Πώς Εξασθένησε η Χριστιανική Προσδοκία
Ο Ιησούς είπε στους μαθητές του να «αγρυπνούν» για την παρουσία του και για τον ερχομό της Βασιλείας του. (Μάρκος 13:37) Υπάρχει αφθονία αποδείξεων στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές ότι οι Χριστιανοί του πρώτου αιώνα έκαναν ακριβώς αυτό το πράγμα. Μάλιστα μερικοί έγιναν τελείως ανυπόμονοι. (2 Θεσσαλονικείς 2:1, 2) Από την άλλη, για να προλάβουν οποιαδήποτε εξασθένηση της Χριστιανικής προσδοκίας, ο Παύλος, ο Ιάκωβος, ο Πέτρος και ο Ιωάννης έγραψαν όλοι τους επιστολές, στις οποίες παρότρυναν τους αδελφούς τους να παραμείνουν πνευματικά άγρυπνοι, καθώς περίμεναν υπομονετικά την «παρουσία» του Χριστού και «τη μέρα του Ιεχωβά».—Εβραίους 10:25, 37· Ιακώβου 5:7, 8· 1 Πέτρου 4:7· 2 Πέτρου 3:1-15· 1 Ιωάννου 2:18, 28.
Εργασίες που έχουν δημοσιευτεί από ιστορικούς και θεολόγους του Χριστιανικού κόσμου αναγνωρίζουν αυτό το γεγονός. Στο εκτεταμένο του Συμπλήρωμα, το έγκυρο Γαλλικό Καθολικό Λεξικό της Βίβλου αναφέρει: «Είναι μάταιο να προσπαθήσει κανείς με κάθε θυσία να αρνηθεί την κατάσταση προσδοκίας του τέλους που εκδηλώνεται στα περισσότερα κείμενα της Καινής Διαθήκης. . . . Στην πρώτη Χριστιανοσύνη . . . η προσδοκία της Παρουσίας παίζει ουσιαστικό ρόλο και διατρέχει την Κ[αινή] Δ[ιαθήκη] από την αρχή μέχρι το τέλος».
Τότε πώς συμβαίνει ώστε μερικοί θεολόγοι του Χριστιανικού κόσμου να «προσπαθούν με κάθε θυσία να αρνηθούν την κατάσταση της προσδοκίας του τέλους» που ήταν έκδηλη ανάμεσα στους πρώτους Χριστιανούς; Αυτό έγινε, αναμφίβολα, για να δικαιολογήσουν την κατάσταση του πνευματικού λήθαργου που εκδηλώνεται σήμερα ανάμεσα σε πολλούς λεγόμενους Χριστιανούς, και στους πνευματικούς ηγέτες τους. Πώς συνέβη ώστε να έρθει αυτή η αλλαγή;
Πώς Εξασθένησε η Προσδοκία
Η εξασθένηση της Χριστιανικής προσδοκίας ήταν μια από τις συνέπειες της αποστασίας που είχε ήδη αρχίσει να εκδηλώνεται, ακόμη και πριν από το θάνατο των αποστόλων του Χριστού. Ο απόστολος Παύλος προειδοποίησε ότι η αποστασία ‘ήδη ενεργούνταν’ μέσα στη Χριστιανική εκκλησία στις μέρες του. (2 Θεσσαλονικείς 2:3, 4, 7) Λίγα χρόνια αργότερα, ο απόστολος Πέτρος προειδοποίησε τους συγχριστιανούς του ενάντια στους ‘ψευτοδάσκαλους’ και στους ‘χλευαστές’ που έλεγαν: «Πού είναι η υπόσχεσις της παρουσίας αυτού; διότι αφ’ ης ημέρας οι πατέρες εκοιμήθησαν, τα πάντα διαμένουσιν ούτως απ’ αρχής της κτίσεως».—2 Πέτρου 2:1· 3:3, 4.
Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι η σωστή Χριστιανική προσδοκία διατηρήθηκε για ένα χρονικό διάστημα από εκείνους που πίστευαν τη Βιβλική αλήθεια ότι η υποσχεμένη «παρουσία» του Ιησού θα αναγγείλει την εγγύτητα της Χιλιετούς Βασιλείας του πάνω από τη γη. Ο Ιουστίνος Μάρτυρας (πέθανε γύρω στο 165 μ.Χ.), ο Ειρηναίος (πέθανε γύρω στο 202 μ.Χ.) και ο Τερτυλλιανός (πέθανε μετά το 220 μ.Χ.)—όλοι τους πίστευαν στη Χιλιετή Βασιλεία του Χριστού και σύστηναν άγρυπνη προσδοκία για το τέλος του τωρινού κακού συστήματος πραγμάτων.
Καθώς ο καιρός περνούσε και η αποστασία αναπτυσσόταν, η χιλιετής ελπίδα της μετατροπής της γης σε έναν παγγήινο παράδεισο κάτω από τη Βασιλεία του Χριστού προοδευτικά αντικαθιστάτο από τη φανταστική προσδοκία που βασιζόταν στην Ελληνική φιλοσοφική αντίληψη της σύμφυτης ανθρώπινης αθανασίας. Η ελπίδα του Παράδεισου μεταφέρθηκε από τη γη στον ουρανό, μετά το θάνατο του ανθρώπου. Μ’ αυτόν τον τρόπο εξασθένησε η Χριστιανική προσδοκία για την παρουσία του Χριστού, και τον ερχομό της Βασιλείας του. ‘Γιατί να αγρυπνείτε με λαχτάρα για το σημάδι της παρουσίας του Ιησού’, έκαναν τη σκέψη, ‘εφόσον μπορείτε να ελπίζετε ότι θα ενωθείτε με τον Χριστό στον ουρανό μετά το θάνατό σας;’
Έτσι η εξασθένηση της Χριστιανικής αγρύπνιας εξώθησε τους αποστάτες Χριστιανούς να οργανωθούν σε μια καλοδομημένη εκκλησία, τα μάτια της οποίας δεν ήταν πια προσηλωμένα στη μελλοντική παρουσία του Χριστού, αλλά, μάλλον, στη διαφέντευση πάνω στα μέλη της και, εφόσον αυτό ήταν δυνατό, πάνω στον κόσμο όλο. Η Νέα Βρετανική Εγκυκλοπαίδεια αναφέρει: «Η [φαινομενική] καθυστέρηση της Παρουσίας κατέληξε σε εξασθένηση της επικείμενης προσδοκίας στην πρώτη εκκλησία. Μ’ αυτή τη διαδικασία της ‘αποεσχατολόγησης’, [της εξασθένησης της διδασκαλίας πάνω στα «Έσχατα Πράγματα»] η καθιερωμένη εκκλησία προοδευτικά αντικατέστησε την προσδοκόμενη Βασιλεία του Θεού. Ο σχηματισμός της Καθολικής Εκκλησίας σαν ενός ιεραρχικού θεσμού συνδέεται ευθέως με την πτώση της επικείμενης προσδοκίας».
Η Χαριστική Βολή
Ο εκκλησιαστικός «πατέρας», ή «δάσκαλος», ο οποίος έδωσε τη χαριστική βολή στη Χριστιανική αγρύπνια ήταν αναμφίβολα ο Αυγουστίνος (354-430 μ.Χ.). Στο φημισμένο έργο του Η Πόλη του Θεού, ο Αυγουστίνος δήλωσε: «Τώρα η εκκλησία πάνω στη γη είναι και η βασιλεία του Χριστού και η βασιλεία των ουρανών».
Το Νέο Λεξικό της Βίβλου εξηγεί το αποτέλεσμα που είχε η άποψη αυτή πάνω στην Καθολική θεολογία, λέγοντας: «Στη Ρωμαϊκή Καθολική θεολογία ένα ξεχωριστό χαρακτηριστικό είναι η ταύτιση της βασιλείας του Θεού με την Εκκλησία μέσα στη γήινη θεία οικονομία, μια ταύτιση η οποία κυρίως οφείλεται στην επιρροή του Αυγουστίνου. Μέσω της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, ο Χριστός γίνεται Βασιλιάς της βασιλείας του Θεού. Η επικράτεια της βασιλείας έχει τα ίδια όρια με τα όρια της δύναμης και της εξουσίας της Εκκλησίας. Η βασιλεία των ουρανών επεκτείνεται με τη θρησκευτική δραστηριότητα και την πρόοδο της Εκκλησίας μέσα στον κόσμο».
Αυτό εξάλειψε κάθε ανάγκη για να ‘κρατιούνται οι άνθρωποι άγρυπνοι’ για το σημάδι που θα έδειχνε ότι η Βασιλεία του Θεού ήταν κοντά. Γράφοντας στη Νέα Βρετανική Εγκυκλοπαίδεια, ο Καθηγητής Ε. Ου. Μπενζ το επιβεβαιώνει αυτό λέγοντας: «Αυτός [ο Αυγουστίνος] έκανε να ατονίσει η αρχική επικείμενη προσδοκία διακηρύσσοντας ότι η Βασιλεία του Θεού έχει ήδη αρχίσει σ’ αυτόν τον κόσμο με την θεσμοθέτηση της εκκλησίας· η εκκλησία είναι ο ιστορικός εκπρόσωπος της Βασιλείας του Θεού πάνω στη Γη. Η πρώτη ανάσταση, σύμφωνα με τον Αυγουστίνο, συμβαίνει διαρκώς μέσα στην εκκλησία με τη μορφή του μυστηρίου του Βαπτίσματος, μέσω του οποίου οι πιστοί εισάγονται στη Βασιλεία του Θεού».
Ο Αυγουστίνος ήταν επίσης εκείνος ο οποίος οριστικοποίησε την εγκατάλειψη από μέρους του λεγόμενου Χριστιανικού κόσμου της Βιβλικής ελπίδας για την Χιλιετή Βασιλεία του Ιησού Χριστού στη διάρκεια της οποίας Αυτός θα αποκαθιστούσε τον Παράδεισο πάνω στη γη. (Αποκάλυψις 20:1-3, 6· 21:1-5) Η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια παραδέχεται: «Ο Άγιος Αυγουστίνος τελικά κατέληξε στην πεποίθηση ότι δε θα υπήρχε χιλιετία . . . . Το σάββατο των χιλίων ετών μετά από ιστορία έξι χιλιάδων ετών, είναι το σύνολο της αιώνιας ζωής· ή, με άλλα λόγια, ο αριθμός χίλια έχει την πρόθεση να εκφράσει τελειότητα». Η Μακροπαιδεία της Μπριτάνικα (1977) προσθέτει: «Γι’ αυτόν [για τον Αυγουστίνο] η χιλιετία είχε γίνει μια πνευματική κατάσταση, στην οποία η εκκλησία είχε μπει συλλογικά την Πεντηκοστή . . . Δεν αναμενόταν καμιά επικείμενη υπερφυσική παρέμβαση στην ιστορία». Έτσι, για τους Καθολικούς, η προσευχή «ελθέτω η βασιλεία σου» κατάντησε χωρίς κανένα νόημα.
Μεσαιωνικός Σκοταδισμός
Όπως λένε, η ερμηνεία του Αυγουστίνου, «έγινε σταθερό δόγμα του μεσαίωνα». Συνεπώς η Χριστιανική προσδοκία έφτασε στα κατώτατα επίπεδά της. Διαβάζουμε: «Στον μεσαιωνικό Χριστιανικό κόσμο, η εσχατολογία της Καινής Διαθήκης έδωσε τη θέση της σ’ ένα δογματικό σύστημα, τα φιλοσοφικά θεμέλια του οποίου ήταν κατ’ αρχήν Πλατωνικά [από τον Έλληνα φιλόσοφο Πλάτωνα] και, αργότερα στη δύση, Αριστοτελικά [από τον Έλληνα φιλόσοφο Αριστοτέλη]. Οι παραδοσιακές αντιλήψεις σχετικά με την παρουσία, την ανάσταση και τα παρόμοια συνδυάστηκαν με τις Ελληνικές ιδέες σχετικά με την ψυχή και την αθανασία της. . . . Η Μεσαιωνική Χριστιανοσύνη . . . [άφησε] λίγο χώρο για το εσχατολογικό πάθος. Το πάθος αυτό, όμως, δεν ήταν νεκρό· έζησε σε μερικά αιρετικά κινήματα».—Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα, έκδοση του 1970.
Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία μιλάει περιφρονητικά για τα «αιρετικά» αυτά «κινήματα», αποκαλώντας τα «χιλιαστικές αιρέσεις». Οι ιστορικοί της μιλούν υποτιμητικά για τον «Τρόμο του Έτους 1000». Όμως τίνος σφάλμα ήταν ότι πολλοί από τους κοινούς ανθρώπους φοβούνταν ότι ο κόσμος θα τέλειωνε το έτος 1000; Ο «τρόμος» αυτός ήταν άμεσο αποτέλεσμα της θεολογίας του Καθολικού «Αγίου» Αυγουστίνου. Αυτός ισχυρίστηκε ότι ο Σατανάς ήταν δεμένος στον καιρό της πρώτης παρουσίας του Χριστού. Εφόσον τα εδάφια Αποκάλυψις 20:3, 7, 8 λένε ότι ο Σατανάς θα ήταν δεμένος επί 1.000 χρόνια και κατόπιν «θα απελευθερωνόταν . . . για να εξαπατήσει όλα τα έθνη» (Η Βίβλος της Ιερουσαλήμ), δε θα πρέπει να απορούμε που μερικοί άνθρωποι στον δέκατο αιώνα φοβήθηκαν γι’ αυτά που πιθανόν θα συνέβαιναν στο έτος 1000.
Φυσικά, η επίσημη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία καταδίκασε τον «τρόμο» αυτό, όπως καταδίκασε και τον Κιστερκιανό Ηγούμενο Ιωακείμ από τη Φλώρα, ο οποίος πρόβλεψε το τέλος της Χριστιανικής εποχής για το έτος 1260. Τελικά, το 1516, στην Πέμπτη Σύνοδο του Λατερανού, ο Πάπας Λέων Ι΄ απαγόρευσε επίσημα σε οποιονδήποτε Καθολικό να προβλέψει πότε επρόκειτο να έρθει ο Αντίχριστος και η Τελική Κρίση. Η παραβίαση του νόμου αυτού θα έφερνε την ποινή του αφορισμού!
Προτεσταντική Εκλογίκευση
Θεωρητικά, η Μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα, με την υποτιθέμενη επιστροφή της στη Βίβλο, θα έπρεπε να είχε διαπιστώσει μια επανεμφάνιση της Χριστιανικής προσδοκίας. Και πράγματι συνέβη αυτό για κάμποσο καιρό. Αλλά και σ’ αυτόν τον τομέα, όπως και σε πολλούς άλλους, η Μεταρρύθμιση δεν εκπλήρωσε τις υποσχέσεις της. Δε σημείωσε κάποια επιστροφή στην αληθινή Βιβλική Χριστιανοσύνη. Οι Προτεσταντικές εκκλησίες που γεννήθηκαν από τη Μεταρρύθμιση σύντομα έχασαν τη Χριστιανική τους αγρύπνια και συμβιβάστηκαν με τον τωρινό κόσμο.
Διαβάζουμε: «Οι εκκλησίες της Μεταρρύθμισης, όμως, σύντομα έγιναν καθιερωμένες εδαφικές [εθνικές] εκκλησίες, οι οποίες, με τη σειρά τους, κατέπνιξαν την προσδοκία για τον καιρό του τέλους, και έτσι το δόγμα των ‘εσχάτων πραγμάτων’ έγινε ένα παράρτημα στη δογματική». «Στον θρησκευτικό φιλελευθερισμό που εμφανίστηκε, ιδιαίτερα ανάμεσα στους Προτεστάντες και στους Ιουδαίους, προς το τέλος του 18ου και όλον τον 19ο αιώνα, η εσχατολογία δεν μπορούσε να βρει καμία θέση. Θεωρήθηκε σαν μέρος των χονδροειδών, πρωτόγονων, πολυφορεμένων στολιδιών της παραδοσιακής θρησκείας που δεν θα μπορούσαν πια να είναι αποδεκτά σε μια εποχή διαφώτισης. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι εσχατολογικές ιδέες εγκαταλείφθηκαν τελείως, και πιστευόταν ότι απλά θα υπήρχε κάποια μετά θάνατο αθανασία της ψυχής σαν προορισμός του ανθρώπου. Άλλοι θεολόγοι επανερμήνευσαν την προσδοκία της Βασιλείας του Θεού με ηθικούς, μισο-μυστικιστικούς ή κοινωνικούς όρους».—Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα.
Έτσι, αντί να βοηθήσουν τους Χριστιανούς να ‘παραμείνουν άγρυπνοι’ για την παρουσία του Χριστού και την ερχόμενη Βασιλεία του Θεού, οι Προτεστάντες θεολόγοι απόδιωξαν με εκλογικεύσεις την αληθινή Χριστιανική προσδοκία. Για πολλούς απ’ αυτούς, «η βασιλεία του Θεού . . . έφτασε ολοένα και περισσότερο να γίνεται κατανοητή πάνω σε ατομική βάση· είναι η κυριαρχία της χάρης και της ειρήνης μέσα στην καρδιά των ανθρώπων». Για άλλους, «ο ερχομός της βασιλείας συνίσταται στην προς τα μπρος πορεία της κοινωνικής δικαιοσύνης και της κοινοτικής ανάπτυξης».—Το Νέο Λεξικό της Βίβλου (Προτεσταντικό).
Καθολικές Προσδοκίες
Στη θεωρία, τουλάχιστον, οι Καθολικοί θα πρέπει να είναι πνευματικά άγρυπνοι για την παρουσία του Χριστού. Παρά τη θεολογία του Αυγουστίνου που έθεσε ένα τέλος στην προσδοκία της Βασιλείας και στη χιλιετή ελπίδα για τους Καθολικούς, η δογματική της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας εξακολουθεί να περιλαμβάνει το Χριστιανικό καθήκον να διατηρείται κανείς άγρυπνος για την επιστροφή του Χριστού. Για παράδειγμα, η Συνέλευση του Βατικανού για το Δόγμα της Πίστης έστειλε στους Καθολικούς επισκόπους σ’ όλο τον κόσμο μια επιστολή, με την έγκριση του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄ και με ημερομηνία 17 Μαΐου 1979, η οποία έλεγε: «Σε συμφωνία με τις Γραφές, η Εκκλησία περιμένει ‘την ένδοξη φανέρωση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού’».
Αυτή είναι η διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας στη θεωρία. Όμως, στην πράξη, πόσο συχνά ακούει ο μέσος Καθολικός τον ιερέα του να κηρύττει σχετικά με την ανάγκη να παραμένει άγρυπνος για την παρουσία του Χριστού και τον ερχομό της Βασιλείας του Θεού; Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο ίδιος ο σκοπός της επιστολής που αναφέρουμε παραπάνω από τη Ρωμαϊκή Κουρία [Παπική Αυλή] ήταν να «δυναμώσει την πίστη των Χριστιανών πάνω σε σημεία τα οποία έχουν αμφισβητηθεί». Όμως γιατί έχει αμφισβητηθεί η επιστροφή του Χριστού από τους λεγόμενους Χριστιανούς; Θα μπορούσε η απάντηση να υπονοηθεί στα ακόλουθα αποσπάσματα από τη Νέα Βρετανική Εγκυκλοπαίδεια; «Η εκκλησία από πολλά χρόνια έχει παραμελήσει διδασκαλίες σχετικά με την όλη υπόθεση των εσχάτων πραγμάτων». «Από τη Μεταρρύθμιση, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ήταν ουσιαστικά απρόσβλητη από τα εσχατολογικά κινήματα».
Η Χριστιανική Αγρύπνια Δεν Είναι Νεκρή
Η Χριστιανική προσδοκία εξασθένησε μέσα στις εκκλησίες του Χριστιανικού κόσμου επειδή αυτές εγκατέλειψαν τις καθαρές αλήθειες της Βίβλου και διάλεξαν να ακολουθήσουν την Ελληνική φιλοσοφία του «Αγίου» Αυγουστίνου. Τα ακόλουθα άρθρα θα δείξουν ότι οι αληθινοί δούλοι του Θεού πάντοτε ζούσαν με την προσδοκία της παρουσίας του Χριστού, και ότι σήμερα υπάρχει ένας λαός που έχει αποδείξει τη Χριστιανική του αγρύπνια στο διάβα των ετών και που έχει ανακαλύψει και πάλι μια υπέροχη ελπίδα που μπορεί να γίνει και δική σας. Παρακαλείστε διαβάστε τα, και κατόπιν ζητήστε από έναν Μάρτυρα του Ιεχωβά να σας βοηθήσει να ‘παραμένετε άγρυπνοι’ για την εκπλήρωση της Βιβλικής αυτής ελπίδας.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 5]
«Είναι μάταιο να . . . αρνείται κανείς την κατάσταση της προσδοκίας του τέλους που είναι φανερή στα περισσότερα κείμενα της Καινής Διαθήκης»
[Εικόνα στη σελίδα 6]
Ο Αυγουστίνος υποστήριξε ότι η εκκλησία πάνω στη γη είναι η Βασιλεία του Χριστού
[Εικόνα στη σελίδα 7]
Ο Πάπας Λέων Ι΄ απαγόρευσε σε οποιονδήποτε Καθολικό να προβλέψει πότε θα ερχόταν η Τελική Κρίση