Μια Πλούσια, Ανταμειφτική Ζωή στην Υπηρεσία του Ιεχωβά
ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ Ο ΛΕΟ ΚΑΛΙΟ
Ήταν το έτος 1914, προς το τέλος του καλοκαιριού, και μια όμορφη ημέρα τέλειωνε στο προάστιο της φινλανδικής πόλης Τούρκου στο οποίο ζούσαμε. Ξαφνικά, η ησυχία διαταράχτηκε από τα νέα σχετικά με ένα μεγάλο πόλεμο ο οποίος είχε ξεσπάσει. Σύντομα οι δρόμοι γέμισαν από εκείνους που αναλογίζονταν τη σημασία των γεγονότων. Τα σοβαρά πρόσωπα των ενηλίκων έκαναν εμάς τα παιδιά να αναρωτιόμαστε τι θα συνέβαινε. Ήμουν εννέα χρονών, και θυμάμαι ότι το ειρηνικό παιχνίδι των παιδιών άλλαξε σε πολεμικό παιχνίδι.
ΜΟΛΟΝΟΤΙ η Φινλανδία δεν συμμετείχε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918), η χώρα ερημώθηκε από εμφύλιο πόλεμο το 1918. Συγγενείς και πρώην φίλοι πήραν τα όπλα ο ένας εναντίον του άλλου εξαιτίας διαφορετικών πολιτικών απόψεων. Η οικογένειά μας, η οποία αποτελούνταν από εφτά άτομα, δοκίμασε αυτό το μίσος. Ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν ευθύς στην έκφραση των απόψεών του, συνελήφθη και καταδικάστηκε σε εφταετή φυλάκιση. Αργότερα αθωώθηκε, αλλά μέχρι τότε η υγεία του είχε κλονιστεί.
Η οικογένειά μας υπέφερε από πείνα και αρρώστια στη διάρκεια αυτής της τρομερής περιόδου. Τρεις από τις νεότερες αδελφές μου πέθαναν. Ο αδελφός του πατέρα μου, ο οποίος ζούσε στην πόλη Τάμπερε, έμαθε σχετικά με τη θλίψη μας και προσκάλεσε τον πατέρα και τη μητέρα μου καθώς και τα δυο παιδιά που είχαμε απομείνει για να μείνουμε μαζί του.
Έπειτα από χρόνια, ενώ ακόμη ζούσα στο Τάμπερε, συνάντησα ένα ελκυστικό κορίτσι με το όνομα Σίλβι. Είχε παρελθόν παρόμοιο με το δικό μου. Ο πατέρας της σκοτώθηκε στον εμφύλιο πόλεμο, και έπειτα ένας στενός φίλος της οικογένειάς της, ο Κάρλο (Κάλε) Βεσάντο από την πόλη Πόρι, πήρε αυτήν, την αδελφή της και τη μητέρα της στο σπίτι του. Έκανε διευθετήσεις προκειμένου η μητέρα της Σίλβι να βρει δουλειά και τα κορίτσια να πάνε στο σχολείο. Αργότερα η Σίλβι μετακόμισε στο Τάμπερε για να βρει δουλειά, και εκεί ήταν που συναντηθήκαμε.
Ένα Βράδυ το Οποίο Άλλαξε τη Ζωή Μου
Το 1928, η Σίλβι έγινε αρραβωνιαστικιά μου, και κάποια ημέρα ταξιδέψαμε στο Πόρι για να επισκεφτούμε τον Κάλε Βεσάντο και την οικογένειά του. Κανένα άλλο γεγονός δεν έχει επηρεάσει τόσο αποφασιστικά τη ζωή μου. Ο Κάλε υπήρξε ιδιοκτήτης αλόγων που χρησιμοποιούνταν σε αμαξοδρομίες, και αγωνιζόταν σε αυτές, αλλά είχε παραιτηθεί από εκείνη την επιχείρηση. Αυτός και η σύζυγός του είχαν γίνει ζηλωτές ευαγγελιζόμενοι των καλών νέων της Βασιλείας του Θεού. Το Βιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 1990 περιγράφει το πώς προσέλαβε ανθρώπους για να γράψουν τη φράση «Εκατομμύρια που Ζουν Τώρα Δεν θα Πεθάνουν Ποτέ» σε έναν εξωτερικό τοίχο του διώροφου σπιτιού του. Η φράση ήταν γραμμένη με αρκετά μεγάλα γράμματα ώστε διαβαζόταν εύκολα από τους επιβάτες των τρένων που περνούσαν με ταχύτητα.
Εκείνη τη νύχτα ο Κάλε και εγώ μιλούσαμε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. «Γιατί; Γιατί; Γιατί;» ρωτούσα εγώ, και ο Κάλε εξηγούσε. Έμαθα βασικές αλήθειες της Αγίας Γραφής κυριολεκτικά μέσα σε μια νύχτα. Έγραψα τα εδάφια τα οποία εξηγούσαν διάφορες διδασκαλίες. Αργότερα, όταν επέστρεψα στο σπίτι, πήρα ένα σημειωματάριο και έγραψα όλα εκείνα τα εδάφια λέξη προς λέξη. Επειδή δεν ήμουν ακόμη εξοικειωμένος με την Αγία Γραφή, χρησιμοποιούσα αυτό το σημειωματάριο για να δίνω μαρτυρία σε εκείνους που δούλευαν στο εργοτάξιο της οικοδομής όπου εργαζόμουν. Καθώς ξεσκέπαζα τις διδασκαλίες της ψεύτικης θρησκείας, έπιανα συχνά τον εαυτό μου να επαναλαμβάνει τα λόγια του Κάλε: «Παιδιά, έχετε πραγματικά εξαπατηθεί!»
Ο Κάλε μού έδωσε τη διεύθυνση ενός μικρού σπιτιού στο Τάμπερε όπου περίπου 30 Σπουδαστές της Γραφής διεξήγαν τις συναθροίσεις τους. Εκεί, στριμωχνόμουν σε μια γωνιά κοντά στην πόρτα, δίπλα από τον αδελφό Άντερσον, τον ιδιοκτήτη του μικρού σπιτιού. Παρακολουθούσα τις συναθροίσεις μάλλον περιστασιακά, αλλά η προσευχή αποδείχτηκε υποβοηθητική. Όταν κάποτε είχα σοβαρά προβλήματα στην εργασία, προσευχήθηκα: «Σε παρακαλώ, Θεέ, αν με βοηθήσεις να ξεπεράσω αυτές τις δυσκολίες, υπόσχομαι ότι θα παρακολουθώ κάθε συνάθροιση». Αλλά τα πράγματα απλώς χειροτέρευαν. Τότε συνειδητοποίησα ότι έθετα όρους στον Ιεχωβά και έτσι άλλαξα την προσευχή μου με τα λόγια: «Οτιδήποτε και να συμβεί, υπόσχομαι ότι θα παρακολουθώ κάθε συνάθροιση». Τότε οι αντιξοότητές μου υποχώρησαν, και εγώ έγινα τακτικός στην παρακολούθηση των συναθροίσεων.—1 Ιωάννη 5:14.
Η Διακονία μας τα Πρώτα Χρόνια
Το 1929, η Σίλβι και εγώ παντρευτήκαμε, και το 1934 και οι δυο μας συμβολίσαμε την αφιέρωσή μας στον Ιεχωβά μέσω βαφτίσματος. Εκείνες τις η- μέρες η διακονία μας περιελάμβανε το να πηγαίνουμε στα σπίτια των ανθρώπων με ένα φωνογράφο και δίσκους και ρωτώντας τους με καλοσύνη αν μπορούσαμε να παρουσιάσουμε μια Γραφική διάλεξη χωρίς χρηματική επιβάρυνση. Οι άνθρωποι συχνά μας προσκαλούσαν μέσα πρόθυμα, και αφού άκουγαν την ηχογραφημένη ομιλία, συμμετείχαν στη συζήτηση και δέχονταν κάποια από τα έντυπά μας.
Με την άδεια των αρχών, παίζαμε αυτές τις ίδιες Βιβλικές διαλέξεις μέσω ενισχυτών στα πάρκα. Επίσης στα προάστια μπορούσαμε να κρεμάμε το μεγάφωνο σε κάποια στέγη ή στην κορυφή κάποιας καπνοδόχου. Άλλες φορές παίζαμε τις Βιβλικές διαλέξεις μπροστά στις λίμνες όπου οι άνθρωποι της πόλης μαζεύονταν σε μεγάλα πλήθη. Απλώς βάζαμε τους ενισχυτές μέσα σε μια βάρκα και κωπηλατούσαμε σιγά-σιγά κατά μήκος της ακτής. Τις Κυριακές ξεκινούσαμε με το λεωφορείο για να κηρύξουμε σε αγροτικές περιοχές, εξοπλισμένοι με τους πολύτιμους ενισχυτές μας και με μεγάλες ποσότητες από έντυπα.
Μια Αλλαγή Δοκιμάζει την Πίστη Μας
Το 1938, μπήκα στην ολοχρόνια διακονία ως σκαπανέας, αλλά επίσης εξακολουθούσα να εργάζομαι ως χτίστης. Την επόμενη άνοιξη έλαβα μια πρόσκληση από το γραφείο τμήματος της Εταιρίας για να γίνω περιοδεύων διάκονος, που τώρα ονομάζεται επίσκοπος περιοχής. Δεν ήταν εύκολο να αποφασίσω να δεχτώ, επειδή απολάμβανα το να εργάζομαι με την εκκλησία μας στο Τάμπερε. Εκτός από αυτό, διαθέταμε δικό μας σπίτι· είχαμε έναν εξάχρονο γιο, τον Άρτο, ο οποίος σύντομα θα άρχιζε να πηγαίνει στο σχολείο· επίσης η Σίλβι απολάμβανε την εργασία της ως πωλήτρια σε κάποιο κατάστημα. Ωστόσο, αφού το συζητήσαμε δέχτηκα αυτό το επιπλέον προνόμιο στην υπηρεσία της Βασιλείας.—Ματθαίος 6:33.
Έπειτα, άρχισε μια άλλη δύσκολη περίοδος. Ξέσπασε πόλεμος στις 30 Νοεμβρίου 1939, όταν τα σοβιετικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Φινλανδία. Ο πόλεμος, ο οποίος ονομάστηκε ο Πόλεμος του Χειμώνα, κράτησε μέχρι το Μάρτιο του 1940, όταν η Φινλανδία αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει. Φαινόταν πως ακόμη και τα στοιχεία της φύσης πολεμούσαν, επειδή εκείνος ο χειμώνας ήταν ο πιο παγωμένος χειμώνας που θυμάμαι. Ταξίδευα με ποδήλατο από τη μια εκκλησία στην άλλη ενώ το θερμόμετρο κατέβαινε στους 30 και πλέον βαθμούς Κελσίου κάτω του μηδενός!
Το 1940 το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά απαγορεύτηκε στη Φινλανδία. Ύστερα, έβαλαν πολλούς νεαρούς Φινλανδούς Μάρτυρες στη φυλακή για να μαραζώσουν εκεί κάτω από απάνθρωπες συνθήκες. Είμαι ευγνώμων για το ότι μπορούσα να υπηρετώ τις εκκλησίες σε όλη τη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, από το έτος 1939 μέχρι το έτος 1945. Αυτό συχνά απαιτούσε να βρίσκομαι μακριά από τη Σίλβι και τον Άρτο επί μήνες σε κάθε περίπτωση. Επιπλέον, υπήρχε η συνεχής απειλή της σύλληψης για ανάμειξη σε παράνομο έργο.
Πρέπει να έδινα περίεργη εντύπωση καθώς οδηγούσα ένα ποδήλατο κατάφορτο με μια βαλίτσα, μια τσάντα με έντυπα και ένα φωνογράφο καθώς και δίσκους. Ένας λόγος για τον οποίο μετέφερα τους δίσκους του φωνογράφου ήταν για να αποδείξω, σε περίπτωση σύλληψης, ότι δεν ήμουν αλεξιπτωτιστής αναγνώρισης που κατασκόπευε για λογαριασμό των Ρώσων. Βλέπετε, μπορούσα να ισχυριστώ ότι, αν ήμουν αλεξιπτωτιστής, οι δίσκοι θα έπρεπε να είχαν καταστραφεί κατά την πτώση.
Ωστόσο, ενώ κάποτε επισκεπτόμουν μια γειτονιά η οποία είχε προειδοποιηθεί σχετικά με κάποιον κατάσκοπο, μια οικογένεια Μαρτύρων κατά λάθος με πήρε για κατάσκοπο. Χτύπησα την πόρτα τους μια σκοτεινή νύχτα του χειμώνα, και φοβήθηκαν τόσο πολύ ώστε δεν άνοιξαν. Έτσι πέρασα εκείνη τη νύχτα σε μια αποθήκη, κουκουλωμένος με τα άχυρα και προσπαθώντας να διατηρηθώ ζεστός. Το επόμενο πρωί η παρεξήγηση ξεκαθαρίστηκε, και πρέπει να πω ότι, στη διάρκεια του υπόλοιπου χρόνου της επίσκεψής μου, τα μέλη της οικογένειας μου έδειξαν πολύ ιδιαίτερη φιλοξενία!
Στη διάρκεια των ετών του πολέμου, μόνο ο αδελφός Γιοχάνες Κοσκίνεν και εγώ υπηρετούσαμε τις εκκλησίες στην κεντρική και βόρεια Φινλανδία. Ο καθένας μας είχε τεράστιες περιοχές να φροντίζει, οι οποίες κάλυπταν απόσταση περίπου 600 χιλιομέτρων. Είχαμε τόσο πολλές εκκλησίες να επισκεφτούμε, ώστε μπορούσαμε να μένουμε μόνο δύο ή τρεις ημέρες με την κάθε εκκλησία. Τα τρένα σπάνια ήταν ακριβή στην ώρα τους, και τα λεωφορεία ήταν λίγα και τόσο πολύ γεμάτα ώστε ήταν άξιο θαυμασμού το γεγονός ότι φτάναμε στον προορισμό μας.
Γλίτωσα Μόλις και Μετά Βίας
Κάποτε, στις αρχές του Πολέμου του Χειμώνα, πήγα στο γραφείο τμήματος στο Ελσίνκι και παρέλαβα τέσσερα βαριά χαρτοκιβώτια με απαγορευμένα έντυπα, για να τα πάρω μαζί μου με το τρένο και να τα μοιράσω στις εκκλησίες. Ενώ βρισκόμουν στο σιδηροδρομικό σταθμό Ριχιμάκι, σήμανε αντιαεροπορικός συναγερμός. Οι στρατιώτες μέσα στο τρένο φόρεσαν τα ειδικά ρούχα τους για τα χιόνια, και επίσης ειπώθηκε στους επιβάτες να εγκαταλείψουν το τρένο αμέσως και να κατευθυνθούν προς κάποιο άδειο χωράφι απέναντι από το σταθμό.
Ζήτησα από τους στρατιώτες να μεταφέρουν τα χαρτοκιβώτιά μου, λέγοντάς τους πόσο σημαντικά ήταν αυτά. Τέσσερις από εκείνους πήραν ο καθένας από ένα χαρτοκιβώτιο, και τρέξαμε περίπου 200 μέτρα πάνω στο χιονισμένο χωράφι. Πέσαμε στο έδαφος, και κάποιος φώναξε σε εμένα: «Ε! πολίτη, μην κάνεις την παραμικρή κίνηση! Αν τα βομβαρδιστικά δουν οποιαδήποτε κίνηση, θα μας χτυπήσουν». Ήμουν αρκετά περίεργος και έστρεψα το πρόσωπό μου προσεκτικά για να κοιτάξω προς τον ουρανό, όπου μέτρησα 28 αεροπλάνα!
Ξαφνικά το έδαφος σείστηκε από τις βόμβες που ανατινάζονταν. Μολονότι ο σταθμός γλίτωσε, το τρένο με το οποίο φτάσαμε χτυπήθηκε. Τι αλλόκοτη εικόνα δημιουργούσαν το καταστραμμένο τρένο και οι παραμορφωμένες γραμμές! Το επόμενο πρωί μπόρεσα να συνεχίσω το ταξίδι μου μαζί με τα χαρτοκιβώτια, και οι στρατιώτες έφυγαν με άλλο τρένο. Ένας από αυτούς έγινε Μάρτυρας μετά τον πόλεμο, και μου είπε ότι οι στρατιώτες μιλούσαν κατόπιν σχετικά με τον παράξενο πολίτη και τα χαρτοκιβώτιά του.
Έπειτα από λίγο καιρό, ο αδελφός Κοσκίνεν, καθώς ταξίδευε για να υπηρετήσει τη μικρή εκκλησία στο Ροβανιέμι στη βόρεια Φινλανδία, συνελήφθη πριν κατεβεί από το τρένο. Τον έβαλαν στη φυλακή, όπου του συμπεριφέρθηκαν πολύ άσχημα. Όταν ήρθε ο καιρός να υπηρετήσω εγώ εκείνη την ίδια εκκλησία, έκανα διευθετήσεις να κατεβώ από το τρένο στο μικρό σταθμό του Κόιβου. Εκεί η αδελφή Χέλμι Παλάρι διευθέτησε να συνεχίσω το υπόλοιπο ταξίδι σε κάποιο βαγόνι το οποίο χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν γάλα. Η επίσκεψή μου στην Εκκλησία Ροβανιέμι είχε επιτυχία. Ωστόσο, ενώ έφευγα, συνάντησα δυσκολίες.
Προς το δρόμο μας για το σιδηροδρομικό σταθμό, ο σύντροφός μου και εγώ πέσαμε επάνω σε δυο στρατιωτικούς οι οποίοι έλεγχαν τα χαρτιά όλων αυτών που περνούσαν. «Μην τους κοιτάζεις. Κράτα το βλέμμα σου ίσια μπροστά», είπα. Περάσαμε ανάμεσά τους σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ. Τότε εκείνοι άρχισαν να μας καταδιώκουν. Τελικά, στο σιδηροδρομικό σταθμό, μπόρεσα να τους αποφύγω μέσα στο πλήθος και να πηδήξω πάνω σε ένα κινούμενο τρένο. Δεν έλειπαν οι συγκινήσεις στο έργο του περιοδεύοντα επισκόπου εκείνες τις ημέρες!
Κάποτε με συνέλαβαν και με πήγαν στη στρατολογική υπηρεσία. Σκόπευαν να με στείλουν στην πρώτη γραμμή της μάχης. Αλλά χτύπησε το τηλέφωνο, και ο αξιωματικός, ο οποίος επρόκειτο να με εξετάσει, απάντησε στο τηλέφωνο. Μπορούσα να ακούσω τη φωνή από το τηλέφωνο να φωνάζει: «Γιατί στο καλό συνεχίζετε να στέλνετε αυτούς τους άρρωστους, άχρηστους ανθρώπους; Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τους στείλουμε πίσω. Χρειαζόμαστε ανθρώπους που να μπορούν να προσφέρουν!» Ευτυχώς είχα μαζί μου μια ιατρική βεβαίωση η οποία ανέφερε κάποιο πρόβλημα υγείας το οποίο είχα. Όταν παρουσίασα αυτή τη βεβαίωση μου επιτράπηκε να φύγω, και έτσι συνέχισα ανενόχλητα το έργο μου ανάμεσα στις εκκλησίες!
Δίνω Βοήθεια σε Κάποια Δίκη
Η υστερία του πολέμου συνέχιζε να μαίνεται, και ο φίλος μου Άχτι Λάεστε συνελήφθη. Η σύζυγός του με ειδοποίησε. Όταν πήγα στο σπίτι τους, βρήκα ανάμεσα στα χαρτιά του ένα έγγραφο από την τοπική αστυνομία το οποίο έδινε στον Άχτι την άδεια να παρουσιάζει ηχογραφημένες ομιλίες σε δημόσια πάρκα της πόλης. Φτάσαμε στο δικαστήριο με το έγγραφο. Αφού διάβασαν το κατηγορητήριο, έδωσα το έγγραφο στον αδελφό Λάεστε. Ο δικαστής έβαλε κάποιο στρατιώτη να φέρει ένα φωνογράφο και διάφορες ηχογραφημένες Γραφικές παρουσιάσεις για να τις ακούσει το δικαστήριο. Αφού άκουσαν την κάθε παρουσίαση, ο δικαστής είπε ότι δεν μπορούσε να δει τίποτε ακατάλληλο σε ό,τι είχε λεχτεί.
Έπειτα, τον Άχτι, τη σύζυγό του και εμένα μάς έβγαλαν έξω στο διάδρομο για να περιμένουμε την απόφαση του δικαστηρίου. Εκεί παραμείναμε περιμένοντας με αγωνία. Τελικά, ακούσαμε κάποια φωνή να λέει: «Ο κατηγορούμενος παρακαλείται να εισέλθει στο δικαστήριο». Ο αδελφός Λάεστε αθωώθηκε! Η καρδιά μας ήταν πραγματικά γεμάτη από ευγνωμοσύνη για τον Ιεχωβά καθώς συνεχίζαμε το έργο μας, ο αδελφός και η αδελφή Λάεστε το έργο τους στην τοπική εκκλησία, και εγώ τη δραστηριότητά μου στο έργο του περιοδεύοντα επισκόπου.
Ο Πόλεμος Τελειώνει—Η Υπηρεσία μας Συνεχίζεται
Η απαγόρευση στο έργο μας κηρύγματος άρθηκε όταν ο πόλεμος τέλειωσε, και οι αδελφοί απελευθερώθηκαν από τη φυλακή. Στη διάρκεια των πολλών ετών της υπηρεσίας μου, έχω βαθιά εντυπωσιαστεί από το ρόλο τον οποίο έχουν παίξει οι Χριστιανές αδελφές στο έργο της Βασιλείας και στην υποστήριξη των συζύγων τους. Ιδιαίτερα είμαι ευγνώμων για τις θυσίες και την υποστήριξη της Σίλβι. Ως αποτέλεσμα, μπόρεσα να συνεχίσω στο έργο του περιοδεύοντα επισκόπου επί 33 χρόνια χωρίς διακοπή και έπειτα να υπηρετώ ως ειδικός σκαπανέας.
Και εγώ και η Σίλβι ενθαρρύναμε τον Άρτο να αρχίσει σκαπανικό όταν τέλειωσε το σχολείο, να μάθει αγγλικά και να παρακολουθήσει τη Βιβλική Σχολή Γαλαάδ της Σκοπιάς στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αποφοίτησε από τη Γαλαάδ το 1953. Έπειτα παντρεύτηκε την Έιβα, και μαζί έχουν συμμετάσχει σε διάφορες μορφές της ολοχρόνιας υπηρεσίας, περιλαμβανομένου του έργου περιοχής, της υπηρεσίας Μπέθελ και του ειδικού σκαπανικού. Το 1988 μετακόμισαν στο Τάμπερε, την πόλη στην οποία κατοικούμε, προκειμένου να βοηθήσουν στην παροχή φροντίδας για τη Σίλβι και εμένα ενώ συνεχίζουν να υπηρετούν ως ειδικοί σκαπανείς.
Η Σίλβι και εγώ έχουμε απολαύσει μια πλούσια και ευλογημένη ζωή με πολλές αναμνήσεις οι οποίες μας ενθαρρύνουν, μολονότι η δύναμή μας τώρα είναι κατά πολύ μειωμένη. Αποτελεί τη μεγαλύτερη ανταμοιβή το να σκεφτόμαστε την αύξηση την οποία έχουμε δει. Όταν άρχισα να επισκέπτομαι τις εκκλησίες το 1939, υπήρχαν 865 ευαγγελιζόμενοι της Βασιλείας στη Φινλανδία, αλλά τώρα υπάρχουν πάνω από 18.000!
Λίγο συνειδητοποιούσα, όταν άρχισα την ολοχρόνια διακονία τότε το 1938, ότι 55 χρόνια αργότερα θα απολάμβανα ακόμη το να συμμετέχω σε αυτήν. Παρά την προχωρημένη ηλικία, συνεχίζουμε με τη δύναμη του Ιεχωβά, αποβλέποντας με χαρά στην υποσχεμένη ανταμοιβή μας. Εμπιστευόμαστε στα λόγια του ψαλμωδού: ‘Ο Ιεχωβά είναι αγαθός· εις τον αιώνα μένει το έλεος [η στοργική καλοσύνη, ΜΝΚ] αυτού, και έως γενεάς και γενεάς η αλήθεια αυτού’.—Ψαλμός 100:5.
[Εικόνα στη σελίδα 21]
Ο Λέο και η Σίλβι Κάλιο συμβόλισαν την αφιέρωσή τους στον Ιεχωβά το 1934
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Μια πρόσφατη φωτογραφία του Λέο και της Σίλβι καθώς κοντεύουν τα 60 χρόνια αφιερωμένης υπηρεσίας