Πράξεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά στους Συγχρόνους Καιρούς στη Γερμανία
(Από το Βιβλίον του Έτους 1974—Συνέχεια)
ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΓΚΑΘΕΙΡΚΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ
ΟΤΑΝ κανείς είναι σε περιορισμό απομονώσεως τόσα πολλά χρόνια υπάρχει ένας κύριος εχθρός, μεταξύ των πολλών άλλων ενοχλήσεων, εναντίον του οποίου πρέπει να πολεμήση—ο χρόνος. Ο χρόνος πρέπει να κατακτηθή.
«Έλυσα το πρόβλημα αυτό του χρόνου με τον εξής τρόπο: Η ενότης ενδυναμώνει, αυτό αληθεύει επίσης και για τον χρόνο. Εάν ολόκληρη η περίοδος της φυλακίσεως που ήταν δεκαπέντε χρόνια θεωρηθή ως μια μονάς, ο φυλακισμένος έχει σχεδόν συντριφθή από τον όγκον αυτόν του χρόνου, γιατί αυτό απλώς είναι πέραν της φαντασίας μας και το απέραντο αυτό χρονικό διάστημα τον αντιμετωπίζει ως ένα τέρας. Οποιοσδήποτε και αν είναι πρέπει να προσπαθήση να καθυποτάξη τον χρόνον. Όταν οι άρχοντες του κόσμου αυτού προσπαθούν να κυβερνήσουν μεγάλους αριθμούς ανθρώπων και δεν το κατορθώνουν, συχνά ακολουθούν την αρχήν: διαίρει και βασίλευε!
«Αναφορικώς με τον χρόνον εφήρμοσα την αρχήν αυτήν· διαίρεσα τον χρόνον. Υπελόγιζα όχι με χρόνια ή μήνες, ναι, ούτε ακόμη και με εβδομάδες ή μέρες, αλλά μάλλον με ώρες. Το πρωί ας πούμε στις 7:00 δεν ρωτούσα τον εαυτό μου: Τι θα κάμω σήμερα; αλλά, Τι θα κάμω μέχρι τις 9:00;
«Αίφνης το παν φαινόταν διάφορο. Μια ή δυο ώρες δεν ενέπνεαν φόβο, μπορούσα εύκολα να βαστάξω στο χρονικό αυτό διάστημα. Αλλά υπήρχε ακόμη ένα άλλο πρόβλημα: Με τι θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήση τον χρόνον; Χαρτί και μολύβι δεν μπορούσα να προμηθευθώ. Η μόνη πραγματική ενασχόλησις ήταν να τηρώ το κελλί καθαρό και να τρώγω. Ακόμη και αν κανείς έκαμνε και τα δυο αυτά στην εντέλεια και όσο μπορούσε σιγά σιγά ακόμη δεν μπορούσε να χρησιμοποιήση ολόκληρη την ημέρα με αυτά. Φυσικά άρχισα να συμμετάσχω όσον ήταν δυνατόν με τη σκέψι, σε όλους τους κλάδους της Θεοκρατικής υπηρεσίας, από την προσωπική μελέτη ως τις διεθνείς συνελεύσεις, στην από οικία σε οικία υπηρεσία σε δημόσιες ομιλίες. Αλλά παρ’ όλα αυτά υπήρχαν μια ή δυο ώρες την ημέρα που δεν είχα τίποτε να κάμω, και αυτές ήσαν οι πιο επικίνδυνες γιατί, λόγω αμελείας, αθυμίας ή κατηφείας θα μπορούσε κανείς εύκολα να κατεδαφίση όλο εκείνο που κοπιαστικά είχε οικοδομήσει ολόκληρη την ημέρα.
«Μια μέρα ανεκάλυψα ένα ρολόγι του τοίχου, το οποίον με βοήθησε επί πολλά έτη, να χρησιμοποιώ τον επικίνδυνο και μη παραγωγικό χρόνο επωφελώς. Ανεκάλυψα ότι υπήρχαν ακόμη δυο ώρες μέχρι το μεσημέρι. Περπατούσα μπρος και πίσω μέσα στο κελλί μου, πέντε βήματα προς τα εμπρός και πέντε βήματα πίσω και όταν έκαμνα αυτό έψαλλα ύμνους της Βασιλείας. Όταν τελείωνα τον 30όν ύμνον η πόρτα άνοιγε και εσερβίρετο φαγητό. Ήμουνα συγκεντρωμένος στο κείμενο των ύμνων και δεν είχα προσέξει ότι ο χρόνος παρήρχετο. Αυτή ήταν μια ανακάλυψις που με έσωσε από το να πάσχω από μονοτονία και αθυμία επί πολλά έτη. Επί αρκετές εβδομάδες συγκεντρωνόμουν να συμπληρώσω την αποθήκη μου των ύμνων της Βασιλείας. Όταν δεν εγνώριζα το κείμενον ακριβώς, απλώς έκαμνα μια ή δυο στάντσες. Χρησιμοποιούσα μελωδίες κοσμικών ασμάτων και αγαπούσα να κάμνω ύμνους της Βασιλείας με το να φέρω στη μνήμη ένα θεοκρατικό κείμενο. Έτσι τελικά είχα στη συλλογή μου 100 ύμνους της Βασιλείας, όλους αριθμημένους, τους οποίους μπορούσα να ψάλλω. Ένας ύμνος διαρκούσε ακριβώς τέσσερα λεπτά, έτσι μπορούσα να υπολογίσω ακριβώς πόσους ύμνους θα έψαλλα για να καλύψω ένα ωρισμένο ποσόν χρόνου. Σ’ όλα τα χρόνια έψαλλα τουλάχιστον δυο ώρες την ημέρα, που σημαίνει τριάντα ύμνους της Βασιλείας. Έτσι μια φορά μπόρεσα να ψάλλω όλην την ημέρα από το πρωί μέχρι το βράδυ όταν δεν αισθανόμουν να κάνω τίποτε άλλο. Τι αφθονία ενθαρρυντικών και εποικοδομητικών σκέψεων περιέχουν οι ύμνοι της Βασιλείας! Όταν κανείς χρησιμοποιή το κείμενον του κάθε ύμνου ως σχέδιο είναι εύκολο να κάμη μια ομιλία από κάθε ύμνο, που επιπρόσθετα σημαίνει ότι μπορεί να καλύψη τον καιρό χωρίς να υποφέρη πνευματικώς. Μπορεί κανείς αληθώς να πη ότι οι ύμνοι της Βασιλείας είναι τροφή εν καιρώ.
«Είμαι πολύ ευγνώμων στον Ιεχωβά γιατί με τη βοήθεια του πνεύματός του μπόρεσα να διαμείνω ισχυρός κατά το πνεύμα τα δέκα αυτά χρόνια που με είχαν αποκόψει από την οργάνωσί του. Θα ήθελα να ενθαρρύνω όλους να δείχνουν την κατάλληλη εκτίμησι για όλη την πνευματική τροφή που μας δίνεται γιατί δεν γνωρίζομε πώς ακριβώς αυτή θ’ αποβή πολύτιμος κάποιο καιρό. Αν τακτικά καταναλίσκωμε την πνευματική τροφή που μας σερβίρεται εν καιρώ, θα μας βοηθήση σε καιρούς ειδικών δυσκολιών, στους οποίους ιστάμεθα μόνοι, να θέσωμε την εμπιστοσύνη μας στον Ιεχωβά και να μείνωμε σταθεροί με το μέρος του.»
Τον Νοέμβριο του 1964 οι Κομμουνιστικές εξουσίες κατέφεραν στους αδελφούς της Ανατολικής Γερμανίας νέο πλήγμα. Εισήχθη η Στρατιωτική στρατολογία για όλους τους πολίτας. Οι νέοι αδελφοί αρνήθηκαν στρατιωτική υπηρεσία. Αίφνης μια πρωινή 142 αδελφοί συνελήφθησαν. Ετέθησαν σ’ ένα καταναγκαστικό στρατόπεδο. Πρώτα, απόπειρα έγινε να τους βάλουν να εργασθούν ως «οικοδομικούς στρατιώτας,» ένα είδος αναπληρωτικής στρατιωτικής υπηρεσίας, αλλ’ όλοι τους αρνήθηκαν. Παρά την τιμωρία έμειναν σταθεροί και έτσι οι απόπειρες αυτές του εξαναγκασμού εγκαταλείφθησαν. Έπρεπε να εργάζωνται σκληρά σε σιδηροδρομικές γραμμές από τις τέσσερες το πρωί μέχρι τις εννέα το βράδυ. Όταν δεν εργάζωνταν προσπαθούσαν να τους πείσουν ότι οι υπεύθυνοι μεταξύ των μαρτύρων του Ιεχωβά ήσαν Δυτικοί πράκτορες. Οι περισσότεροι από τους νέους αδελφούς εγνώρισαν την αλήθεια μετά την απαγόρευσι του έργου και οι εξουσίες είχαν εκπλαγή να βρίσκουν νεαρούς να στέκωνται άφοβα υπέρ των αρχών της αληθινής Χριστιανοσύνης παρά τον μαζικό δογματισμό της νεολαίας με Κομμουνιστικές και αθεϊστικές ιδέες.
Το 1965 η επιτήρησις και η ενόχλησις των αδελφών μας από κατασκόπους και μυστικούς πράκτορες του υπουργείου για την ασφάλεια του κράτους αύξησε πάρα πολύ. Γινόταν έρευνα σε πολλά σπίτια, σταματούσαν αδελφούς στο δρόμο και τους ρωτούσαν. Μυστικά συστήματα μικροφώνων εγκατεστάθησαν μέσα σε αυτοκίνητα και σπίτια, ακόμη και στα υπνοδωμάτια των αδελφών. Οι εξουσίες προσπάθησαν να δώσουν στους αδελφούς την εντύπωσι ότι κάθε κίνησι που έκαμναν ήταν γνωστή στις εξουσίες.
Τον Νοέμβριο του 1965, ενωρίς το πρωί, τα σπίτια των αδελφών σ’ όλη τη χώρα κατελήφθησαν από ομίλους που απετελούντο από οκτώ αξιωματικούς οι οποίοι έκαμναν έρευνα επί αρκετές ώρες. Δεκαπέντε αδελφοί που εθεωρούντο ως «πρωτοστάτες» συνελήφθησαν και εκρατήθησαν στη φυλακή από εννέα μέχρι δεκατρείς μήνες μέχρις ότου έγινε κατηγορία και εφέρθησαν στο δικαστήριο. Το 1966 έλαβαν καταδίκες ως δώδεκα έτη με μέσον όρον περισσότερα από επτά έτη.