Αφήγησις από το Βιβλίο του Έτους 1976
ΝΕΑ ΓΗ
ΜΑΚΡΥΑ στην ανατολική ακτή του Καναδά βρίσκεται η νήσος της Νέας Γης. Η δεκάτη έκτη σε μέγεθος νήσος του κόσμου είναι μικρότερη από το ήμισυ του μεγέθους του Ηνωμένου Βασιλείου και έχει πληθυσμό 530.000 κατοίκων. Η Νέα Γη είναι επιβλητικά όμορφη με την πρωτόγονη, άγρια ομορφιά της και την ελικοειδή παραλία της που εκτείνεται σε μήκος 6.000 μιλίων και που αποτελείται από ψηλούς βράχους, φαγωμένα από τις θύελλες βράχια και επικίνδυνους υφάλους. Οι κάτοικοι—που είναι κυρίως ψαράδες, ξυλοκόποι και κυνηγοί—είναι εύρωστοι απόγονοι των Άγγλων, των Σκωτσέζων και των Ιρλανδών. Η εξοικονόμησις των αναγκαίων για τη ζωή από τη θάλασσα και το βραχώδες έδαφος είναι μια πραγματική δοκιμή υπομονής. Παρά το γεγονός ότι επί τόσο πολύν καιρό επικρατούν εκεί κληρικοί των διαφόρων δογμάτων του Χριστιανικού κόσμου, οι περισσότεροι κάτοικοι της Νέας Γης έχουν ένα σκληρά ανεξάρτητο πνεύμα που συνοδεύεται από σεβασμό για τον Θεό και τον γραπτό του Λόγο—οπωσδήποτε κατάλληλο έδαφος για το φύτευμα του αγγέλματος της αληθείας από τους σύγχρονους μάρτυρας του Ιεχωβά!
Μια από τις πιστές δούλες του Ιεχωβά, η Έντιθ Μέιζον, μια ευγενική σαραντάχρονη γυναίκα, ήταν δραστήρια στο να διαδίδη το άγγελμα της Βασιλείας στην κυρία επαρχία του Καναδά, στη Νέα Σκωτία, στο έτος 1914. Μόνο ενενήντα μίλια την χώριζαν από τη Νέα Γη και συχνά η σκέψις της έτρεχε σ’ αυτόν τον λαό. ‘Και αυτοί χρειάζονται το άγγελμα’ σκεπτόταν. ‘Πόσο ευτυχισμένους θα τους έκαμε!’ Μίλησε στους τοπικούς αδελφούς σχετικά με τη μεταφορά του θαυμάσιου Φωτοδράματος της Δημιουργίας εκεί. Ήταν βεβαία ότι αυτά τα σλάιντς με τον ήχο και τις εικόνες που απεικόνιζαν τον σκοπό του Θεού από τη δημιουργία μέχρι και τη χιλιετή βασιλεία του Ιησού Χριστού θα ωφελούσαν τους κατοίκους της Νέας Γης. Μολονότι ο καιρός τότε δεν φαινόταν κατάλληλος για ένα τέτοιο βήμα, εκείνη εξακολούθησε να σκέπτεται το ζήτημα.
Κατόπιν, μια νύχτα ενώ προσηύχετο, πήρε την απόφασι να πάη να κάνη έργο σκαπανέως εκεί μόνη της. Αυτή η απόφασις επρόκειτο να έχη μεγάλα αποτελέσματα. Ο Ιεχωβά θα χρησιμοποιούσε αυτή τη θαρραλέα γυναίκα για να ικανοποιήση πολλά άτομα που διψούσαν για την αλήθεια στη Νέα Γη. Στην αρχή δεν βρήκε κανένα να εκτιμήση αυτά που έλεγε. Αλλά επανειλημμένως, όταν είχε λίγα χρήματα να ξοδέψη, διεπίστωσε ότι την είλκυε η ιδιοκτησία του Πλοιοκτήτου Γκίμπον στο λόφο του Κάρτερ. Να πώς αφηγείται την ιστορία:
«Αυτός ο παλιός καπετάνιος με τη σκούνα είχε μια πανσιόν και του άρεσε ν’ αφηγήται ιστορίες στους άνδρες από τα βόρεια όταν αυτοί ήσαν στο λιμάνι. Πολλοί από τους καπετάνιους και τους εμπόρους που ήρχοντο στην πρωτεύουσα από τα μακρυνά λιμάνια έμεναν σ’ αυτό το σπίτι. Σύντομα διαπίστωσα ότι αν πήγαινα στην πανσιόν του πλοιοκτήτη Γκίμπον για φαγητό τις Κυριακές, θα εύρισκα πολλούς απ’ αυτούς τους άνδρες, συγκεντρωμένους γύρω από το τζάκι του. Συνήθως επικρατούσε μια θρησκευτική ατμόσφαιρα και έτσι θα μπορούσα ν’ αρχίσω να τους μιλώ για τη βασιλεία.» Δύο απ’ αυτούς τους νεαρούς ψαράδες από το Κατ Χάρμορ ή Λούμπστεν, ένα μικρό χωριό—στην απομονωμένη ανατολική ακτή, ήσαν ο Έλι Πάρσονς και ο Γουέσλεϋ Χώουελ. Εντυπωσιάσθηκαν από αυτά που άκουσαν, δέχθηκαν αντίτυπα των Γραφικών Μελετών και τα πήραν μαζί τους στις μακρυνές πατρίδες τους.
Συνέπεσε ο Γουέσλεϋ Χώουελ να είναι κήρυκας στη Μεθοδιστική Εκκλησία στη βόρεια πλευρά του οικισμού και ο Έντγκαρ Γκίμπονς, ένας άλλος από την ομάδα του πήρε έντυπη ύλη από την αδελφή Μέιζον, να είναι κήρυκας στην εκκλησία που βρισκόταν στη νότια πλευρά. Και οι δύο διεπίστωσαν ότι τώρα είχαν πραγματικά κάτι άξιο λόγου να κηρύξουν στις εκκλησίες των. Αλλά μια μέρα ο ιερεύς έκανε ειδική επίσκεψι στο γραφείο του Γουέσλεϋ, με αυστηρότητα έκαμε τα εξής σχόλια: «Είσαι ευπρόσδεκτος να επιστρέψης στον άμβωνα, αλλά κράτησε μακρυά απ’ εκεί τη νέα σου θρησκεία!» Ο Γουέσλεϋ αρνήθηκε σταθερά. Ο θυμωμένος ιερεύς απήντησε, «Τότε, η οικογένεια σου θα σε καταράται γι’ αυτό,» και βγήκε έξω.
Τον ίδιο περίπου καιρό η πρόεδρος της Ομάδος Βοηθείας των Αγγλικανών Κυριών έτυχε ν’ ακούση το τελευταίο μέρος μιας ομιλίας που εδίδετο από τον αδελφό Α. Χ. Μακμίλλαν, από τα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας Σκοπιά στο Μπρούκλυν της Νέας Υόρκης σχετικά μ ένα θέμα που αυτή έπρεπε να γνωρίζη, δηλαδή την Κυριακή προσευχή. Λίγες μέρες πριν πεθάνη τον Δεκέμβριο του 1970 στη μεγάλη ηλικία των ενενήντα ενός ετών, θυμόταν εκείνη τη νύχτα πριν από τόσα χρόνια: «Το Όραντζ Χωλλ ήταν πλήρες αλλά ο Γουέσλεϋ Χώουελ κατώρθωσε να μας βρη θέσεις. Ο αδελφός Μακμίλλαν εξηγούσε τη σημασία της Κυριακής Προσευχής και μολονότι εγώ είχα ανατραφή σ’ ένα αυστηρό σπίτι που ανήκε στην Εκκλησία της Αγγλίας ποτέ δεν ήξερα το νόημα της. Ήταν σαν να βρισκόμουν στο σκοτάδι σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μου και σ’ αυτές τις λίγες στιγμές ο Αδελφός Μακμίλλαν άναψε ένα φως στη ζωή μου. Ανεγνώρισα λοιπόν την αλήθεια από εκείνο το μέρος της τελευταίας ομιλίας. Αυτή λοιπόν η άλλοτε πρόεδρος της ομάδος Βοηθείας των Αγγλικανών Κυριών έγινε, η Αδελφή Μαίρη Γκουντγήαρ.