Πρόοδος του Έργου Μαρτυρίας από Μικρές Αρχές στις Βρεττανικές Νήσους
(Από το Βιβλίο του Έτους 1973—συνέχεια)
ΤΗΝ Κυριακή, Φεβρουαρίου 4, 1917, ο γραμματεύς της εκκλησίας του Λονδίνου ανέγνωσε μια επιστολή από τον Π. Τζώνσον που έλεγε ότι οι Αδελφοί Σερν και Κρώφορδ δεν ήσαν πια διευθυνταί της Εταιρίας. Ο Τζώνσον ως «Ειδικός Αντιπρόσωπος της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά» εξ ιδίων του έδωσε οδηγίες στην τράπεζα ν’ απορρίψη τις υπογραφές του Σερν και Κρώφορδ και να δέχεται πληρώνοντας συναλλαγματικές υπογεγραμμένες από τον Ε. Χάουσντεν και Α. Κίρκγουντ. Κατόπιν τηλεγράφησε στον Αδ. Ρόδερφορδ που μόλις είχε γίνει πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά: «Κατάστασις αφόρητος. Ο Σερν και Κρώφορδ απελύθησαν.»
Ευθύς ως ο Πρόεδρος Ρόδερφορδ ήκουσε ότι ο Τζώνσον έπαυσε τους δυο διαχειριστάς, έστειλε τηλεγράφημα με οδηγίες να επανενταχθούν. Ταυτοχρόνως διώρισε μια επιτροπή να εξετάση την υπόθεσι. Ο Ρόδερφορδ δεν εγνώριζε ότι ένα από τα μέλη της επιτροπής εκείνης, ο Χάουσντεν, είχε αναμιχθή σ’ όλη την υπόθεσι, λόγω του ότι ήταν ένας από τους υπογράφοντας τις συναλλαγματικές. Εν τω μεταξύ, ο Τζώνσον δεν είχε καθόλου στενοχωρηθή από την αντίδρασι του Ρόδερφορδ. Ενόμιζε ότι ο Ρόδερφορδ ήταν «αναμφιβόλως το θύμα μιας τηλεγραφικής εκστρατείας που σχεδιάσθηκε από τον Σερν και Κρώφορδ.» Έτσι ο Τζώνσον άρχισε κι αυτός μίαν. Το πρώτο του τηλεγράφημα αποτελούνταν από 85 λέξεις, αργότερα έστελλε άλλα με περισσότερες λέξεις, περιλαμβανομένου ενός από 115 λέξεις. Στο πρώτο τηλεγράφημα εταύτιζε τον εαυτό του και άλλους με χαρακτήρας στα βιβλία της Εσθήρ, Νεεμία και άλλα Γραφικά βιβλία. Ο ίδιος παρωμοίαζε τον εαυτό του με τον Έσδρα, Νεεμία και Μαροδοχαίο. Προσκαλούσε τον πρόεδρο της Εταιρίας να είναι το «δεξί του χέρι.»
Εν τω μεταξύ, ο Τζώνσον έδωσε οδηγίες στον Χέμερυ επειγόντως να αποθηκεύση τροφή σ’ ένα μέρος ασφαλές από ανθρώπους και ποντικούς. Σιτάρι και φυστίκια, είπε, ειδικά χρειάζονταν. Εβάσισε τις απαιτήσεις του, είπε, στις προρρήσεις του Ελισαιέ για πείνα. Οι έξη πρεσβύτεροι που υπέγραψαν την επιστολή του Οκτωβρίου και αργότερα επανεκλέγησαν, ο Τζώνσον είπε, ήσαν πράγματι «υιοί του Αμάν» τους οποίους ο Τζώνσον «εφόνευσε» την περασμένη Κυριακή και οι οποίοι θα ‘εκρεμώντο’ απ’ αυτόν στις 4 Μαρτίου 1917, με το να τους παύση. Ταυτοχρόνως ο Χέμερυ ετηλεγράφησε στον Ρόδερφορδ: «Ο Τζώνσον αξιοί πλήρη έλεγχο του παντός.» Την άλλη μέρα ο Ρόδερφορδ ετηλεγράφησε στον Τζώνσον: «Το έργον σου ετελείωσε στο Λονδίνο· επίστρεψε στην Αμερική, σπουδαίον.» Και στον Χέμερυ, ο Ρόδερφορδ ετηλεγράφησε: «Ο Τζώνσον παρεφρόνησε. Δεν έχει εξουσία. Διαπιστευτήρια εξεδόθησαν να προμηθευθή διαβατήριον. Στείλτε τον πίσω στην Αμερική.» Την 7 Μαρτίου, σ’ ένα τηλεγράφημα από 87 λέξεις στον υποπρόεδρον Α. Ρίτσι και Βαν Άμπουργκ, απεκήρυττε την εξουσία του Ρόδερφορδ να τον ανακαλέση στην Αμερική, αξίωσε πλήρη υποστήριξι της εκκλησίας του Λονδίνου και εναντίον του Σερν και Κρώφορδ, και έκαμε έκκλησι στην Εταιρία κατά του Ρόδερφορδ, ο οποίος, είπε, δεν είχε εκλεγή στην προεδρική θέσι.
Ο Τζώνσον διεξήγαγε μια εκστρατεία εναντίον της τραπέζης, απειλώντας διαδικασία εάν επλήρωνε συναλλαγματικές που είχαν νομίμως εκδοθή και απαιτώντας αναγνώρισιν των υπ’ αυτού διορισθέντων. Ετόνιζε τη δική του πληρεξούσιο εξουσία, απέσυρε την εξουσία από τον Α. Κίρκγουντ, έπαυσε τον Χέμερυ σ’ ένα έγγραφο στο οποίον επισήμως έγινε μάρτυς ο Έ. Χάουσντεν, και έγινε γνωστόν γενικώς ότι αυτός, ο Τζώνσον, έπρεπε να ήταν ο πρόεδρος της Εταιρίας αλλ’ αρνήθηκε να δεχθή.
Όταν ο Χέμερυ, ο απομένων διαχειριστής του γραφείου του Λονδίνου εναντιώθηκε στον Τζώνσον, ο Τζώνσον εξέλεξε τον Χάουσντεν ως συνένοχό του, πήρε τα κλειδιά του γραφείου τού Λονδίνου και βιαίως έγινε κάτοχος. Ιδιοποιήθηκε την αλληλογραφία, άνοιξε το χρηματοκιβώτιο και πήρε χρήματα που ανήκαν στην Εταιρία, και κατόπιν, αυτός ως ειδικός απεσταλμένος, άνοιξε μια δίκη στο Ανώτατο Δικαστήριο του Λονδίνου, εν ονόματι της Εταιρίας, εναντίον του διευθυντού του γραφείου του Λονδίνου και εναντίον της τραπέζης όπου είχαν κατατεθή τα χρήματα της Εταιρίας. Ενεργώντας μέσω δικηγόρων επέτυχε μια διαταγή που περιώριζε τους εναγομένους από το να αποσύρουν χρήματα της Εταιρίας. Στο σημείο αυτό ο Χέμερυ τηλεγράφησε στον Ρόδερφορδ: «Ο Τζώνσον έφθασε στα άκρα. Αυτός και ο Χάουσντεν ελέγχουν την αλληλογραφία και τα χρήματα. Επισπεύσατε ακύρωσιν εξουσίας. Ο δικηγόρος συνιστά βιαίαν έξωσιν του Τζώνσον.» Εις απάντησιν ο Ρόδερφορδ τηλεγράφησε: «Αντισταθήτε στην περιοριστική διαταγή του Τζώνσον. Δεν αντιπροσωπεύει την Εταιρία. Περιορίστε τον.» Η γραπτή ακύρωσις του διορισμού του Τζώνσον ήλθε με την υπογραφή του προέδρου, την σφραγίδα της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας και επιβεβαιωμένη από τον Βαν Άμπουργκ. Επίσημος ακύρωσις όλων των ενεργειών του Τζώνσον συνώδευε την ανάκλησι της εξουσίας του.
Η δίκη του Τζώνσον, στην οποία είχε χρησιμοποιήσει δικηγόρον, απέτυχε. Απέτυχαν επίσης ο στασιασμός του και η απόπειρα να ιδιοποιηθούν τα χρήματα της Εταιρίας. Την 10ην Μαρτίου ο Ρόδερφορδ ετηλεγράφησε στον Χέμερυ ν’ αναλάβη την πλήρη διεύθυνσι. Ο Χέμερυ αμέσως πήγε στην τράπεζα να προστατεύση 800 λίρες που είχαν κατατεθή εκεί. Μόλις είχε προφθάσει. Ο Τζώνσον είχε και αυτός αφιχθή κατόπιν να μεταχειρισθή τις επιστολές του από το γραφείο της διευθύνσεως για να λάβη υπό κατοχήν τα χρήματα. Επηκολούθησε μια προφορική και νομική μάχη. Όταν απέτυχε ο Τζώνσον κατέφυγε σε νομικήν ενέργειαν. Όταν η υπόθεσις ήλθε ενώπιον του δικαστού, ο δικηγόρος του Τζώνσον απεφάσισε, αφού ανέγνωσε το πιστοποιητικόν του Χέμερυ, να μη συνεχίση τη δίκη. Οι εξελίξεις αυτές ξεφούσκωσαν τον Τζώνσον και παρέμεινε ήσυχος έπ’ ολίγον μόνον καιρόν. Οι φαντασιοπληξίες του για το μεγαλείον του ανέζησαν. Γρήγορα έγινε φανερό ότι ο σκοπός του δεν απέβλεπε μόνο να αναλάβη την διεύθυνσι του γραφείου. Απέβλεπε να διευθύνη ολόκληρο τον Βρεττανικό αγρό και τους πόρους του, και να αρχίση μια χωριστή έκδοσι του περιοδικού Σκοπιά.
Ο Τζώνσον, αποτυχών και μανιώδης, συνδιασκέφθηκε επί μακρόν με τον συνωμότη του Χάουσντεν. Την Τετάρτη, και οι δυο τους πήγαν στο κρεββάτι στα χωριστά τους δωμάτια. Ο Χέμερυ στρατολόγησε τον Αδ. Κρονκ και τέσσερες άλλους. Δυό παρεισέφρυσαν στο δωμάτιο του Τζώνσον και σιωπηρά αλλά σταθερά εστερέωσαν την πόρτα. Ο Χέμερυ, ο Κρονκ και οι άλλοι δύο μπήγαν ακροποδητεί στο δωμάτιο του Χάουσντεν και με κάποια δυσκολία πήραν τα κλειδιά. Γρήγορα, ο Χέμερυ και ο Κρονκ πήγαν στο χρηματοκιβώτιο, το ξεκλείδωσαν και άνοιξαν την πόρτα. Τα χρήματα δεν υπήρχαν. Ο Τζώνσον και ο Χάουσντεν είχαν πάρει μια κατάθεσι από 50 λίρες χρυσές, 190 σε χαρτονομίσματα και τις εισπράξεις από την αλληλογραφία όταν αυτή ήταν στα χέρια των. Εκτός αυτού του ποσού, έλειπε μια συναλλαγματική από 350 λίρες.
Ο Χέμερυ και ο Κρονκ επεσκέφθησαν άλλη μια φορά το δωμάτιο του Χάουσντεν, αλλά τη φορά αυτή όχι ακροποδητεί. «Πού είναι το χρήμα;» απήτησε ο Χέμερυ. Ο Χάουσντεν αρνήθηκε να κοινολογήση οποιαδήποτε πληροφορία, ακόμη και κάτω από στενή εξέτασι. Υπεσχέθηκε όμως ότι δεν θα βοηθούσε πια τον Τζώνσον. Καθ’ ον χρόνον ο Χέμερυ τον εξήταζε του ανέφερε ότι ήταν δυνατόν να καλούσε την αστυνομία. Στις 11:30 μ.μ. χτύπησε το κουδούνι. Εκεί στη βαθμίδα στεκόταν ένας αστυνομικός. Ήθελε μια εξήγησι για μια παράβασι στους αυστηρούς κανονισμούς του Λονδίνου περί φωτισμού. Ένα παράθυρο στο επάνω πάτωμα εφωταγωγείτο και δεν εκαλύπτετο το φως. Ο αστυνομικός επέμενε να δη τους υπευθύνους και ο Χέμερυ τον ωδήγησε στο δωμάτιο με τα φώτα και χτύπησε. Η πόρτα άνοιξε κι εκεί στη θύρα έντρομος στεκόταν ο Χάουσντεν. Ο Χέμερυ τότε είπε στον αστυνόμο, «Αυτός είναι ο Κος Χάουσντεν.»