Βρήκα Δικαιοσύνη—Όχι στην Πολιτική Αλλά στην Αληθινή Χριστιανοσύνη
Όπως το αφηγήθηκε ο Ξαβιέ Νολλ
ΑΔΙΚΙΑ! Αυτό ήταν κάτι που συνάντησα από τα πρώτα χρόνια της ζωής μου και με έκανε να υποφέρω. Όταν ήμουν νέος, αναρωτιόμουν: ‘Θα πρέπει απλώς να υπομένει κανείς την αδικία;’ Δεν υπάρχει καμιά κυβέρνηση πάνω στη γη που να είναι ικανή να θέσει τέλος σ’ αυτήν; Πού μπορεί να βρεθεί δικαιοσύνη; Εγώ βρήκα τελικά δικαιοσύνη, αλλά όχι εκεί που περίμενα.
Αναζήτηση από την Παιδική Ηλικία
Μεγάλωσα στο Βίτελσχαϊμ, μια μικρή πόλη της Αλσατίας, η οποία είναι μια περιοχή στη βορειοανατολική Γαλλία. Ο πατέρας μου, όπως και πολλοί άλλοι άντρες σ’ εκείνη την περιοχή, δούλευε σ’ ένα ορυχείο αλάτων καλίου. Τότε, στη δεκαετία του 1930, οι εργάτες στο βιομηχανικό κόσμο είχαν ξεσηκωθεί. Θυμάμαι ότι, παιδί ακόμη, συμμετείχα στις διαδηλώσεις των εργατών. Κάναμε πορείες στους δρόμους με υψωμένες γροθιές, τραγουδώντας επαναστατικά τραγούδια, όπως η σοσιαλιστική «Διεθνής». Οι εργάτες απαιτούσαν δικαιοσύνη και καλύτερες συνθήκες ζωής.
Όταν οι μεταλλωρύχοι κατέβαιναν σε απεργία και καταλάμβαναν το ορυχείο, εγώ κουβαλούσα φαγητό στον πατέρα μου. Θυμάμαι ακόμη πόσο φοβόμουν όταν έπρεπε να διασχίσω τον κλοιό των οπλισμένων αντρών της εθνοφρουράς, για να δώσω στον πατέρα μου την γκαμέλ του (την κούπα του φαγητού) μέσα από τους φράχτες του ορυχείου. Μου έκαναν εντύπωση τα πανό, όπου ήταν γραμμένα καυστικά συνθήματα, καθώς επίσης και οι κόκκινες σημαίες που κυμάτιζαν στον άνεμο, μερικές από τις οποίες έφεραν πάνω τους το σφυροδρέπανο.
Οι γυναίκες συγκεντρώνονταν μπροστά στις πύλες του ορυχείου, φωνάζοντας συνθήματα για να ενθαρρύνουν τους άντρες τους να συνεχίσουν τον αγώνα κατά των «εκμεταλλευτών». Άλλες γυναίκες ζούσαν με τη συνεχή ανησυχία για την ασφάλεια των αντρών τους. Μερικοί άντρες, παρά τα αντικαπιταλιστικά τους αισθήματα, πήγαιναν κρυφά τη νύχτα στο ορυχείο, με σκοπό να κερδίσουν αρκετά για να συντηρήσουν την οικογένειά τους. Κάπου-κάπου έκανε και ο πατέρας μου το ίδιο. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, κουβαλούσε κι ένα όπλο στην τσάντα του, μήπως έπεφτε πάνω σε απεργούς οι οποίοι έψαχναν για απεργοσπάστες.
Ο Χίτλερ Εισβάλλει στη Γαλλία
Ήμουν 17 χρονών όταν ξέσπασε ο πόλεμος. Λίγους μήνες αργότερα οι Ναζί εισέβαλαν στη Γαλλία. Εφόσον ισχυρίζονταν ότι η Αλσατία δεν ήταν απλώς κατεχόμενη περιοχή, αλλά μέρος του Γερμανικού Ράιχ, όλοι οι νεαροί άντρες όπως εγώ, έπρεπε να καταταγούν στο στρατό του Χίτλερ. Έτσι, έδεσα στην πλάτη μου μια βαλίτσα και το ’σκασα με το ποδήλατό μου πριν καταφθάσουν οι εισβολείς. Μερικές φορές κατάφερνα να βρίσκω κάποιον να με ρυμουλκεί· πιανόμουν από το πίσω μέρος των φορτηγών που κατευθύνονταν στα νότια. Τα κύματα των προσφύγων αποτελούσαν εύκολο στόχο για τα γερμανικά αεροπλάνα και έτσι όταν τα άκουγα να έρχονται, πηδούσα μέσα στα χαντάκια.
Έφτασα στη νότια-κεντρική Γαλλία, η οποία δεν είχε καταληφτεί ακόμη από τους Γερμανούς. Αλλά κι εκεί ακόμη συνάντησα αδικία. Δούλεψα σκληρά· καθάριζα δρόμους, κουβαλούσα κάσες σε νεκροταφεία ή σήκωνα στην πλάτη φορτία που ζύγιζαν 45 κιλά, σ’ ένα εργοστάσιο τσιμέντου. Μερικές φορές δούλευα 12 ώρες, για ένα ξεροκόμματο μόνο. Το μεγαλύτερο μέρος της βοήθειας που θα έπρεπε να παίρνουμε εμείς ως πρόσφυγες, το έκλεβαν οι αξιωματούχοι που ήταν διορισμένοι να μας το μοιράζουν.
Προς τα τέλη του 1940, αποφάσισα να ενταχθώ στον αγώνα για να απελευθερώσω την πατρίδα μου. Πήγα στην Αλγερία της Βόρειας Αφρικής και ενώθηκα με τα υπολείμματα του Γαλλικού στρατού που βρίσκονταν εκεί. Η ζωή στο στρατό δεν ικανοποίησε τη δίψα μου για δικαιοσύνη περισσότερο απ’ όσο η ζωή μου ως πολίτη, αλλά ήθελα ακόμη να συμμετάσχω στην απελευθέρωση της Ευρώπης. Οι Αμερικανοί αποβιβάστηκαν στη Βόρεια Αφρική προς το τέλος του 1942. Ωστόσο, κάποια μέρα του 1943, έχασα τρία από τα δάχτυλά μου όταν έσκασε ο πυροκροτητής της χειροβομβίδας που είχα στα χέρια μου. Έτσι, δεν ήμουν σε θέση να καταταγώ στα στρατεύματα που επρόκειτο να επανακαταλάβουν την Ευρώπη.
Αηδιασμένος από το Εμπόριο, την Πολιτική και τη Θρησκεία
Καθώς επέστρεψα στη ζωή του πολίτη εκεί στην Αλγερία, η κατάφωρη εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο, που γινόταν στον εργατικό κόσμο, μ’ έκανε να αγανακτήσω. Ένας σύντροφός μου πέθανε όταν, κάτω από επικίνδυνες συνθήκες εργασίας, εισέπνευσε δηλητηριώδες αέριο. Λίγο αργότερα, παραλίγο να πέθαινα και εγώ κάτω από τις ίδιες περιστάσεις. Αυτή την εμπορική εταιρία δεν την ένοιαζε καθόλου η υγεία ή ακόμη και η ζωή των εργατών της. Χρειάστηκε να παλέψω για να πάρω αποζημίωση. Είχα αηδιάσει τελείως.
Αν και ήμουν μόνο 24 χρονών, κατέληξα σ’ ένα γηροκομείο, όπου έμεινα μέχρι το τέλος του πολέμου. Όσο ήμουν εκεί, συνάντησα μερικούς Γάλλους αγωνιστές υπέρ του κομμουνισμού οι οποίοι είχαν εξοριστεί στην Αλγερία στις αρχές του πολέμου. Τα πηγαίναμε καλά και με έπεισαν εύκολα να μπω κι εγώ στον αγώνα τους κατά της αδικίας.
Όταν τελείωσε ο πόλεμος, επέστρεψα στην πόλη της Αλσατίας στην οποία είχα μεγαλώσει, εμποτισμένος με τα νέα μου ιδανικά. Τα πράγματα όμως δεν ήρθαν όπως έλπιζα. Με πείραξε πολύ όταν ανακάλυψα ότι ορισμένα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος δεν στάθηκαν καλοί πατριώτες κατά τη διάρκεια του πολέμου. Μια μέρα μου είπε ένας αξιωματούχος του κόμματος: «Ξέρεις Ξαβιέ, δεν θα είχαμε κάνει τίποτε αν δεχόμασταν μόνο τους αδιάλλακτους». Εγώ του φανέρωσα ότι διαφωνούσα κι ότι είχα απογοητευτεί.
Παρατήρησα επίσης ότι, αυτοί που φώναζαν πιο πολύ απ’ όλους για ιδανικά και για δικαιοσύνη, ξόδευαν τα περισσότερα χρήματα από το μισθό τους σε ποτά, στην καντίνα του ορυχείου, ρίχνοντας την οικογένειά τους στη φτώχεια. Παρ’ όλα αυτά, ψήφιζα ακόμη υπέρ του Κομμουνιστικού Κόμματος γιατί πίστευα ότι οι κομμουνιστές ενεργούσαν περισσότερο απ’ όλους για να επιτευχθεί δικαιοσύνη για την εργατική τάξη.
Όταν ήμουν νέος, ήμουν βοηθός ιερέα στις Λειτουργίες· έτσι ο Καθολικός ιερέας ήρθε για να προσπαθήσει να με πείσει να γίνω αγωνιστής υπέρ της εκκλησίας. Εγώ όμως είχα χάσει την πίστη μου στον κλήρο. Ήμουν πεπεισμένος ότι ήταν με το μέρος της άρχουσας τάξης. Εκτός αυτού, ήξερα ότι πολλοί Καθολικοί ιερείς είχαν συνεργαστεί με τους Γερμανούς που βρίσκονταν στη Γαλλία, κατά τη διάρκεια της κατοχής. Θυμόμουν επίσης ότι, όταν ήμουν στο στρατό, οι Καθολικοί στρατιωτικοί ιερείς έκαναν κήρυγμα υπέρ του πατριωτισμού. Γνώριζα όμως επίσης ότι οι Καθολικοί στρατιωτικοί ιερείς του γερμανικού στρατού έκαναν το ίδιο πράγμα. Κατά τη γνώμη μου, αυτή ήταν δουλειά των πολιτικών και των στρατιωτικών ηγετών, όχι των διακόνων της εκκλησίας.
Επιπρόσθετα, διάφορες πικρές εμπειρίες είχαν κλονίσει σοβαρά την πίστη μου στον Θεό. Η αδελφή μου σκοτώθηκε από ένα βλήμα την ημέρα που μπήκε στα 20. Εκείνο τον καιρό αναρωτιόμουν: ‘Αν υπάρχει Θεός, τότε γιατί επιτρέπει όλη αυτή την αδικία;’ Παρ’ όλα αυτά, όταν απολάμβανα την αδιατάραχτη γαλήνη της πανέμορφης υπαίθρου μας, συγκινιόμουν πολύ βαθιά. Έλεγα στον εαυτό μου: ‘Όλα αυτά δεν μπορεί «απλώς να έγιναν»’. Τότε, σε στιγμές σαν αυτές, προσευχόμουν.
Μήνυμα Ελπίδας
Κάποιο κυριακάτικο πρωινό του 1947, ένας άντρας και μια γυναίκα, και οι δύο λίγο πάνω από 30 χρονών, ήρθαν στην πόρτα μας. Μίλησαν στον πατέρα μου και αυτός τους είπε: «Καλύτερα να δείτε το γιο μου. Αυτός διαβάζει οτιδήποτε πέσει στα χέρια του». Πράγματι, έτσι ήταν. Διάβαζα οτιδήποτε, από την κομμουνιστική εφημερίδα L’Humanité μέχρι την Καθολική εφημερίδα La Croix. Αυτοί οι επισκέπτες μού είπαν για έναν κόσμο απαλλαγμένο από πολέμους όπου θα επικρατούσε δικαιοσύνη για όλους και ακόμη είπαν ότι η γη μας θα γινόταν παράδεισος. Καθένας θα είχε το δικό του σπίτι και η αρρώστια καθώς και ο θάνατος θα ήταν πράγματα του παρελθόντος. Καθετί που έλεγαν το αποδείκνυαν από την Αγία Γραφή και μπορούσα να δω ότι ήταν στ’ αλήθεια πεπεισμένοι γι’ αυτά.
Ήμουν 25 χρονών και, στην κυριολεξία, αυτή ήταν η πρώτη φορά που έπιανα στα χέρια μου μια Αγία Γραφή. Οι περικοπές που διάβασαν μου κίνησαν την περιέργεια. Τα πράγματα αυτά φαίνονταν τόσο ωραία ώστε δεν θα μπορούσαν να είναι αληθινά· ήθελα λοιπόν να ξεκαθαρίσω το θέμα αυτό στο μυαλό μου. Οι επισκέπτες μού υποσχέθηκαν να μου φέρουν μια Αγία Γραφή και μου άφησαν ένα βιβλίο που ονομαζόταν Απελευθέρωσις, μαζί μ’ ένα βιβλιάριο που είχε τον τίτλο «Be Glad, Ye Nations» (Ευφράνθητε, Έθνη).
Μόλις έφυγαν, άρχιζα να διαβάζω το βιβλιάριο. Η μαρτυρία της ανιψιάς του Στρατηγού Ντε Γκολ αναφορικά με την ακεραιότητα των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο στρατόπεδο συγκέντρωσης γυναικών του Ράβενσμπρικ, μου άνοιξε πραγματικά τα μάτια. ‘Αν υπάρχουν αληθινοί Χριστιανοί’, είπα στον εαυτό μου, ‘τότε θα πρέπει να είναι αυτοί’. Τελείωσα το βιβλίο Απελευθέρωσις πριν πέσω να κοιμηθώ εκείνη τη νύχτα. Επιτέλους είχα βρει την απάντηση σε μια από τις ερωτήσεις που με βασάνιζαν τόσο πολύ καιρό: «Γιατί ένας Θεός δικαιοσύνης επιτρέπει την αδικία;»
Λαβαίνω Στάση Υπέρ της Αληθινής Δικαιοσύνης
Την επόμενη μέρα οι Μάρτυρες, πιστοί στην υπόσχεσή τους, επέστρεψαν με μια Αγία Γραφή. Επειδή είχα χτυπήσει με το ποδήλατο, ο ώμος μου ήταν στο γύψο και δεν μπορούσα να πάω στη δουλειά· έτσι είχα χρόνο στη διάθεσή μου. Διάβασα ολόκληρη την Αγία Γραφή μέσα σε εφτά μόνο μέρες και ανακάλυψα τις θαυμάσιες αρχές της περί δικαιοσύνης. Καθώς συνέχιζα το διάβασμα, γινόμουν όλο και πιο βέβαιος ότι αυτό το βιβλίο ήταν από τον Θεό. Άρχισα να καταλαβαίνω ότι ο αγώνας για να υπάρξει αληθινή δικαιοσύνη θα έπρεπε να είναι πνευματικός και όχι πολιτικός.—Εφεσίους 6:12.
Ήμουν σίγουρος ότι όλοι οι φίλοι που είχα από την πολιτική, θα κατενθουσιάζονταν όταν θα άκουγαν για το άγγελμα της ελπίδας που είχα μόλις ανακαλύψει. Τι απογοήτευση όμως ένιωσα όταν έδειξαν κάθε άλλο παρά ενθουσιασμό! Όσο για μένα, δεν μπορούσα να μη συζητάω τα καλά νέα με όλους ανεξαίρετα. Μου άρεσε ιδιαίτερα να παραθέτω ορισμένα εδάφια όπως τα Ιακώβου 5:1-4, όπου οι πλούσιοι καταδικάζονται επειδή εκμεταλλεύονται τους εργάτες.
Εκείνο τον καιρό ήμουν ταχυδρόμος. Για να μην ερεθίζω τον πατέρα μου, ο οποίος ήταν προσκολλημένος στις δικές του απόψεις, έφευγα από το σπίτι φορώντας το καπέλο του ταχυδρόμου και όταν γύριζα σπίτι σιγουρευόμουν πρώτα ότι το φορούσα. Μια μέρα ο πατέρας μου είπε σ’ ένα φίλο: «Ο γιος μου κάνει πολλές υπερωρίες τώρα τελευταία». Η αλήθεια ήταν ότι άφηνα το καπέλο κάπου στο σπίτι ενός φίλου μου όταν έβγαινα στο έργο κηρύγματος και το ξαναφορούσα μετά.
Σε διάστημα λιγότερο από τρεις μήνες, από τότε που είχα την πρώτη μου επαφή με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, ξεκίνησα μόνος μου να πάω στη Βασιλεία της Ελβετίας για να παρακολουθήσω μια συνέλευση. Στο μέσο της ομιλίας βαφτίσματος, ανέφερα στη Μάρτυρα που καθόταν δίπλα μου (η οποία με καλοσύνη μου είχε προσφέρει κατάλυμα για τη συνέλευση) ότι επιθυμούσα να βαφτιστώ αλλά ότι δεν είχα τα κατάλληλα ρούχα. Αυτή άφησε αμέσως τη θέση της και ξαναγύρισε πολύ πριν τελειώσει η ομιλία, φέρνοντας μαγιό και πετσέτα.
Επέκταση στη Διακονία
Αφιέρωνα ήδη 60 ώρες το μήνα για να επισκέπτομαι ανθρώπους στα σπίτια τους. Ωστόσο, όταν διαβάστηκε στην Αίθουσα Βασιλείας ένα γράμμα το οποίο ενθάρρυνε την υπηρεσία σκαπανέα (ολοχρόνιο έργο κηρύγματος), είπα μέσα μου: ‘Αυτό είναι για μένα!’
Προς το τέλος του 1949, στάλθηκα στο φημισμένο λιμάνι της Μεσογείου, τη Μασσαλία, για να εργαστώ ως σκαπανέας. Η ζωή ήταν ευχάριστη στη Μασσαλία εκείνο τον καιρό μετά τον πόλεμο. Σ’ εκείνη την πόλη, οι οδηγοί των τραμ σταματούσαν για να μη διακόψουν αυτούς που έπαιζαν pétanque (αμάδες) στο δρόμο. Οι άλλοι σκαπανείς κι εγώ δεν βρήκαμε πουθενά αλλού να μείνουμε παρά μόνο σε μια πανσιόν στην οποία έρχονταν επίσης και πόρνες. Δεν ήταν ιδανικό μέρος για Χριστιανούς διακόνους, αλλά πρέπει να πω ότι, τουλάχιστον σε μας, αυτές οι filles de joie (γυναίκες της ηδονής) ποτέ δεν είπαν ούτε έκαναν κάτι απρεπές και άκουγαν προσεκτικά το άγγελμά μας.
Είχαμε πολύ λίγα χρήματα και βασιζόμασταν απόλυτα στον Ιεχωβά για να μας καλύψει τις υλικές μας ανάγκες. Το απόγευμα, όταν γυρίζαμε σπίτι, λέγαμε ο ένας στον άλλον τις εμπειρίες μας. Κάποια μέρα, είχα μείνει έκπληκτος, όταν μια Γιουγκοσλάβα, την οποία συνάντησα καθώς πήγαινα από πόρτα σε πόρτα, πήρε από το κομμοδίνο της έναν τεράστιο εσταυρωμένο και τον φίλησε με πάθος για να αποδείξει πόσο πολύ αγαπούσε τον Θεό. Δέχτηκε μια Γραφική μελέτη και σύντομα τα μάτια της άνοιξαν και διέκρινε ότι ήταν μάταιο να λατρεύει είδωλα.
Το Νοέμβριο του 1952 η αδελφή Σάρα Ροντρίγκεζ, σκαπάνισσα από το Παρίσι, έφτασε στη Μασσαλία για να βοηθήσει στο έργο κηρύγματος. Όλοι εμείς οι σκαπανείς αδελφοί ήμασταν χαρούμενοι που μας συνόδευε όταν επισκεπτόμασταν γυναίκες που έδειχναν ενδιαφέρον για τη Βιβλική αλήθεια. Τελικά την «απήγαγα», σαν να λέγαμε, επειδή έγινε γυναίκα μου.
Το 1954, τρεις μήνες μετά το γάμο μας, η Εταιρία μάς ζήτησε να πάμε στη Μαρτινίκα, στις Γαλλικές Δυτικές Ινδίες. Θα ήμασταν οι πρώτοι ξένοι Μάρτυρες που θα κήρυτταν σ’ αυτό το νησί από τότε που απελάθηκαν οι ιεραπόστολοι, στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Ύστερα από ταξίδι 17 ημερών στον ωκεανό, φτάσαμε τελικά, ενώ στο μυαλό μας γύριζαν ένα σωρό ερωτήσεις. Πώς θα μας δέχονταν; Πού θα μέναμε; Τι είδους φαγητά θα τρώγαμε; Πόσο καιρό θα μας έπαιρνε μέχρι να βρούμε μια κατάλληλη Αίθουσα Βασιλείας για τις συναθροίσεις μας;
Νέος Τομέας και Νέα Ζωή
Οι κάτοικοι της Μαρτινίκας αποδείχτηκε ότι ήταν πολύ φιλόξενοι. Καθώς πηγαίναμε από πόρτα σε πόρτα οι άνθρωποι μας πρόσφεραν συχνά κάτι για να δροσιστούμε. Μάλιστα, δεν ήταν ασυνήθιστο να μας καλούνε μέσα για γεύμα. Δίναμε πολλά Βιβλικά έντυπα και μολονότι οι περισσότεροι νησιώτες δεν είχαν Αγία Γραφή, έτρεφαν μεγάλη εκτίμηση γι’ αυτήν.
Το πρώτο μας σπίτι ήταν μια καλύβα με τενεκεδένια σκεπή. Την εποχή των βροχών, οι ξαφνικές νεροποντές τη νύχτα μας έκαναν να πεταγόμαστε από το κρεβάτι καθώς η βροχή χτυπούσε με ορμή πάνω στη σκεπή. Το νερό της βρύσης ήταν διαθέσιμο μόνο δύο με τρεις φορές την ημέρα. Μπάνιο δεν είχαμε. Για να κάνουμε ντους, στεκόμασταν μέσα σε ένα άδειο λαδοβάρελο, στη μικρή αυλή που είχαμε πίσω από το σπίτι μας, και ρίχναμε εναλλάξ νερό ο ένας πάνω στον άλλο. Κάπως πρωτόγονο, αλλά ήταν ό,τι έπρεπε μετά από μια ολόκληρη μέρα κάτω από τον ήλιο!
Η Σάρα έπρεπε να προσαρμοστεί στη μαγειρική του τόπου και να μάθει να μαγειρεύει αρτόκαρπους. Όταν ήμουν παιδί, φανταζόμουν πάντοτε ότι από τα κλαδιά των αρτόδεντρων, κρέμονταν καρβέλια. Στην πραγματικότητα, ο καρπός αυτού του δέντρου μοιάζει περισσότερο με λαχανικό. Μπορεί να μαγειρευτεί όπως οι πατάτες. Τον καιρό εκείνο τρώγαμε τους αρτόκαρπους με αυγά χελώνας. Ήταν νοστιμότατο, αλλά σήμερα αυτά τα αυγά είναι πολυτέλεια. Ο αρτόκαρπος είναι επίσης νόστιμος με κρέας ή ψάρι.
Τα προβλήματα υλικής φύσης ξεπεράστηκαν, και οι άφθονες πνευματικές ευλογίες μάς αποζημίωναν με το παραπάνω για όλες τις δυσκολίες που είχαμε. Όταν γύρισα στο σπίτι μια μέρα, είπα στη Σάρα ότι είχα βρει μια Αίθουσα Βασιλείας που μπορούσε να χωρέσει εκατό καθίσματα. «Πόσο τη νοικιάζει;» ρώτησε η Σάρα. «Ο ιδιοκτήτης μού είπε να προτείνω μια τιμή», απάντησα. Εκείνο τον καιρό, αυτό που μπορούσαμε να δώσουμε όλο κι όλο ήταν το γελοίο ποσό των 10 φράγκων το μήνα. Ήταν όμως θέλημα Θεού όπως φαίνεται, και ο άνθρωπος δέχτηκε.
Είχαμε πολλές ελπίδες ότι θα έρχονταν πάρα πολλά άτομα στις συναθροίσεις, γιατί οι άνθρωποι μας έλεγαν συνέχεια: «Αν είχατε μια αίθουσα, θα ερχόμασταν στις συναθροίσεις σας». Ωστόσο, για πολλούς μήνες ο μέσος όρος παραβρισκομένων ήταν δέκα άτομα. Η επιμονή όμως απέφερε καρπούς και σήμερα υπάρχουν 24 εκκλησίες στο ‘Ανθισμένο Νησί’, όπως αποκαλείται η Μαρτινίκα, με 2.000 Μάρτυρες συνολικά.
Άφθονες Ευλογίες
Προς το τέλος του 1958, πήγα στη Γαλλική Γουιάνα, για να επισκεφτώ ένα νεαρό σπουδαστή. Ύστερα από ένα δεκαήμερο θαλάσσιο ταξίδι με το μικρό σκάφος που ονομαζόταν Νίνα, άρχισα να κηρύττω στο Σαιν Λοράν που είναι λιμάνι στον Ποταμό Μαρονί. Εκεί συνάντησα μερικούς πρώην κατάδικους οι οποίοι είχαν μείνει εκεί μετά την κατάργηση του συστήματος των ποινικών αποικιών από τη Γαλλία, το 1945. Κατόπιν πήγα στην Καγιέν, όπου επισκέφτηκα τον νεαρό άντρα, τον οποίο είχα έρθει για να δω. Αυτός και μερικά άλλα άτομα που έγιναν συνδρομητές στα περιοδικά μας κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στη Γαλλική Γουιάνα, είναι τώρα δραστήριοι δούλοι του Ιεχωβά.
Η γυναίκα μου και εγώ προσκληθήκαμε αρκετές φορές στα παγκόσμια κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά, στο Μπρούκλιν, για διάφορα εκπαιδευτικά προγράμματα τα οποία διήρκεσαν συνολικά περισσότερο από ένα χρόνο. Εκεί είδα πραγματικά πώς οι Βιβλικές αρχές της δικαιοσύνης και της ισότητας τίθενται σε εφαρμογή από το λαό του Θεού. Αυτοί που έχουν υπεύθυνες θέσεις τρώνε στα ίδια τραπέζια με τους νεαρούς που δουλεύουν στο εργοστάσιο και παίρνουν το ίδιο ασήμαντο ποσό για τα μικροέξοδα όπως και αυτοί. Ναι, η δικαιοσύνη και η ισότητα—το παιδικό μου όνειρο—αποτελούν ζωντανή πραγματικότητα εκεί.
Είμαι τώρα 65 χρονών και έχω δαπανήσει 40 χρόνια στην ολοχρόνια υπηρεσία. Η γυναίκα μου και εγώ αφιερώσαμε πολλά απ’ αυτά τα χρόνια γυρίζοντας σ’ ολόκληρη τη Μαρτινίκα με μοτοσικλέτες, για να κηρύξουμε τα καλά νέα σχετικά με το νέο σύστημα του Ιεχωβά, το οποίο βασίζεται στη δικαιοσύνη. Τώρα εργαζόμαστε στο γραφείο τμήματος, σ’ ένα κτίριο γραφείων που έχει θέα προς τον υπέροχο κόλπο του Φορ ντε Φρανς. Όλ’ αυτά τα χρόνια στην οργάνωση του Θεού μάς έχουν διδάξει ένα σπουδαίο μάθημα. Μόνο στο λαό του Θεού μπορεί να βρεθεί αληθινή δικαιοσύνη, δικαιοσύνη στην οποία δεν υπάρχουν φραγμοί από το χρώμα, τη φυλή ή τη θρησκεία. Εμείς καθώς κι εκείνοι τους οποίους είδαμε να έρχονται στην αλήθεια με το πέρασμα των χρόνων, διατηρούμε την ελπίδα να ζήσουμε σύντομα σε μια νέα γη στην οποία θα κατοικεί δικαιοσύνη.—2 Πέτρου 3:13.