Η Επί του Όρους Ομιλία—‘Θησαυρίζετε Θησαυρούς εν Ουρανοίς’
Ο ΙΗΣΟΥΣ, μετά τη συμβουλή που έδωσε σχετικά με την ανάγκη αποφυγής της υποκρισίας στη λατρεία, εξήτασε την παγίδα του υλισμού. Άρχισε λέγοντας τα εξής: «Μη θησαυρίζετε εις εαυτούς θησαυρούς επί της γης, όπου σκώληξ και σκωρία αφανίζει και όπου κλέπται διατρυπούσι και κλέπτουσιν.»—Ματθ. 6:19.
Ο Ιησούς εγνώριζε πολύ καλά την τάσι του ανθρώπου να εμπιστεύεται σε συσσώρευσι υλικών πραγμάτων. Συμβούλευσε τους ακροατάς του να μην το κάνουν αυτό, επειδή οι επίγειοι θησαυροί δεν έχουν διαρκή αξία. Είτε πρόκειται για δαπανηρά ενδύματα, χρήματα ή άλλα υλικά αντικείμενα, αυτές οι αποθηκευμένες αξίες υπόκεινται σε φθορά. Παραδείγματος χάριν, ‘σκώληκες’ μπορούν να καταστρέψουν πολύτιμα υφάσματα· πολύτιμα μέταλλα μπορούν να υποκύψουν στη «σκωρία.» (Παράβαλε με Ιάκωβον 5:1-3.) Ακόμη και πριν από τη φθορά, υπάρχει ο κίνδυνος της κλοπής. Στην αρχαία Παλαιστίνη οι κλέπτες ‘διατρυπούσαν και έκλεπταν’ μπαίνοντας μέσα από τους τοίχους των σπιτιών οι οποίοι ήσαν φτιαγμένοι από λάσπη ή γύψο.
Επομένως, ο Ιησούς δήλωσε: «Αλλά θησαυρίζετε εις εαυτούς θησαυρούς εν ουρανώ, όπου ούτε σκώληξ ούτε σκωρία αφανίζει και όπου κλέπται δεν διατρυπούσιν ουδέ κλέπτουσιν.» (Ματθ. 6:20) Μπορεί κανείς ν’ αποθηκεύση αδιάφθορους θησαυρούς με το να κάνη ένα υπόμνημα «εν ουρανοίς» (δηλαδή, ενώπιον του Θεού) καλών έργων. Σχετικά μ’ αυτό, ο απόστολος Παύλος συμβούλευσε τους πλούσιους Χριστιανούς «να αγαθοεργώσι, να πλουτώσιν εις έργα καλά, να ήναι ευμετάδοτοι, κοινωνικοί, θησαυρίζοντες εις εαυτούς θεμέλιον καλόν εις το μέλλον, δια να απολαύσωσι την αιώνιον ζωήν.»—1 Τιμ. 6:17-19· Τίτον 3:8.
Ο Ιησούς μάς έδωσε την αιτία για την αποφυγή του υλισμού: «Επειδή όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί θέλει είσθαι και η καρδία σας,» (Ματθ. 6:21) Ο «θησαυρός» ενός ατόμου είναι αυτό που το άτομο θεωρεί πραγματικά πολύτιμο. Σ’ αυτόν βάζει την ‘καρδιά’ του, την έδρα των ελατηρίων, επιθυμιών και συναισθημάτων του. Αν ο θησαυρός που κυριεύει την καρδιά του ατόμου είναι απλώς, ό,τι μπορεί να προσφέρη αυτός ο κόσμος, αυτό θα βλάψη τις σχέσεις του με τον Θεό, ο οποίος απαιτεί υπηρεσία με ‘τέλεια καρδιά.’—1 Χρον. 28:9· Ματθ. 22:37.
Ο Ιησούς, για να βοηθήση τους ακροατάς του ν’ αποφύγουν την παγίδα του υλισμού, έδωσε δύο παραδείγματα. Άρχισε το πρώτο λέγοντας: «Ο λύχνος του σώματος είναι ο οφθαλμός· εάν λοιπόν ο οφθαλμός σου ήναι καθαρός, όλον το σώμα σου θέλει είσθαι φωτεινόν.»—Ματθ. 6:22.
Είναι κατάλληλο να ονομάζωμε τον οφθαλμό ‘λύχνο του σώματος,’ επειδή το φως φθάνει στο οπτικό κέντρο του εγκεφάλου μέσω των οφθαλμών. Ο ‘καθαρός οφθαλμός,’ αντί συνεχώς ν’ αναπηδά για να συλλάβη τη θέα κάθε αντικειμένου που παρουσιάζεται μπροστά, συγκεντρώνεται σ’ ένα μόνο πράγμα. Με μια συμβολική έννοια, αυτό στο οποίο ‘θέτει τον οφθαλμό του’ κανείς ως αντικείμενο διαρκούς συγκεντρώσεως και συλλογισμού επηρεάζει ολόκληρη την προσωπικότητά του. Αν ο κύριος στόχος του ατόμου στη ζωή είναι η εκτέλεσις του θελήματος του Θεού, τότε «όλον το σώμα [του] θέλει είσθαι φωτεινόν.» Σ’ όλες τις πλευρές της ζωής, το άτομο θ’ αντανακλά διαφώτισι που δοξάζει το Θεό και ωφελεί τους άλλους συνανθρώπους του.—Παράβαλε με Παροιμίες 4:18, 25-27· Ματθαίον 5:14-16.
«Εάν όμως ο οφθαλμός σου ήναι πονηρός,» συνέχισε ο Ιησούς, «όλον το σώμά σου θέλει είσθαι σκοτεινόν.» (Ματθ. 6:23α) Ο ‘πονηρός οφθαλμός’ συγκεντρώνεται με ζηλόφθονη επιθυμία στα εσφαλμένα πράγματα. (Βλέπε Ματθαίον 5:28· 2 Πέτρ. 2:14.) Για το άτομο που κάνει κύρια επιδίωξι της ζωής του τα πλούτη αυτού του κόσμου, «όλον το σώμα . . . θέλει είσθαι σκοτεινόν.» Ένας τέτοιος υλιστικός στόχος θα οδηγήση σε εσφαλμένη διαγωγή που εκδηλώνει πνευματικό σκότος σ’ όλους τους τομείς της ζωής. «Όσοι δε θέλουσι να πλουτώσι,» γράφει ο απόστολος Παύλος, «πίπτουσιν εις πειρασμόν και παγίδα και εις επιθυμίας πολλάς ανοήτους και βλαβεράς, αίτινες βυθίζουσι τους ανθρώπους εις όλεθρον και απώλειαν. Διότι ρίζα πάντων των κακών είναι η φιλαργυρία, την οποίαν τινές ορεγόμενοι απεπλανήθησαν από της πίστεως και διεπέρασαν εαυτούς με οδύνας πολλάς,»—1 Τιμ. 6:9, 10.
Ο Ιησούς, δείχνοντας τη σοβαρότητα αυτού, είπε κατόπιν: «Εάν λοιπόν το φως το εν σοι ήναι σκότος, το σκότος πόσον;» (Ματθ. 6:23β) Ως άνθρωποι, έχομε μέσα μας την ατέλεια εκ γενετής. (Ρωμ. 5:12) Η κατάστασις ενός ατόμου γίνεται χειρότερη, όμως, αν παροδηγή τις ικανότητές του για την απόκτησι διαφωτίσεως (τον συμβολικό οφθαλμό). Η ζηλόφθονη επιθυμία για πλούτη καταστρέφει ολόκληρη τη διαβίωσι του ατόμου. (Παροιμ. 28:20) «Πόσον,» ανεφώνησε ο Ιησούς, είναι το «σκότος» εκείνων των οποίων η αγάπη για υλιστικούς θησαυρούς τους οδηγεί να παραμερίσουν τα πνευματικά ζητήματα!—Ματθ. 13:22.
Ο Ιησούς κατόπιν προσέθεσε ένα δεύτερο παράδειγμα: «Ουδείς δύναται δύο κυρίους να δουλεύη· διότι ή τον ένα θέλει μισήσει και τον άλλον θέλει αγαπήσει, ή εις τον ένα θέλει προσκολληθή και τον άλλον θέλει καταφρονήσει.»—Ματθ. 6:24α.
Οι ακροατές της επί του Όρους Ομιλίας ήσαν εξοικειωμένοι με τη δουλεία, η οποία διέπετο από τους κανόνες του Μωσαϊκού νόμου. (Έξοδ. 21:2· Λευιτ. 25:39-46) Ένας κτήτωρ δούλων έπρεπε ν’ αναμένη από τους δούλους του να του δίδουν πλήρως τον εαυτό τους. (Παράβαλε με Λουκάν 17:7-10.) Είναι ενδιαφέρον να σημειωθή ότι Το Μισνά εξετάζει τα δικαιώματα «ενός δούλου που ανήκει σε κτήτορες,» δείχνοντας ότι κατά περιστάσεις ένας δούλος οφείλει υποταγή σε δύο κυρίους. Σχετικά με τα λόγια του Ιησού γι’ αυτό το ζήτημα, διαβάζομε στο Θεολογικό Λεξικό της Καινής Διαθήκης:
«Τα εδάφια Ματθ. 6:24 και Λουκ. 16:13 προϋποθέτουν την πιθανότητα ενός δούλου ο οποίος έχει δύο κτήτορες με ίσα δικαιώματα επάνω του και συνεπώς ίσες απαιτήσεις για τις υπηρεσίες του. Αυτή είναι μια κατάστασις η οποία θα μπορούσε να υπάρχη και ασφαλώς υπήρχε. Πράγματι, υπήρχαν δούλοι οι οποίοι ελευθερώνοντο από τον ένα Κύριο, αλλά όχι και από τον άλλον έτσι ώστε ήταν κατά το ήμισυ ελεύθεροι και κατά το ήμισυ δούλοι. Σε μια τέτοια σχέσι (διπλής δουλείας) ήταν ασφαλώς ουσιαστικά αδύνατον να επιδείξη ο δούλος την ίδια αφοσίωσι και στους δύο, ιδιαίτερα επειδή οι επιθυμίες τους και τα συμφέροντά τους μπορεί να εποίκιλλαν πάρα πολύ. Ο Ιησούς εκφράζει αυτό ακριβώς στη γλώσσα των συγχρόνων Του και του λαού Του, λέγοντας ότι ο δούλος θα [αγαπούσε] τον ένα Κύριο και [θα μισούσε] τον άλλον, δηλαδή, θα ήταν λιγώτερο προσκολλημένος σ’ αυτόν.»
Ο Ιησούς ετόνισε το σημείο αυτού του παραδείγματος λέγοντας: «Δεν δύνασθε να δουλεύετε Θεόν και μαμμωνά.» (Ματθ. 6:24β) Αυτή η δήλωσις δεν καταδικάζει την κατοχή πλούτου, αλλά, αντιθέτως, τονίζει ότι δεν μπορεί κανείς να ‘δουλεύη’ τα πλούτη και, συγχρόνως, να δίνη στον Θεό την αποκλειστική αφοσίωσι που απαιτεί. Ένα άτομο που πραγματικό αγαπά τον Θεό και επιθυμεί να τον υπηρετή με ευπρόσδεκτο τρόπο, πρέπει στην πραγματικότητα να ‘μισήση’ τη δουλεία που προέρχεται από το να κάνη κανείς κύριο στόχο στη ζωή του την απόκτησι θησαυρών στη γη.