Έθεσαν Παράδειγμα για Εμάς
ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ Ο ΚΡΕΓΚ ΖΑΝΚΕΡ
Επί οχτώ χρόνια η σύζυγός μου, η Γκέιλ, και εγώ είμαστε σκαπανείς, δηλαδή ολοχρόνιοι διάκονοι των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Τα τελευταία έξι χρόνια, υπηρετούμε ανάμεσα στον πληθυσμό των Αβοριγίνων στην ενδοχώρα της Αυστραλίας. Ακολουθούμε απλώς το θαυμάσιο παράδειγμα το οποίο έθεσαν για εμάς οι γονείς μου και οι παππούδες μου.
ΑΦΗΣΤΕ με να σας διηγηθώ ιδιαίτερα για τους παππούδες μου. Πάντοτε τους αποκαλούσαμε χαϊδευτικά Όπα και Όμα, οι λέξεις που σημαίνουν παππούς και γιαγιά στην ολλανδική. Ο παππούς μου, ο Τσαρλς Χάρις, εξακολουθεί να υπηρετεί με ζήλο στη Μελβούρνη, στην οποία έχει ζήσει 50 χρόνια περίπου.
Πώς Έμαθε τις Βιβλικές Αλήθειες
Ο Όπα γεννήθηκε σε κάποια μικρή πόλη της Τασμανίας, που είναι νησί της Αυστραλίας το οποίο αποτελεί και ξεχωριστή πολιτεία. Το 1924, όταν ήταν 14 ετών, ο πατέρας του αγόρασε το μπαούλο ενός ναυτικού σε κάποιο πλειστηριασμό. Αποδείχτηκε ότι αυτό ήταν μπαούλο με έναν πραγματικό θησαυρό μέσα, μιλώντας από πνευματική άποψη, επειδή περιείχε μια σειρά από βιβλία γραμμένα από τον πρώτο πρόεδρο της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά, τον Κάρολο Τέηζ Ρώσσελ.
Όπως φαίνεται ο πατέρας του Όπα δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τα βιβλία, αλλά ο Όπα άρχισε να τα διαβάζει και αμέσως αναγνώρισε ότι αυτά περιείχαν ζωτικές Βιβλικές αλήθειες. Έτσι άρχισε να ψάχνει για τους Διεθνείς Σπουδαστές της Γραφής, τους εκπροσώπους των εκδοτών αυτών των βιβλίων, οι οποίοι τώρα είναι γνωστοί ως Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ήθελε να μιλήσει με αυτούς έτσι ώστε να μπορεί να λάβει περαιτέρω εξηγήσεις των Βιβλικών αληθειών τις οποίες μάθαινε.
Έπειτα από πολλές έρευνες βρήκε τρεις ηλικιωμένες γυναίκες οι οποίες ήταν δραστήριες στο να διδάσκουν άλλους. Αυτές άσκησαν τεράστια επίδραση στον νεαρό Τσαρλς. Τελικά, το 1930, εκείνος αφιερώθηκε στον Ιεχωβά Θεό και βαφτίστηκε. Παραιτήθηκε από τη δουλειά του ως χασάπη και ταξίδεψε βόρεια, προς το Σίντνεϊ, όπου έλαβε διορισμό ως ολοχρόνιος κήρυκας των καλών νέων.
Σκαπανικό στην Αυστραλία
Τα επόμενα λίγα χρόνια, οι τομείς κηρύγματος του Τσαρλς περιλάμβαναν το παραλιακό προάστιο Μπόντι του Σίντνεϊ, καθώς επίσης και αγροτικές περιοχές στην πολιτεία Νέα Νότια Ουαλία. Έπειτα διορίστηκε στο Περθ της Δυτικής Αυστραλίας, χιλιάδες μίλια μακριά, στην άλλη πλευρά της ηπείρου. Επί έξι μήνες έδινε μαρτυρία στον εμπορικό τομέα του Περθ, και έπειτα, μαζί με δυο άλλους σκαπανείς, διορίστηκε στις μεγάλες αραιοκατοικημένες περιοχές της βορειοδυτικής Αυστραλίας.
Ο διορισμός κηρύγματος αυτών των τριών—του Άρθουρ Γουίλις, του Τζορτζ Ρόλστεν και του Τσαρλς—ήταν μια περιοχή τετραπλάσια από την Ιταλία! Οι κάτοικοι ήταν διασκορπισμένοι, το τοπίο άγονο και η ζέστη έντονη. Κατά καιρούς χρειαζόταν να ταξιδεύουν περισσότερο από 500 χιλιόμετρα ανάμεσα στα ράντσα, τα οποία είναι γνωστά ως εκτροφεία βοοειδών. Το όχημα που χρησιμοποιούσαν ήταν σαραβαλιασμένο, ακόμη και με τα πρότυπα του 1930, αλλά εκείνοι είχαν ισχυρή πίστη και πολλή αποφασιστικότητα.
Οι στενοί, γεμάτοι λακκούβες βρώμικοι δρόμοι διασταυρώνονταν με μονοπάτια που τα είχαν ανοίξει καμήλες, και εδώ και εκεί η ψιλή σκόνη (η οποία ονομάζεται μπουλντάστ) έκρυβε επικίνδυνα κούτσουρα. Δεν ήταν παράξενο που οι αναρτήσεις του αυτοκινήτου συχνά έσπαγαν. Ο πίσω άξονας έσπασε σε δυο περιπτώσεις, και τα λάστιχα σκίστηκαν πολλές φορές. Οι σκαπανείς συχνά έφτιαχναν μπαλώματα από παλιά λάστιχα και τα βίδωναν στο εσωτερικό των λάστιχων που υπήρχαν, προκειμένου να συνεχίσουν το ταξίδι τους.
Όταν δεν ήμουν παρά ένα νεαρό αγόρι, ρώτησα τον Όπα τι τους ενθάρρυνε να συνεχίζουν κάτω από τέτοιες δύσκολες συνθήκες. Εκείνος εξήγησε ότι η απομόνωσή τους τούς έφερνε πιο κοντά στον Ιεχωβά. Εκείνο που μερικές φορές αποτελούσε φυσική δυσκολία, όπως είπε, γινόταν πνευματική ευλογία.
Χωρίς ίχνος ανωτερότητας ή αυτοδικαίωσης, ο Όπα εξέφρασε έκπληξη για το ότι τόσοι άνθρωποι φαίνεται να ενδιαφέρονται υπερβολικά για τη συσσώρευση υλικών αποκτημάτων. «Η ζωή», μου υπενθύμισε, «είναι πολύ καλύτερη όταν τη ζεις κουβαλώντας όσο το δυνατόν λιγότερα πράγματα. Αν ο Ιησούς ήταν πρόθυμος να κοιμάται κάτω από τα αστέρια όταν ήταν αναγκαίο, τότε και εμείς θα πρέπει να είμαστε ευτυχισμένοι κάνοντας το ίδιο αν ο διορισμός μας το απαιτεί». (Ματθαίος 8:19, 20) Και πραγματικά, εκείνος και οι σύντροφοί του αυτό έκαναν.
Πρόσκληση σε Ξένο Αγρό
Το 1935, ο Όπα έλαβε ένα νέο διορισμό για κήρυγμα—να δώσει μαρτυρία στους νησιώτες του Νότιου Ειρηνικού. Με ένα πλήρωμα το οποίο αποτελούσαν άλλα έξι άτομα, ταξίδεψε με το μήκους 16 μέτρων ιστιοφόρο Φωτοδότης που ανήκε στην Εταιρία Σκοπιά.
Κάποια φορά, ενώ βρισκόταν στη Θάλασσα Κοραλλιών, βόρεια της Αυστραλίας, η βοηθητική μηχανή του Φωτοδότη χάλασε. Δεν φυσούσε καθόλου αέρας, και έτσι βρίσκονταν πολλά μίλια μακριά από την ξηρά ανήμποροι να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Μολονότι υπήρχε κίνδυνος ναυαγίου στο Μεγάλο Κοραλλιογενές Φράγμα, ο Όπα εντυπωσιάστηκε από την εξαίσια γαλήνη. «Η θάλασσα ήταν λάδι», έγραψε στο ημερολόγιό του. «Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη δύση του ήλιου κάθε βράδυ πάνω σε εκείνη τη γαλήνια θάλασσα. Το θέαμα ήταν τόσο όμορφο ώστε αυτό χαράχτηκε στη μνήμη μου για πάντα».
Ευτυχώς, προτού παρασυρθούν προς το φράγμα, άρχισε και πάλι να φυσάει, και εκείνοι ταξίδεψαν ασφαλείς με σηκωμένα πανιά προς το Πορτ Μόρεσμπι, στην Παπούα-Νέα Γουινέα, όπου φρόντισαν να επιδιορθωθεί η μηχανή. Από το Πορτ Μόρεσμπι ταξίδεψαν προς το νησί Θέρσντεϊ και έπειτα προς την Ιάβα, ένα μεγάλο νησί της Ινδονησίας. Ο Όπα ανέπτυξε βαθιά αγάπη για αυτή τη χώρα η οποία έχει περιγραφτεί ως «ένα περιδέραιο από μαργαριτάρια περασμένο στον ισημερινό». Εκείνον τον καιρό η Ινδονησία αποτελούσε ολλανδική αποικία, και έτσι ο παππούς έμαθε και την ολλανδική και την ινδονησιακή. Τα έντυπα τα οποία πρόσφερε στο έργο κηρύγματος, ωστόσο, ήταν σε πέντε γλώσσες: ολλανδική, ινδονησιακή, κινεζική, αγγλική και αραβική.
Ο Όπα είχε πολλή επιτυχία στη διανομή Βιβλικών εντύπων. Κάποτε, ο Κλεμ Ντεσάμπ, που είχε την ευθύνη της αποθήκης της Σκοπιάς στην Μπατάβια (τωρινή Τζακάρτα), προσκλήθηκε να παρουσιαστεί ενώπιον ενός Ολλανδού αξιωματούχου ο οποίος παρακολουθούσε από κοντά το έργο μας κηρύγματος. «Πόσους ανθρώπους έχετε οι οποίοι εργάζονται εκεί κάτω στην Ανατολική Ιάβα;» ζήτησε να μάθει ο αξιωματούχος.
«Μόνο έναν», απάντησε ο αδελφός Ντεσάμπ.
«Περιμένεις να το πιστέψω αυτό;» φώναξε ο αξιωματούχος. «Πρέπει να έχετε ολόκληρο στράτευμα από εργάτες εκεί κάτω, αν κρίνω από την ποσότητα των εντύπων σας τα οποία μοιράζονται παντού!»
Ο Όπα θεωρεί ότι αυτό ήταν ένα από τα πιο ικανοποιητικά κομπλιμέντα στη ζωή του. Αλλά σίγουρα το άξιζε, επειδή δεν ήταν ασυνήθιστο για αυτόν να δίνει από 1.500 ως και 3.000 έντυπα κάθε μήνα.
Γάμος, Απαγόρευση και Πόλεμος
Το Δεκέμβριο του 1938, ο Όπα παντρεύτηκε μια νεαρή Ινδονήσια με το όνομα Βιλχελμίνα, η οποία έγινε γιαγιά μου. Η Όμα, δηλαδή η γιαγιά, ήταν καλοσυνάτη, ευγενική, εργατική και γλυκομίλητη. Το ξέρω, επειδή στη διάρκεια της παιδικής μου ηλικίας εκείνη ήταν η πιο στενή μου φίλη.
Έπειτα από το γάμο τους ο Όπα και η Όμα συνέχισαν την υπηρεσία σκαπανέα μαζί. Μέχρι τότε τα άλλα μέλη του πληρώματος του Φωτοδότη είτε είχαν διασκορπιστεί σε άλλα μέρη του κόσμου είτε είχαν επιστρέψει στο σπίτι τους. Όμως ο Όπα είχε κάνει την Ινδονησία σπίτι του, και ήταν αποφασισμένος να μείνει.
Καθώς ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος πλησίαζε, η ολλανδική κυβέρνηση η οποία κατείχε την εξουσία στην Ινδονησία, ενεργώντας υπό την πίεση του κλήρου, άρχισε να θέτει περιορισμούς στη δραστηριότητα των Μαρτύρων του Ιεχωβά, απαγορεύοντας τελικά το έργο μας. Έτσι το κήρυγμα γινόταν με δυσκολία, με τη χρήση μόνο της Αγίας Γραφής. Σχεδόν σε κάθε πόλη που επισκέπτονταν ο Όπα και η Όμα τούς έσερναν ενώπιον αξιωματούχων και τους ανέκριναν. Τους συμπεριφέρονταν σαν να ήταν εγκληματίες. Δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που τέθηκε η απαγόρευση, και ο γαμπρός της Όμα φυλακίστηκε για τη στάση Χριστιανικής ουδετερότητας που τήρησε. Πέθανε σε μια από τις φυλακές που είχαν οι Ολλανδοί στην Ινδονησία.
Ο Όπα και η Όμα έμεναν σε ένα αυτοκινούμενο τροχόσπιτο. Χρησιμοποιώντας αυτό το τροχόσπιτο, κήρυτταν σε ολόκληρη την Ιάβα. Το 1940, καθώς πλανιόταν η απειλή της στρατιωτικής εισβολής των Ιαπώνων, ευλογήθηκαν με μια κόρη, η οποία έγινε μητέρα μου. Ονόμασαν το μωρό Βίκτορι (Νίκη), σύμφωνα με τον τίτλο της ομιλίας που εκφωνήθηκε δυο χρόνια νωρίτερα από τον τότε πρόεδρο της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά, τον Ι. Φ. Ρόδερφορντ. Συνέχισαν το σκαπανικό μέχρι τον καιρό της γέννησης του μωρού.
Στις αρχές του 1942, ο Όπα, η Όμα και η Βίκτορι ήταν σε κάποιο ολλανδικό φορτηγό πλοίο επιστρέφοντας από το Βόρνεο όταν ακούστηκε μια δυνατή εκπυρσοκρότηση από ένα ιαπωνικό πολεμικό πλοίο. Όλα τα φώτα έσβησαν, και οι άνθρωποι ούρλιαζαν. Με αυτόν τον τρόπο ο πόλεμος μπήκε στη ζωή της οικογένειάς μου. Μολονότι κατάφεραν να γυρίσουν στο λιμάνι με ασφάλεια, οι Ιάπωνες εισέβαλαν στην Ιάβα μόλις λίγες ημέρες αργότερα, και ένας Ολλανδός αξιωματούχος αποκάλυψε στους Ιάπωνες στρατιώτες πού βρισκόταν ο Όπα και η Όμα.
Όταν οι Ιάπωνες τους βρήκαν, τους πήραν τα αποκτήματά τους, μέχρι και τα παιχνίδια της μικρής Βίκτορι, και τους πήγαν σε δυο διαφορετικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Επέτρεψαν στη Βίκτορι να μείνει με την Όμα, και ο Όπα δεν τις είδε τα επόμενα τριάμισι χρόνια.
Ζωή στα Στρατόπεδα Συγκέντρωσης
Στη διάρκεια της φυλάκισής του, ο Όπα μεταφερόταν από πόλη σε πόλη—από τη Σουραμπάγια στο Ενγκάβι, στο Μπάντουνγκ, και τελικά στο Τσιμάχι. Αυτές οι συνεχείς μετακινήσεις γίνονταν για να εμποδιστεί οποιαδήποτε απόπειρα εφαρμογής ενός οργανωμένου σχεδίου απόδρασης. Οι φυλακισμένοι ήταν κυρίως Ολλανδοί, με λίγους Βρετανούς και μερικούς Αυστραλούς. Ενώ βρισκόταν στα στρατόπεδα, ο Όπα έμαθε τη δουλειά του κουρέα, μια τέχνη την οποία κατά καιρούς εξασκεί ακόμη. Το μόνο θρησκευτικό βιβλίο που του επέτρεψαν να κρατήσει ήταν η Γραφή του—η Μετάφραση Βασιλέως Ιακώβου.
Στο μεταξύ, η Όμα και η Βίκτορι μετακινούνταν επίσης από στρατόπεδο σε στρατόπεδο. Σε αυτά τα στρατόπεδα, οι γυναίκες καλούνταν από το διοικητή του στρατοπέδου να υπηρετήσουν έξω στις «κοινωνικές υπηρεσίες». Για κάποιο λόγο, ωστόσο, ποτέ δεν επέλεξαν την Όμα. Αργότερα εκείνη έμαθε ότι οι γυναίκες παίρνονταν έξω για να χρησιμοποιηθούν ως πόρνες για τους Ιάπωνες στρατιώτες.
Αφού οι Ιάπωνες στρατιώτες δεν συμπαθούσαν τα κορίτσια, η Όμα πάντοτε έντυνε τη Βίκτορι σαν αγόρι και διατηρούσε τα μαλλιά της κομμένα κοντά. Το όνομα Βίκτορι (Νίκη) προκάλεσε μεγάλη φασαρία όταν ο διοικητής του στρατοπέδου θέλησε να μάθει τι σήμαινε αυτό—Νίκη υπέρ του Αυτοκρατορικού Ιαπωνικού Στρατού ή Νίκη υπέρ των Αμερικανών;
«Νίκη υπέρ της Βασιλείας του Θεού πάνω σε όλες τις επίγειες κυβερνήσεις!» αποκρίθηκε η γιαγιά μου περήφανα.
Ως τιμωρία επειδή αρνήθηκε να πει «Νίκη υπέρ του Αυτοκρατορικού Ιαπωνικού Στρατού», η Όμα και η πεντάχρονη κόρη της υποχρεώθηκαν με τη βία να σταθούν ακίνητες και σε στάση προσοχής επί οχτώ ώρες κάτω από τον καυτό τροπικό ήλιο. Δεν τους επιτρεπόταν να πάνε στον ίσκιο, να πιουν νερό, να καθήσουν, να λυγίσουν το σώμα τους. Αλλά με τη βοήθεια του Ιεχωβά επιβίωσαν από αυτή την τρομερή δοκιμασία.
Ένα χρόνο μετά τη φυλάκιση της Όμα, ο διοικητής του στρατοπέδου τής ανέφερε ότι ο σύζυγός της είχε πεθάνει! Εκείνη με λύπη έβαλε τη φωτογραφία του Όπα στον πάτο της ταλαιπωρημένης βαλίτσας της και συνέχισε παρά τη θλίψη της.
Η ζωή στη φυλακή του στρατοπέδου ήταν σκληρή. Οι καθημερινές μερίδες για κάθε άτομο αποτελούνταν από ένα φλιτζάνι ταπιόκα για πρωινό, εφτά ουγκιές ψωμί φτιαγμένο από σάγο για μεσημεριανό, και για το δείπνο, ένα φλιτζάνι μαγειρεμένο ρύζι σε μια νερουλή σούπα με λαχανικά. Εξαιτίας τέτοιων πενιχρών μερίδων, ο υποσιτισμός ήταν κάτι το συνηθισμένο, και τα θύματα της δυσεντερίας πέθαιναν καθημερινά.
Στη διάρκεια της φυλάκισής του ο Όπα υπέφερε από πελλάγρα και οίδημα εξαιτίας υποσιτισμού (ασθένεια προκαλούμενη από λιμοκτονία). Η Όμα επίσης παραλίγο να πέθαινε, επειδή συχνά έδινε το φαγητό της στη Βίκτορι για να προφυλάξει το κοριτσάκι από τη λιμοκτονία μέχρι θανάτου. Η βαναυσότητα και η λιμοκτονία έγιναν μόνιμοι σύντροφοι. Μπόρεσαν να επιβιώσουν μόνο με το να παραμένουν κοντά στον Θεό τους, τον Ιεχωβά.
Θυμάμαι καλά κάτι που άρεσε στον Όπα να λέει: «Ελευθερία είναι το να βρίσκεσαι σε αρμονία με τον Θεό, τον Ιεχωβά». Επομένως, ο Όπα θεωρούσε τον εαυτό του ελεύθερο με την πραγματική σημασία της λέξης ακόμη και όταν υπέμενε σκληρή φυλάκιση. Η αγάπη την οποία εκείνος και η Όμα είχαν για τον Ιεχωβά σίγουρα τους βοήθησε να ‘υπομείνουν τα πάντα’. (1 Κορινθίους 13:7) Αυτή η στενή σχέση με τον Θεό είναι εκείνο που η Γκέιλ και εγώ επιζητούμε τώρα να διατηρήσουμε.
Ελευθερία και ένα Ασυνήθιστο Ξανασμίξιμο
Τελικά, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τερματίστηκε το 1945. Δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που οι Ιάπωνες παραδόθηκαν, και μετέφεραν τον Όπα με τρένο. Καθ’ οδόν από την Τζακάρτα στο Μπάντουνγκ, σταμάτησαν το τρένο Ινδονήσιοι στρατιώτες. Μολονότι οι εχθροπραξίες με τους Ιάπωνες είχαν πάψει, οι Ινδονήσιοι πολεμούσαν για την απόκτηση ανεξαρτησίας από τους Ολλανδούς. Ο Όπα ήταν τόσο έκπληκτος που τον έβγαλαν ξαφνικά από το τρένο ώστε ξέχασε και αντί να μιλήσει στην αγγλική άρχισε να μιλάει στην ολλανδική. Για τους Ινδονήσιους, η ολλανδική ήταν η γλώσσα του εχθρού, και ο εχθρός έπρεπε να θανατωθεί.
Ευτυχώς, ενώ οι στρατιώτες έψαχναν τον Όπα, βρήκαν την αυστραλιανή του άδεια οδηγού, την οποία είχε ξεχάσει εντελώς. Το καλό ήταν ότι οι Ινδονήσιοι δεν βρίσκονταν σε πόλεμο με την Αυστραλία. Μέχρι σήμερα, ο Όπα θεωρεί την ανακάλυψη της άδειας, η οποία αποδείκνυε την αυστραλιανή του υπηκοότητα, ως θεϊκή παρέμβαση, επειδή στην ίδια εκείνη στάση, έπειτα από μερικές ώρες μόνο, εκείνοι οι ίδιοι στρατιώτες σκότωσαν 12 Ολλανδούς οι οποίοι περνούσαν με το τρένο.
Σύντομα έπειτα από αυτό το επεισόδιο, η Όμα και η Βίκτορι περίμεναν να μεταφερθούν από τις σπαρασσόμενες από τον πόλεμο περιοχές. Καθώς κάθονταν στην άκρη του δρόμου, πέρασε μια ατέλειωτη φάλαγγα από φορτηγά τα οποία μετέφεραν στρατιώτες και πολίτες. Ξαφνικά, χωρίς καμιά φανερή αιτία, η φάλαγγα σταμάτησε. Η Όμα έτυχε να ρίξει μια ματιά στην ανοιχτή καρότσα του κοντινότερου φορτηγού, και εκεί, προς έκπληξή της, καθόταν ένας ισχνός άντρας τον οποίο αναγνώρισε αμέσως. Ήταν ο σύζυγός της! Δεν υπάρχουν λόγια που θα μπορούσαν να εκφράσουν τα συναισθήματα τα οποία τους διακατείχαν για το γεγονός ότι ξανάσμιξαν.
Πίσω στην Αυστραλία
Όταν ο παππούς επέστρεψε με την οικογένειά του στην Αυστραλία το 1946, αφού έμεινε στην Ινδονησία 11 χρόνια, η ζωή για αυτούς δεν ήταν εύκολη. Επέστρεψαν ως πρόσφυγες πολέμου—άποροι, υποσιτισμένοι, και βρίσκονταν αντιμέτωποι με την καχυποψία πολλών ντόπιων. Η Όμα και η Βίκτορι έπρεπε να υπομένουν ολόκληρο το βάρος της φυλετικής προκατάληψης εναντίον των Ασιατών μεταναστών. Ο Όπα έπρεπε να εργάζεται σκληρά και επί πολλές ώρες προκειμένου να φροντίζει για την οικογένειά του και να τους παρέχει στέγη. Παρά τις δυσκολίες αυτές, υπέμειναν και επιβίωσαν με την πνευματικότητά τους ακέραιη.
Τώρα, έπειτα από 48 και πλέον χρόνια, ο Όπα μένει στη Μελβούρνη, όπου εξακολουθεί να συμμετέχει στην από σπίτι σε σπίτι διακονία. Έχει δει τη Βίκτορι και τα παιδιά της να ασπάζονται την αλήθεια, να αφιερώνουν τη ζωή τους στον Ιεχωβά και, ο καθένας με τη σειρά του, να μπαίνουν στην ολοχρόνια υπηρεσία σκαπανέα.
Ο Ντες Ζάνκερ, ο οποίος έγινε πατέρας μου, και η Βίκτορι βαφτίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1950, και ο Ντες έγινε μέλος της οικογένειας Μπέθελ στην Αυστραλία το έτος 1958. Αφού παντρεύτηκε τη Βίκτορι, η οποία υπηρετούσε ως ειδική σκαπάνισσα, έκαναν σκαπανικό επί ένα χρονικό διάστημα και μετά έλαβαν πρόσκληση για τη διακονία περιοδεύοντα επισκόπου. Έπειτα εμφανίστηκα εγώ, και έτσι εκείνοι έπρεπε να εγκαταλείψουν το έργο περιοδεύοντα επισκόπου για να με αναθρέψουν. Ωστόσο, ύστερα από 27 χρόνια, ο μπαμπάς κάνει ακόμη σκαπανικό.
Στις αρχές του 1990, η Όμα πέθανε ήσυχα στο σπίτι, στο ίδιο ακριβώς σπίτι στο οποίο ανατράφηκε η μητέρα μου. Και εγώ επίσης ανατράφηκα σε αυτό το ίδιο σπίτι στη Μελβούρνη, και έτσι έγινε και με το νεότερο αδελφό μου και τη νεότερη αδελφή μου. Ήταν πραγματική ευλογία για την οικογένειά μας να μοιραζόμαστε το ίδιο σπίτι. Μερικές φορές ήταν ασφυκτικά γεμάτο, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ να στενοχωρηθήκαμε ποτέ σχετικά με αυτό. Ακόμη και στη διάρκεια των πρώτων τεσσάρων ετών του γάμου μας, η σύζυγός μου, η Γκέιλ, προσαρμόστηκε εκεί και το αγάπησε. Όταν τελικά φύγαμε για τον καινούριο μας διορισμό, έκλαψα. Είχα λάβει τόση υποστήριξη και αγάπη σε εκείνο το σπίτι.
Τώρα, όμως, η Γκέιλ και εγώ έχουμε αιτία για άφθονη χαρά, επειδή μπορούμε να κάνουμε αυτό που έκαναν οι γονείς μου και οι γονείς τους πριν από αυτούς. Όταν αφήσαμε το σπίτι, βρήκαμε παρηγοριά στο λόγο για τον οποίο φύγαμε, ο οποίος ήταν να κάνουμε το θέλημα του Ιεχωβά στην ολοχρόνια υπηρεσία. Προσπαθούμε σκληρά να ακολουθούμε το θαυμάσιο παράδειγμα που έθεσαν οι πιστοί μας γονείς και παππούδες οι οποίοι βρήκαν παρόμοια παρηγοριά όταν εργάζονταν σε δύσκολους διορισμούς, όταν ζούσαν σε υπερβολική φτώχεια, ακόμη και όταν κρατούνταν επί χρόνια στα ιαπωνικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.—2 Κορινθίους 1:3, 4.
Ο Όπα πάντοτε έβρισκε ανακούφιση στα θεόπνευστα λόγια του Βασιλιά Δαβίδ προς τον Ιεχωβά: «Το έλεός σου [Η στοργική καλοσύνη σου, ΜΝΚ] είναι καλήτερον παρά την ζωήν». (Ψαλμός 63:3) Ήταν πάντοτε έντονη επιθυμία του παππού μου να απολαμβάνει αυτή τη στοργική καλοσύνη αιώνια. Είναι η επιθυμία ολόκληρης της οικογένειάς του να τη μοιράζεται μαζί του.
[Εικόνα στη σελίδα 21]
Η Όμα και ο Όπα Χάρις
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Ο Κρεγκ Ζάνκερ (πίσω), με τη σύζυγό του, τους γονείς του καθώς και το μικρότερο αδελφό του και τη μικρότερη αδελφή του