Μια Σπάνια Χριστιανική Κληρονομιά
ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ Η ΜΠΛΟΣΟΜ ΜΠΡΑΝΤ
Έπεφτε χιόνι στο Σαν Αντόνιο του Τέξας, στις 17 Ιανουαρίου 1923, τη μέρα που γεννήθηκα. Έξω έκανε κρύο, αλλά με υποδέχτηκε η ζεστή αγκαλιά των στοργικών Χριστιανών γονέων μου, του Τζατζ και της Έλεν Νόρις. Από τα πρώτα πράγματα που θυμάμαι είναι πως ό,τι και αν έκαναν οι γονείς μου περιστρεφόταν γύρω από τη λατρεία τους προς τον Ιεχωβά Θεό.
ΤΟ 1910, όταν η μητέρα ήταν οχτώ χρονών, οι γονείς της μετακόμισαν από μια περιοχή κοντά στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβανίας σε ένα αγρόκτημα έξω από το Άλβιν του Τέξας. Εκεί έμαθαν τις αλήθειες της Αγίας Γραφής από ένα γείτονα, γεγονός που τους έδωσε μεγάλη χαρά. Η μαμά πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της επιδιώκοντας να στρέψει το ενδιαφέρον των ανθρώπων στην ελπίδα της Βασιλείας. Βαφτίστηκε το 1912, έπειτα από τότε που η οικογένεια είχε μετακομίσει στο Χιούστον του Τέξας.
Η μαμά και οι γονείς της πρωτογνώρισαν τον Κάρολο Τ. Ρώσσελ, τον πρώτο πρόεδρο της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά, όταν αυτός επισκέφτηκε την εκκλησία τους στο Χιούστον. Η οικογένεια συχνά φιλοξενούσε στο σπίτι της περιοδεύοντες αντιπροσώπους της Εταιρίας οι οποίοι τότε αποκαλούνταν πίλγκριμ. Λίγα χρόνια αργότερα, η μαμά και οι γονείς της μετακόμισαν στο Σικάγο του Ιλινόις, και ο αδελφός Ρώσσελ επισκέφτηκε και εκείνη την εκκλησία επίσης.
Το 1918, η γιαγιά προσβλήθηκε από την ισπανική γρίπη, και εξαιτίας της εξασθενητικής επίδρασης που είχε αυτό στην υγεία της, οι γιατροί συνέστησαν ότι θα έπρεπε να ζήσει σε θερμότερο κλίμα. Εφόσον ο παππούς εργαζόταν στη σιδηροδρομική εταιρία Πούλμαν, το 1919 πήρε ξανά μετάθεση για το Τέξας. Εκεί, στο Σαν Αντόνιο, η μαμά συνάντησε ένα ζηλωτή νεαρό, μέλος της εκκλησίας, ο οποίος ονομαζόταν Τζατζ Νόρις. Αμέσως ένιωσαν αμοιβαία έλξη και τελικά παντρεύτηκαν, και ο Τζατζ έγινε ο πατέρας μου.
Ο Πατέρας Μαθαίνει τη Γραφική Αλήθεια
Ο Τζατζ (Δικαστής) πήρε το ασυνήθιστο όνομά του μόλις γεννήθηκε. Όταν τον πρωτοείδε ο μπαμπάς του, είπε: «Αυτό το μωρό είναι σοβαρό σαν δικαστής», και αυτό έγινε και το όνομά του. Το 1917, όταν ο μπαμπάς ήταν 16 χρονών, πήρε τα φυλλάδια Πού Βρίσκονται οι Νεκροί; και Τι Είναι η Ψυχή; (What Is the Soul?) που εκδόθηκαν από τη Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρία Σκοπιά. Ο πατέρας του μπαμπά είχε πεθάνει δυο χρόνια νωρίτερα, και τα φυλλάδια του έδωσαν τις απαντήσεις που έψαχνε για την κατάσταση των νεκρών. Λίγο αργότερα άρχισε να παρακολουθεί τις συναθροίσεις των Σπουδαστών της Γραφής, όπως ήταν γνωστοί τότε οι Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Ο μπαμπάς αμέσως θέλησε να συμμετάσχει στις εκκλησιαστικές δραστηριότητες. Πήρε τομέα για να μπορεί να κηρύττει, και μετά το σχολείο πήγαινε εκεί με το ποδήλατό του για να διανέμει φυλλάδια. Η διάδοση της ελπίδας της Βασιλείας τον είχε απορροφήσει εντελώς και, στις 24 Μαρτίου 1918, συμβόλισε την αφιέρωσή του στον Ιεχωβά με βάφτισμα στο νερό.
Τον επόμενο χρόνο όταν η μαμά μετακόμισε στο Σαν Αντόνιο, ο μπαμπάς ελκύστηκε αμέσως από το «γλυκύτερο χαμόγελο και τα πιο βαθυγάλανα μάτια» που είχε δει ποτέ, όπως έλεγε ο ίδιος. Σύντομα έκαναν γνωστό ότι ήθελαν να παντρευτούν αλλά δυσκολεύτηκαν πολύ να πείσουν τους γονείς της μαμάς. Ωστόσο, στις 15 Απριλίου 1921, έγινε ο γάμος. Και οι δυο είχαν στόχο τους την ολοχρόνια υπηρεσία.
Ξεκίνημα στη Διακονία
Την εποχή που η μαμά και ο μπαμπάς έκαναν σχέδια για την παρακολούθηση της συνέλευσης του 1922, στο Σίνταρ Πόιντ του Οχάιο, ανακάλυψαν ότι η μαμά ήταν έγκυος σε εμένα. Λίγο μετά τη γέννησή μου, όταν ο μπαμπάς ήταν μόλις 22 χρονών, διορίστηκε διευθυντής υπηρεσίας εκκλησίας. Αυτό σήμαινε ότι κανόνιζε όλες τις διευθετήσεις υπηρεσίας αγρού. Λίγες μόνο εβδομάδες μετά, η μαμά με πήρε μαζί της στη διακονία από πόρτα σε πόρτα. Το γεγονός είναι ότι και στον παππού μου και στη γιαγιά μου άρεσε να με παίρνουν μαζί τους στη διακονία.
Όταν ήμουν μόνο δυο χρονών, οι γονείς μου μετακόμισαν στο Ντάλας του Τέξας και άρχισαν την ολοχρόνια διακονία ως σκαπανείς τρία χρόνια αργότερα. Τη νύχτα κοιμούνταν σε ένα κρεβάτι εκστρατείας πλάι στο δρόμο και εμένα με έβαζαν στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Φυσικά εγώ έβρισκα διασκεδαστική την κατάσταση, αλλά έπειτα από λίγο φάνηκε ότι δεν ήταν ακόμη έτοιμοι για τη ζωή του σκαπανέα. Ο μπαμπάς λοιπόν δημιούργησε μια επιχείρηση. Με τον καιρό, έφτιαξε ένα μικρό τροχόσπιτο, πράγμα που αποτελούσε προετοιμασία για να ξαναρχίσουν το σκαπανικό.
Προτού αρχίσω το σχολείο, η μαμά με δίδαξε να διαβάζω και να γράφω, και ήξερα την προπαίδεια μέχρι το τέσσερα. Ανέκαθεν ο στόχος της ήταν να με βοηθάει να μαθαίνω. Με έβαζε όρθια σε μια καρέκλα δίπλα της ώστε να μπορώ να σκουπίζω τα πιάτα καθώς εκείνη τα έπλενε και μου μάθαινε να απομνημονεύω εδάφια και να ψέλνω τους ύμνους της Βασιλείας.
Υπηρετώ τον Θεό με τους Γονείς Μου
Το 1931 όλοι μας παρακολουθήσαμε τη συναρπαστική συνέλευση στο Κολόμπους του Οχάιο, όπου πήραμε το όνομα Μάρτυρες του Ιεχωβά. Παρ’ όλο που ήμουν μόνο οχτώ χρονών, νόμιζα ότι ήταν το ωραιότερο όνομα που είχα ακούσει ποτέ. Λίγο καιρό αφότου γυρίσαμε στο σπίτι η επιχείρηση του μπαμπά καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά, και ο μπαμπάς και η μαμά το εξέλαβαν αυτό ως «θέλημα του Κυρίου» για να ξαναρχίσουν σκαπανικό. Έτσι, με αρχή το καλοκαίρι του 1932, απολαύσαμε πολλά χρόνια στην ολοχρόνια διακονία.
Οι γονείς μου έκαναν σκαπανικό στην κεντρική περιοχή του Τέξας για να βρίσκονται κοντά στους γονείς της μαμάς, οι οποίοι έμεναν ακόμη στο Σαν Αντόνιο. Μετακινούμασταν από διορισμό σε διορισμό, και αυτό σήμαινε ότι άλλαζα σχολείο πολύ συχνά. Σε κάποιες περιπτώσεις μερικοί απερίσκεπτοι αδελφοί έλεγαν: «Γιατί δεν κάθεστε σε ένα μέρος, για να έχει και αυτό το παιδί ένα σπίτι», σαν να μην είχα κατάλληλη φροντίδα. Εγώ όμως σκεφτόμουν ότι η ζωή μας ήταν συναρπαστική και ότι βοηθούσα τον μπαμπά και τη μαμά στη διακονία τους. Στην πραγματικότητα, εκπαιδευόμουν και προετοιμαζόμουν για κάτι που αργότερα θα γινόταν και δικός μου τρόπος ζωής.
Επί μήνες έλεγα συνεχώς στον μπαμπά και στη μαμά ότι ήθελα να βαφτιστώ, και εκείνοι συχνά συζητούσαν μαζί μου για αυτό. Ήθελαν να βεβαιωθούν ότι ήξερα πόσο σοβαρή ήταν η απόφασή μου. Στις 31 Δεκεμβρίου 1934, ήρθε η μέρα για το βαρυσήμαντο αυτό γεγονός της ζωής μου. Ωστόσο, την προηγούμενη νύχτα, ο μπαμπάς βεβαιώθηκε ότι είχα πλησιάσει τον Ιεχωβά με προσευχή. Κατόπιν έκανε κάτι θαυμάσιο. Μας έβαλε να γονατίσουμε όλοι μας και έκανε προσευχή. Είπε στον Ιεχωβά πόσο ευτυχισμένος ήταν για την απόφαση που πήρε το μικρό κοριτσάκι του να αφιερώσει τη ζωή του σε Εκείνον. Σας διαβεβαιώνω, όσα χρόνια και αν περάσουν, δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη τη νύχτα!
Εκπαίδευση από τον Παππού και τη Γιαγιά
Μεταξύ του 1928 και του 1938, περνούσα πολύ καιρό με τον παππού και τη γιαγιά καθώς τους επισκεπτόμουν στο Σαν Αντόνιο. Το πρόγραμμα που είχα όταν ζούσα μαζί τους έμοιαζε κατά πολύ με εκείνο που είχα με τους γονείς μου. Η γιαγιά στο παρελθόν ήταν βιβλιοπώλισσα, όπως συνήθιζαν να αποκαλούν τους σκαπανείς, και κατόπιν έγινε σκαπάνισσα διακοπών. Ο παππούς μου διορίστηκε σκαπανέας το Δεκέμβριο του 1929, οπότε η υπηρεσία αγρού ήταν πάντα στην ημερήσια διάταξη.
Ο παππούς με κρατούσε στην αγκαλιά του τη νύχτα και μου μάθαινε τα ονόματα των άστρων. Μου απάγγελλε ποιήματα από μνήμης. Έκανα πολλά ταξίδια μαζί του με το τρένο όταν εργαζόταν στους σιδηροδρόμους. Ήταν πάντοτε κάποιος στον οποίο μπορούσα να στραφώ όταν είχα προβλήματα· με παρηγορούσε και σκούπιζε τα δάκρυά μου. Ωστόσο, όταν με διαπαιδαγωγούσαν επειδή είχα συμπεριφερθεί άσχημα και πήγαινα σε αυτόν αναζητώντας παρηγοριά, εκείνος απλώς έλεγε (τα λόγια δεν τα καταλάβαινα εκείνον τον καιρό, αλλά ο τόνος τους ήταν πολύ σαφής): «Μωρό μου, η οδός του παραβάτη είναι πολύ δύσκολη».
Χρόνια Διωγμού
Το 1939 άρχισε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο λαός του Ιεχωβά υπέφερε διωγμό και οχλοκρατίες. Στα τέλη του 1939, η μαμά αρρώστησε βαριά και τελικά χρειάστηκε να χειρουργηθεί, οπότε ξαναγυρίσαμε στο Σαν Αντόνιο.
Σχηματίζονταν όχλοι ενώ κάναμε έργο περιοδικού στους δρόμους του Σαν Αντόνιο. Αλλά κάθε εβδομάδα εμείς ήμασταν εκεί, ως οικογένεια, ο καθένας στη γωνία όπου είχε διοριστεί. Συχνά παρακολουθούσα καθώς έσερναν τον μπαμπά στο αστυνομικό τμήμα.
Ο μπαμπάς προσπάθησε να συνεχίσει το σκαπανικό παρ’ όλο που η μαμά αναγκάστηκε να σταματήσει. Όμως δεν μπορούσε να βγάλει αρκετά χρήματα με την εργασία μερικής απασχόλησης, οπότε χρειάστηκε να σταματήσει και εκείνος. Τέλειωσα το σχολείο το 1939 και έπιασα και εγώ δουλειά.
Το όνομα του μπαμπά, Τζατζ (Δικαστής), φάνηκε χρήσιμο τα χρόνια εκείνα. Για παράδειγμα, μια ομάδα αδελφών είχε πάει να δώσει μαρτυρία σε μια πόλη που βρισκόταν λίγο βορειότερα του Σαν Αντόνιο και ο σερίφης άρχισε να τους βάζει όλους στη φυλακή. Είχε συλλάβει 35 περίπου αδελφούς, μεταξύ των οποίων τον παππού μου και τη γιαγιά μου. Εκείνοι ειδοποίησαν τον μπαμπά μου ο οποίος πήγε ως εκεί με το αυτοκίνητο. Αυτός μπήκε στο γραφείο του σερίφη και είπε: «Είμαι ο Τζατζ (Δικαστής) Νόρις από το Σαν Αντόνιο».
«Μάλιστα Δικαστά, τι μπορώ να κάνω για εσάς;» ρώτησε ο σερίφης.
«Ήρθα να δω τι μπορεί να γίνει για να βγουν αυτοί οι άνθρωποι από τη φυλακή», απάντησε ο μπαμπάς. Αμέσως, ο σερίφης τους άφησε να φύγουν χωρίς να καταβάλουν εγγύηση—και χωρίς άλλες ερωτήσεις!
Στον μπαμπά άρεσε να κάνει έργο στα κτίρια των γραφείων που υπήρχαν στο κέντρο της πόλης και ιδιαίτερα να επισκέπτεται δικαστές και δικηγόρους. Έλεγε στο θυρωρό: «Είμαι ο Τζατζ (Δικαστής) Νόρις και ήρθα να δω το Δικαστή Τάδε».
Κατόπιν, όταν συναντούσε το δικαστή, πάντα έλεγε στην αρχή: «Προτού σας μιλήσω σχετικά με το σκοπό της επίσκεψής μου, θέλω να εξηγήσω ότι υπήρξα Δικαστής περισσότερο καιρό από ό,τι εσείς. Όλη μου τη ζωή». Και κατόπιν εξηγούσε πώς πήρε αυτό το όνομα. Έτσι έκανε ένα φιλικό ξεκίνημα και καλλιεργούσε πολλές καλές σχέσεις με τους δικαστές εκείνη την εποχή.
Ευγνώμων για την Κατεύθυνση που μου Παρείχαν οι Γονείς Μου
Βρισκόμουν τότε στα ανήσυχα χρόνια της εφηβείας μου, και ξέρω ότι ο μπαμπάς και η μαμά έμεναν με κομμένη την ανάσα πολλές φορές καθώς με παρατηρούσαν και αναρωτιούνταν τι θα έκανα στη συνέχεια. Όπως όλα τα παιδιά, δοκίμαζα τον μπαμπά και τη μαμά πολλές φορές ζητώντας τους να κάνω κάτι ή να πάω κάπου αν και ήξερα προκαταβολικά ότι η απάντησή τους θα ήταν όχι. Μερικές φορές έκλαψα. Στην πραγματικότητα θα ήταν απογοητευτικό για εμένα αν μου έλεγαν ποτέ: «Εμπρός, κάνε ό,τι θέλεις. Δεν μας ενδιαφέρει».
Γνωρίζοντας ότι δεν μπορούσα να τους επηρεάσω ώστε να αλλάξουν τα πρότυπά τους είχα ένα αίσθημα σιγουριάς. Στην πραγματικότητα, αυτό έκανε πιο εύκολα για εμένα τα πράγματα όταν άλλα παιδιά μού πρότειναν κάποια άσοφη μορφή διασκέδασης, γιατί έτσι μπορούσα να λέω: «Ο μπαμπάς μου δεν θα με αφήσει». Όταν έγινα 16 χρονών, ο μπαμπάς φρόντισε να μάθω να οδηγώ και να πάρω άδεια οδήγησης. Επίσης, περίπου τότε μου έδωσε και κλειδί του σπιτιού. Είχα εντυπωσιαστεί τόσο πολύ που με εμπιστεύτηκε. Αισθανόμουν ότι είχα μεγαλώσει πολύ, και αυτό μου έδωσε ένα αίσθημα ευθύνης και την επιθυμία να μην προδώσω την εμπιστοσύνη τους.
Εκείνες τις μέρες δεν δινόταν πολλή καθοδήγηση σχετικά με το ζήτημα του γάμου, αλλά ο μπαμπάς ήξερε την Αγία Γραφή και τι έλεγε αυτή σχετικά με το να παντρευόμαστε «μόνο εν Κυρίω». (1 Κορινθίους 7:39) Μου ξεκαθάρισε ότι, αν ποτέ έφερνα στο σπίτι ένα κοσμικό αγόρι, ή ακόμη και αν ποτέ σκεφτόμουν να βγω ραντεβού με κάποιο κοσμικό αγόρι, θα απογοητευόταν βαθύτατα. Ήξερα ότι είχε δίκιο γιατί είχα διακρίνει την ευτυχία και την ενότητα που υπήρχε στο γάμο των γονέων μου επειδή είχαν παντρευτεί «εν Κυρίω».
Το 1941, όταν ήμουν 18 χρονών, νόμιζα ότι ήμουν ερωτευμένη με ένα νεαρό στην εκκλησία μας. Ήταν σκαπανέας και σπούδαζε δικηγόρος. Ήμουν ενθουσιασμένη. Όταν είπαμε στους γονείς μου ότι θέλαμε να παντρευτούμε, αντί να δείξουν αποδοκιμασία ή να είναι αποθαρρυντικοί, απλώς είπαν: «Θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε για κάτι Μπλόσομ. Πιστεύουμε ότι είσαι πολύ νέα και θα θέλαμε να σου ζητήσουμε να περιμένεις ένα χρόνο. Αν είσαι πραγματικά ερωτευμένη, σε αυτόν τον ένα χρόνο δεν θα αλλάξει τίποτα».
Είμαι τόσο ευγνώμων που άκουσα εκείνη τη σοφή συμβουλή. Μέσα στο χρόνο αυτόν ωρίμασα κάπως και άρχισα να βλέπω ότι αυτός ο νεαρός δεν διέθετε τις ιδιότητες εκείνες που θα τον έκαναν καλό σύζυγο. Τελικά εγκατέλειψε την οργάνωση, και εγώ γλίτωσα από μια συμφορά στη ζωή μου. Πόσο θαυμάσιο είναι να έχεις σοφούς γονείς στων οποίων την κρίση να μπορείς να βασίζεσαι!
Γάμος και Έργο Περιοχής και Περιφερείας
Το χειμώνα του 1946, έπειτα από έξι χρόνια σκαπανικού και εργασίας μερικής απασχόλησης, μπήκε στην Αίθουσα Βασιλείας μας ο πιο εξαιρετικός νέος που είχα γνωρίσει ποτέ. Ο Τζιν Μπραντ είχε διοριστεί να συντροφεύει τον περιοδεύοντα υπηρέτη των αδελφών, όπως λεγόταν τότε ο επίσκοπος περιοχής. Η έλξη ήταν αμοιβαία και στις 5 Αυγούστου 1947 παντρευτήκαμε.
Σε λίγο, ο μπαμπάς και ο Τζιν άνοιξαν λογιστικό γραφείο. Αλλά ο μπαμπάς είπε στον Τζιν: «Τη μέρα που αυτό το γραφείο θα αποτελέσει εμπόδιο για μια συνάθροιση ή για ένα θεοκρατικό διορισμό, θα του βάλω λουκέτο και θα πετάξω το κλειδί». Ο Ιεχωβά ευλόγησε αυτή την πνευματική άποψη για τα πράγματα, και το γραφείο προμήθευε επαρκώς για τις υλικές ανάγκες μας και μας άφηνε χρόνο για να κάνουμε σκαπανικό. Ο μπαμπάς και ο Τζιν ήταν καλοί επιχειρηματίες και θα μπορούσαμε εύκολα να είχαμε πλουτίσει, αλλά δεν είχαν ποτέ τέτοιο στόχο.
Το 1954, ο Τζιν προσκλήθηκε στο έργο περιοχής, πράγμα που θα σήμαινε μεγάλη αλλαγή στη ζωή μας. Πώς θα αντιδρούσαν οι γονείς μου; Μια ακόμη φορά, δεν ενδιαφέρθηκαν για τον εαυτό τους αλλά για τα συμφέροντα της Βασιλείας του Θεού και για την πνευματική ευημερία των παιδιών τους. Ποτέ δεν μας είπαν: «Γιατί δεν μας κάνετε εγγονάκια;» Αντίθετα, πάντα έλεγαν: «Τι μπορούμε να κάνουμε για να σας βοηθήσουμε στην ολοχρόνια υπηρεσία;»
Όταν λοιπόν έφτασε η μέρα να φύγουμε, ακούσαμε μόνο λόγια ενθάρρυνσης και χαράς για το μεγαλειώδες προνόμιο που είχαμε. Ποτέ δεν μας έκαναν να αισθανθούμε ότι τους εγκαταλείπαμε αλλά πάντα μας υποστήριζαν 100 τοις εκατό. Όταν φύγαμε, εκείνοι παρέμειναν απασχολημένοι στο έργο σκαπανέα δέκα χρόνια ακόμη. Ο μπαμπάς διορίστηκε επίσκοπος πόλης στο Σαν Αντόνιο, θέση που διατήρησε επί 30 χρόνια. Ήταν χαρά για αυτόν να βλέπει τη μια εκκλησία που υπήρχε στην πόλη κατά τη δεκαετία του 1920 να αυξάνεται σε 71 εκκλησίες πριν από το θάνατό του το 1991.
Η ζωή που κάναμε ο Τζιν και εγώ ήταν πολύ συναρπαστική. Είχαμε την πλούσια χαρά να υπηρετήσουμε αγαπητούς αδελφούς και αδελφές σε 31 και πλέον πολιτείες και, το αποκορύφωμα ίσως, το προνόμιο να παρακολουθήσουμε την 29η τάξη της Βιβλικής Σχολής Γαλαάδ της Σκοπιάς το 1957. Μετά ξαναγυρίσαμε στο έργο του περιοδεύοντα επισκόπου. Το 1984, έπειτα από 30 χρόνια στο έργο περιοχής και περιφερείας, η Εταιρία με καλοσύνη διόρισε τον Τζιν σε μια περιοχή του Σαν Αντόνιο, επειδή οι γονείς μου είχαν περάσει πια τα ογδόντα και η υγεία τους ήταν κλονισμένη.
Φροντίδα για τους Γονείς
Είχε περάσει μόνο ενάμισης χρόνος από τότε που γυρίσαμε στο Σαν Αντόνιο και η μαμά έπεσε σε ημικωματώδη κατάσταση και πέθανε. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα που δεν μπόρεσα να της πω μερικά από όσα θα ήθελα να της πω. Αυτό με δίδαξε να μιλάω πολύ με τον μπαμπά. Έπειτα από 65 χρόνια γάμου, αποζητούσε πάρα πολύ τη μαμά, αλλά εμείς ήμασταν κοντά του για να του δείχνουμε αγάπη και υποστήριξη.
Ο μπαμπάς σε όλη του τη ζωή υπήρξε παράδειγμα στην παρακολούθηση των Χριστιανικών συναθροίσεων, στη μελέτη και στην υπηρεσία, και συνέχισε έτσι μέχρι το θάνατό του. Του άρεσε να διαβάζει. Έπρεπε να μένει μόνος όσο ήμασταν στην υπηρεσία, και έτσι μόλις ερχόμουν στο σπίτι ρωτούσα: «Ένιωσες μοναξιά;» Ήταν τόσο απασχολημένος διαβάζοντας και μελετώντας που ποτέ δεν του πέρασε τέτοια σκέψη από το μυαλό.
Διατηρήσαμε μια ακόμη συνήθεια που είχαμε από πάρα πολύ παλιά. Ο μπαμπάς ανέκαθεν επέμενε να γευματίζει η οικογένεια μαζί, ιδιαίτερα στο πρόγευμα όταν εξετάζαμε το εδάφιο της ημέρας. Ποτέ δεν μου επέτρεψε να φύγω από το σπίτι χωρίς να εξετάσουμε το εδάφιο. Μερικές φορές εγώ έλεγα: «Μα, μπαμπά, θα αργήσω στο σχολείο (ή στη δουλειά)».
«Δεν φταίει το εδάφιο που θα αργήσεις· δεν σηκώθηκες στην ώρα σου», έλεγε. Έτσι έπρεπε να μείνω και να το ακούσω. Φρόντισε ώστε αυτό το καλό παράδειγμα να υπάρχει μέχρι τις τελευταίες μέρες της ζωής του. Αυτή είναι μια ακόμη κληρονομιά που μου άφησε.
Ο μπαμπάς παρέμεινε σε διανοητική εγρήγορση μέχρι τέλους. Αυτό που μας διευκόλυνε καθώς τον φροντίζαμε ήταν ότι ποτέ δεν ήταν ιδιότροπος ούτε παραπονιόταν. Καμιά φορά βέβαια ανέφερε την αρθρίτιδα που είχε, αλλά του θύμιζα ότι αυτό από το οποίο έπασχε, στην πραγματικότητα, ήταν η «Αδαμίτιδα», και γελούσε. Ο Τζιν και εγώ καθόμασταν πλάι του όταν ο μπαμπάς κοιμήθηκε ήσυχα το πρωί της 30ής Νοεμβρίου 1991.
Τώρα είμαι πάνω από 70 χρονών και επωφελούμαι ακόμη από το καλό παράδειγμα που έθεσαν οι στοργικοί Χριστιανοί γονείς μου. Η ειλικρινής προσευχή μου λοιπόν είναι να αποδείξω την πλήρη εκτίμησή μου για την κληρονομιά αυτή χρησιμοποιώντας την κατάλληλα σε όλο το μέλλον.—Ψαλμός 71:17, 18.
[Εικόνα στη σελίδα 5]
Η μαμά και εγώ
[Εικόνες στη σελίδα 7]
1. Η πρώτη μου συνέλευση: Σαν Μάρκος, Τέξας, Σεπτέμβριος 1923
2. Η τελευταία συνέλευση του μπαμπά: Φορτ Γουέρθ, Τέξας, Ιούνιος 1991 (ο μπαμπάς είναι καθιστός)
[Εικόνα στη σελίδα 9]
Ο Τζιν και η Μπλόσομ Μπραντ