Μια Ολόκληρη Ζωή στην Υπηρεσία του Ιεχωβά
Αφήγηση του Τζόζεφ Ντος Σάντος
ΗΤΑΝ μια ζεστή, τροπική νύχτα του Φεβρουαρίου του 1945. Τα πάντα βρίσκονταν σε πλήρη σύγχυση στην περιοχή του Πανεπιστημίου της Μανίλας του Σάντο Τόμας, που είναι η πρωτεύουσα των Φιλιππίνων, όπου οι Γιαπωνέζοι μας είχαν φυλακίσει. Τα Αμερικανικά στρατεύματα έφτασαν απροσδόκητα για να μας ελευθερώσουν, και οι Γιαπωνέζοι εκδικήθηκαν βομβαρδίζοντας τον περίβολο του πανεπιστημίου, προκαλώντας μεγάλη καταστροφή
Μέσα στο σκοτάδι, οι γυναίκες που ήταν φυλακισμένες φίλησαν τους σταυρούς τους και προσευχήθηκαν δυνατά. Μια οβίδα έπεσε εκεί κοντά και σκότωσε το φυλακισμένο που βρισκόταν μπροστά μου. Συγκλονισμένος αλλά σώος έσυρα το σώμα μου που από την πείνα είχε εξασθενήσει πολύ για να βρει καταφύγιο πίσω από το κτίριο που βρισκόταν η φυλακή μου για τρία χρόνια. Τελικά, ο βομβαρδισμός κόπασε, οι Αμερικάνοι πήραν τον πλήρη έλεγχο και λίγο καιρό μετά απ’ αυτό ελευθερωθήκαμε. Μετά από τρία χρόνια χωρισμό, μπόρεσα να ξανασμίξω με τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου και να συνεχίσω το έργο που είχα αρχίσει να κάνω και είχα αφήσει στη μέση.
Ο «Χρυσούς Αιών» Άλλαξε τη Ζωή Μου
Πώς έφτασα να βρίσκομαι σε τέτοια επικίνδυνη κατάσταση τόσο μακριά από το σπίτι μου στη Χαβάη; Όλα άρχισαν πριν από χρόνια και 14.500 χιλιόμετρα (9.000 μίλια) μακριά στην Καλιφόρνια των Η.Π.Α., καθώς σπούδαζα χειροπράκτορας. Εκεί, είχα δανειστεί ένα περιοδικό που λεγόταν Ο Χρυσούς Αιών (που τώρα είναι γνωστό σαν Ξύπνα!) από τη σπιτονοικοκυρά μου, την Κα Μπράιτ. Αυτά που διάβασα σ’ αυτό το περιοδικό άρχισαν να αλλάζουν ολόκληρη την άποψή μου για τη ζωή.
Είχα μεγαλώσει στη Χαβάη μέσα σ’ ένα Ρωμαιο-Καθολικό σπίτι, αλλά ούτε η θρησκεία εκείνη ούτε όλες οι άλλες που ερεύνησα φαινόταν να είναι η αλήθεια. Άφηναν μέσα μου ένα κενό. Αλλά αυτά που διάβασα σ’ αυτό το τεύχος του Χρυσού Αιώνα άρχισαν να γεμίζουν το κενό.
Το περιοδικό ήταν έκδοση των Σπουδαστών της Γραφής, έτσι λέγονταν τότε οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ένας ντόπιος Σπουδαστής των Γραφών άκουσε για το ενδιαφέρον μου και μου έδωσε περισσότερα έντυπα. Σύντομα διαπίστωσα πώς είχα βρει την αλήθεια. Με τον καιρό επέστρεψα στη Χαβάη για να ασκήσω το επάγγελμά μου. Ωστόσο, όπως στην περίπτωση του Ιερεμία, η Βιβλική αλήθεια ήταν σαν φωτιά που έκαιγε τα κόκκαλά μου, και δεν μπορούσα να παραμείνω σιωπηλός. (Ιερεμίας 20:9) Έλεγα στους γείτονες μου αυτά που είχα μάθει και σύντομα δημιουργήσαμε μια Βιβλική τάξη από 22 άτομα.
Δεν Ήμουν Μόνος
Νόμιζα πώς ήμουν ο μόνος Σπουδαστής των Γραφών στη Χαβάη. Αλλά με τον καιρό βρήκα άλλους έξι, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Αδελφός Σόλομων, ο διευθυντής του σιδηροδρομικού σταθμού. Έτσι, μπορούσα να απολαμβάνω τη συντροφιά ομολάτρεών μου.
Ήθελα να προσφέρω εθελοντικά τον εαυτό μου για περισσότερο έργο, γιαυτό είπα στον αδελφό Σόλομων ότι ήθελα να κηρύξω στα γύρω νησιά. Μου είπε ότι κανένας ποτέ δεν είχε πάει πιο πέρα από τη Χονολουλού για να κηρύξει τα καλά νέα, αλλά, βλέποντας την αποφασιστικότητα μου πείστηκε και κανόνισε να έχω ένα τροχόσπιτο (αυτός είχε συνεργείο αυτοκινήτων) και μου είπε ότι θα μπορούσα να κηρύξω σ’ όλα τα νησιά εκτός από τη Χονολουλού. Έπρεπε να αφήσω το μέρος αυτό για τους άλλους έξι Σπουδαστές των Γραφών. Έτσι το 1929 άρχισα την καριέρα μου σαν ολοχρόνιος κήρυκας.
Με ενθουσιασμό κήρυξα τριάμισι χρόνια σ’ όλα τα νησιά της Χαβάης. Ήμουν νέος και δυνατός και συχνά περπατούσα μίλια μέσα σε μονοπάτια που δεν μπορούσε να περάσει το αυτοκίνητο και σκαρφάλωνα βουνά μεταφέροντας δυο βαλίτσες γεμάτες έντυπα. Μερικές φορές οι δρόμοι ήταν τόσο δύσκολοι που χρειαζόταν να σέρνομαι. Έντυπα είχα αφήσει και στον καταυλισμό των λεπρών του Μολοκάι. Μέσα σ’ αυτά τα τριάμισι χρόνια, κάθε μήνα έκανα 230 ώρες στην υπηρεσία και διέθεσα συνολικά 46.000 έντυπα.
Αλλά και πάλι ένιωθα πως μπορούσα να κάνω περισσότερα. Γιαυτό προσφέρθηκα να κηρύξω σ’ όλο τον κόσμο. Ο πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ, έμαθε την επιθυμία μου και με διόρισε να πάω στη Βραζιλία. Έτσι, έφτιαξα ένα δρομολόγιο να φύγω από τη Χαβάη, και μέσω της Ανατολής, να πάω στη Βραζιλία. Η πρώτη μου στάση επρόκειτο να γίνει στις Φιλιππίνες.
Ένα Περιπετειώδες Ταξίδι
Έτσι το 1933, μ’ ένα μπαούλο γεμάτο από έντυπα, από τον αδελφό Σόλομων κι ένα άλλο που στάλθηκε στις Φιλιππίνες κατ’ ευθείαν από τα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας Σκοπιά στο Μπρούκλυν, επιβιβάστηκα στο ατμόπλοιο Δε Γκρέητ Νόρθερν και άρχισα το ταξίδι μου για όλο τον κόσμο.
Επρόκειτο να σταματήσουμε στην Ιαπωνία, αλλά επειδή γνώριζα ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αντιμετώπιζαν ήδη προβλήματα στην προπολεμική Ιαπωνία, δεν είχα ζητήσει άδεια για να κατέβω εκεί. Δεν ήθελα να προσθέσω κι άλλο κίνδυνο στα προβλήματά τους. Ωστόσο, μερικοί κληρικοί που βρίσκονταν πάνω στο πλοίο είδαν ποιος ήμουν κι έστειλαν ένα τηλεγράφημα πριν φθάσουμε εμείς για να πληροφορήσουν τις αρχές της Ιαπωνίας ότι πάνω στο πλοίο είχα μαζί μου έντυπα. Όταν το πλοίο προσάραξε στη Γιοκοχάμα, η αστυνομία της Ιαπωνίας ανέβηκε στο πλοίο και δήμευσε όλα τα έντυπά μου κατ’ ευθείαν από τις αποσκευές που κρατούσε το πλοίο! Τίποτα δεν μπορούσαν να κάνουν οι υπεύθυνοι του πλοίου, γιαυτό συνέχισα το ταξίδι μου για τις Φιλιππίνες χωρίς αυτά.
Όταν έφθασα στη Μανίλα κάλεσα αμέσως το διευθυντή του τελωνείου. Αυτός είχε ακούσει πως ήμουν κομμουνιστής και πήρε ένα από τα βιβλία μας για να το διαβάσει. Μια εβδομάδα αργότερα μου είπε ότι ένιωσε έκπληξη όταν είδε ότι το βιβλίο βασιζόταν απόλυτα πάνω στη Βίβλο, και ότι οπωσδήποτε δεν ήταν κομμουνιστικό.
«Προσωρινή» Καθυστέρηση στις Φιλιππίνες
Στη Μανίλα νοίκιασα ένα διαμέρισμα, με σκοπό να περάσω κάποιο χρόνο εκεί κηρύττοντας προτού φύγω για τη Βραζιλία. Ωστόσο, υπήρχαν προβλήματα στην τοπική οργάνωση των Μαρτύρων του Ιεχωβά κι έτσι ο αδελφός Ρόδερφορδ μου έστειλε ένα γράμμα στο οποίο μου ζητούσε να αναλάβω εγώ μέχρις ότου έρθει κάποιος αντικαταστάτης. Συμφώνησα, αλλά αυτή η αντικατάσταση έγινε μετά από 13 χρόνια!
Το έργο μας στην προπολεμική Μανίλα ήταν ενδιαφέρον. Δεν κάναμε επανεπισκέψεις εκείνο τον καιρό, αλλά ταξιδεύαμε σε όλη την πόλη με τα πόδια, με το λεωφορείο, με τραμ ή με καλέζα (μοιάζει με μόνιππο) διανέμοντας Βιβλικά έντυπα. Προοδευτικά, το έργο διαδόθηκε σ’ όλα τα νησιά των Φιλιππίνων καθώς στέλναμε σκαπανείς για να επεξεργαστούν διάφορους τομείς. Το 1935 παντρεύτηκα τη Ροζάριο Λόπεθ και με τον καιρό ευλογηθήκαμε με δυο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι.
Ποτέ δεν σταμάτησαν απόλυτα να μας κατηγορούν σαν κομμουνιστές. Μια μέρα, ήρθε κάποιος και μου είπε πως ήταν της μυστικής αστυνομίας και ότι με παρακολουθούσε αρκετούς μήνες επειδή με υποπτεύονταν για κομμουνιστή. Τώρα επρόκειτο να αναφέρει ότι δεν ήμουν. Μια άλλη φορά ένας εισαγγελέας δέχθηκε να μελετήσει μαζί μου τη Βίβλο. Αργότερα διαπίστωσα ότι ο μόνος λόγος που ήθελε να μελετήσει ήταν για να διαπιστώσει αν ήμουν κομμουνιστής ή όχι. Όταν διαπίστωσε πώς δεν ήμουν, έγινε καλός φίλος και ανέλαβε πολλές νομικές υποθέσεις μου.
Εν τω μεταξύ, το έργο κηρύγματος επεκτεινόταν. Επειδή ο χώρος που είχα νοικιάσει τώρα ήταν πάρα πολύ μικρός, αγόρασα ένα άλλο χώρο, και το γραφείο μας μεταφέρθηκε εκεί. Το μικρό προσωπικό των γραφείων μας αυξήθηκε καθώς μαζί μ’ εμένα και τη σύζυγό μου ενώθηκε ο Νάρκισο Ντέλαβιν και αργότερα η νεαρή γυναίκα που επρόκειτο να γίνει γυναίκα του.
Ψεύτικες Κατηγορίες και Πόλεμος
Τα γεγονότα έσφιγγαν γύρω μας. Το 1941 ανακηρύχθηκε πόλεμος. Μέσα σε μια εβδομάδα δυο αστυνομικοί ήρθαν στο γραφείο, και συνέλαβαν εμένα μαζί με άλλους τρεις αδελφούς και μας έκλεισαν σε μια μεγάλη φυλακή στη Μουντινλούπα, αρκετά μίλια μακριά από τη Μανίλα. Μ’ έβαλαν χωριστά από τους άλλους και με κλείδωσαν σ’ ένα μικρό απομονωμένο κελλί. Ήταν τελείως άδειο, κι έπρεπε να κοιμάμαι πάνω στο τσιμέντο μέχρις ότου κάποιος έμπιστος (ένας φυλακισμένος στον οποίο έδιναν ιδιαίτερα προνόμια), από καλοσύνη της καρδιάς του, μου έδινε κρυφά κάθε βράδι δυο κουβέρτες κι ένα μαξιλάρι.
Ο διευθυντής δεν με άφηνε να βγω από την απομόνωση, και οι άλλοι φυλακισμένοι, επειδή πίστευαν πως ήμουν ένας πράκτορας του εχθρού και ο αρχηγός του Κομμουνιστικού Κόμματος, με έβριζαν μέσα από τους τοίχους. Τελικά, πίστεψαν στις διαμαρτυρίες μας ότι δεν ήμαστε κομμουνιστές, και μετά από δυο εβδομάδες άφησαν ελεύθερους και τους τέσσερις μας. Χρειάστηκε να με συνοδεύσουν ως την πύλη της φυλακής αξιωματικοί της αστυνομίας γιατί διαφορετικά οι άλλοι φυλακισμένοι θα μου είχαν επιτεθεί.
Το βράδι που μας άφησαν ελεύθερους, έγινε μια ανταρσία στη φυλακή και είμαι βέβαιος πως αν ήμαστε εκεί θα βρισκόμαστε σε κίνδυνο. Είμαι ευγνώμων στον Ιεχωβά για την ασφάλειά μας και που ξανάσμιξα πάλι με την οικογένειά μου στη Μανίλα.
Φυλακισμένος από τους Γιαπωνέζους
Ωστόσο, τα προβλήματά μας άρχισαν μόνο. Σύντομα η Μανίλα καταλήφθηκε από Γιαπωνέζους εισβολείς και επειδή ήμουν Αμερικάνος με φυλάκισαν μαζί με άλλους αλλοδαπούς στο Πανεπιστήμιο του Σάντο Τόμας, κοντά στο κέντρο της Μανίλας. Εκεί πέρασα τα επόμενα τρία χρόνια, από τον Ιανουάριο του 1942 ως τον Μάρτιο του 1945. Είπα τα καλά νέα σε όσο περισσότερους μπόρεσα μέσα στο στρατόπεδο και ξέρω ότι τουλάχιστον ένας από τους άλλους φυλακισμένους έγινε αργότερα μάρτυς του Ιεχωβά.
Όταν άρχισε ο πόλεμος η ζωή μέσα στο στρατόπεδο της φυλακής έγινε δύσκολη. Τα σιτηρέσιά μας λιγόστευαν μέχρις ότου κάθε μέρα μας έδιναν μόνο μία κούπα ρύζι. Τρώγαμε οτιδήποτε για να ικανοποιήσουμε τους βασανιστικούς πόνους της πείνας, μάλιστα τρώγαμε και αγριόχορτα που φύτρωναν μέσα στο μεγάλο στρατόπεδο. Μερικοί έτρωγαν σκυλιά, γάτες, ακόμη και αρουραίους. Όταν με φυλάκισαν ζύγιζα 61 κιλά (135 πάουντς). Όταν με άφησαν ελεύθερο ζύγιζα 36 κιλά (80 πάουντς).
Μερικοί εξέχοντες κρατούμενοι αποκεφαλίστηκαν. Τελικά, δεν επιτρεπόταν να μπει μέσα στο στρατόπεδο ούτε κανένας γιατρός, και ο φράχτης που υπήρχε γύρω γύρω από το χώρο του πανεπιστημίου ήταν ενισχυμένος με τέτοιον τρόπο που κανένας απ’ έξω δεν μπορούσε να δει μέσα. Κάθε μέρα πέθαιναν από την πείνα 30 ή και περισσότεροι. Τελικά ήρθε εκείνη η φριχτή νύχτα που τα Αμερικανικά στρατεύματα μπήκαν μέσα και μας ελευθέρωσαν παρά το βομβαρδισμό των Γιαπωνέζων. Πόσο ευτυχισμένοι ήμαστε που ενωθήκαμε πάλι με τον έξω κόσμο!
Πίσω στο Έργο
Οι Αμερικάνοι μας έδωσαν το πρώτο πραγματικό φαγητό ύστερα από αρκετό καιρό στερήσεων. Θυμάμαι ότι τρώγαμε κονσέρβες με κρέας, αλλά ήμαστε τόσο πεινασμένοι που δεν ξέραμε πότε είχαμε αρκετά. Αισθανόμουν πολύ άσχημα αρκετές μέρες μετά από εκείνο το πρώτο γεύμα. Παρόλ’ αυτά, 18 μέρες μετά την κατάληψη των Αμερικανών μας άφησαν ελεύθερους. Οι Αμερικάνοι προσφέρθηκαν να μας επαναπατρίσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά εγώ περίμενα ακόμη εκείνη την αντικατάσταση για ν’ αναλάβει κάποιος άλλος τη διεύθυνση του έργου κηρύγματος στις Φιλιππίνες. Έπρεπε να παραμείνω εκεί μέχρις ότου γίνει!
Για άλλη μια φορά ήμουν ευτυχής που ξανάσμιξα με τη γυναίκα μου και την οικογένεια μου και ασχοληθήκαμε και πάλι δραστήρια στο έργο κηρύγματος. Επικοινώνησα με τα κεντρικά γραφεία της Σκοπιάς στο Μπρούκλυν της Νέας Υόρκης, για πρώτη φορά μετά από τον Δεκέμβριο του 1941, και μας έστειλαν όλα τα προηγούμενα τεύχη της Σκοπιάς, καθώς επίσης και άλλες πληροφορίες που δεν είχαμε λάβει στη διάρκεια του πολέμου στις Φιλιππίνες. Ανοίξαμε ξανά το γραφείο τμήματος και επισκεφθήκαμε αρκετές εκκλησίες, καθώς επίσης συναντηθήκαμε με μερικούς προεδρεύοντες επισκόπους για να τους βοηθήσουμε για να ενημερωθούν κατάλληλα.
Τον Νοέμβριο του 1945, με επίσημη άδεια από τις αρχές, χρησιμοποιήσαμε την αίθουσα θεάτρου ενός γυμνασίου στο Πανγκασινάν, περίπου 200 χιλιόμετρα (125 μίλια) βόρεια της Μανίλας, για την πρώτη μεταπολεμική μας συνέλευση. Ποτέ δεν είχα ακούσει να ψέλνουν ύμνους στον Ιεχωβά με τέτοιο αίσθημα όπως σ’ αυτή τη συνέλευση. Οι περισσότεροι από τους φίλους μας που ήταν εκεί αφηγούνταν ιστορίες για το πώς ο Ιεχωβά τους οδήγησε μέσα από τους κινδύνους του πολέμου. Εγώ προσωπικά είχα νιώσει το προστατευτικό του χέρι πάρα πολλές φορές. Ήμαστε όλοι πολύ ευγνώμονες.
Ήμαστε επίσης ευγνώμονες όταν είδαμε πώς είχε ευλογήσει ο Ιεχωβά το λαό του με αύξηση στη διάρκεια των ετών του πολέμου. Η τελευταία προπολεμική έκθεση δραστηριότητας των Μαρτύρων του Ιεχωβά στις Φιλιππίνες (το 1941) ανέφερε ένα σύνολο από 373 κήρυκες που μετείχαν δραστήρια στη διακήρυξη των καλών νέων της Βασιλείας. Ενόσω ήμουν στη φυλακή αυτός ο αριθμός αυξήθηκε στους 2.000, και 4.000 ήρθαν στη δημόσια ομιλία σ’ αυτή την πρώτη μεταπολεμική συνέλευση.
Το 1947 έφτασε ο Ερλ Στιούαρτ, ο προ πολλού αναμενόμενος αντικαταστάτης, μαζί με άλλους τρεις ιεραποστόλους. Έμεινα στο γραφείο του τμήματος μέχρι το 1949 οπότε μαζί με την οικογένειά μου φύγαμε τελικά από τις Φιλιππίνες.
Εξακολουθώ να Προσφέρω τον Εαυτό μου Πρόθυμα
Βέβαια, ποτέ δεν το έκανα αυτό στη Βραζιλία. Οι συνθήκες έδειξαν πώς ήταν σοφό να ξαναγυρίσουμε στη Χαβάη. Αλλά δεν χάσαμε την επιθυμία μας να υπηρετούμε τον Ιεχωβά και να λέμε σε άλλους γι’ αυτόν. Από τότε μέχρι τώρα η σύζυγός μου κι εγώ κηρύττουμε ολοχρόνια σε άλλους σ’ αυτά τα θαυμάσια νησιά που για πρώτη φορά άρχισα το έργο σκαπανέα το 1929.
Τώρα είμαι 87 χρόνων και μπορώ να αναπολώ τα 54 και πλέον χρόνια μου στην ολοχρόνια υπηρεσία προς τον Ιεχωβά. Ενώ είναι αλήθεια πως έχουμε περάσει πολλές δύσκολες δοκιμασίες, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονται και χρόνια απομόνωσης από τους Χριστιανούς αδελφούς, καθώς επίσης και τη στέρηση του ενός από τον άλλο, όμως οι χαρές που μας έχει δώσει ο Ιεχωβά ξεπερνούν πολύ τις θλίψεις. Αν είχα την ευκαιρία να ξαναζήσω πάλι από την αρχή, θα ήμουν πρόθυμος να ξαναζήσω την ανταμειφτική ζωή που έζησα, διαθέτοντας όλο μου το χρόνο αινώντας τον Μεγάλο Θεό, τον Ιεχωβά.—Ψαλμός 110:3.