Πράξεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά στους Σύγχρονους Καιρούς στη Γερμανία
(Από το Βιβλίον του Έτους 1974—συνέχεια)
Ο ΙΟΥΛΙΟΣ Ένγκελχαρντ, που πολυγραφούσε τις Σκοπιές με την Αδελφή Φρέη στη Μπρούχσαλ, συνεργάσθηκε στενά με τον Αδ. Σύρανεκ στη Νότιο Γερμανία. Είχαν σχεδιάσει ότι αν ο Αδ. Σύρανεκ συνελαμβάνετο αυτός θα συνέχιζε το έργον. Είναι λυπηρόν να λεχθή ότι ο Μιούλερ επρόδωσε και αυτόν στην Γκεστάπο και γρήγορα βρήκαν τον κρυψώνα του στην πατρίδα του Καρλσρούη. Αλλ’ ο Αδ. Ένγκελχαρντ πάντοτε ενεθάρρυνε τις αδελφές με το να τους λέγη ότι ‘αυτό δεν μπορούσε να μας στοιχίση περισσότερο από τα κεφάλια μας,’ και ήταν αποφασισμένος να πωλήση την ελευθερία του με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη τιμή. Μολονότι ο πράκτωρ της Γκεστάπο τον είχε συλλάβει, αυτός αίφνης ξέφυγε, πηδώντας κάτω τις σκάλες και εξαφανίσθηκε μέσα στα πλήθη του δρόμου γρηγορώτερα αφ’ ό,τι η αστυνομία μπορούσε να τον σταματήση.
Η Χριστίνα Χέτκαμπ μας δίδει επίσης μια ενθαρρυντική έκθεσι για την δραστηριότητα του Αδ. Ένγκελχαρντ: «Ο άνδρας μου που είχε βαπτισθή, έγινε ένας μοχθηρός ενάντιος. . . Εγώ δεν έλειψα από καμμιά συνάθροισι που ελάμβανε χώραν πότε στο σπίτι της μητέρας μου και πότε στο δικό μου και στου αδελφού μου. Μπορούσα να τους έχω στο σπίτι μου γιατί ο άνδρας μου έφευγε τη Δευτέρα και έμενε στης αδελφής του που διέμενε λίγο έξω από την πόλι ώς το Σάββατο. Η οικογένειά της ήσαν μανιώδεις Ναζί και αυτός έμενε μαζί τους γιατί δεν μπορούσε πια να ανέχεται το πνεύμα μας. Έτσι κατά την απουσία του Η Σκοπιά ετυπώνετο στο σπίτι μας επί σχεδόν τρία χρόνια. Ο Αδ. Ένγκελχαρντ που ζούσε μαζί μας επί τρία έτη πρώτα έγραφε τα στένσιλς πάνω στη γραφομηχανή και έπειτα τα μεταχειρίζονταν για να κάνη πολύγραφα Της Σκοπιάς. Κατόπιν ταξίδευε με τη μητέρα μου στο Βερολίνον, στη Μάινζ, Μάνχαϊμ, κτλ. όπου παρέδιδαν τα περιοδικά σε αξιόπιστα άτομα τα οποία με τη σειρά τους τα διένειμαν σε άλλους. Ο Αδ. Ένγκελχαρντ και η μητέρα μου είχαν την ευθύνη ολόκληρης της διευθετήσεως, ενώ εγώ εμαγείρευα και έπλυνα. Όταν η μητέρα μου φυλακίσθηκε πήρα εγώ την εργασία παραδίδοντας Την Σκοπιά στη Μάινζ και Μανχάιμ. . . . Τον Απρίλιο του 1943, η μητέρα μου συνελήφθη και πάλιν, αυτή τη φορά για πάντα. Λίγο μεταταύτα ο Αδ. Ένγκελχαρντ, που ήταν επί κεφαλής επί πολύν καιρόν και που διηύθυνε το έργον υπογείως, συνελήφθηκε επίσης.»
Αργότερα η κόρη της Αδ. Χέτκαμπ, ο ανδραδελφός της, η αδελφή του, η κουνιάδα της και η θεία της συνελήφθησαν. Όλοι τους εδικάσθησαν την 2α Ιουνίου, 1944 και ο Αδ. Ένγκελχαρντ μαζί με επτά άλλους, περιλαμβανομένης και της μητέρας της Χέτκαμπ, καταδικάσθησαν σε θάνατο. Όλοι αργότερα απεκεφαλίσθησαν.
Έκτοτε οι συνθήκες στη Γερμανία εξακολούθησαν να γίνωνται όλο και πιο συγκεχυμένες. Δεν ήταν πια δυνατόν να γνωρίζωμε που πολυγράφονταν οι Σκοπιές, αλλά πολυγράφονταν.
ΠΙΣΤΟΙ ΜΕΧΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ
Οι πολυάριθμες εκτελέσεις που έλαβαν χώραν κατά την διάρκειαν του Τρίτου Ράιχ κατέχουν ειδικήν θέσιν στην ιστορία της καταδιώξεως. Τουλάχιστον 203 αδελφοί και αδελφές, σύμφωνα με ατελείς εκθέσεις, απεκεφαλίσθησαν ή ετουφεκίσθησαν. Ο αριθμός αυτός δεν περιλαμβάνει εκείνους που πέθαναν από πείνα, ασθένεια και άλλη κτηνώδη κακομεταχείρισι.
Για ένα αδελφό που κατεδικάσθηκε σε θάνατο, ο Αδ. Μπαρ αναφέρει: «Όλοι οι κατάδικοι επίσης και οι επίσημοι της φυλακής τον εθαύμαζαν. Ήταν ένας κλειθροποιός και έκανε έργον επιδιορθώσεως σε όλη τη φυλακή. Άρχιζε την καθημερινή δουλειά του χωρίς σημείον αποθαρρύνσεως ή λύπης· τουναντίον, όταν ήταν πολυάσχολος έψαλλε ύμνους προς αίνον του Ιεχωβά.» Μια μέρα, το μεσημέρι, τον πήραν από το εργαστήριό του και τον θανάτωσαν την εσπέρα εκείνη.
Ο Αδ. Μπαρ συνεχίζει την έκθεσί του, λέγοντας: «Η σύζυγός μου κάποτε είδε μια αδελφή στη φυλακή της Πότσδαμ που δεν την εγνώριζε. Πέρασε κοντά της στην αυλή της φυλακής. Όταν η αδελφή είδε τη σύζυγό μου σήκωσε τους δυο της βραχίονες δεμένους με τις χειροπέδες και την χαιρέτησε χαρωπά. Μολονότι καταδικάσθηκε σε θάνατο, δεν υπήρχε λύπη ή πόνος στο βλέμα της.» Η ηρεμία αυτή και ειρήνη που ακτινοβολούσαν οι καταδικασθέντες σε θάνατο αδελφοί μας και αδελφές προσθέτει αξία όταν θυμάται κανείς τι αυτοί υπέφεραν στα κελλιά τους.
Ο Ιωνάθαν Σταρκ από την Ουλμ όταν συνελήφθη από την Γκεστάπο ήταν μόνο 17 ετών ηλικίας και χωρίς νομικές διατυπώσεις τον έστειλαν στο Σάξενχαουζεν και τον έβαλαν στους στρατώνας του θανάτου. Το έγκλημά του; Άρνησις να αναλάβη προστρατιωτικό έργο. Ο Αιμίλιος Χάρτμαν από το Βερολίνον άκουσε ότι ο Ιωνάθαν εγκλείσθηκε στους στρατώνας εκείνους και, παρά τον κίνδυνον σοβαράς τιμωρίας, μπήκε και μίλησε στον νέον αυτόν αδελφόν και τον ενδυνάμωσε. Ο Ιωνάθαν πάντοτε ήταν πολύ ευτυχής. Καίτοι ο ίδιος ατένιζε τον θάνατον, παρηγορούσε την μητέρα του με την θαυμάσια ελπίδα της αναστάσεως. Όταν ο αξιωματικός του στρατοπέδου τον πήρε στον τόπο της εκτελέσεως δυο μόνο εβδομάδες μετά την άφιξί του, τα τελευταία λόγια του Ιωνάθαν ήσαν «Για τον Ιεχωβά και τον Γεδεών.»
Η Ελίζ Χαρμς θυμάται την περίπτωσι που ερώτησαν τον σύζυγό της επτά φορές να ανακαλέση τη στάσι του αφού είχε καταδικασθή και, όταν αρνήθηκε, της επέτρεψαν να τον επισκεφθή με τον όρον να προσπαθήση να τον πείση ν’ αλλάξη γνώμη. Αυτό όμως δεν μπορούσε να το κάμη. Όταν αποκεφαλίσθηκε, αυτή ήταν ευτυχής γιατί διέμεινε πιστός στον Ιεχωβά. Εν τω μεταξύ ο πατέρας του, Μ. Χαρμς, συνελήφθη για τρίτη φορά και τέθηκε στο Σάξενχαουζεν. Πολύ συγκινητική είναι η επιστολή που έστειλε ο γυιος του λίγο μετά την εκτέλεσί του την 9η Νοεμβρίου, 1940: