Πράξεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά στους Συγχρόνους Καιρούς στη Γερμανία
(Από το Βιβλίο του Έτους 1974—Συνέχεια)
«Η ΔΙΑΝΟΜΗ της αποφάσεως απεδείχθηκε ότι ήταν ένα καταπληκτικό πλήγμα στην κυβέρνησι και στην Γκεστάπο. Διενεμήθηκε σε μια αιφνιδία έκρηξι δραστηριότητος την 12η Δεκεμβρίου 1936. Το κάθε τι είχε ετοιμασθή ως τη πιο μικρή λεπτομέρεια, όλοι οι πιστοί συνεργάται είχαν ειδοποιηθή και στον καθένα είχε δοθή ο τομεύς του και το πακέτο των αποφάσεων 24 ώρες πριν αρχίσει το έργον ακριβώς στις 5:00 μ.μ. Μέσα σε μια ώρα η αστυνομία και οι πράκτορες της ΣΑ και ΣΣ περιτριγύριζαν τους δρόμους για να συλλάβουν μερικούς από τους θαρραλέους διανομείς. Αλλά συνέλαβαν πολύ λίγους, πάνω από μια δωδεκάδα σ’ όλη τη χώρα. Αλλά την επόμενη Τρίτη, αστυνομικοί εμφανίσθηκαν στα σπίτια πολλών αδελφών κατηγορούντας τους ότι είχαν λάβει μέρος στο έργο της διανομής. Βέβαια, οι αδελφοί μας δεν εγνώριζαν τίποτε γι’ αυτό, και πολύ λίγες συλλήψεις έγιναν.
»Τώρα, σύμφωνα με τον τύπο, υπάρχει ένα αίσθημα όχι μόνο τρομοκρατουμένου θυμού εξ αιτίας της παρρησίας μας, αλλ’ επίσης αυξανομένου φόβου. Έχουν τελείως καταπλαγή για το ότι ύστερ’ από τέσσερα έτη τρομοκρατίας από την κυβέρνησι του Χίτλερ είναι ακόμη δυνατόν να διεξάγεται τέτοια εκστρατεία με τέτοια μυστικότητα και σε τέτοια μεγάλη κλίμακα. Και, υπεράνω όλων, αυτοί φοβούνται τον λαό. Πολλοί παρεπονέθησαν στην αστυνομία, αλλ’ όταν οι αστυνομικοί και άλλοι επίσημοι πήγαν στα σπίτια και ρωτούσαν τους κατοίκους αν έλαβαν ή όχι τέτοιο φυλλάδιο, αυτοί το αρνούνταν. Αυτό είναι γιατί μόνο δυο ή το πολύ τρεις οικογένειες σε κάθε σπίτι έλαβαν την απόφασι αυτή. Η αστυνομία δεν εγνώριζε αυτό, αλλ’ υπέθετε ότι μια είχε αφεθή σε κάθε πόρτα.
»Έτσι αισθάνονται ότι ο λαός πήρε την απόφασί μας αλλά για ωρισμένους λόγους αρνείται να το παραδεχθή στην ανάκρισι από την αστυνομία, και αυτό τους φέρνει μεγάλη σύγχυσι και φόβο.»
Η Γκεστάπο είχε πολύ απογοητευθή, γιατί ενόμιζαν ότι είχαν τελείως συντρίψει τη δραστηριότητά μας με την εκτεταμένη εκστρατεία της 28ης Αυγούστου. Και τώρα με τη διανομή της αποφάσεώς μας, την οποίαν εθεώρησαν ακόμη πιο εκτεταμένη από ό,τι πραγματικά ήταν! Είναι ένα αναντίρρητο γεγονός ότι ο εχθρός είχε επιτύχει να επιφέρη σοβαρά ρήγματα στις γραμμές του λαού του Θεού, αλλά ποτέ δεν επέτυχαν να σταματήσουν τελείως το έργον. Οι αδελφοί συνέχισαν να διεξάγουν την ευαγγελική αποστολή των, καθώς μπορεί να το ιδή κανείς από την έκθεσι του περιφερειακού διευθυντού που συνελέγη για τον Αδ. Ρόδερφορδ, η οποία καλύπτει την περίοδο από την 1 Οκτωβρίου ως την 1 Δεκεμβρίου, 1936. Τα αποτελέσματα ήσαν ως εξής: (Όλοι οι αριθμοί είναι κατά προσέγγισιν) 3.600 εργάται, 21.521 ώρες, 300 Γραφές, 9.624 βιβλία και 19.304 βιβλιάρια. Αυτό συμπαραβάλλεται ευνοϊκά με την τελευταία μηνιαία έκθεσι πριν αρχίση το κύμα των συλλήψεων (16 Μαΐου ως 15 Ιουνίου): 5.930 εργάτες, 38.255 ώρες, 962 Γραφές, 17.260 βιβλία και 52.740 βιβλιάρια.
ΦΑΝΕΡΩΜΑ ΑΠΟ ΜΙΑ «ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ»
Σε κάθε σχεδόν ανάκρισι και δίκη που ελάμβανε χώραν μετά την διανομή της αποφάσεως εγίνετο μνεία αυτής. Οι επίσημοι το έκαμαν ακόμη πιο δύσκολο για πολλούς από τους αδελφούς μας επειδή, αυτοί αξιούσαν, ότι οι δηλώσεις αυτές ήσαν αναληθείς και δεν μπορούσαμε ν’ αποδείξωμε τους ισχυρισμούς μας. Γι’ αυτό οι επικεφαλής αδελφοί υπαινίχθησαν στον Αδ. Ρόδερφορδ να διανεμηθή μια «ανοικτή επιστολή» σε μια «κεραυνοβόλο εκστρατεία» όπως είχε γίνει και με την απόφασι. Θα παρουσίαζε στη Γκεστάπο μια απάντησι αποδεικνύοντας αναληθείς τις αξιώσεις της. Ο Αδ. Ρόδερφορδ συμφώνησε και παρεκάλεσε τον Αδ. Χάρμπεκ στην Ελβετία να γράψη την «ανοικτή επιστολή,» λόγω του ότι αυτός είχε υπό την κατοχή του όλην την ύλη που είχε συλλεγή ως το 1936 σχετικά με την καταδίωξι.
Η επόμενη παράγραφος που παρατίθεται από αυτήν σαφώς δείχνει το είδος της αμειλίκτου συζητήσεως που χρησιμοποίησαν οι αδελφοί ν’ απαντήσουν στους εχθρούς των δημοσίως:
«Η Χριστιανική υπομονή και ντροπή μάς εμπόδισαν επί αρκετόν καιρόν να εφιστήσωμε την προσοχή του δημοσίου, τόσον στη Γερμανία όσον και αλλαχού, στις προσβολές αυτές. Έχομε στην κατοχή μας πολλές συντριπτικές αποδείξεις που δείχνουν ότι η ανωτέρω αναφερομένη σκληρά κακομεταχείρισις των μαρτύρων του Ιεχωβά έλαβε χωράν. Ειδικώς εξέχοντες και υπεύθυνοι της κακομεταχειρίσεως αυτής υπήρξαν κάποιος Τάις από την Ντόρτμουντ και ο Τένχοφ και Χάιμαν από την Μυστική Αστυνομία. Δεν εφείσθησαν από του να κακοποιούν γυναίκες με μαστίγια και ρόπαλα από ελαστικό. Ο Τάις και ένας άνθρωπος από την Κρατική Αστυνομία της Χαμ είναι ειδικώς περιβόητοι για τη σαδιστική των σκληρότητα στην κακομεταχείρισι Χριστιανών γυναικών. Έχομε υπό την κατοχή μας ονόματα και λεπτομέρειες κάπου δεκαοκτώ περιπτώσεων όπου μάρτυρες του Ιεχωβά βιαίως εφονεύθησαν. Στην αρχή του Οκτωβρίου 1936, π.χ., ένας από τους μάρτυρας του Ιεχωβά ονόματι Πέτρος Χάινεν εδάρη μέχρι θανάτου από αξιωματούχους της Μυστικής Αστυνομίας στο δημαρχεία. Το τραγικό αυτό επεισόδιο αναφέρθηκε στον Αδόλφο Χίτλερ. Αντίτυπα εστάλησαν επίσης στον υπουργό Ροδόλφο Χες και τον αρχηγό της Μυστικής Αστυνομίας Χίμλερ.»
Αφού τελείωσε η «ανοικτή επιστολή,» ολόκληρο το κείμενό της γράφθηκε επάνω σε πλάκες από αλουμίνιο και απεστάλη στη Πράγα. Από καιρό σε καιρό η Ίλσε Άντερντοφερ, που εργαζόταν μαζί με τον Αδ. Φροστ στην υπόγειο δραστηριότητα, έλαβε οδηγίες να παίρνη ειδήσεις και να συλλέγη πληροφορίες εκεί. Σ’ ένα απ’ αυτά τα ταξίδια στη Πράγα, της παρέδωσαν τις πλάκες για να πολυγραφηθούν επάνω σ’ ένα μηχάνημα που μόλις είχαν αγοράσει. Την 20ή Μαρτίου 1937, η Αδ. Άντερντοφερ έφθασε στο Βερολίνον με το πολύτιμο δέμα της.
«Δέχθηκα το δέμα,» αναφέρει ο Αδ. Φροστ, «και κατόπιν παρέδωκα το ‘επικίνδυνα’ αυτό υλικό σε μια άλλη αδελφή η οποία εφρόντισε να το θέση σε ασφαλές μέρος. Τη νύχτα εκείνη εγώ και η Αδ. Άντερντοφερ συνελήφθημεν εκεί που μέναμε. Μολονότι εχάσαμε την ελευθερία μας το υπόλοιπον της Ναζικής δικτατορίας, ήμεθα εν τούτοις χαρούμενοι γνωρίζοντας ότι είχαμε εξασφαλίσει την εκστρατεία με το νέο φυλλάδιο.» Αλλ’ ο αδελφός Φροστ έσφαλλε. Καθ’ ον χρόνον μετεφέρετο στη φυλακή ανεκάλυψε το μηχάνημα πολυγραφήσεως δίπλα του μέσα στο αστυνομικό αυτοκίνητο. Η Γκεστάπο το είχε βρη σε μια από τις έρευνές της. Τώρα που ο Αδ. Φροστ συνελήφθη, ανέλαβε τη διεύθυνσι του έργου ο Χ. Ντιέτσι, καθώς είχε αποφασισθή στη Λουκέρνη στη συζήτησι με τον Αδ. Ρόδερφορδ. Ο πρώτος του σκοπός ήταν να διανεμηθή αυτή η «ανοικτή επιστολή» σε μια «κεραυνοβόλο εκστρατεία» που θα ελάμβανε χώραν την 20ή Ιουνίου 1937. Διωργάνωσε την εκστρατεία στην οποία έλαβαν μέρος όλοι οι θαρραλέοι αδελφοί.
Η διανομή πρέπει να είχε καταλάβει την Γκεστάπο απροσδοκήτως, γιατί επί μήνες καυχώνταν ότι είχαν τελείως καταστρέψει την οργάνωσι. Αυτό αύξησε την ταραχή των. Ήταν σαν κάποιος έξαφνα να είχε σκαλίσει μια μυρμηκοφωλιά. Μανιωδώς έτρεχαν άσκοπα εδώ κι εκεί με μεγάλη σύγχυσι, προπάντων άτομα όπως ο Τάις στην Ντόρτμουντ.
Αλλ’ ο καιρός του θριάμβου του Τάις έφθασε επίσης στο τέλος του. Επειδή αυτός επίστευε ότι δεν πρέπει να δειχθή έλεος στη μεταχείρισι των μαρτύρων του Ιεχωβά, διέταξε μια μέρα να γείνη έρευνα σ’ ένα σπίτι που ο κάτοχός του ήταν πρώην αδελφός, ονόματι Γουνς, που είχε εγκαταλείψει την αλήθεια και υπηρετούσε ως επιλοχίας στην αεροπορία του Χίτλερ. Όταν ο Γουνς επέστρεψε η γυναίκα του τού είπε ότι έγινε έρευνα στο σπίτι του. Αμέσως πήγε στον Τάις και τον ρώτησε γιατί το έκαμε αυτό. Τρομοκρατημένος βλέποντας τον επιλοχία να στέκεται μπροστά του, ο Τάις ετραύλισε: «Είσαι μαζί με τους Σπουδαστάς της Γραφής;» Ο Γουνς απήντησε: «Άκουσα μερικές από τις ομιλίες τους, αλλά πήγαινα παντού όπου μπορούσα ν’ ακούσω κάτι.» Ο Τάις τότε είπε: «Αν εγνώριζα, ποτέ δεν θα είχα αρχίσει προσπαθώντας να καταστρέψω τους Σπουδαστάς των Γραφών. Αυτό μπορεί να κάνη κάποιον να τρελλαθή. Νομίζεις ότι εφυλάκισες ένα από τα θηρία όταν αίφνης εφορμούν δέκα άλλα. Λυπούμαι που είχα αρχίσει όλη αυτή την καταδίωξι.»