Πράξεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά στους Συγχρόνους Καιρούς στη Γερμανία
(Από το Βιβλίον του Έτους 1974—Συνέχεια)
ΑΣ ΕΠΙΣΤΡΕΨΩΜΕ στο 1937. Αφού δημιουργήθηκαν πάλι επικίνδυνα χάσματα στις γραμμές των αδελφών μας, ο Αδ. Γουάντρες προσπάθησε να τα κλείση για να εξασφαλίση στους αδελφούς την πνευματική των τροφή. Μετά τη σύλληψι του Αδ. Φράνκε είχε αναλάβει αυτός τον τομέα του, αλλά τώρα αισθάνθηκε ότι ήταν υπεύθυνος και για τους άλλους μη καταληφθέντας τομείς. Έτσι παρεκάλεσε την Αδ. Αυγούστα Σνάιντερ να παραδίδη πνευματική τροφή σ’ ολόκληρο τον τομέα της Σάαρ. Όπως σ’ όλους τους αδελφούς που ήταν ανάγκη να ταξιδεύουν τον πολύ επικίνδυνο αυτό καιρό, και σ’ αυτή δόθηκε άλλο όνομα· από τώρα το όνομά της ήταν «Πάουλα.»
Ο Αδ. Γουάντρες, κατανοώντας ότι ο εχθρός ήταν ειδικά μανιώδης στη Σαξονία, παρεκάλεσε τον Χέρμαν Έμτερ να λάβη υπό την φροντίδα του τον τομέα αυτό. Την 3η Σεπτεμβρίου, και οι δυο τους ταξίδευσαν στη Δρέσδη. Μολονότι ο Αδ. Γουάντρες δεν είχε ποτέ προηγουμένως μεταβή εκεί, η Γκεστάπο τούς περίμενε. Ένα ανθρωποκυνηγητό που είχε διαρκέσει επί τρία έτη είχε τελειώσει!
Στα μέσα του Σεπτεμβρίου, σε αρμονία με τις διευθετήσεις που έκαμε ο Αδ. Γουάντρες, η ανύποπτη Πάουλα περίμενε στον σιδηροδρομικό σταθμό της Μπίγκεν με δυο μεγάλες βαλίτσες γεμάτες με έντυπο ύλη. Αίφνης ένας κύριος την επλησίασε και είπε: «Καλημέρα Πάουλα! Ο Αλβέρτος δεν θα έλθη και συ πρέπει να έλθης μαζί μου.» Ήταν ανωφελές να προσπαθήση να αντισταθή, γιατί ο ξένος ήταν ένας πράκτορας της Γκεστάπο. Επρόσθεσε: «Δεν είναι ανάγκη να περιμένης τον Αλβέρτο· τον έχομε ήδη συλλάβει και πήραμε όλο του το χρήμα. . . . Ο Κος Γουάντρες είπε ότι θα είσαι εδώ με δυο μεγάλες βαλίτσες και ότι είσαι η Πάουλα!» Είναι μυστήριο μέχρι σήμερα πόθεν η Γκεστάπο έλαβε την πληροφορία αυτή. Αυτή όμως ήταν η δημοφιλής μέθοδος της Γκεστάπο ν’ αξιοί ότι ωρισμένοι αδελφοί είπαν ωρισμένα πράγματα έτσι ώστε να διαρρήξουν την εμπιστοσύνη των αδελφών και να τους κάμουν ν’ αποσυρθούν από τέτοιους «προδότες.»
ΕΝΑ ΣΧΕΔΙΟ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΚΡΑΤΗΣΕΩΣ
Με τη σειρά αυτή των συλλήψεων μια σπουδαία εποχή έληξε για τους Γερμανούς αδελφούς. Η περίοδος της καλώς διωργανωμένης δραστηριότητος ετελείωσε. Το παν τώρα έδειχνε την αρχή μιας νέας φάσεως στον αγώνα. Ο σκοπός της Γκεστάπο τώρα ήταν: Κάθε άτομο αρκετά θαρραλέο να συντάσσεται με τον Ιεχωβά πρέπει να καταστρέφεται για να τεθή έτσι εκποδών η οργάνωσις.
Σύμφωνα με μια εγκύκλιο που δημοσιεύθηκε από την Γκεστάπο της Ντούσελντορφ την 12η Μαΐου, 1937, οι Σπουδασταί των Γραφών του λοιπού έπρεπε να τίθενται σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως ακόμη και σε περιπτώσεις που δεν υπήρχε ένταλμα συλλήψεως αλλ’ απλώς επί βάσει υπονοίας. Παρόμοιες αγγελίες δημοσιεύθηκαν σ’ όλη τη Γερμανία. Επιπλέον, οι Σπουδασταί των Γραφών θα ετίθεντο αυτομάτως σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως αφού εξέτιον την ποινή της φυλακίσεώς των. Η απόφασις αυτή έγινε πιο σοβαρή τον Απρίλιο του 1939. Από τώρα και στο εξής, μόνον εκείνοι που ήσαν πρόθυμοι να υπογράψουν μια διακήρυξι αποχωριζόμενοι από τον Ιεχωβά και την οργάνωσί του θα αφήνονταν ελεύθεροι. Σε πολλούς αδελφούς δεν τους δόθηκε ούτε και η ευκαιρία ν’ αποφασίσουν εάν ήθελαν να υπογράψουν την διακήρυξι.
Όταν ο Χ. Κώφμαν από την Έσσεν υπηρέτησε την ποινή της φυλακίσεώς του και ντύθηκε τα πολιτικά του ένας ποινικός πράκτωρ του είπε ότι ήταν υπό προστατευτική κράτησι. Πρώτα όμως τον πήγαν στο σπίτι του, το οποίον δεν είχε δη επί ενάμισυ έτος, και τον ρώτησαν: «Θέλεις να αποκηρύξης την πίστι σου και ν’ ακολουθήσης τον Χίτλερ;» Ταυτοχρόνως του έδειξαν τα κλειδιά του σπιτιού του και ένα πακέτο τρόφιμα είκοσι πάουντς, υποσχόμενοι ότι η σύζυγός του θα επεστρέφετο από το στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Ράβενσμπρουκ. Ο Αδ. Κώφμαν απέρριψε την προσφορά.
Άλλες φορές γίνονταν απόπειρες να εξαπατήσουν τους αδελφούς, ως ο Ερνστ Γουίσνερ αναφέρει. Λίγο πριν αφεθή ελεύθερος του έθεσαν μπροστά του ένα χαρτί. Η δήλωσις ήταν τόσο γενική ώστε, αφού την διάβασε προσεκτικά, απεφάσισε ότι μπορούσε να την υπογράψη. Αλλά τώρα ερχόταν το τέχνασμα. Ο Αδ. Γουίσνερ έπρεπε να υπογράψη στο κάτω μέρος της σελίδος, αλλά η μισή σελίδα από το κάτω μέρος ήταν άδεια. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η Γκεστάπο αργότερα θα επρόσθετε άλλα πράγματα που ο Αδ. Γουίσνερ δεν θα ήθελε να υπογράψη με καλή συνείδησι. Αλλ’ αμέσως διεπίστωσε τι εσχεδίαζαν και, προτού τον σταματήσουν, υπέγραψε το όνομά του απ’ ευθείας κάτω από το δακτυλογραφημένο κείμενο. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, παρά την υπογραφή του, δεν αφέθηκε ελεύθερος, αλλά πληροφορήθηκε από τη μυστική αστυνομία τρεις εβδομάδες προτού εκτίση την ποινή του ότι αμέσως μετεφέρετο σ’ ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως.
ΤΑ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΣ—ΜΙΑ ΧΑΙΝΟΥΣΑ ΑΒΥΣΣΟΣ
Στην Τρίμηνο Ιστορία ο Χανς Ρόθφελς γράφει στο δεύτερό του φυλλάδιο για το 1962: «Το να τεθούν στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως οι Σπουδασταί των Γραφών ήταν η τελευταία και η πιο δύσκολη φάσις της περιόδου των, υποφέροντας κάτω από τους Εθνικοσοσιαλιστάς. . . .»
Παρηγορητικό για την πλειονότητα ήταν το γεγονός ότι είχαν ήδη φυλακισθή πιστοί αδελφοί οι οποίοι είχαν σκληρυνθή από τον καύσωνα της καταδιώξεως. Το να είναι μαζί τους και να δοκιμάζουν την στοργική των φροντίδα αυτό ήταν ανακουφιστικό και ζωοποιούσε τις καρδιές των νεοαφικνουμένων.
Αλλ’ οποτεδήποτε η σταθερότης των αδελφών ήταν φανερή και εγίνετο αναφορά στην κυβέρνησι, η μόνη της σκέψις ήταν πώς μπορούσε αυτή ν’ αυξήση τα παθήματά των. Έτσι στους μάρτυρας του Ιεχωβά εδίδοντο 25 μαστιγώσεις με χαλύβδινα μαστίγια, εκτός από τα πολλά άλλα μέσα βασανισμού, όταν έφθαναν στα στρατόπεδα. Η δουλική τους εργασία άρχιζε στις 4:30 π.μ., όταν το κουδούνι του στρατοπέδου ηχούσε για να σηκωθούν όλοι. Ύστερ’ από λίγο καιρό ακουόταν ένας θόρυβος: να στρώνουν τα κρεββάτια τους, να πλύνωνται, να πίνουν καφφέ, να στέκωνται για την ονοματοκλησία—και όλο αυτό πολύ γρήγορα, όχι με τον κανονικό ρυθμό. Εβάδιζαν στην ονοματοκλησία, κατόπιν πήγαιναν να ενωθούν με τις διάφορες ομάδες. Τι επακολουθούσε τώρα ήταν ένα πραγματικό δράμα: αναγκάζονταν να σηκώνουν χαλίκια, άμμο, πέτρες, πασσάλους, ολόκληρα τμήματα στρατώνων, και αυτό όλη την ημέρα και πολύ γρήγορα. Οι εργοδιώκται που συνεχώς μιλούσαν με ξεφωνητά στους καταδίκους και τους ανάγκαζαν ως ότου εξαντλούνταν η υπομονή των, ήσαν οι χείριστοι που μπορούσε να προσφέρη ο Χίτλερ.
Για ποικιλία, «τιμωρητικές ασκήσεις» κάποτε γίνονταν για ιδιαιτέρους λόγους. Οι αδελφοί πολλάκις αναγκάζονταν να διαμείνουν νηστικοί. Άλλοτε ένας κουρασμένος αδελφός αντί να καθίση να φάγη αναγκαζόταν να στέκεται σε προσοχή άλλη μια ώρα ή πέντε ώρες στην αυλή, κι’ αυτό γιατί ένας από τους αδελφούς είχε χάσει ένα κουμπί από τη ζακέτα του ή για κάποια άλλη ασήμαντη παράβασι των κανόνων.
Τελικά τους επετρέπετο να πάνε να κοιμηθούν, αν η πείνα τούς το επέτρεπε. Αλλ’ οι νύχτες δεν ήσαν πάντοτε για ύπνο. Πολλάκις ένας ή μερικοί από τους αισχρούς «ηγέτας τετραγώνου» θα ενεφανίζετο τα μεσάνυκτα για να τρομοκρατήση τους καταδίκους. Τα επεισόδια αυτά κάποτε προξενούνταν με πυροβολισμούς στον αέρα ή μέσα στον στρατώνα. Τότε οι ένοικοι αναγκάζονταν να περιτρέχουν στους στρατώνας, ή, κάποτε, ακόμη και ν’ αναρριχώνται σ’ αυτούς με τα νυχτικά τους, κι αυτό εφ’ όσον οι «ηγέται των μπλόκων» το ήθελαν. Κατανοεί κανείς ότι οι γεροντώτεροι αδελφοί υπέφεραν περισσότερο και σε πολλούς απ’ αυτούς αυτό εστοίχισε τη ζωή των.