Είδα την Αύξηση στα Νότια Μέρη της Αφρικής
Όπως το αφηγήθηκε ο Ρόμπερτ Άλμπερτ Μακ Λάκι
ΤΟ ΕΡΓΟ κηρύγματος της Βασιλείας στη Νότια Αφρική προχωρεί εντυπωσιακά. Ενώ προς το τέλος της δεκαετίας του 1920 κήρυτταν περίπου εκατό άτομα, τώρα υπάρχουν γύρω στα 45.000 άτομα που διακηρύττουν τα καλά νέα στη Νότια Αφρική. Και, εκτός απ’ αυτά, 150.000 περίπου άτομα κηρύττουν σε άλλες χώρες τις οποίες επέβλεπε παλιά το τμήμα της Νότιας Αφρικής.
Τα περασμένα 60 χρόνια, είχα τη χαρά να παραστώ μάρτυρας αυτής της θαυμάσιας αύξησης στα νότια της Αφρικής! Επιτρέψτε μου να σας διηγηθώ σύντομα γι’ αυτή την αύξηση, καθώς και για το ρόλο που η οικογένειά μου και εγώ είχαμε το προνόμιο να παίξουμε σ’ αυτήν.
Μια Τραγωδία στην Αρχή
Στις 22 Ιουνίου 1927 πέθανε η αγαπημένη μου σύζυγος, η Έντνα, αφήνοντας την κόρη μας, τη Λίαλ, ηλικίας τριών χρονών και το γιο μας, τον Ντόνοβαν, ηλικίας δυο χρονών. Εγώ ήμουν μόλις 26 χρονών. Ο θάνατός της με άφησε σε κατάσταση θλίψης και μεγάλης σύγχυσης. Πού βρισκόταν; Μη μπορώντας να πιστέψω πως βρισκόταν στην κόλαση, ονειρευόμουν τις νύχτες ότι ήταν στον ουρανό και αυτό με παρηγορούσε λίγο.
Εκείνο τον Ιούλιο, ο μικρός Ντόνοβαν μου έδωσε ένα φυλλάδιο που προοριζόταν για κάποιον άλλον, αλλά που, κατά κάποιον τρόπο, είχε μπερδευτεί με τη δική μας αλληλογραφία. Αυτό περιείχε το κείμενο μιας διάλεξης του Ιωσήφ Ρόδερφορντ, του δεύτερου προέδρου της Εταιρίας Σκοπιά. Το περιεχόμενο μου κέντρισε τόσο πολύ το ενδιαφέρον, ώστε αμέσως παρήγγειλα όλες τις εκδόσεις που ανέφερε το φυλλάδιο. Δεν κατάλαβα τότε πόσο αυτό θα άλλαζε τη ζωή μου.
Ανάμεσα στα βιβλιάρια που ήρθαν, υπήρχε κι ένα με τον τίτλο Τι Είναι Άδης; Ποιοι Είναι Εκεί; Δύνανται να Εξέλθουν; που μου κίνησε αμέσως την περιέργεια. Πόσο συγκινήθηκα όταν το είδα αυτό το βιβλιάριο! Αφού διάβασα δυο-τρεις μόνο σελίδες, άρχισα, στην κυριολεξία, να γελάω από τη χαρά μου.
Ανυπόμονος να μεταδώσω και σε άλλους αυτά που είχα μάθει, έγραφα ή μιλούσα στους γονείς μου και σε άλλα μέλη της οικογένειάς μου. Σαν αποτέλεσμα, σε σύντομο χρονικό διάστημα, οι τέσσερις αδελφοί μου, ο Τζακ, ο Πέρσι, ο Γουίλιαμ και ο Σίντνεϊ έδειξαν σύντομα ενδιαφέρον και άρχισαν να κηρύττουν σε άλλους. Χρόνια αργότερα, ο πατέρας μου, η μητέρα μου και οι δυο αδελφές μου, η Κόνι και η Γκρέις, επίσης ασπάστηκαν αυτή την πίστη.
Δεν μπορούσα να βρω κανέναν άλλο Σπουδαστή της Γραφής, όπως ήταν τότε γνωστοί οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, στο μέρος της Νότιας Αφρικής όπου έμενα. Μετακόμισα στη Νότια Ροδεσία, την τωρινή Ζιμπάμπουε, και εργάστηκα μαζί με τον αδελφό μου, τον Τζακ, για ένα περίπου χρόνο σ’ ένα ράντσο με βοοειδή. Η ανάγνωση των εντύπων της Εταιρίας Σκοπιά είχε ως αποτέλεσμα να αισθανθώ σύντομα την έντονη επιθυμία να αναλάβω την ολοχρόνια υπηρεσία.
Μέχρι τότε, δεν είχα συναντήσει ομοπίστους εκτός από εκείνους στους οποίους είχα δώσει μαρτυρία. Έτσι, ταξίδεψα 2.300 χιλιόμετρα με το τρένο στο γραφείο τμήματος της Εταιρίας στο Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής. Τι θερμή υποδοχή μού έκανε ο Τζορτζ Φίλιπς, που ήταν υπεύθυνος για το έργο στη νότια Αφρική! Στις 10 Ιανουαρίου 1930, βαφτίστηκα.
Τα Πρώτα Χρόνια ως Σκαπανέας
Μολονότι είχα μιλήσει σε εκατοντάδες άτομα για την Αγία Γραφή τα προηγούμενα τρία χρόνια, δεν είχα συμμετάσχει ακόμη στη διακονία από σπίτι σε σπίτι. Παρ’ όλα αυτά, ανέλαβα την ολοχρόνια διακονία ως σκαπανέας. Δεν υπήρχε εκπαιδευτικό πρόγραμμα εκείνα τα χρόνια. Οι ευαγγελιζόμενοι, μάλιστα, σπάνια πήγαιναν μαζί στο ίδιο σπίτι. Εφόσον είχαμε τόσο λίγους ευαγγελιζομένους, δεν φαινόταν πρακτικό να κάνουμε κάτι τέτοιο.
Φυσικά, με απασχολούσε η ευημερία των παιδιών μου, της Λίαλ και του Ντόνοβαν, για τα οποία φρόντιζαν η γιαγιά και ο παππούς. Αφού εκείνοι τα φρόντιζαν καλά, εκείνη την εποχή πίστευα πως θα ήταν κατάλληλο να δαπανιέμαι στη διάδοση του αγγέλματος της Βασιλείας σε άλλους. Έτσι, αυτό ακριβώς έκανα.
Στη διάρκεια των επόμενων τριών χρόνων που έκανα έργο σκαπανέα, είχα πέντε διαφορετικούς συντρόφους περιλαμβανομένου και του αδελφού μου του Σιντ. Αργότερα αυτός κόλλησε τυφοειδή πυρετό, ενώ ενασχολούνταν στο έργο σκαπανέα, και πέθανε. Τον πρώτο εκείνο καιρό, δεν ήταν εύκολο να κάνει κανείς σκαπανικό. Χρησιμοποιούσαμε ένα κλειστό φορτηγάκι εφοδιασμένο με πτυσσόμενα ντιβάνια ενσωματωμένα στην καθεμιά από τις πλευρές του φορτηγού. Έτσι μπορούσαμε να κοιμόμαστε, να καθόμαστε, να μαγειρεύουμε και να τρώμε εκεί μέσα.
Το πιο εξέχον γεγονός που συνέβηκε τις πρώτες εκείνες μέρες που εργαζόμουν ως σκαπανέας, ήταν το ότι, το 1931, πήραμε το νέο μας όνομα, Μάρτυρες του Ιεχωβά, μαζί με το βιβλιάριο Η Βασιλεία—Η Ελπίς του Κόσμου. Θυμάμαι πολύ καθαρά πως όταν σκεφτόμουν ότι θα χρησιμοποιούσα αυτό το ένδοξο όνομα, γέμιζα με υπερβολικό δέος και αναρωτιόμουν αν θα μπορούσα να το χρησιμοποιώ επάξια.
Ένα ακόμη αξέχαστο γεγονός που συνέβηκε εκείνα τα πρώτα χρόνια, ήταν το ότι βάφτισα τον αδελφό μου τον Τζακ και τη σύζυγό του τη Ντορέλ, στα νερά του ποταμού Νουανέτσι, στη Νότια Ροδεσία, ένα ποτάμι που έβριθε από κροκόδειλους. Πριν από το βάφτισμα, ρίξαμε μερικές πέτρες στο ποτάμι για να διώξουμε τους κροκόδειλους που τυχόν κρύβονταν εκεί. Αργότερα, στη δεκαετία του 1950, βάφτισα τη μητέρα μου σε μια μπανιέρα.
Σε Άλλες Χώρες
Το 1933, ο πέμπτος σύντροφός μου, ο Ρόμπερτ Νίσμπετ, και εγώ διοριστήκαμε σ’ έναν καινούριο, παρθένο τομέα—στα νησιά Μαυρίκιος και Μαδαγασκάρη στα ανοιχτά της νοτιοανατολικής ακτής της Αφρικής. Δαπανήσαμε σχεδόν τέσσερις μήνες σ’ αυτά τα δυο νησιά, φυτεύοντας τους σπόρους της Βιβλικής αλήθειας. Πόση χαρά νιώθουμε τώρα που βλέπουμε το Μαυρίκιο να έχει γύρω στους 800 ευαγγελιζομένους και τη Μαδαγασκάρη να έχει περίπου 3.000 ευαγγελιζομένους! Όταν επιστρέψαμε στη Νότια Αφρική, ο Ρόμπερτ και εγώ αποχωριστήκαμε. Αργότερα, εκείνος έκανε σκαπανικό με τον αδελφό μου τον Σιντ και ακόμη αργότερα υπηρέτησε ως επίσκοπος τμήματος στο Μαυρίκιο.
Πριν επιστρέψουμε στη Νότια Αφρική, κανόνισα να συναντήσω τη Λίαλ και τον Ντόνοβαν στο σπίτι του πατέρα μου. Αφού τους επισκέφτηκα, ακολούθησε ο αναπόφευκτος δακρύβρεχτος χωρισμός. Ταξίδεψα για να συναντήσω τον επίσκοπο τμήματος, τον αδελφό Φίλιπς, προκειμένου να λάβω τον επόμενο διορισμό μου. Επρόκειτο για τη Νιασαλάνδη, την τωρινή Μαλάουι. Μου αγόρασαν ένα Σέβρολετ, μοντέλο του 1929, για να το χρησιμοποιώ εκεί.
Έτσι, το 1934, ξεκίνησα για ένα ταξίδι 1.900 χιλιομέτρων, κυρίως μέσα από χωματόδρομους, από το Γιοχάνεσμπουργκ της Νότιας Αφρικής μέχρι τη Ζόμπα, την πρωτεύουσα της Νιασαλάνδης. Τελικά, έφτασα στον προορισμό μου, το σπίτι ενός Αφρικανού αδελφού, του Ρίτσαρντ Καλίντε. Αυτός έγινε στενός σύντροφος και μεταφραστής μου στη διάρκεια της παραμονής μου στη Νιασαλάνδη. Με τον καιρό, απέκτησα δυο δωμάτια σ’ ένα παλιό ξενοδοχείο που δεν λειτουργούσε πια. Το ένα το χρησιμοποιούσα για αποθήκη και το άλλο για κατάλυμα.
Διορίστηκα στη Νιασαλάνδη, ειδικά για να βάλω σε τάξη τις χαώδεις συνθήκες που δημιουργήθηκαν εξαιτίας των λεγόμενων κινημάτων της Σκοπιάς. Χρόνια νωρίτερα, ένας Αφρικανός ο οποίος γνώριζε τα συγγράμματα του πρώτου προέδρου της Εταιρίας Σκοπιά, του Κάρολου Τέηζ Ρώσσελ, ήταν υπεύθυνος για την ανάπτυξη αυτών των κινημάτων, μολονότι ο ίδιος δεν έγινε ποτέ Μάρτυρας του Ιεχωβά.—Βλέπε 1976 Βιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά (στην αγγλική), σελίδες 71-74.
Επισκεφτόμουν τις εκκλησίες εκείνων που χρησιμοποιούσαν τα έντυπα της Εταιρίας Σκοπιά και διάβαζα μια απόφαση αναφορικά με το νέο μας όνομα, Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ζητήθηκε από όλους εκείνους που συμφωνούσαν μ’ αυτή την απόφαση να το δείξουν σηκώνοντας το χέρι. Μολονότι η πλειονότητα συμφώνησε, πολλοί δεν κατανόησαν πλήρως τι περιλάμβανε πραγματικά το ζήτημα αυτό. Έτσι, με την πάροδο των ετών, ενώ μερικοί δεν σημείωσαν πνευματική πρόοδο, άλλοι σταμάτησαν τελείως να υποστηρίζουν εκείνον που θεωρούσαν αρχηγό τους και έγιναν γνήσιοι Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Μετά από παραμονή έξι περίπου μηνών στη Νιασαλάνδη, πήγα στη Μοζαμβίκη, στην οποία δεν είχε κηρυχτεί ακόμη το άγγελμα της Βασιλείας. Εκεί συνάντησα ένα νεαρό Πορτογάλο αξιωματικό, τον οποίο ο Ρόμπερτ Νίσμπετ και εγώ είχαμε συναντήσει στο βαπόρι, καθώς ταξιδεύαμε για το Μαυρίκιο. Αυτός με προσκάλεσε σε γεύμα και μπόρεσα να μιλήσω περαιτέρω μαζί του.
Σε μια άλλη περίπτωση, ενώ βρισκόμουν σ’ ένα χωριό στη βόρεια Μοζαμβίκη, σταμάτησε ένα αυτοκίνητο δίπλα μου. Αποδείχτηκε ότι ήταν ο κυβερνήτης της περιοχής. Αυτός ρώτησε αν θα μπορούσε να με βοηθήσει και με κάλεσε στο σπίτι του, όπου δέχτηκε πολλά έντυπα της Εταιρίας Σκοπιά. Μολονότι το έργο κηρύγματος βρίσκεται τώρα υπό απαγόρευση στη Μοζαμβίκη και στη Νιασαλάνδη (Μαλάουι), συγκινούμαι επειδή ξέρω πως πολλοί πιστοί αδελφοί και αδελφές είναι δραστήριοι εκεί.
Προνόμια στο Μπέθελ
Όταν γύρισα στη Νιασαλάνδη, τι έκπληξη που δοκίμασα! Με προσκάλεσαν να γίνω μέλος του προσωπικού του γραφείου τμήματος της Νότιας Αφρικής στο Κέιπ Τάουν και ο νεότερος αδελφός μου, ο Γουίλιαμ, στάλθηκε να με αντικαταστήσει στη Νιασαλάνδη. Έτσι ξεκίνησα με το Σέβρολετ για ένα ταξίδι 3.500 χιλιομέτρων. Καθ’ οδόν, επισκέφτηκα τον Ντόνοβαν και τη Λίαλ. Τα παιδιά ήταν τώρα ηλικίας 11 και 12 χρονών, και επρόκειτο να περάσει άλλος ένας χρόνος προτού μπορέσω πάλι να τα δω.
Διορίστηκα να ενεργώ ως υπεύθυνος του γραφείου τμήματος, όποτε θα έλειπε ο αδελφός Φίλιπς, ο επίσκοπος τμήματος. Αν και δεν είχα συνταυτιστεί σε τακτική βάση με κάποια συγκεκριμένη εκκλησία των Μαρτύρων του Ιεχωβά από τότε που είχα μάθει την αλήθεια πριν από εννιά χρόνια, το 1936 διορίστηκα προεδρεύων επίσκοπος της εκκλησίας Κέιπ Τάουν, που αποτελούνταν από 20 περίπου ευαγγελιζομένους.
Αλλαγή Περιστάσεων
Δεν ήθελα να θυσιάσω τα προνόμια υπηρεσίας που είχα, αλλά η Λίαλ και ο Ντόνοβαν θα γίνονταν σε λίγο έφηβοι και με απασχολούσε η ευτυχία τους, καθώς και η πνευματική τους ευημερία. Ευτυχώς, σε λίγο θα δινόταν λύση στο ζήτημα αυτό.
Στις 6 Ιουνίου 1936, ο αδελφός Φίλιπς με σύστησε στην αδελφή Σάιντελ και στην ελκυστική 18χρονη κόρη της, την Κάρμεν, που μόλις είχαν έρθει από την Αυστραλία. Μέσα σ’ ένα χρόνο, η Κάρμεν και εγώ παντρευτήκαμε. Έτσι εγώ βρήκα κοσμική εργασία και άνοιξα σπίτι.
Επί ένα χρόνο, δούλευα στη Νότια Αφρική, αλλά κατόπιν η Κάρμεν, εγώ και ο γιος μας ο Πίτερ, που ήταν ακόμη μωρό, μετακομίσαμε στη Νότια Ροδεσία, όπου ο αδελφός μου, ο Τζακ, με είχε προσκαλέσει να συνεργαστώ μαζί του σ’ ένα χρυσωρυχείο. Αφού εγκατασταθήκαμε, η Λίαλ και ο Ντόνοβαν, που είχαν μείνει πίσω με τη μητέρα της Κάρμεν, ήρθαν να μείνουν μαζί μας.
Αντιμετώπιση Διωγμού σε Καιρό Πολέμου
Το Σεπτέμβριο του 1939, ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και το επόμενο έτος τα Βιβλικά έντυπά μας τέθηκαν υπό απαγόρευση. Αποφασίσαμε να διαπιστώσουμε αν ο νόμος αυτός είχε κύρος ή όχι, με το να διαμοιράζουμε έντυπα, αψηφώντας τον κίνδυνο. Ακολούθησαν συλλήψεις και καταδίκες και τα βιβλία και οι Γραφές μας κατασχέθηκαν και κάηκαν.
Κάποιο πρωινό, μετά το έργο κηρύγματος, ένας αστυνομικός μάς ζήτησε να παραλάβουμε τα παιδιά μας από το αστυνομικό τμήμα, στο οποίο τα είχαν πάει. Αρνηθήκαμε να κάνουμε κάτι τέτοιο, λέγοντας ότι τα παιδιά μας είχαν προφανώς συλληφθεί και ότι ήταν δουλειά της αστυνομίας να φροντίσει γι’ αυτά. Εκείνο το απόγευμα, αφού επιστρέψαμε από τη διακονία αγρού, βρήκαμε τα παιδιά σώα και αβλαβή να μας περιμένουν στο σπίτι, χωρίς να ανακαλύψουμε πουθενά ίχνος αστυνομικού!
Σε μια άλλη περίπτωση, το 1941, η Κάρμεν καταδικάστηκε σε τρίμηνη φυλάκιση, μολονότι ήταν έγκυος. Η Εστρέλα, όμως, γεννήθηκε προτού η Κάρμεν αρχίσει να εκτίει την ποινή της. Αντί να αφήσει η Κάρμεν το μωρό μαζί μου στο σπίτι, αποφάσισε να το πάρει μαζί της στη φυλακή. Έτσι, η Εστρέλα απέκτησε ως τροφό μια Αφρικανή, που είχε δολοφονήσει το σύζυγό της. Όταν η Κάρμεν αποφυλακίστηκε, η δολοφόνος στενοχωρήθηκε τόσο ώστε έβαλε τα κλάματα. Παρεμπιπτόντως, το 1956, σε ηλικία 15 χρονών, η Εστρέλα άρχισε να κάνει σκαπανικό. Αργότερα, παντρεύτηκε τον Τζακ Τζόουνς και υπηρέτησε με το σύζυγό της, πάνω από 20 χρόνια, στη Νότια Αφρική, ενώ τώρα βρίσκεται στα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας Σκοπιά, στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης.
Λίγο αργότερα, πήγα και εγώ φυλακή για μερικούς μήνες, επειδή κήρυττα. Τον Ιανουάριο του 1942, ενώ βρισκόμουν εκεί, ο Ιωσήφ Ρόδερφορντ πέθανε. Δεν μπορούσα παρά να δακρύσω εκείνη τη νύχτα, καθώς ήμουν μόνος μου στο κελί μου. Μου παρουσιάστηκαν ευκαιρίες να δώσω μαρτυρία και μια Κυριακή πρωί, ενώ όλοι οι άλλοι βρίσκονταν στην εξωτερική αυλή για γυμναστική, βάφτισα κάποιο συγκρατούμενό μου που είχε ανταποκριθεί στο άγγελμα της Βασιλείας.
Ένα Καινούριο Γραφείο Τμήματος
Μετά από την αποφυλάκισή μου, βρήκα δουλειά στο σιδηρόδρομο του Μπουλαουάγιο. Η Κάρμεν έμαθε στη φυλακή να ράβει και χρησιμοποίησε την τέχνη αυτή για να συμβάλει στη συντήρηση της οικογένειας. Η Λίαλ επέστρεψε από τη Νότια Αφρική, όπου έκανε σκαπανικό, και βοηθούσε επίσης στην κάλυψη των εξόδων. Σαν αποτέλεσμα, σύντομα είχαμε μεγαλύτερο εισόδημα απ’ ό,τι χρειαζόμασταν· έτσι συζητήσαμε το θέμα και συμφωνήσαμε ότι κι εγώ ήμουν σε θέση να αναλάβω πάλι την ολοχρόνια υπηρεσία.
Αφού μπορούσα να ταξιδεύω δωρεάν με το σιδηρόδρομο, το 1947 πήγα με το τρένο στο Κέιπ Τάουν για να δω τον αδελφό Φίλιπς. Προς μεγάλη μου έκπληξη, διορίστηκα να ανοίξω μια αποθήκη όπου θα φρόντιζα για τα έντυπα της Εταιρίας στο Μπουλαουάγιο. Κατόπιν, το επόμενο έτος, ο Νάθαν Ο. Νορ, ο τρίτος πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, ήρθε για επίσκεψη και διευθέτησε ώστε η αποθήκη να γίνει γραφείο τμήματος την 1η Σεπτεμβρίου 1948, με επίσκοπο τμήματος της Νότιας Ροδεσίας τον Έρικ Κουκ. Τα επόμενα 14 χρόνια είχα το προνόμιο να εργάζομαι στο τμήμα, ενώ έμενα φυσικά στο σπίτι μου μαζί με την αυξανόμενη οικογένειά μου. Είμαι τόσο ευγνώμων για την οικονομική υποστήριξη που πρόσφερε στην οικογένεια η Κάρμεν και τα μεγαλύτερα παιδιά μας, πράγμα που μου επέτρεψε να συνεχίζω να εργάζομαι στο γραφείο τμήματος.
Ένας Καινούριος Διορισμός Κηρύγματος
Το 1962 η Κάρμεν και εγώ θέλαμε να φύγουμε και να πάμε κάπου πιο μακριά για να εργαστούμε εκεί όπου η ανάγκη ήταν μεγαλύτερη. Έτσι, πουλήσαμε το σπίτι μας και πήραμε μαζί μας τον Λίντσαϊ και τον Τζέρεμι, τα δυο μικρότερα παιδιά μας—τα υπόλοιπα πέντε είχαν μεγαλώσει και είχαν φύγει από το σπίτι—και ξεκινήσαμε για τα νησιά Σεϋχέλλες.
Στην αρχή, ταξιδέψαμε 2.900 περίπου χιλιόμετρα με το αυτοκίνητο, κυρίως μέσα από χωματόδρομους, μέχρι που φτάσαμε στη Μομπάσα της Κένυας. Αφήσαμε το αυτοκίνητο σ’ έναν αδελφό και πήραμε το πλοίο για τις Σεϋχέλλες. Ένας ενδιαφερόμενος μας σύστησε σε άλλα άτομα και σε λίγο αρχίσαμε να διεξάγουμε συναθροίσεις σχεδόν δίπλα στο σπίτι του δεσπότη. Διεξήγαμε άλλες συναθροίσεις σ’ ένα κοντινό νησί σ’ ένα ιδιόκτητο σπίτι που βρισκόταν πάνω σε δοκάρια μέσα στη θάλασσα, περιστοιχισμένο από ψηλές φοινικιές, απ’ όπου άκουγε κανείς το πάφλασμα των κυμάτων στην παραλία.
Η δραστηριότητά μας έγινε σε λίγο γνωστή και οι αρχές τελικά μας διέταξαν να σταματήσουμε το κήρυγμα, κάτι με το οποίο δεν θα μπορούσαμε ποτέ να συμφωνήσουμε. (Πράξεις 4:19, 20) Τελικά, μας απέλασαν, αλλά στο μεταξύ είχαμε βαφτίσει πέντε άτομα. Στη διάρκεια της πεντάμηνης παραμονής μας στις Σεϋχέλλες, η Κάρμεν έμεινε έγκυος στο τελευταίο μας παιδί, τον Άντριου. Όταν επιστρέψαμε στη Νότια Ροδεσία, η κόρη μας, η Πολίν, μας κάλεσε να μείνουμε μαζί μ’ αυτήν και το σύζυγό της, μέχρι να γεννηθεί ο Άντριου.
Ευλογίες και Ικανοποίηση
Χαίρομαι που μπορώ να πω ότι και τα οχτώ παιδιά μας, περιλαμβανομένων και της Λίαλ και του Ντόνοβαν, έχουν ενασχοληθεί κατά καιρούς με το σκαπανικό έργο. Τέσσερις, μάλιστα, από τους γιους και γαμπρούς μας είναι τώρα πρεσβύτεροι και δυο είναι διακονικοί υπηρέτες. Εκτός αυτού, πόσο μας χαροποιεί το γεγονός ότι πολλά από τα εγγόνια και τα δισέγγονά μας εξαγγέλλουν, μαζί με τους γονείς τους, τα καλά νέα σε τέσσερις χώρες και ότι δεκάδες άλλα μέλη της οικογένειας Μακ Λάκι υπηρετούν επίσης τον Ιεχωβά. Είμαι πεπεισμένος ότι αυτά τα αποτελέσματα οφείλονται στη συνεπή παρακολούθηση των συναθροίσεων ως οικογένεια και στην τακτική συμμετοχή στο έργο κηρύγματος.
Τώρα που είμαι 89 χρονών, εξακολουθώ να έχω το προνόμιο να είμαι πρεσβύτερος στην εκκλησία μας στο Πιτερμάριτσμπουργκ της Νότιας Αφρικής. Μου δίνει γνήσια ικανοποίηση το γεγονός ότι έχω δαπανήσει πάνω από 60 χρόνια στην ευλογημένη υπηρεσία του Ιεχωβά. Θεωρώ ιδιαίτερη ευλογία το ότι είδα πέντε γενεές της οικογένειάς μας, συμπεριλαμβανομένων και των γονέων μου, να προσφέρουν αίνο στον Ιεχωβά, τον μεγάλο Θεό ολόκληρου του σύμπαντος.