Πράξεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά στους Σύγχρονους Καιρούς στη Γερμανία
(Από το Βιβλίο του Έτους 1974—συνέχεια)
ΚΑΤΑ την διάρκεια των ετών 1934-1936 πιστοί ποιμένες υπεστήριζαν τους αδελφούς των σ’ όλη τη Γερμανία, ενθαρρύνοντάς τους να συμμετάσχουν στις συναθροίσεις και, αν είναι δυνατόν, σ’ όλους τους κλάδους της υπηρεσίας, παρά την καταδίωξι. Εν τω μεταξύ μια δίκη έλαβε χώραν στην Χάλλε την 17ην Δεκεμβρίου 1935 εναντίον του Μπαλζεράιτ, του Ντόλινγκερ και επτά άλλων που εθεωρούντο ως «εξέχοντες» αδελφοί. Για τους μισούς απ’ αυτούς τουλάχιστον ήταν το τέλος του Χριστιανικού των αγώνος.
Πολλοί αδελφοί στις πολλές δίκες που ελάμβαναν χώραν φανερά παραδέχθησαν όσα είχαν κάμει για την προαγωγή των συμφερόντων της αληθείας υπό δυσμενείς συνθήκας. Αντιθέτως, οι άνθρωποι αυτοί που δικάζονταν στη Χάλλε αρνήθηκαν ότι είχαν κάμει οτιδήποτε που απηγόρευε η κυβέρνησις. Ο Μπαλζεράιτ, όταν ρωτήθηκε από τον πρόεδρο τι είχε να πη για τον εαυτό του, είπε ότι ευθύς ως η απαγόρευσις είχε αναγγελθή στη Βαυαρία είχε εκδώσει οδηγίες να μη γίνεται έργον εκεί, και ότι το ίδιο αλήθευε σ’ όλα τα άλλα κράτη. Είπε ότι ποτέ δεν είχε εκδώσει οδηγίες ενθαρρύνοντας την περιφρόνησι της απαγορεύσεως.
Όταν ρωτήθηκε από τον πρόεδρο για τον εορτασμό της ετησίας Αναμνήσεως, απήντησε ότι και αυτός επίσης είχε ακούσει ότι οι αδελφοί εσχεδίαζαν να συναθροισθούν για να εορτάσουν παρά την απαγόρευσι. Αλλά τους είχε προειδοποιήσει, γιατί εγνώριζε ότι η αστυνομία εσχεδίαζε έκτακτον ενέργειαν την ημέρα εκείνη.
Φυσικά ήλθε επί τάπητος η προσωπική στάσις του κατηγορουμένου σχετικά με την στρατιωτική υπηρεσία, όπως και ήρχετο σ’ όλες τις δίκες που ελάμβαναν χώραν τον καιρό εκείνο. Είπε ότι ήταν τελείως ικανοποιημένος με την εξήγησι του Φύρερ, δηλαδή, ότι ο πόλεμος καθ’ εαυτόν ήταν έγκλημα, αλλ’ ότι κάθε χώρα είχε το δικαίωμα να προστατεύση τη ζωή των πολιτών της.
Ύστερ’ από λίγο καιρό ο Αδ. Ρόδερφορδ έγραψε την ακόλουθη επιστολή στους Γερμανούς αδελφούς:
«Στον πιστόν λαόν του Ιεχωβά στη Γερμανία:
»Παρά την ολέθρια καταδίωξι επάνω σας, και την μεγάλη εναντίωσι που καταβάλλεται από τους πράκτορας του Σατανά, είναι ευχάριστο να γνωρίζωμε ότι ο Κύριος ακόμη έχει μερικές χιλιάδες στη χώρα εκείνη που έχουν πίστι σ’ Αυτόν και οι οποίοι επιμένουν στην διακήρυξι του αγγέλματος της βασιλείας Του. Η πιστότης σας στο να επιμένετε εναντίον των διωκτών και να διαμένετε αληθινοί στον Κύριο είναι σε χτυπητή αντίθεσι με την ενέργεια που έλαβε ο πρώην διευθυντής της Εταιρίας στη Γερμανία, και άλλοι που συνεδέοντο με αυτόν. Τελευταία μου δόθηκε ένα αντίτυπο της μαρτυρίας που ελήφθη από τους ανθρώπους εκείνους στη Χάλλε και εξεπλάγην να διαπιστώσω ότι ούτε ένας απ’ αυτούς δεν έδωκε πιστή και αληθινή μαρτυρία εις το όνομα του Ιεχωβά. Ήταν ειδικώς επιβεβλημένο στον Μπαλζεράιτ να κρατήση υψηλά την σημαία του Κυρίου και να διακήρυξη τον εαυτό του για τον Θεό και την βασιλεία του εν μέσω όλης της εναντιώσεως, αλλ’ ούτε ένας λόγος δεν εξεφέρθη που να δείχνη τελεία εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά. Επανειλημμένως του επέστησα την προσοχή στο γεγονός των πραγμάτων που μπορούσαν να γίνουν στη Γερμανία και με εβεβαίωσε ότι κατέβαλλε κάθε προσπάθεια να ενθαρρύνη τους αδελφούς να προχωρούν δίδοντας τη μαρτυρία. Αλλά στη δίκη εμφατικά αυτός εδήλωσε ότι τίποτε δεν είχε γίνει. Δεν είναι ανάγκη να συζητήσω αυτό περισσότερο εδώ. Αρκεί να λεχθή ότι η Εταιρία από τώρα δεν θα έχη να κάμη τίποτε με αυτόν, ούτε και με τους άλλους οι οποίοι στην περίπτωσι εκείνη είχαν την ευκαιρία να δώσουν μαρτυρία στο όνομα του Ιεχωβά και στη βασιλεία Του και απέτυχαν να το πράξουν. Η Εταιρία δεν θα καταβάλη προσπάθειες να τους απελευθερώση από τη φυλακή, ακόμη και αν είχε την δύναμι να το πράξη.
»Όλοι τώρα που αγαπούν τον Κύριον ας στρέψουν τα πρόσωπα των σ’ Αυτόν, στον Ιεχωβά και τον Βασιλέα Του, διαμένοντας αληθινοί και σταθεροί με το μέρος της βασιλείας, άσχετα με όλη την εναντίωσι που δυνατόν να έλθη επάνω σας. . . .»
Το ζήτημα το εχειρίσθη η Γερμανική εκδόσεις της Σκοπιάς, 15 Ιουλίου, 1936, ως προειδοποίησις σ’ εκείνους που ειλικρινά επιθυμούν να είναι πιστοί μάρτυρες για τον Ιεχωβά κάτω από όλες τις περιστάσεις.
Αντιπαραβαλλόμενος με πολλούς πιστούς αδελφούς οι οποίοι καταδικάσθηκαν σε πενταετή φυλάκισι, ο Μπαλζεράιτ καταδικάσθηκε σε δυόμισυ ετών φυλάκισι και ο Ντόλλινγκερ σε δυο έτη. Αφού εξέτισε την ποινή του στη φυλακή ο Μπαλζεράιτ εισήχθη στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Σάξενχαουζεν, όπου αναγκάσθηκε να παίξη ένα πολύ άδοξο ρόλο. Είχε υπογράψει την διακήρυξι ότι θα παρητείτο από το να έχη σχέσεις με τους αδελφούς και απέφευγε κάθε επαφή μ’ αυτούς. Λόγω της διαγωγής του αφέθηκε ελεύθερος ύστερ’ από ένα έτος, αλλ’ εν τω μεταξύ ήταν αναγκασμένος να υπομένη πολλούς εξευτελισμούς γιατί, βασικώς, οι ΣΣ επίσης μισούσαν τους προδότας. Ήταν οι ΣΣ οι ίδιοι που του έδωσαν το όνομα «Βεελζεβούλ,» και μια φορά ένας ΣΣ απήτησε απ’ αυτόν να σταθή μπροστά σ’ όλους τους αδελφούς του—ήσαν κάπου 300 στο στρατόπεδο τον καιρό εκείνο—και να επαναλάβη την υπογραφείσαν διακήρυξί του που έλεγε ότι δεν είχε πια σχέσεις με τους μάρτυρας του Ιεχωβά, και αυτό το έκαμε!
Το 1946, καθ’ ον χρόνον ο Μπαλζεράιτ είχε γίνει ένας βίαιος ενάντιος της αληθείας, έγραψε μια επιστολή στις εξουσίες επανορθώσεως αποκαλύπτοντας την εχθρική στάσι που είχε ακόμη και προτού γίνη η δίκη. Έτσι ετελείωσε ένα μαύρο κεφάλαιο στην ιστορία του λαού του Θεού στη Γερμανία, οι πρώτες γραμμές του οποίου είχαν ήδη γραφή στη δεκαετία του 1920.
Η ΓΚΕΣΤΑΠΟ ΚΤΥΠΑ—ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 28, 1936
Είχαν περάσει δυο έτη ένζηλου δραστηριότητος, κατά την διάρκεια των οποίων η Γκεστάπο είχε αποτύχει να έχη κάποια πραγματική επιρροή επί της οργανωμένης υπογείου δραστηριότητος παρ’ όλον ότι επιτηρούσαν όλους τους γνωστούς μάρτυρας του Ιεχωβά. Αλλά τον καιρό αυτό είχαν μάθει περισσότερα για τη δραστηριότητα μας και γρήγορα είχαν καλά πληροφορηθή περί του ό,τι εκάμναμε. Για να βοηθηθούν να μας πολεμήσουν σχηματίσθηκε μια «ειδική Διοίκησις της Γκεστάπο,» σύμφωνα με μια εμπιστευτική κοινοποίησι στην Πρωσσική Μυστική Αστυνομία του Κράτους υπό ημερομηνίαν 24 Ιουνίου, 1936.
Κατά το πρώτο ήμισυ του 1936 η Μυστική Κρατική Αστυνομία συνέλεξε ένα μεγάλο αρχείο που περιείχε τις διευθύνσεις ατόμων τους οποίους είτε υποπτεύονταν ότι ήσαν μάρτυρες του Ιεχωβά, ή ότι διέκειντο φιλικά προς αυτούς. Το αρχείον αυτό βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στις διευθύνσεις που βρήκαν στο βιβλίο Ημερήσιο Ουράνιο Μάννα, που το κατέσχον στις έρευνες των σπιτιών. Διεξήγονταν ακόμη και ειδικά μαθήματα για τους πράκτορες της Γκεστάπο. Διδάχθηκαν πώς να διευθύνουν την μελέτη της Σκοπιάς· έπρεπε να μελετήσουν προσεκτικά τα νεώτερα άρθρα της Σκοπιάς για να μπορούν ν’ απαντούν σ’ ερωτήσεις σαν να ήσαν αδελφοί. Τελικά, έπρεπε ακόμη να μάθουν να προσεύχωνται. Όλον αυτό για να μπορέσουν να μπουν στο μέσον της οργανώσεως και να την καταστρέψουν εκ των έσωθεν.