Πράξεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά στους Σύγχρονους Καιρούς στη Γερμανία
ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΣ ΓΙΑ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
(Συνέχεια)
ΈΝΑ άλλο πράγμα που θα μπορούσε να παρουσιάση δοκιμασία για τις αδελφές αναφέρεται από την Αυγούστα Σνάιντερ:
«Μια μέρα μια καταδίκη ήλθε σ’ εμένα και είπε: ‘Κα Σνάιντερ, φεύγω απ’ εδώ!’ Την ερώτησα πού πήγαινε και απήντησε: Υπάρχουν τόσο πολλοί άνδρες εδώ ώστε ιδρύεται ένα πορνείον για τους καταδίκους. Μας ερώτησαν, και κάπου είκοσι ως τριάντα γυναίκες επροθυμοποιήθησαν. Μας δίνουν ωραία φορέματα και μας αφήνουν να καλλωπιζώμεθα!’ Την ερώτησα πού θα γινόταν αυτό, και απήντησε, ‘στο στρατόπεδο των ανδρών.’
«Δύσκολα μπορεί να περιγράψη κανείς τι ελάμβανε, χώραν εκεί. Αλλά μια μέρα ένας ηγέτης των Ες Ες μου είπε: ‘Κα Σνάιντερ, θα έχης ακούσει τι λαμβάνει χώραν στο στρατόπεδο των ανδρών. Ήθελα να σου κάμω γνωστόν ότι καμμιά από τις μάρτυρες του Ιεχωβά δεν έλαβε μέρος!’»
Το Ράβενσμπρουκ έγινε πασίγνωστο ως το πιο διαβόητο όλων των στρατοπέδων συγκεντρώσεως για γυναίκες. Όταν εξερράγη ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο αριθμός των θηλέων αδελφών ανήλθε σε πεντακόσιες περίπου.
Μια μέρα αρκετές αδελφές έξαφνα διετάχθησαν να βγουν έξω από τα κελλιά των και ν’ αρχίσουν να γυαλίζουν όλο το οικοδόμημα γιατί θα ερχόταν ο Χίμλερ να το επιθεωρήση. Η ημέρα όμως πέρασε και δεν φάνηκε. Οι αδελφές μας ήσαν έτοιμες να μεταβούν στο κρεββάτι τους και είχαν βγάλει τα παπούτσια τους, τα οποία εχρησίμευαν ως μαξιλάρια, άλλα λόγω του κρύου κοιμήθηκαν με τα ρούχα τους. Έπεσαν η μια κοντά στην άλλη για να κρατούνται ζεστές. Από καιρού σε καιρό άλλαζαν θέσεις έτσι ώστε η καθεμιά να είναι από το έξω μέρος μια φορά, όπου φυσικά ήταν ψυχρότερα. Έξαφνα ακούσθηκαν μεγάλες φωνές στους διαδρόμους και οι πόρτες των κελλιών άρχισαν ν’ ανοίγωνται. ΟΙ αδελφές μας τώρα στέκονταν μπροστά σ’ ένα άνθρωπο ο οποίος στη Γερμανία απεφάσιζε για ζωή και θάνατο. Ο Χίμλερ εξήτασε επικριτικά τις αδελφές, τις έκαμε μερικές ερωτήσεις και είδε ότι αυτές δεν ήθελαν να κάμουν παραχωρήσεις.
Το ίδιο βράδυ μετά την αναχώρησι του Χίμλερ και της ακολουθίας του, ένας μεγάλος αριθμός καταδίκων εκλήθησαν έξω και άλλοι κατάδικοι μπορούσαν ν’ ακούουν τις κραυγές τους. Ο Χίμλερ είχε εισαγάγει την «εντατική» τιμωρία επίσης και για τις γυναίκες· έλαβαν εικοσιπέντε κτυπήματα με χαλύβδινο μάστιγα στούς γυμνούς γλουτούς.
Μια αδελφή λέγει για το θάρρος με το οποίον πολλές αντιμετώπισαν τα προβλήματά των: «Στο τετράγωνό μου ήταν μια Ιουδαία η οποία είχε δεχθή την αλήθεια. Μια νύχτα την ξύπνησαν. Την άκουσα καθώς είχε σηκωθή και προσπάθησα να την παρηγορήσω. Αλλ’ αυτή είπε: Γνωρίζω τι με περιμένει. Αλλ’ είμαι ευτυχής που έμαθα την θαυμασία ελπίδα της αναστάσεως. Ήρεμα περιμένω τον θάνατο.’ Και με θάρρος εξήλθε.»
ΣΧΙΣΜΑΤΑ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΝ ΣΤΙΣ ΤΑΛΑΙΠΩΡΙΕΣ
Αποκομμένοι από τους έξωθι αδελφούς, οι εντός των στρατοπέδων αισθάνονταν μεγάλη επιθυμία για πνευματική τροφή. Οι αδελφοί ρωτούσαν τους νεοερχομένους για να μάθουν τι είχε δημοσιευθή στη Σκοπιά. Κάποτε η πληροφορία εδίδετο με ακρίβεια, αλλ’ άλλοτε δεν εδίδετο. Υπήρχαν επίσης μερικοί αδελφοί που προσπαθούσαν να χρησιμοποιήσουν την Γραφή για να ορίσουν την ημερομηνία της απελευθερώσεώς των και, μολονότι τα επιχειρήματα ήσαν ασθενή, μερικοί προσκολλώνταν με ελπίδα στα αδύνατα αυτά επιχειρήματα.
Τον καιρό αυτό ένας αδελφός που είχε εξαιρετική μνήμη φέρθηκε στο Μπούχενβαλ. Στην αρχή η ικανότης του να ενθυμήται και να συμμερίζεται με άλλους τα πράγματα που είχε μάθει ήταν μια πηγή ενθαρρύνσεως στους αδελφούς. Με τον καιρό όμως αυτός έγινε ένα είδωλο, «ο θαυμασμός του Μπούχενβαλ.» και οι δηλώσεις τον, ακόμη και η ατομική του γνώμη, θεωρούνταν ως τελικές. Από τον Δεκέμβριο του 1937 ως το 1940 έδινε ένα κήρυγμα κάθε βράδυ, περίπου χίλια το όλον, και πολλά απ’ αυτά εστενογραφούντο για να μπορούν να πολυγραφηθούν. Μολονότι υπήρχαν πολλοί ηλικιωμένοι αδελφοί στο στρατόπεδο που μπορούσαν να δώσουν ομιλίες, ο αδελφός αυτός ήταν ο μόνος που το έπραττε. Όσοι δεν συμφωνούσαν πλήρως με αυτόν θεωρούνταν ως «εχθροί της Βασιλείας και «οικογένεια του Αχάν,» και έπρεπε ν’ αποφεύγωνται από τους «πιστούς.» Σχεδόν τετρακόσιοι αδελφοί κατά το μάλλον ή ήττον εθελουσίως πήγαν μ’ αυτή τη διευθέτησι.
Εκείνοι που εστιγματίσθησαν έτσι ως «εχθροί» ήσαν επίσης αδελφοί οι οποίοι ήσαν πρόθυμοι να διακινδυνεύσουν τη ζωή των για να προάγουν τα συμφέροντα της Βασιλείας όσο καλά μπορούσαν. Και αυτοί είχαν τεθή στο στρατόπεδο γιατί είχαν αποφασίσει να αποδείξουν την ακεραιότητά των, ακόμη και μέχρι θανάτου. Μερικοί απ’ αυτούς, είναι αλήθεια δεν εφήρμοζαν πλήρως τις Βιβλικές αρχές. Εν τούτοις όταν εζήτησαν να έλθουν σε συνάφεια με τους υπευθύνους για να μπορούν και αυτοί να ωφεληθούν από την πνευματική τροφή που ήταν διαθέσιμη στο Μπούχενβαλ, οι υπεύθυνοι αυτοί το θεώρησαν, «κάτω της αξιοπρεπείας των» να συζητήσουν το ζήτημα.
Ο Γ. Μπάδεν από τη Ντινσλάκεν, που ακόμη υπηρετεί τον Ιεχωβά αναφέρει πώς αυτός προσωπικώς είχε επηρεασθή: «Όταν κατενόησα ότι και εγώ αποκόπηκα είχα τόσο πνευματικώς κλονισθή και αποθαρρυνθή ώστε διερωτώμουν πώς τέτοιο πράγμα ήταν δυνατόν. . .. Πολλάκις εγονάτιζα και προσευχόμουν στον Ιεχωβά να μου δώση κάποιο σημείον. Διερωτώμουν αν εγώ έπρεπε να λάβω την μομφή για την κατάστασι ή και εκείνος με απέκοψε. Είχα μια Γραφή την οποία εδιάβαζα στο αμυδρό φως και βρήκα αρκετή παρηγοριά με τη σκέψι ότι αυτό ερχόταν σ’ εμένα ως δοκιμασία, αλλιώς θα είχα ήδη καταστραφή, γιατί η αποκοπή μου αυτή από τους αδελφούς ήταν ένας τρομερός πόνος.»
Έτσι ανθρώπινες ατέλειες και μια μεγαλοποιημένη άποψις που κάποιος είχε για τον εαυτό του, ωδήγησε σε σχίσματα μεταξύ του λαού του Θεού, που είχε ως αποτέλεσμα σοβαρές δοκιμασίες για μερικούς.
ΕΞΗΠΑΤΗΘΗΣΑΝ ΑΠΟ ΑΝΗΣΥΧΙΑ ΓΙΑ «ΕΠΙΒΙΩΣΙ»
Μερικοί στα στρατόπεδα που ήσαν αποφασισμένοι να μη συμβιβασθούν, αργότερα άφησαν την ανησυχία για «επιβίωσι» να επισκιάση την αγάπη των για τον Ιεχωβά και τους αδελφούς των. Αν ένα άτομο μπορούσε να φθάση σε κάποια υπεύθυνη θέσι στην οργάνωσι του στρατοπέδου, να έχη την επίβλεψι κάποιας σφαίρας ενεργείας, δεν θα εχρησιμοποιείτο πια να εκτελή σκληρή εργασία. Αλλ’ αυτό ήταν επικίνδυνο. Σε πολλές περιπτώσεις αυτό απαιτούσε να συνεργάζεται με τους Ες Ες και να βιάζη τους καταδίκους να εργάζωνται γρηγορώτερα και να αναφέρη τους καταδίκους—ακόμη και τους δικούς του αδελφούς—για τιμωρία.
Ένας αδελφός ονομαζόμενος Μάρτενς βρέθηκε σε τέτοια κατάστασι» Πρώτα είχε την επίβλεψι 250 Σπουδαστών της Γραφής. Συνεχώς προσπαθούσε να είναι ένας καλός «πρεσβύτερος στρατοπέδου» στα μάτια των Ες Ες. Με τον καιρό πολλοί πολιτικοί κατάδικοι και άλλοι προσετέθησαν στο στρατόπεδο. Ο Μάρτενς δεν ήθελε να χάση τη θέσι του, και γι’ αυτό υπερημύνετο των συμφερόντων των Ες Ες και μεταχειριζόταν τις μεθόδους των.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και άρχισε ν’ απαγορεύη στους αδελφούς να συζητούν το ημερήσιο εδάφιο και να προσεύχωνται μαζί. Γρήγορα άρχισε να τους ψάχνη και να δέρνη μ’ ένα λαστιχένιο σωλήνα εκείνους πάνω στους οποίους βρισκόταν το ημερήσιο εδάφιο. Ένα πρωί, καθώς αρκετοί αδελφοί προσεύχονταν μαζί, επήδησε στο μέσον των διέκοψε τη συνάθροισι, λέγοντας: «Δεν γνωρίζετε τους κανόνας του στρατοπέδου; Νομίζετε ότι θέλω φασαρίες εξ αιτίας σας;» Έτσι πολλά επιπρόσθετα παθήματα έρχονταν πάνω σε πολλούς πιστούς αδελφούς από πολύ λίγους που είχαν χάσει την όρασι του σκοπού των.