Πράξεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά στους Συγχρόνους Καιρούς στη Γερμανία
(Από το Βιβλίον του Έτους 1974—συνέχεια)
ΚΑΤΕΔΙΚΑΣΘΗΣΑΝ ΓΙΑΤΙ ΠΡΟΣΗΥΧΟΝΤΟ ΚΑΙ ΕΨΑΛΛΟΝ
Ο ΜΑΞ Ρούεφ από το Πόκιν επίσης ανεκάλυψε πόσο συστηματικές ήσαν οι απόπειρες να εξαναγκάσουν τους μάρτυρας του Ιεχωβά να διαρρήξουν την ακεραιότητά των. Τα μέσα με τα οποία εκέρδιζε τα προς το ζην τελείως τα κατέστρεψαν.
«Η καταδίωξις δεν εσταμάτησε εκεί,» ο Αδ. Ρούεφ αφηγείται: «Απ’ εναντίας, με την υποκίνησι των πολιτικών αρχηγών κατηγορήθηκα ψευδώς και εφέρθηκα στο δικαστήριο. Επειδή δεν είχαν τίποτε για να με κατηγορήσουν, καταδικάσθηκα σε έξη μήνες φυλάκισι από ένα ειδικό δικαστήριο στο Μόναχο, επειδή κατεγινόμουν σε προσευχή και ψαλμωδία στο σπίτι μου, πράγματα που είχαν απαγορευθή. Άρχισα να εκτίω την καταδίκη μου την 31η Δεκεμβρίου 1936. Η σύζυγός μου, που περίμενε το τρίτο της παιδί, έλαβε μόνο 12 μάρκα για το ενοίκιο και τίποτε για την υποστήριξί της και για τα δυο της παιδιά ηλικίας 9 και 10 ετών. Ο καιρός της ήλθε για να γεννήση το παιδί. Αμφότεροι εκάμαμε αίτησι να διακοπή η καταδίκη μου για λίγες εβδομάδες για να μπορέσω να φροντίσω για μερικά πράγματα. Μια εβδομάδα περίπου προτού γεννηθή το παιδί οι αιτήσεις μας απερρίφθησαν ως ‘ακατάλληλες.’
»Την 27ην Μαρτίου ειδοποιήθηκα ότι η σύζυγός μου απέθανε και ότι εγώ θα αφινόμουν ελεύθερος να φροντίσω τα της κηδείας. Αμέσως πήγα στην κλινική όπου είχε φερθή η σύζυγός μου αφού εγέννησε το παιδί, μολονότι αυτή είχε πεθάνει προτού μεταβή εκεί. Ο γιατρός και μια νοσοκόμα, οι οποίοι δεν εγνώριζαν ακόμη ότι ήμουνα ένας μάρτυς του Ιεχωβά, σθεναρά με παρακίνησαν να ‘υποβάλω αναφορά εναντίον του γιατρού και της μαμμής, γιατί η σύζυγός σου ήταν υγιής και δεν είχε τίποτε που την επείραζε,’ αλλ’ εγώ απήντησα κουρασμένα: ‘Τότε θα έχω να κάμω πολλά.’ Στο σπίτι, με το πεθαμένο παιδί ξαπλωμένο στον κοιτώνα, βρήκα τα άλλα δύο παιδιά, 9 και 10 ετών ηλικίας, σε μια κατάστασι διανοίας που εύκολα μπορεί κανείς να φαντασθή. Θα έπρεπε να τ’ αφήσω τώρα μόνα τους χωρίς κανένα να φροντίζη γι’ αυτά, ίσως να μη τα δω πια ποτέ;»
Τα πεθερικά του Αδ. Ρούεφ εζήτησαν το σώμα της συζύγου του να μεταφερθή στο Πόκιν, όπου κανείς έξω από την άμεσο οικογένεια δεν επιτρεπόταν να μιλήση στο νεκροταφείο. Έτσι ο Αδ. Ρούεφ ο ίδιος έδωσε την επικήδειο ομιλία. Ο Ιεχωβά του έδωσε τη δύναμι.
Η σκέψις ότι τώρα θα έπρεπε ν’ αφήση τα δυο του παιδιά μόνα τους χωρίς κανένα να φροντίζη γι’ αυτά ήταν αδύνατο να την υποφέρη. Με μόνο λίγες ακόμη ώρες ελευθερίας που του απέμειναν, έφερε ένα από τα δυο του παιδιά στους πεθερούς του, μολονότι δεν ήσαν μάρτυρες, και το άλλο το έφερε σε αδελφούς κοντά στα σύνορα της Ελβετίας. Τελικά, έκαμε μία δραματική διαφυγή στην Ελβετία, όπου έλαβε άσυλον με το παιδί του.
ΠΡΩΤΑ ΤΙΜΩΡΙΑ, ΕΠΕΙΤΑ «ΦΙΛΙΚΟΤΗΣ,» ΠΡΟΣ ΔΙΑΡΡΗΞΙΝ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΟΣ
Υπήρξαν περιπτώσεις όπου παιδιά που είχαν χωρισθή από τους γονείς τους έγιναν ασθενή στην πίστι επί τινα καιρόν και πραγματικά βρέθηκαν σε κίνδυνο να συρθούν μέσα στο Ναζικό στρατόπεδο, ακριβώς όπως οι αρχηγοί του κινήματος υπέθεταν ότι θα ήσαν. Πάρτε, π.χ., τον Χορτ Χένσελ από την Μάισεν, ο οποίος, το 1943, είχε βαπτισθή όταν ήταν δωδεκαετής με τον πατέρα του. Γράφει:
«Τα παιδικά μου χρόνια ήσαν γεμάτα από υψώσεις και καταπτώσεις. Αποσύρθηκα από τη νεολαία του Χίτλερ—τουλάχιστον εφ’ όσον αυτό ήταν δυνατόν—και ήμουν ευτυχής και δυνατός. Όταν αρνούμουνα να δώσω τον χαιρετισμό του Χίτλερ, που απαιτούνταν καθημερινώς στο σχολείο, μ’ εκτυπούσαν, αλλ’ έχαιρα γνωρίζοντας, καθώς μ’ ενίσχυαν οι γονείς, ότι είχα διαμείνει πιστός. Αλλ’ υπήρχαν φορές που είτε από το φόβο της φυσικής τιμωρίας ή από φόβο της καταστάσεως έλεγα ‘Χάιλ Χίτλερ.’ Θυμούμαι πως όταν πήγαινα σπίτι, τα μάτια μου ήσαν γεμάτα δάκρυα και πως προσευχόμαστε μαζί στον Ιεχωβά και πως πάλι έπαιρνα θάρρος να ανθίσταμαι στις επιθέσεις του εχθρού την άλλη φορά. Έπειτα το ίδιο πράγμα συνέβαινε πάλι.
»Μια μέρα ήλθε η Γκεστάπο και έψαξε το σπίτι μας. ‘Είσαι μια από τους μάρτυρας του Ιεχωβά’ ένας από τους άνδρας των Ες Ες ερώτησε τη μητέρα μου. Σαν να ήταν σήμερα, μπορώ να την δω να στηρίζεται πάνω στο πλαίσιο της πόρτας και να λέγη σταθερά ‘Μάλιστα,’ μολονότι εγνώριζε ότι αυτό εσήμαινε αργά ή γρήγορα θα συνελαμβάνετο. Συνελήφθη, ύστερ’ από δυο εβδομάδες.
»Ήταν πολυάσχολος φροντίζοντας για τη μικρή μου αδελφή, που θα ήταν ενός έτους την άλλη μέρα, όταν η αστυνομία ήλθε μ’ ένα ένταλμα για τη σύλληψί της. . . . Λόγω του ότι ο πατέρας μου ήταν στο σπίτι τον καιρό εκείνο εμείναμε κάτω από τη δικαιοδοσία του. . . . Έπειτα από δυο εβδομάδες συνελήφθη και ο πατέρας μου. Ακόμη μπορώ να τον δω ζαρώνοντας προς τα κάτω μπροστά στη θερμάστρα του μαγειρείου ατενίζοντας τη φωτιά. Προτού αναχωρήσω για το σχολείο τον αγκάλιασα σφικτά όσο μπορούσα, αλλά δεν στράφηκε να με παρατηρήση. Πολλές φορές σκέφθηκα τον σκληρό αγώνα που είχε και ευχαριστώ τον Ιεχωβά μέχρι σήμερα ότι ο Θεός του έδωσε την αναγκαία δύναμι για να μου δώση τέτοιο καλό παράδειγμα. Ήλθα στο σπίτι και βρήκα ότι ήμουνα μόνος. Ο πατέρας μου διατάχθηκε να εκτελέση στρατιωτική υπηρεσία και πήγε στο στρατολογικό συμβούλιο της πόλεως να εξηγήση την άρνησί του. Αμέσως συνελήφθη. Ο παππούς, η γιαγιά μου και όλοι μας οι συγγενείς—όλοι από τους οποίους εναντιώνονται στους μάρτυρες του Ιεχωβά και μερικοί από τους οποίους ήσαν μέλη του Ναζικού κόμματος—έκαμαν διαβήματα να αναλάβουν την κηδεμονία εμού και της μικρής μονοετούς αδελφής μου ούτως ώστε να μη τεθούμε σ’ ένα νεανικό οίκο ή ίσως σ’ ένα σωφρονιστήριο. Μια άλλη μου αδελφή, εικοσιδύο ετών ηλικίας, συνελήφθη μόλις προ δύο εβδομάδες ύστερ’ από τη σύλληψι του πατέρα μου, και πέθανε μετά τρεις εβδομάδες στη φυλακή από διφθερίτιδα και οστρακιά.
»Η μικρή μου αδελφή και εγώ είμεθα τώρα με τον παππού και τη γιαγιά μας. Θυμούμαι τον καιρό που εγονάτιζα μπροστά στο κρεββάτι της μικρής μου αδελφής και προσευχόμουνα. Δεν μου επέτρεπαν να διαβάζω τη Γραφή, αλλ’ αφού κρυφίως προμηθεύθηκα μίαν από μια γειτόνισσα, την διάβαζα.
»Ο παππούς μου, που δεν είναι στην αλήθεια, επισκέφθηκε μια φορά τον πατέρα μου στη φυλακή. Επέστρεψε πολύ αγανακτισμένος και τρομερά θυμωμένος. ‘Αυτός ο εγκληματίας, αυτός ο αχρείος! Πώς μπορεί να εγκαταλείψη τα δικά του τα παιδιά;’ Αλυσοδεμένος χέρια και πόδια, ο πατέρας μου ωδηγήθηκε μπροστά στον παππού μου, ο οποίος, μαζί με άλλους, προσπαθούσε να τον κάμη να αναλάβη στρατιωτική υπηρεσία χάριν των παιδιών του. Αλλ’ εξηκολούθησε να είναι πιστός και σταθερά απέρριψε την εισήγησι, και στο σημείο αυτό ένας αξιωματικός είπε στον παππού μου: ‘Ακόμη και αν ο άνθρωπος αυτός είχε δέκα παιδιά, δεν θα ενεργούσε διαφορετικά.’ Καίτοι αυτά ηχούσαν τρομερά στ’ αυτιά του παππού μου, σ’ εμένα ήταν απόδειξις ότι ο πατέρας μου παρέμεινε πιστός και ότι ο Ιεχωβά τον βοηθούσε.
»Ύστερ’ από λίγο καιρό έλαβα επιστολή του. Ήταν η τελευταία του. Επειδή δεν εγνώριζε που είχε φυλακισθή η μητέρα μου την έγραψε σ’ εμένα. Πήγα πάνω στο δωμάτιο μου στη σοφίτα και διάβασα τα πρώτα λόγια. ‘Να χαρής όταν λάβης την επιστολή αυτή, γιατί ενεκαρτέρησα. Σε δύο ώρες η καταδίκη μου θα εκτελεσθή. . . .’ Λυπήθηκα και έκλαυσα, μολονότι δεν κατενόησα το βάθος του ζητήματος τότε όσο σήμερα.
»Εν όψει όλων αυτών των αποφασιστικών συμβεβηκότων διέμεινα σχετικά δυνατός. Χωρίς αμφιβολία ο Ιεχωβά μού έδωσε την αναγκαία δύναμι να λύσω τα προβλήματά μου. Αλλά ο Σατανάς έχει πολλούς τρόπους να δελεάση κάποιον ώστε να πέση στην παγίδα του και εγώ γρήγορα το εδοκίμασα αυτό. Ένας από τους συγγενείς μου επλησίασε τους διδασκάλους μου και τους παρεκάλεσε να είναι υπομονητικοί μαζί μου. Έξαφνα όλοι έγιναν πολύ, πολύ φιλικοί σε μένα. Οι διδάσκαλοί μου δεν με τιμωρούσαν, ακόμη και όταν δεν χαιρετούσα με το ‘Χάιλ Χίτλερ.’ και οι συγγενείς μου ειδικά έγιναν φιλικοί και καλοί σε μένα. Τότε συνέβηκε αυτό.
(Έπεται συνέχεια)