον Θεό, και θα έχη ένα ειλικρινές μίσος γι’ αυτή την κακή πορεία και για κάθετι που αντίκειται στους δίκαιους κανόνες του Θεού. (Ιακ. 4:4· Ψαλμ. 119:104· Ρωμ. 12:9) Αν μετανοήση πραγματικά, θα ‘επιστρέψη’ και θα εκδηλώση αυτή τη μεταστροφή με «καρπούς αξίους της μετανοίας.» (Πράξ. 26:20· Ματθ. 3:8) Θα ενδυθή ένα «νέον άνθρωπον, τον κτισθέντα κατά Θεόν εν δικαιοσύνη και οσιότητι της αληθείας.»—Εφεσ. 4:17-24.
Σήμερα, όπως και στους αποστολικούς χρόνους, η μετάνοια και η μεταστροφή οδηγούν σ’ ένα άλλο βήμα: το βάπτισμα. Το βάπτισμα, σύμφωνα με το θεόπνευστο σύγγραμμα του αποστόλου Πέτρου συμβολίζει «μαρτυρίαν της αγαθής συνηδήσεως εις Θεός.» (1 Πέτρ. 3:21) Ναι, από τότε επισήμως υποβάλλει αίτησι στον Θεό να του επιτραπή να εισέλθη σε αγαθές σχέσεις μ’ αυτόν και ν’ απολαύση τα οφέλη μιας αγαθής συνειδήσεως απέναντι σ’ αυτόν. Επειδή έχει δοκιμάσει τα κακά αποτελέσματα της δουλείας στη ‘βασιλεύουσα’ αμαρτία που οδηγεί στον θάνατο, αυτό το άτομο παρακαλεί τώρα τον Θεό να τον αγοράση ως δούλον του μέσω της απολυτρωτικής τιμής την οποία έχει πληρώσει στοργικά ο Υιός του Θεού.—Ρωμ. 6:16-18· 1 Κορ. 7:22, 23.
Έχετε κάμει αυτή τη ζωτική αλλαγή; Αναγνωρίζετε την ευθύνη σας απέναντι στον Ζωοδότη να ζήτε μια ζωή σύμφωνα με το θέλημά του; Αισθάνεσθε την υποχρέωσι να το κάνετε αυτό από αγάπη γι’ αυτόν και τη δικαιοσύνη;
Αυτό απαιτεί μελέτη του Λόγου του. Οφείλετε ‘ν’ ανοίξετε τους οφθαλμούς και τα ώτα σας’ με επιδεκτικό τρόπο στις αλήθειες της Γραφής για να μπορέσετε να ‘νοήσετε με την καρδίαν.’ Γι’ αυτούς οι οποίοι το κάνουν αυτό, ο Ιεχωβά λέγει: ‘Θέλω ιατρεύσει αυτούς.’ (Ησ. 6:9, 10· Ματθ. 13:13-15) Αν το κάνετε αυτό, θα δοκιμάσετε την πείρα ‘καιρών αναψυχής’ και θα οδηγηθήτε σε ‘οδούς τερπνάς’ και ‘τρίβους ειρήνης’ καθώς θ’ απολαμβάνετε καθαρή συνείδησι ενώπιον του Θεού.—Παροιμ. 3:17· 1 Πέτρ. 3:21.