Ένας «Ξενοδόχος» Φέρνει Αναψυχή στο Ποτέ-Ποτέ Νησί
Όπως την αφηγήθηκε ο Τσαρλς Μπέρνχαρτ
ΟΧΙ, δε θα βρείτε μια χώρα ή ένα νησί που να ονομάζεται Ποτέ-Ποτέ. Είναι μια παλιά ονομασία που χρησιμοποιόταν από τους ιθαγενείς της Αυστραλίας για να περιγράψουν τις πληκτικές, έρημες, χωρίς δέντρα και απόμερες περιοχές εκείνης της χώρας. Ένας ξενοδόχος μάς αφηγείται πώς το ξενοδοχείο του στο Ποτέ-Ποτέ τελικά έφερε αναψυχή στους πελάτες του με δύο εντελώς διαφορετικούς τρόπους.
Το να γίνω ξενοδόχος ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Οι συγγενείς μου ήταν ναυτικοί και, σαν κι αυτούς, λαχταρούσα τη θάλασσα. Το 1908, σε ηλικία 15 χρόνων, υπέγραψα για να εργαστώ στο πρώτο ιστιοφόρο και δαπάνησα 14 χρόνια στη θάλασσα. Ένα ταξίδι από τη Βραζιλία στην Αυστραλία διήρκεσε 72 μέρες. Το μενού κάθε μέρα ήταν κονσερβοποιημένο βοδινό, κονσερβοποιημένες πατάτες και λίγο χυμός λεμονιού. Το βαρέθηκα αυτό, κι έτσι εγκατέλειψα το πλοίο τον Οκτώβριο του 1913, στο Πορτ Πιρι, στη Νότια Αυστραλία.
Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, η δουλειά στα πλοία ή οπουδήποτε αλλού στην Αυστραλία ήταν δυσεύρετη, ιδιαίτερα για μένα. Ήμουν Γερμανός υπήκοος και γεννήθηκε στο Αμβούργο, στις 26 Μαρτίου 1893. Για αρκετό καιρό ζούσα με τις οικονομίες μου αλλά, αργότερα, με ένα πολύ φτηνό γεύμα τη μέρα στο ‘πιτάδικο’ στη γωνιά του δρόμου και, τελικά, μ’ ένα πιάτο μπιζέλια και ένα κομμάτι πίτα που το έλεγαν πλωτήρα. Όταν τέλειωσαν τα χρήματα, υπήρχε μόνο ένα πράγμα για να κάνω: ζήτησα από τις στρατιωτικές αρχές να με συλλάβουν. «Μη χειρότερα, για ποιο λόγο;» ρώτησε ο αξιωματικός. «Δεν μπορώ να βρω καμιά δουλειά και έμεινα απένταρος». Συμφώνησαν. Αφού πέρασα τέσσερις μήνες πίσω από το συρματόπλεγμα σ’ ένα στρατόπεδο στο Τόρρενς Άιλαντ, άρχισα να λυπάμαι για όλα τα πουλάκια που τα είχαν στα κλουβιά. Τι αντίθεση με την ελευθερία στη θάλασσα!
Μετά από τέσσερις μήνες δραπέτευσα κολυμπώντας το Ποτάμι Πορτ. Αλλά τώρα η κατάστασή μου ήταν χειρότερη. Όχι μόνο δεν μπορούσα να βρω δουλειά αλλά οι αρχές με καταζητούσαν. Τελικά παρουσιάστηκα και τους ζήτησα να με αφήσουν ελεύθερο δίνοντας το λόγο της τιμής μου. Και πάλι συμφώνησαν.
Τρεις μέρες προτού γίνει ανακωχή του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, παντρεύτηκα και αγωνιούσα να φτιάξω ένα σπίτι με την σκληρά εργαζόμενη σύζυγό μου. Αλλά καθώς ήρθε η οικονομική κρίση, έπρεπε να επιστρέψω στη θάλασσα. Τότε μια μέρα ένας άνθρωπος που έχανε την όρασή του μου φέρθηκε φιλικά και μου πρόσφερε να αγοράσω το ξενοδοχείο του στο Γουίλιαμ Κρικ, 946 χιλιόμετρα (588 μίλια) βόρεια από την Αδελαΐδα μέσα στο Ποτέ-Ποτέ. Το δέχτηκα και το 1922 κατέληξα να είμαι ξενοδόχος εκεί για τα επόμενα 30 χρόνια. Ξενοδοχείο, απλώς ονομάζουν στην Αυστραλία τις μπυραρίες, και το δικό μου βρισκόταν στη μόνη σιδηροδρομική γραμμή που περνούσε από το μέσον της Αυστραλίας. Δουλειά υπήρχε αρκετή, ιδιαίτερα μετά το 1926 όταν η γραμμή επεκτάθηκε στο Άλις Σπρινγκς. Αλλά η ζωή στο Ποτέ-Ποτέ είχε και τις δυσκολίες της. Μια ανομβρία διήρκεσε έξι χρόνια. Καταιγίδες από σκόνη τρεις και τέσσερις φορές την εβδομάδα ήταν τακτικές, καταστρέφοντας ολοκληρωτικά την περιοχή. Η θερμοκρασία έφτανε μεταξύ 42 και 48 βαθμών Κελσίου (107 και 118 βαθμών Φαρενάιτ). Όταν αναλάβαμε για πρώτη φορά το ξενοδοχείο, το πλησιέστερο αγρόκτημα είχε 28.000 βόδια. Αλλά προς το τέλος της ανομβρίας είχε μόνο 800!
Άρχισαν να Μιλάνε για τον Αρμαγεδδώνα!
Μια μέρα το 1933, δύο πελάτες ήρθαν με ένα μικρό αυτοκίνητο Ώστεν. Για να φτάσουν τόσο μακριά ως το Ποτέ-Ποτέ από χωματόδρομους και μεγάλους λόφους από άμμο μ’ εκείνο το αυτοκίνητο ήταν ένα πολύ μεγάλο κατόρθωμα. Άρχισαν να μιλάνε για τον Αρμαγεδδώνα. «Είχαμε αρκετόν απ’ αυτόν στη διάρκεια του 1914-18», είπα. Μου είπαν όμως ότι είχα λάθος και μου προσέφεραν μερικά βοηθήματα της Γραφής για να διαβάσω. Είχα σταματήσει να ενδιαφέρομαι για τη θρησκεία, γνωρίζοντας το μέρος που έπαιξε στην Ιερά Εξέταση, και είχα δει τι είχε κάνει σε πολλές χώρες ολόγυρα στον κόσμο.
Ένας απ’ αυτούς τους πελάτες είχε ξύλινο πόδι και δαπανούσε πολύ από το χρόνο επισκεπτόμενος τις αγροτικές κατοικίες πάνω σε μια καμήλα. Οι ίδιοι αυτοί δύο πελάτες επέστρεψαν τρεις μήνες αργότερα για να δουν αν εγώ και άλλοι κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής είχαμε διαβάσει τα έντυπα. Ασφαλώς μπορείτε να είστε βέβαιοι ότι άρχισα να τα διαβάζω μετά από αυτό, και δε σταμάτησα να τα διαβάζω από εκείνη τη μέρα μέχρι σήμερα. Αυτά άνοιξαν τη διάνοια και την καρδιά μου να αποβλέπω στην πραγματοποίηση πολλών υποσχέσεων που βρίσκονται στο Λόγο του Θεού, τη Βίβλο, να ζήσω σε μια δίκαιη παραδεισένια γη.
Λίγους μήνες αργότερα, προμηθεύτηκα μια κούτα τσαγιού γεμάτη με δίσκους γραμμοφώνου, ένα γραμμόφωνο, βιβλία, περιοδικά και μια Γραφή, κάτι που δεν είχα πριν, για να ελέγξω αν αυτές οι υποσχέσεις ήταν πραγματικές. Αναγνώρισα ότι ο Ιεχωβά είναι ο Μόνος που, μέσω του Αρμαγεδδώνα, θα φέρει ένα τέλος σ’ αυτό το αποτυχημένο σύστημα και σ’ όλα τα προβλήματα που έχουμε σήμερα. Και το 1935 άρχισα να ασχολούμαι λέγοντας σε άλλους γι’ αυτό, αν και ζούσα στο Ποτέ-Ποτέ.
Στο παράθυρο του Μπαρ έβαλα βιβλία που τραβούσαν την προσοχή! Μια αφίσσα, που έδειχνε ένα τρένο που έπεφτε από μια γέφυρα, έλεγε:
«ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ, ΕΜΠΟΡΙΟ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΕ ΧΕΙΡΟΤΕΡΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΑΥΤΗΝ! ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ, ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΒΓΕΙΤΕ; ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ‘ΣΩΤΗΡΙΑ’»!
Κάτω απ’ αυτήν υπήρχε μια ποσότητα εντύπων. Πολλοί άνθρωποι έπαιρναν αυτό που ήθελαν, αφήνοντας εκεί τα χρήματα όπως γίνεται με τις εφημερίδες για το κοινό. Οι υπάλληλοι των σιδηροδρόμων έρχονταν και ζητούσαν τα πρόσφατα αντίτυπα των περιοδικών Η Σκοπιά και Παρηγορία (όπως ονομαζόταν το Ξύπνα! τότε).
Είχα τέσσερις απ’ αυτές τις αφίσσες στο παράθυρο του Μπαρ και καθώς έμπαινε κάποιος αυτό ήταν εκείνο που έβλεπε αμέσως. Στα δεξιά, υπήρχε μια στον τοίχο. Στα αριστερά, υπήρχε άλλη μια. Προς την έξοδο, υπήρχε μια μετά ακριβώς από την πόρτα.
Κάθε τρένο σταματούσε για τρία τέταρτα της ώρας, αρκετό διάστημα για μια καλή συζήτηση στη Γραφή. Βέβαια, σε μερικούς δεν άρεσαν οι πινακίδες και το έλεγαν αυτό. «Ε, λοιπόν», έλεγα, «κανείς δε σας υποχρεώνει να μπείτε ή να βγείτε». Αλλά δεν υπήρχε και άλλο μέρος για να πάνε. Η μπυραρία μου ήταν επίσης το μόνο μαγαζί για προμήθειες, ταχυδρομείο και μετεωρολογικός σταθμός. Ο επόμενος γείτονάς μου και σιδηροδρομικός σταθμός απείχε 204 χιλιόμετρα (127 μίλια) στα βόρεια ή 214 χιλιόμετρα (133 μίλια) στα νότια. Έτσι δε θυμάμαι να έφυγε κανείς, ιδιαίτερα τις πολύ ζεστές μέρες!
Όταν έμαθα ότι δύο άλλοι αδελφοί επρόκειτο να έρθουν το 1936, ταξίδεψα 90 χιλιόμετρα (56 μίλια) νότια ειδικά για να τους συναντήσω όπου υπήρχε μια ωραία ζεστή λιμνούλα, και τους ζήτησα να με βαφτίσουν.
Σε μια περίπτωση όταν ήρθε ένα τρένο με τον επίτροπο των σιδηροδρόμων, πρόσεξα ότι σ’ αυτό ήταν επίσης συνδεδεμένο και το βαγόνι του κυβερνήτη της Νότιας Αυστραλίας. Ο επίτροπος ήρθε και μου είπε ότι η Λέιντι Ντούγκαν, η σύζυγος του κυβερνήτη θα ήθελε να μιλήσει μ’ εμένα, πράγμα που έκανε. Αναρωτιόμουν πώς θα μπορούσα να κάνω το ταξίδι της να το θυμάται. Έτσι δίπλωσα το βιβλίο Εχθροί και τρία βιβλιάρια και της τα έδωσα όταν έφευγε. «Τι είναι αυτό;» ρώτησε. «Ένα βιβλίο που τιτλοφορείται Εχθροί και τρία βιβλιάρια». «Ποιος τα έγραψε;» ρώτησε. «Ο Δικαστής Ρόδερφορδ». «Α, ναι», θυμήθηκε αυτή, «Έχω ακούσει γι’ αυτόν. Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ, και θα τα διαβάσω οπωσδήποτε». Μετά απ’ αυτό, το τρένο ξεκίνησε.
Επιβολή Περιορισμών
Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος είχε αρχίσει, και επιβλήθηκε απαγόρευση στους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Στάλθηκε ένας αστυνομικός για να μαζέψει όλα τα βιβλία μου. Αυτός ήταν λογικός άνθρωπος και μου είπε ότι η Καθολική Δράση βρισκόταν πίσω από όλη την κίνηση να σταματήσει το έργο μας. Μου έδωσε μια απόδειξη για κάθε πράγμα που πήρε. Διαμαρτυρήθηκα στην ανώτατη εξουσία.
Κατόπιν τοποθέτησα πέντε άλλες επιγραφές! Η μία έλεγε:
«Ο ΑΡΜΑΓΕΔΔΩΝΑΣ Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΗΜΕΡΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΣΥΝΤΟΜΑ. ΜΕ ΠΟΙΟΥ ΤΗΝ ΠΛΕΥΡΑ ΕΙΣΤΕ; ΜΕ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ Ή ΜΕ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ; ΜΑΘΕΤΕ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ».
Αυτός ήταν ο καιρός που άρχισαν να περνούν τα τρένα με 350 ως 400 στρατιώτες. Μου έδωσαν εντολή ότι θα μπορούσα να δίνω στους άντρες ένα μπουκάλι μπύρα στον καθένα, και έπρεπε να την πιουν μέσα σε 15 λεπτά προτού γυρίσουν στο τρένο.
Μια μέρα όμως, το τρένο δεν ξεκίνησε ως συνήθως σε 15 λεπτά. Ο διοικητής, μαζί με τον επιλοχία, γύρισε στο Μπαρ και είπε: «Κύριε Μπέρνχαρντ, καταλαβαίνω ότι όλα αυτά απαγορεύονται». «Από πότε απαγορεύεται η Γραφή;» ρώτησα. «Όλο εκείνο που κάνουν αυτές οι πινακίδες είναι να λένε στους ανθρώπους να διαβάσουν τη Γραφή». Μετά έδειξα μια επιστολή από τον υπουργό δικαιοσύνης της Αυστραλίας, τον Κύριο Γουίλιαμ Μόρις Χιουζ, που ανέφερε ότι ενώ δε θα μου επέστρεφαν κανένα από τα βιβλία μου, «δεν υπάρχει αντίρρηση ωστόσο εκ μέρους της Κυβέρνησης της Κοινοπολιτείας για σένα σαν άτομο να λατρεύεις τον Ιεχωβά και να κηρύττεις το ευαγγέλιο της βασιλείας του». Ο διοικητής δίπλωσε το γράμμα, και με σεβασμό μου το επέστρεψε και είπε: «Επιλοχία, νομίζω ότι πρέπει να πιούμε κάτι»!
Σύντομα μετά απ’ αυτό, ο γενικός διευθυντής του ταχυδρομείου με απέλυσε από ταχυδρομικό υπάλληλο και μετεωρολογικό παρατηρητή, αν και είχα τις καλύτερες συστάσεις για 14 χρόνια. Το ‘τικ τακ’ της συσκευής του τηλέγραφου ήταν ο κύριος σύνδεσμός μας με τη ζωή έξω. Με την απομάκρυνσή του, αισθανθήκαμε πραγματικά ότι είμαστε στην έρημο, μόνοι και εγκαταλειμμένοι.
Λίγες εβδομάδες αργότερα ένας αστυνομικός μου επέδωσε τη Διαταγή Περιορισμού. Έπρεπε να παρουσιαστώ προσωπικά μέσα σε μια εβδομάδα στο Γραφείο Ασφάλειας, 946 χιλιόμετρα (588 μίλια) μακριά στην Αδελαΐδα. Αυτό σήμαινε ότι η σύζυγός μου θα έμενε μόνη της, χωρίς καμιά βοήθεια ή συμπαράσταση. Όταν έφτασα μου είπαν ότι θα περιοριζόμουν στα όρια των προαστίων της Αδελαΐδας. Ζήτησα να μου επιτραπεί να επιστρέψω στη σύζυγό μου αλλά μου το αρνήθηκαν.
Ο Οργανισμός Εργατικού Δυναμικού με διέταξε κατόπιν να πάω να εργαστώ σ’ ένα εργοστάσιο καθαρισμού του μαλλιού. Αισθάνθηκα καταπιεσμένος, με τη σκέψη ότι η σύζυγός μου θα έμενε μόνη της. Μετά, μου πήραν την άδεια να έχω ξενοδοχείο. Η αιτία γι’ αυτό, όπως είπαν ήταν ότι δεν κατοικούσα εκεί! Αισθάνθηκα πραγματικά ότι με ‘ποδοπατούσαν’. Στο τέλος έπρεπε να πουλήσω το ακίνητο στη σύζυγό μου, δηλαδή, τυπικά. Αυτός ο περιορισμός κράτησε ένα χρόνο και δέκα μήνες, με τη σύζυγό μου εργαζόμενη διευθύνοντας όσο πιο καλά μπορούσε το ξενοδοχείο μόνη της. Αυτή ήταν μια αφοσιωμένη βοηθός, αν και δε δέχτηκε την αλήθεια. Τελικά η απαγόρευση σταμάτησε το 1943, και μπορούσα να επιστρέψω στη σύζυγό μου. Η αποχαιρετιστήρια ευλογία που μου έδωσε ένας ανώτερος στο Γραφείο Ασφάλειας ήταν, «Αναγνωρίζω ότι είσαι ένας έντιμος και αξιοπρεπής άνθρωπος, έτσι σου εύχομαι κάθε καλό».
Αμέσως άρχισα να βάζω και πάλι στο Μπαρ τις πινακίδες, τις Γραφές και τα Γραφικά βοηθήματα, περισσότερα από πριν.
Πέρασαν οχτώ ακόμη χρόνια, και απειλήθηκα με εμπορική εξάλειψη. Αντί γι’ αυτό, οι δουλειές μου σχεδόν διπλασιάστηκαν. Αλλά προσπαθούσα να πουλήσω το ξενοδοχείο επί 12 χρόνια. Ο σκοπός μου ήταν να κάνω το έργο που είχαν κάνει εκείνοι που μου είχαν φέρει την αλήθεια. Η ευκαιρία ήρθε το 1952 όταν μπόρεσα και πούλησα την επιχείρησή μου. Για τα προηγούμενα 16 χρόνια ήμουν ένας απομονωμένος ευαγγελιζόμενος, ο πλησιέστερος γείτονας στην αλήθεια βρισκόταν 602 χιλιόμετρα (374 μίλια) μακριά στο Πορτ Ωγκούστα.
«Αναψυχή» για την Ενδοχώρα
Σε ηλικία 60 ετών, ξεκίνησα, όχι για τη θάλασσα, αλλά για να βοηθήσω ανθρώπους που σκεφτόμουν τόσο πολύ στην απομονωμένη Αυστραλιανή ενδοχώρα. Αυτή είναι μια παρθένα έρημος, μια χώρα καυτών θερμοκρασιών, όπου οι καταρρακτώδεις μουσσώνες προκαλούν πλημμύρες που απομονώνουν τους ανθρώπους για εβδομάδες μερικές φορές. Σε άλλα μέρη είναι αξέχαστα όμορφη, όπου ο χρόνος και η απόσταση γίνονται ένα. Πραγματικά, είναι η χώρα Ποτέ-Ποτέ.
Το Μπέρτζβιλλ Τρακ είναι ένας δύσκολος δρόμος. Ένα περιοδικό για τους οδηγούς έγραψε ότι είναι «αμμώδης, αλλόκοτος και τρομερά επικίνδυνος δρόμος». Η θερμοκρασία το καλοκαίρι φτάνει τους 63 βαθμούς Κελσίου (145 βαθμούς Φαρενάιτ). Την εβδομάδα που επισκέφθηκα τα τέσσερα κατοικημένα σπίτια κατά μήκος αυτού του δρόμου των 500 χιλιομέτρων (310 μιλίων) η θερμοκρασία κυμαινόταν μεταξύ των 41 και 46 βαθμών Κελσίου (106 και 114 βαθμών Φαρενάιτ).
Μια μέρα ενώ οδηγούσα το αυτοκίνητό μου Λαντ-Ρόβερ, συνάντησα έναν άνθρωπο που προχωρούσε πάνω στο άλογό του. Με προσκάλεσε να τον ακολουθήσω στο αγρόσπιτό του. Έδειξε γνήσιο ενδιαφέρον. Είκοσι χρόνια αργότερα συνάντησα αυτόν και τη σύζυγό του πάλι, σε μια συνέλευση που βαφτίστηκαν και οι δυο τους. Σ’ ένα κτήμα με πρόβατα όπου το δρομάκι από τον κύριο δρόμο μέχρι το σπίτι ήταν 68 χιλιόμετρα (42 μίλια), ένας ιδιοκτήτης με ρώτησε αν γνώρισα έναν ψηλό, ξανθό άντρα με ξύλινο πόδι, τον Στιούαρτ Κέλτι, που τον είχε επισκεφθεί χρόνια πριν, πάνω σε μια καμήλα. Αυτός πήρε μια Γραφή και αρκετά βιβλία και με τη σύζυγό του δέχτηκαν την αλήθεια. Ήμουν ευτυχισμένος που τον πληροφόρησα ότι είχα την ευκαιρία να αγοράσω για τον Στιούαρτ ένα καινούργιο και καλύτερο ξύλινο πόδι. Ο Στιούαρτ Κέλτι άφησε μια βαθιά και ευνοϊκή εντύπωση στους ανθρώπους στο Ποτέ-Ποτέ, και το θεωρούσα προνόμιο να ακολουθήσω τα αχνάρια του 23 χρόνια αργότερα. Έδωσα μαρτυρία σε μια περιοχή τόσο μεγάλη όσο η Ευρώπη και μπορώ να μετρήσω τουλάχιστον 22 άτομα σε απομακρυσμένες περιοχές που δέχτηκαν την αλήθεια σαν αποτέλεσμα των προσπαθειών μου.
Το 1950 ήταν προνόμιό μου να παρακολουθήσω τη Διεθνή Συνέλευση στη Νέα Υόρκη και να συναντήσω, για πρώτη φορά, τη χήρα του Στιούαρτ, τη Θέλμα Κέλτι, που είχε έρθει από την Νέα Ζηλανδία για να παρακολουθήσει τη Σχολή Γαλαάδ και δαπάνησε 14 χρόνια σαν ιεραπόστολος στην Ιαπωνία. Αυτή συνεχίζει ακόμη γεμάτη ζωή την ολοχρόνια υπηρεσία στην Αδελαΐδα της Νότιας Αυστραλίας, σε ηλικία 82 ετών!
Μετά από εκείνη την συνέλευση η σύζυγός μου και εγώ επισκεφθήκαμε τους συγγενείς μας στην Ευρώπη. Επισκέφθηκα τη γενέτειρά μου, το Αμβούργο, και το νεκροταφείο που είχαν θαφτεί η μητέρα μου, ο πατέρας μου και η αδελφή μου. Αυτοί σκοτώθηκαν όλοι μαζί στην αεροπορική επίθεση το 1942 που έγινε στο Αμβούργο, μαζί με πάνω από 263.000 άλλους. Σε όλο το μήκος των αναχωμάτων αυτού του ομαδικού τάφου υπήρχαν μικροί σταυροί. Ο καθένας είχε γραμμένο το όνομα της μητέρας και των παιδιών μόνο. Τα ονόματα των αντρών ήταν λίγα. Οι περισσότεροι από τους άντρες είχαν στρατευθεί στις Γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις, και κυρίως γυναίκες και παιδιά και ηλικιωμένοι ήταν που έχασαν τη ζωή τους στη τριήμερη αεροπορική επίθεση. Στους μικρούς σταυρούς είχαν γράψει ΒΑΡΟΥΜ; (ΓΙΑΤΙ;) Χρησιμοποιώντας το Αποκάλυψις 12:12, μπόρεσα να εξηγήσω το «γιατί» σε πολλούς φίλους και συγγενείς και χάρηκα που έμαθα ότι η μητέρα μου είχε μάθει την αλήθεια στη διάρκεια του πολέμου και πέθανε σαν μια πιστή Μάρτυρας.
Όταν γύρισα στην Αυστραλία έκανα και άλλα ταξίδια στο Ποτέ-Ποτέ, κάπου 11.300 χιλιόμετρα (7.000 μίλια) φτάνοντας μέχρι την έρημο Σίμψον. Το τοπίο σε μερικές απ’ αυτές τις περιοχές ήταν πραγματικά φοβερό. Το Λαντ-Ρόβερ μου, ήταν το σπίτι μου, η κουζίνα μου, το υπνοδωμάτιό μου, και η αποθήκη των βιβλίων μου. Και πολλές φορές είχε βλάβες και σταματούσε.
Κάποτε χάλασε ο συμπλέκτης της μηχανής ενώ ρυμουλκούσα ένα βοηθητικό τροχόσπιτο. Το αυτοκίνητο πετάχτηκε από το δρόμο! Μετά σκοτείνιασε. Βρισκόμουν σε απελπιστική κατάσταση. Την επόμενη μέρα συνέπεσε να έρχεται κάποιος από το αγρόκτημα και προσφέρθηκε να με βοηθήσει να αποσυνδέσουμε το τροχόσπιτο. Γλύστρησα και έπεσα, και το τροχόσπιτο πέρασε από πάνω μου. Τα πόδια μου και τα χέρια μου ήταν κομματιασμένα, και αιμορραγούσα τρομερά. Κατόρθωσε να με μαζέψει και να με πάει στο σταθμό των γεωλόγων που υπήρχε ένας άνθρωπος για τις πρώτες βοήθειες. Επικοινώνησαν με την υπηρεσία του Ιπτάμενου Γιατρού, και δύο περίπου ώρες αργότερα προσγειώθηκε το αεροπλάνο. Ευτυχώς, καθώς το τροχόσπιτο πέρασε από πάνω μου δε με χτύπησε στο κεφάλι. Ήμουν 76 ετών ηλικίας όταν συνέβη αυτό.
Αφού ανάρρωσα στο νοσοκομείο, μπόρεσα να κάνω μερικά ακόμη ταξίδια, φέρνοντας πνευματική αναψυχή σ’ εκείνους τους αγαπητούς ανθρώπους που προσπαθούσαν να εξοικονομήσουν τα προς το ζην. Μια οικογένεια σ’ ένα αγρόκτημα είχε πέντε κόρες. Είμαι ευγνώμων που μπορώ να πω ότι με τη βοήθειά μου και με το γράψιμο πολλών επιστολών, ολόκληρη η οικογένεια των εφτά ατόμων έγιναν αφιερωμένοι Μάρτυρες.
Μια φορά σταμάτησα αργά το βράδι, καθάρισα λίγο το έδαφος και ξάπλωσα για να περάσω τη νύχτα. Τότε άκουσα να έρχεται ένα αυτοκίνητο. Ο οδηγός του αυτοκινήτου με ρώτησε αν επρόκειτο να σταθμεύσω εκεί. «Ξέρεις ότι αυτός ο τόπος είναι γεμάτος φίδια;» Είχα δει αρκετά απ’ αυτά. «Ό,τι και αν κάνεις, μην κοιμηθείς στο χώμα», με συμβούλεψαν. Κοιτάξαμε ολόγυρα και πραγματικά, υπήρχαν άφθονα φίδια!
Σε μια άλλη τοποθεσία το έδαφος ήταν γεμάτο από τρύπες ποντικιών για πολλά χιλιόμετρα. Σ’ ένα αγρόκτημα μου είπαν ότι δεν μπορούσαν να αφήσουν τις μπότες τους έξω, αλλιώς οι ποντικοί θα τις έτρωγαν. Εκείνο το βράδι ήμουν ευχαριστημένος που είχα το τροχόσπιτό μου και σκεπάστηκα με το μουσαμά. Όλη τη νύχτα οι ποντικοί πηδούσαν πάνω στο τροχόσπιτο, τρέχοντας πάνω από το μουσαμά. Μπορούσα να ακούω τα πατήματά τους.
Μπαίνοντας στα 92 μου χρόνια αγαπώ ακόμη τις περιοχές της ενδοχώρας. Αναπολώντας τα χρόνια της υπηρεσίας στις περιοχές της ενδοχώρας, και από τη βάση μου τώρα στην Αδελαΐδα όπου ακόμη κάνω σκαπανικό, μπορώ να χαίρομαι με το προνόμιο να φέρνω πνευματική αναψυχή σε πολλούς στο Ποτέ—Ποτέ. Θα συνεχίσω να έχω ‘να κάνω πολλά στο έργο του Κυρίου’ καθώς ο Ιεχωβά μού δίνει υγεία και δύναμη να το κάνω αυτό ανάλογα με την ηλικία μου και τις σωματικές μου ικανότητες.—1 Κορινθίους 15:58·2 Κορινθίους 4:16, 18.
[Χάρτης/Εικόνα στη σελίδα 21]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
Αδελαΐδα
Γουίλιαμ Κρικ