ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Σκοπιάς
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
της Σκοπιάς
Ελληνική
  • ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
  • ΕΚΔΟΣΕΙΣ
  • ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΙΣ
  • Μέρος 1—Γερμανία
    Βιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 1985
    • πρόοδο κάτω από την κατεύθυνσή του. Το μεγάλο του λάθος όμως, ήταν ότι απέδιδε την τεράστια αύξηση περισσότερο στη δική του προσωπική ικανότητα παρά στο πνεύμα τού Ιεχωβά. Στη διάρκεια ενός γεύματος στο Μπέθελ ο Μπάλτζεραϊτ ζήτησε από την οικογένεια Μπέθελ να μην τον αποκαλεί πλέον «αδελφό» όταν παρευρίσκονταν κοσμικοί άνθρωποι. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις έπρεπε να τον αποκαλούν «Κύριε Διευθυντά», και είχε ακόμη τοποθετήσει και μια πινακίδα στην πόρτα τού γραφείου του που έλεγε «διευθυντής».

      Εκείνο τον καιρό η ακεραιότητα του Μπάλτζεραϊτ προς τον Ιεχωβά απειλούνταν και από μια άλλη κατεύθυνση. Προφανώς πάντοτε φοβόταν το διωγμό. Σαν υπεύθυνος του Γερμανικού γραφείου είχε μηνυθεί για τη διανομή τής διακήρυξης «Οι Κληρικοί Κατηγορούνται». Είναι αλήθεια ότι αθωώθηκε, αλλά όταν ο δικαστής τού συνέστησε να αποφύγει να κάνει τέτοιες σκληρές δηλώσεις στα έντυπά μας στο μέλλον, αυτός προφανώς αποφάσισε να ακολουθήσει τη συμβουλή αυτή, γιατί όταν οι εκφράσεις και οι δηλώσεις στη Σκοπιά ή σε άλλα έντυπα από το Μπρούκλυν του φαίνονταν πολύ έντονες, αυτός φρόντιζε να «τις νερώνει».

      Οι υλιστικές επιθυμίες άρχισαν επίσης να μεγαλώνουν. Ο Μπάλτζεραϊτ απολάμβανε να γράφει ποιήματα και να τα δημοσιεύει στο περιοδικό Ο Χρυσούς Αιών με το ψευδώνυμο Πάουλ Γκέρατ, και τώρα είχε γράψει ένα βιβλίο και το είχε εκδώσει στη Λιψία. Αυτό το βιβλίο προστέθηκε στον κατάλογο τών εντύπων που επρόκειτο να διανεμηθούν από τις εκκλησίες, και οι οποίες απληροφόρητες για τις πραγματικές περιστάσεις το παρήγγειλαν, και έτσι απέφεραν στον Αδελφό Μπάλτζεραϊτ αξιόλογα οικονομικά κέρδη. Κάποτε είχε επίσης εγκαταστήσει ένα γήπεδο τένις στο Μπέθελ, όχι τόσο προς όφελος ολόκληρης της οικογένειας όσο για δική του χρήση.

      Σε μια προσπάθεια να τελειώσει το νέο κτίριο εγκαίρως για την αφιέρωση στη διάρκεια της επίσκεψης του Αδελφού Ρόδερφορδ, ο Αδελφός Μπάλτζεραϊτ είχε αυξήσει τους εργάτες τού Μπέθελ από 165 προς το τέλος του Δεκεμβρίου 1930 σε 230 άτομα αλλά δεν ήταν έντιμος σχετικά μ’ αυτό. Επειδή φοβήθηκε ότι ο Αδελφός Ρόδερφορδ δε θα ενέκρινε τον αριθμό των εργατών, ο Μπάλτζεραϊτ διευθέτησε να σταλούν πενήντα αδελφοί σε «ταξίδι κηρύγματος» για να μην τους δει ο Αδελφός Ρόδερφορδ. Όταν γύρισαν τους ρώτησε αν προτιμούσαν να επιστρέψουν στο σπίτι τους ή να αναλάβουν υπηρεσία σκαπανέα. Πολλοί από τους αδελφούς κατανοώντας ότι πρόκειται για το έργο τού Ιεχωβά και όχι για θέματα ανθρώπινων προσωπικοτήτων, άρπαξαν αυτή την ευκαιρία για να αρχίσουν έργο σκαπανέα ενώ άλλοι έφυγαν πικραμένοι.

      Ο ΔΙΩΓΜΟΣ ΑΥΞΑΝΕΙ

      Το 1931, και πάλι οι αξιωματούχοι της Βαυαρίας είχαν τα πρωτεία στη μάχη εναντίον του λαού του Θεού. Παρερμηνεύοντας τη διαταγή της 28 Μαρτίου 1931 για έκτακτη ανάγκη που είχε σχέση με πολιτικές αναταραχές, ξαφνικά είδαν την ευκαιρία να απαγορεύσουν τα έντυπα των Σπουδαστών τής Γραφής. Στις 14 Νοεμβρίου 1931 στο Μόναχο κατασχέθηκαν τα βιβλία μας. Τέσσερις μέρες αργότερα οι αξιωματούχοι τής αστυνομίας τού Μονάχου εξέδωσαν μια ανακοίνωση, που εφαρμοζόταν σ’ ολόκληρη τη Βαυαρία, η οποία έθετε υπό απαγόρευση όλα τα έντυπα που εξέδιδαν οι Σπουδαστές τής Γραφής.

      Φυσικά οι αδελφοί φρόντισαν να κάνουν έφεση. Το Φεβρουάριο του 1932 η κυβέρνηση της Άνω Βαυαρίας επικύρωσε αυτή την απαγόρευση. Αμέσως έγινε έφεση στο Βαυαρικό Υπουργείο των Εσωτερικών, το οποίο απέρριψε την έφεση στις 12 Μαρτίου 1932 σαν «αβάσιμη».

      Ο αρχηγός της αστυνομίας του Μαγδεμβούργου μας υπερασπίστηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1932 λέγοντας: «Πιστοποιούμε ότι ο Διεθνής Σύλλογος Σπουδαστών της Γραφής ασχολείται αποκλειστικά με Βιβλικά και θρησκευτικά θέματα. Μέχρι τώρα δεν έχει εκδηλώσει πολιτική δράση. Δεν έχουν παρατηρηθεί τάσεις που να δείχνουν εχθρότητα προς το κράτος».

      Αλλά οι δυσκολίες συνέχισαν να αυξάνουν από μήνα σε μήνα ακόμη και στ’ άλλα Γερμανικά κρατίδια. Ο Πάουλ Κόχερ είχε έρθει στο Σίμμερν με έξι ειδικούς σκαπανείς για να δείξει το συντομευμένο Φωτόδραμα εκεί για δυο βράδια. Ωστόσο αναγκάστηκε να διακόψει την προβολή γιατί όταν εμφανίστηκε ο Δαβίδ με την άρπα του και παρατέθηκαν τα λόγια ενός από τους ψαλμούς του ολόκληρη η αίθουσα είχε καταληφθεί από παραφροσύνη. Γρήγορα διαπιστώθηκε ότι σχεδόν όλοι αυτοί που παρακολουθούσαν ανήκαν στα SA, δηλαδή στα τάγματα εφόδου του Χίτλερ.

      Παρόμοια πράγματα συνέβαιναν και στο Σάαρ. Το Δεκέμβριο του 1931 έγινε μια έκκληση στην κυβέρνηση για να κατευθύνει τους πολιτικούς αξιωματούχους εκεί να μην παρεμποδίζουν το έργο. Αυτή η εντολή πράγματι εκδόθηκε, αλλά εξόργισε τόσο πολύ τους κληρικούς ώστε κάθε εβδομάδα έκαναν προειδοποιήσεις εναντίον των Σπουδαστών της Γραφής από τον άμβωνα. Η εχθρότητα αύξανε σταθερά και κατά το τέλος του 1932 εκκρεμούσαν πάνω από 2.335 μηνύσεις. Παρ’ όλα αυτά, το 1932 αποδείχτηκε ότι ήταν το καλύτερο μέχρι τότε έτος όσον αφορά τουλάχιστον την εκτύπωση εντύπων.

      Στις 30 Ιανουαρίου 1933, ο Χίτλερ ανέλαβε τη θέση τού καγκελάριου τού Ράιχ. Στις 4 Φεβρουαρίου εξέδωσε ένα διάταγμα που επέτρεπε στην αστυνομία να κατάσχει έντυπα ‘επικίνδυνα για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια’. Αυτό το διάταγμα περιόρισε επίσης την ελευθερία των συγκεντρώσεων και του τύπου.

      Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΑΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΤΟΥ ΥΠΟΛΟΙΠΟΥ

      Εκείνο το χρόνο η Ανάμνηση ήταν στις 9 Απριλίου και σε συνδυασμό μ’ αυτήν σχεδιάστηκε από τις 8 ως τις 16 Απριλίου η «Περίοδος Ευχαριστήριας Μαρτυρίας του Υπολοίπου». Επρόκειτο να δοθεί μια παγκόσμια μαρτυρία με τη χρήση του βιβλιαρίου Κρίσις.

      Ωστόσο οι αδελφοί στη Γερμανία δεν μπόρεσαν να τελειώσουν αυτή την οχταήμερη περίοδο μαρτυρίας ειρηνικά. Η εκστρατεία με το βιβλιάριο Κρίσις είχε σαν αποτέλεσμα την απαγόρευση του έργου στη Βαυαρία στις 13 Απριλίου. Ακολούθησαν απαγορεύσεις στη Σαξονία στις 18 Απριλίου, στο Τούριγκεν στις 26 Απριλίου και στο Μπάντεν στις 15 Μαΐου. Ακολούθησαν και άλλα Γερμανικά κρατίδια. Ο Αδελφός Φράνκε, ο οποίος ήταν σκαπανέας στο Μάιντς εκείνο τον καιρό, αναφέρει ότι η εκκλησία των 60 και πλέον ευαγγελιζομένων εκεί είχε να μοιράσει 10.000 βιβλιάρια. Οι αδελφοί αντιλαμβάνονταν ότι έπρεπε να ενεργήσουν γρήγορα για να τα μοιράσουν. Είχαν οργανώσει το χρόνο τους με τέτοιο τρόπο ώστε 6.000 απ’ αυτά τα βιβλιάρια είχαν ήδη διατεθεί μέσα στις τρεις πρώτες μέρες της εκστρατείας. Αλλά την τέταρτη μέρα μερικοί αδελφοί συνελήφθηκαν και τα σπίτια τους ερευνήθηκαν. Η αστυνομία όμως δεν μπόρεσε να βρει παρά λίγα αντίτυπα του βιβλιαρίου επειδή οι αδελφοί το είχαν προβλέψει αυτό και είχαν κρύψει τα άλλα 4.000 βιβλιάρια σε ασφαλή τόπο.

      Όλοι οι αδελφοί που συνελήφθηκαν απελευθερώθηκαν την ίδια μέρα. Αμέσως διευθέτησαν μια εκστρατεία με την οποία θα μοίραζαν τα 4.000 βιβλιάρια σε όλους τους αδελφούς της εκκλησίας οι οποίοι θα μπορούσαν να συμμετάσχουν. Το ίδιο βράδι πήγαν με τα ποδήλατά τους στο Μπαντ Κρόιτσναχ, μια πόλη περίπου σαράντα χιλιόμετρα μακριά, όπου μοίρασαν τα υπόλοιπα βιβλιάρια ανάμεσα στον πληθυσμό δίνοντας και μερικά δωρεάν. Η επόμενη μέρα απέδειξε ότι αυτή η ενέργεια ήταν σωστή, γιατί στο μεταξύ η Γκεστάπο είχε ερευνήσει τα σπίτια όλων εκείνων των ατόμων που ήταν γνωστοί σαν Σπουδαστές της Γραφής. Αλλά και τα 10.000 βιβλιάρια είχαν ήδη διατεθεί.

      Στο Μαγδεμβούργο, κυβερνητικοί αξιωματούχοι είχαν ειδοποιήσει το γραφείο ότι η φωτογραφία στο εξώφυλλο (ένας πολεμιστής που κρατάει μια σπάθα που στάζει αίμα) ήταν απαράδεκτη και απαίτησαν να απομακρυνθεί. Ο Αδελφός Μπάλτζεραϊτ, ο οποίος επανειλημμένα είχε δείξει την προθυμία του να συμβιβάζεται, έδωσε αμέσως οδηγίες να απομακρυνθούν τα χρωματιστά εξώφυλλα από τα βιβλιάρια.

      Ήταν μια εβδομάδα μαρτυρίας γεμάτη από αγωνία. Ο εχθρός καθημερινά αποκάλυπτε όλο και περισσότερο ξεκάθαρα την απόφασή του να πλήξει με αμείλικτη δύναμη. Έτσι ήταν πάρα πολύ ενθαρρυντικό όταν συγκεντρώθηκε η έκθεση και διαπιστώθηκε ότι 24.843 άτομα είχαν παρακολουθήσει την εορτή της Ανάμνησης, σε σύγκριση με 14.453 τον προηγούμενο χρόνο. Ο αριθμός τών δραστήριων ευαγγελιζομένων στη διάρκεια της περιόδου μαρτυρίας ήταν επίσης αιτία χαράς: 19.268 σε αντίθεση με τους 12.484 στη διάρκεια της εκστρατείας τού βιβλιαρίου η Βασιλεία ένα χρόνο προηγουμένως. Στη διάρκεια των οχτώ ημερών της εκστρατείας διανεμήθηκαν 2.259.983 βιβλιάρια Κρίσις.

      Η ΓΚΕΣΤΑΠΟ ΕΡΕΥΝΑ ΤΟΝ ΟΙΚΟ ΜΠΕΘΕΛ

      Οι Ναζί έλπιζαν να βρουν υλικό που θα μας συνέδεε με τον Κομμουνισμό όταν κατέλαβαν το κτίριο και το εργοστάσιο της Εταιρίας στις 24 Απριλίου. Σε τέτοια περίπτωση θα μπορούσαν να έχουν εφαρμόσει ένα καινούργιο νόμο και να κατάσχουν ολόκληρη την περιουσία και να τη δώσουν στην πολιτεία, κάτι που είχαν ήδη κάνει με τα κτίρια που ανήκαν στους Κομμουνιστές. Αφού ερεύνησε το κτίριο η αστυνομία κάλεσε τους κυβερνητικούς αξιωματούχους ένα βράδι και τους είπε ότι δεν είχαν βρει τίποτα επιβαρυντικό. Η εντολή ήταν: «Πρέπει να βρείτε κάτι!» Αλλά η προσπάθειά τους απέτυχε και έτσι αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στους αδελφούς την περιουσία στις 29 Απριλίου. Το γραφείο τού Μπρούκλυν είχε διαμαρτυρηθεί μέσω της Αμερικανικής κυβέρνησης την ίδια εκείνη μέρα για την παράνομη κατάληψη περιουσίας (που ανήκε σε Αμερικανική Εταιρία).

      Η ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ ΣΤΙΣ 25 ΙΟΥΝΙΟΥ 1933

      Το καλοκαίρι του 1933 το έργο των μαρτύρων του Ιεχωβά είχε απαγορευτεί στα περισσότερα Γερμανικά κρατίδια. Τα σπίτια τών αδελφών ερευνούνταν τακτικά και πολλοί αδελφοί είχαν συλληφθεί. Η ροή της πνευματικής τροφής για ένα διάστημα εμποδίστηκε, αλλά όχι για πολύ· ωστόσο πολλοί αδελφοί ρωτούσαν πόσο καιρό θα μπορούσε ακόμη να συνεχιστεί το έργο. Σ’ αυτή την κατάσταση οι εκκλησίες προσκλήθηκαν με μια πολύ σύντομη ειδοποίηση σε μια συνέλευση που επρόκειτο να γίνει στο Βερολίνο στις 25 Ιουνίου. Επειδή αναμενόταν ότι δε θα μπορούσαν να την παρακολουθήσουν πολλοί εξαιτίας των διαφόρων περιορισμών, οι εκκλησίες ενθαρρύνθηκαν να στείλουν τουλάχιστον έναν ή μερικούς εκπροσώπους. Αλλά τελικά έφτασαν εκεί 7.000 αδελφοί. Πολλοί απ’ αυτούς χρειάστηκαν τρεις μέρες για να φτάσουν, μερικοί κάλυψαν ολόκληρη την απόσταση με ποδήλατα, ενώ άλλοι πήγαν με φορτηγά, επειδή οι εταιρίες των λεωφορείων αρνήθηκαν να νοικιάσουν λεωφορεία σε μια απαγορευμένη οργάνωση.

      Ο Αδελφός Ρόδερφορδ ο οποίος μαζί με τον Αδελφό Νορρ είχε έρθει στη Γερμανία μόλις λίγες μέρες πριν για να δει τι μπορούσε να γίνει για να εξασφαλιστεί η περιουσία της Εταιρίας, είχε προετοιμάσει μια διακήρυξη μαζί με τον Αδελφό Μπάλτζεραϊτ για να την παρουσιάσουν στους εκπροσώπους της συνέλευσης για υιοθέτηση. Ήταν μια διαμαρτυρία εναντίον τής ανάμιξης της κυβέρνησης του Χίτλερ στο έργο τού κηρύγματος που κάναμε. Όλοι οι ανώτεροι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, από τον πρόεδρο του Ράιχ και κάτω, επρόκειτο να λάβουν ένα αντίτυπο της διακήρυξης, και αν ήταν δυνατό συστημένο με το ταχυδρομείο. Μερικές μέρες πριν από τη συνέλευση ο Αδελφός Ρόδερφορδ ξαναγύρισε στην Αμερική.

      Πολλοί που παραβρέθηκαν απογοητεύθηκαν από την «διακήρυξη», επειδή σε πολλά σημεία δεν ήταν τόσο έντονη όσο έλπιζαν οι αδελφοί. Ο Αδελφός Μύτσε από τη Δρέσδη, ο οποίος είχε συνεργαστεί στενά με τον Αδελφό Μπάλτζεραϊτ μέχρι εκείνο τον καιρό, τον κατηγόρησε αργότερα ότι είχε εξασθενίσει το αρχικό κείμενο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Αδελφός Μπάλτζεραϊτ είχε νερώσει τη σαφή και αλάνθαστη γλώσσα των εκδόσεων της Εταιρίας για να αποφύγει δυσκολίες με τις κυβερνητικές αρχές.

      Πολλοί αδελφοί αρνήθηκαν να την υιοθετήσουν ακριβώς γι’ αυτό το λόγο. Πράγματι, ένας πρώην πίλγκριμ αδελφός με το όνομα Κίππερ αρνήθηκε να την προτείνει για υιοθέτηση και τον αναπλήρωσε ένας άλλος αδελφός. Δε θα ήταν σωστό να λεχθεί ότι η διακήρυξη υιοθετήθηκε ομόφωνα, μολονότι ο Αδελφός Μπάλτζεραϊτ αργότερα πληροφόρησε τον Αδελφό Ρόδερφορδ ότι είχε υιοθετηθεί ομόφωνα.

      Οι εκπρόσωποι της συνέλευσης επέστρεψαν στα σπίτια τους κουρασμένοι, και πολλοί απ’ αυτούς απογοητευμένοι. Ωστόσο πήραν μαζί τους 2.100.000 αντίτυπα της «διακήρυξης» και έκαναν γρήγορο έργο για να τα μοιράσουν και να τα στείλουν σε πολυάριθμα άτομα σε θέσεις ευθύνης. Το αντίτυπο που στάλθηκε στον Χίτλερ συνοδευόταν από μια επιστολή που εν μέρει έλεγε:

      «Η προεδρία τού Μπρούκλυν της Εταιρίας Σκοπιά είναι και ήταν πάντοτε εξαιρετικά φιλική προς τη Γερμανία. Το 1918 ο πρόεδρος της Εταιρίας και εφτά μέλη τού Σώματος των Διευθυντών στην Αμερική καταδικάστηκαν σε φυλάκιση 80 ετών για το λόγο ότι ο πρόεδρος αρνήθηκε να επιτρέψει σε δύο περιοδικά τα οποία εξέδιδε στην Αμερική, να χρησιμοποιηθούν σε πολεμική προπαγάνδα εναντίον της Γερμανίας».

      Μολονότι το κείμενο της διακήρυξης είχε εξασθενήσει και πολλοί από τους αδελφούς δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν ολοκάρδια με την υιοθέτησή του, ωστόσο η κυβέρνηση εξοργίστηκε και άρχισε ένα κύμα διωγμού εναντίον εκείνων που την είχαν μοιράσει.

      ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΜΑΓΔΕΜΒΟΥΡΓΟΥ ΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΚΑΙ ΠΑΛΙ

      Η διανομή σ’ ολόκληρη τη Γερμανία της διακήρυξης που υιοθετήθηκε στο Βερολίνο μια μέρα ακριβώς αφού το έργο είχε απαγορευτεί στην Πρωσία ήταν το σήμα για την αστυνομία τού Χίτλερ να μπει σε δράση. Στις 27 Ιουνίου διατάχτηκαν όλοι οι αξιωματούχοι της αστυνομίας να ‘κάνουν άμεσες έρευνες σ’ όλους τους τοπικούς ομίλους και τους τόπους επιχειρήσεων και να κατάσχουν κάθε υλικό που ήταν εχθρικό προς το κράτος’. Μια μέρα αργότερα, στις 28 Ιουνίου, καταλήφθηκε το κτίριο στο Μαγδεμβούργο από τριάντα άντρες των Ταγμάτων Εφόδου, οι οποίοι έκλεισαν το εργοστάσιο και ύψωσαν τον αγκυλωτό σταυρό πάνω στο κτίριο. Σύμφωνα με την επίσημη διαταγή τής αστυνομίας, απαγορευόταν ακόμη και η μελέτη της Βίβλου και η προσευχή στις εγκαταστάσεις της Εταιρίας. Στις 29 Ιουνίου αυτό ανακοινώθηκε από το ραδιόφωνο σ’ ολόκληρο το Γερμανικό έθνος.

      Παρά τις δραστήριες προσπάθειες του Αδελφού Χάρμπεκ, του επισκόπου τμήματος της Ελβετίας, να το εμποδίσει αυτό, βιβλία, Γραφές και φωτογραφίες που ζύγιζαν συνολικά 65.189 κιλά πάρθηκαν από το εργοστάσιο της Εταιρίας στις 21, 23 και 24 Αυγούστου, φορτώθηκαν σε είκοσι πέντε φορτηγά και κατόπιν κάηκαν δημόσια στην άκρη του Μαγδεμβούργου. Τα έξοδα εκτύπωσης γι’ αυτό το υλικό έφταναν στις 92.719 μάρκα περίπου. Επίσης πάρα πολλά έντυπα κατασχέθηκαν από διάφορες εκκλησίες των Μαρτύρων και κατόπιν κάηκαν ή καταστράφηκαν με άλλους τρόπους όπως για παράδειγμα στην Κολωνία, όπου καταστράφηκαν έντυπα αξίας τουλάχιστον 30.000 μάρκων. Ο Χρυσούς Αιών στο τεύχος του τής 1ης Ιουνίου 1934 ανέφερε ότι η πιθανή συνολική αξία της περιουσίας (επίπλωσης, εντύπων, κλπ.) που καταστράφηκε ήταν ανάμεσα στα δύο και τρία εκατομμύρια μάρκα.

      Οι απώλειες θα ήταν ακόμη μεγαλύτερες αν δεν είχαν ληφθεί μέτρα για να μεταφερθούν τα περισσότερα από τα έντυπα του Μαγδεμβούργου, σε μερικές περιπτώσεις με πλοίο, και να αποθηκευτούν σε άλλα κατάλληλα μέρη. Μ’ αυτό τον τρόπο έγινε δυνατόν να φυλαχτούν μεγάλες ποσότητες εντύπων κρυμμένες από τα μάτια και τα χέρια της μυστικής αστυνομίας για πολλά χρόνια. Πολλά απ’ αυτά χρησιμοποιήθηκαν στο κήρυγμα κάτω από την επιφάνεια στη διάρκεια των ετών που ακολούθησαν.

      Σαν αποτέλεσμα της επέμβασης της Αμερικανικής κυβέρνησης, το κτίριο της Εταιρίας στο Μαγδεμβούργο επιστράφηκε στην Εταιρία τον Οκτώβριο. Το έγγραφο απόδοσης με ημερομηνία 7 Οκτωβρίου 1933, έλεγε ότι ‘η περιουσία τής Εταιρίας απελευθερωνόταν και επιστρεφόταν ολόκληρη για ελεύθερη χρήση, μολονότι ακόμη απαγορευόταν να διεξάγεται εκεί οποιαδήποτε δραστηριότητα, να τυπώνονται έντυπα ή να γίνονται συναθροίσεις’.

      «ΦΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ»

      Ο κλήρος τού Χριστιανικού κόσμου δεν ντρεπόταν να δείχνει ανοιχτά την υποστήριξή του στον Χίτλερ και στις προσπάθειές του να διώξει τους μάρτυρες του Ιεχωβά. Όπως ανέφερε η Οσσάτσερε Γκεμάιννύτσιγκε, της 21ης Απριλίου 1933, ο Λουθηρανός διάκονος Όττο απευθυνόμενος από το ραδιόφωνο στον κόσμο στις 20 Απριλίου, προς τιμή των γενεθλίων του Χίτλερ είπε:

      «Η Γερμανική Λουθηρανική Εκκλησία του κρατιδίου της Σαξονίας συνειδητά έχει έρθει σε συμφωνία με τη νέα κατάσταση και θα προσπαθήσει σε στενή συνεργασία με τους πολιτικούς ηγέτες τού λαού μας να κάνει και πάλι προσιτή σ’ ολόκληρο το έθνος τη δύναμη του αρχαίου ευαγγελίου τού Ιησού Χριστού. Τα πρώτα αποτελέσματα αυτής της συνεργασίας εκδηλώθηκαν με τον περιορισμό που επιβλήθηκε σήμερα στο Διεθνή Σύλλογο Επιμελών Σπουδαστών της Γραφής και στα τμήματά του στη Σαξονία. Ναι, τι σημείο στροφής με την κατεύθυνση του Θεού. Μέχρι τώρα ο Θεός είναι μαζί μας».

      ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ

      Μολονότι τον πρώτο χρόνο που οι Ναζί είχαν έρθει στην εξουσία η κάτω από την επιφάνεια δράση μαρτυρίας ήταν ουσιαστικά ανοργάνωτη και οι συναθροίσεις ακόμη και σε μικρούς ομίλους δε διεξάγονταν παντού, ωστόσο η Γκεστάπο έβρισκε νέους λόγους για να συλλαμβάνει τους αδελφούς.

      Σύντομα μετά τις πρώτες συλλήψεις των αδελφών και τις έρευνες των σπιτιών τους, όσοι ήταν αντικειμενικοί στις σκέψεις τους άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι αυτά τα μέτρα ήταν απλώς η αρχή μιας πιο σοβαρής εκστρατείας διωγμού. Ήξεραν ότι θα ήταν εντελώς άσκοπο να προσπαθήσουν να διευθετήσουν αυτά τα ζητήματα με συνεννοήσεις. Η μόνη κατάλληλη πορεία ήταν να πολεμήσουν για την αλήθεια.

      Πολλοί όμως δίσταζαν και νόμιζαν ότι ήταν καλύτερα να περιμένουν, γιατί ο Ιεχωβά ασφαλώς θα έκανε κάτι για να εμποδίσει αυτό το διωγμό τού λαού του. Και ενώ αυτοί σπαταλούσαν χρόνο με τους δισταγμούς και προσπαθούσαν με ανησυχία να μη χειροτερέψουν τα ζητήματα με οποιαδήποτε δράση από μέρους τους, οι άλλοι ευαγγελιζόμενοι ήταν αποφασισμένοι να συνεχίσουν το έργο. Θαρραλέοι αδελφοί σύντομα άρχισαν να κάνουν τις συναθροίσεις σε μικρούς ομίλους στα σπίτια τους, μολονότι ήξεραν ότι αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε συλλήψεις και σε σοβαρό διωγμό.

      Σε μερικά μέρη οι αδελφοί άρχισαν να πολυγραφούν αντίτυπα άρθρων τής Σκοπιάς από λίγα αντίτυπα τα οποία πάντοτε κατάφερναν να εισάγουν κρυφά από γειτονικές χώρες. Ο Καρλ Κράις από το Κέμιτς ήταν ένας από τους πρώτους που έκαναν διευθετήσεις για να γίνει αυτό. Αφού έγραφε τα στένσιλς τα έφερνε στον Αδελφό Μπόσαν στην Σβάρτσενμπεργκ όπου έκαναν πολυγραφημένα αντίτυπα. Ανάμεσα σ’ εκείνους που ήταν δραστήριοι εκείνο τον καιρό ήταν η Χίντελγκαρντ Χίγκελ και η Ίλζε Ουντερντόρφερ. Αμέσως μετά την ανακοίνωση της απαγόρευσης αυτές ήταν αποφασισμένες να μην αφήσουν τίποτα να τις εμποδίσει από το να εκπληρώσουν τη θεόδοτη αποστολή τους. Η Αδελφή Ουντερντόρφερ αγόρασε ένα μοτοποδήλατο και ταξίδευε ανάμεσα στο Κέμιτς και στο Ολμπερνάου φέρνοντας στους αδελφούς τα πολυγραφημένα αντίτυπα της Σκοπιάς. Εκείνους που ζούσαν κοντύτερα τους επισκεπτόταν με το ποδήλατό της ώστε να μην τραβάει την προσοχή.

      Ο Αδελφός Γιόχαν Κολμπλ διευθέτησε να γίνονται στο Μόναχο 500 πολυγραφημένα αντίτυπα της Σκοπιάς και στη συνέχεια αυτά μοιράζονταν ανάμεσα στους αδελφούς εκεί καθώς επίσης και στις μακρινές περιοχές του Βαυαρικού Δρυμού.

      Στο Αμβούργο ο Αδελφός Νίντερσμπεργκ πήρε αμέσως πρωτοβουλία. Ήταν πίλγκριμ για πολλά χρόνια πριν αρρωστήσει με πολλαπλή σκλήρυνση. Παρά το εμπόδιο αυτό έκανε ό,τι μπορούσε. Τώρα στη διάρκεια αυτού του καιρού της δοκιμασίας, οι αδελφοί απολάμβαναν να τον επισκέπτονται γιατί αυτό πάντοτε είχε σαν αποτέλεσμα την ενίσχυση της πίστης τους. Η αγάπη του για τους αδελφούς σύντομα τον υποκίνησε να πάρει μέτρα για να εξασφαλίσει την τακτική τους τροφοδότηση και πάλι με πνευματική τροφή. Άρχισε να πολυγραφεί τη Σκοπιά στο σπίτι του. Δίδαξε τον Χέλμουτ Μπρέμπαχ να γράφει τα στένσιλς και του έδειξε πώς να χειρίζεται τον πολύγραφο. Ύστερα, προβλέποντας ότι το έργο μπορούσε να διεξαχθεί χωρίς αυτόν, ειδοποίησε τους άλλους ότι προγραμμάτιζε ένα ταξίδι για να επισκεφθεί τις εκκλησίες στη Δυτική Ακτή του Σλέσβιχ⁠–⁠Χολστάιν για να τους ενθαρρύνει και να διευθετήσει να παίρνουν τη Σκοπιά. Για μια φορά ακόμη συζήτησε προσεκτικά με τους αδελφούς για το πώς θα μπορούσαν να στέλνουν τα περιοδικά και έφτιαξε μαζί τους έναν κώδικα με τον οποίο θα μπορούσαν να ξέρουν απ’ αυτά που θα τους έγραφε πόσα αντίτυπα να στείλουν σε κάθε εκκλησία.

      Ήταν 6 Ιανουαρίου 1934 όταν ο Αδελφός Νίντερσμπεργκ παρά την κακή του υγεία ξεκίνησε από το σπίτι του. Μπορούσε να περπατάει μόνο με πολύ μεγάλη προσπάθεια και με τη βοήθεια ενός μπαστουνιού, αλλά έφυγε εμπιστευόμενος στον Ιεχωβά. Αφού επισκέφθηκε αρκετές εκκλησίες, έφτασε στο Αμβούργο το πρώτο του κωδικοποιημένο μήνυμα και άρχισαν να στέλνονται τα πολυγραφημένα αντίτυπα της Σκοπιάς. Έφτασε στην περιοχή του Μέλντορφ ακριβώς μόλις ένας πολύ γνωστός αδελφός στην περιοχή είχε πεθάνει. Επειδή επρόκειτο να είναι παρόντες για την κηδεία πολλοί αδελφοί από γειτονικές εκκλησίες, ο Αδελφός Νίντερσμπεργκ κλήθηκε να δώσει την ομιλία τής κηδείας. Ο αδελφός επωφελήθηκε απ’ αυτή την ευκαιρία για να δώσει μια πολύ ζωηρή ομιλία, με σκοπό να ενισχύσει τους αδελφούς που ήταν παρόντες, οι οποίοι δεν είχαν μπορέσει να παραβρεθούν σε συνάθροιση για πολλούς μήνες. Όπως αναμενόταν παραβρέθηκαν πάρα πολλοί οι οποίοι επέστρεψαν στις διορισμένες περιοχές τους πολύ ενθαρρυμένοι από όσα είχαν ακούσει.

      Φυσικά παραβρέθηκαν και άλλοι, ακόμη και αξιωματούχοι της Γκεστάπο. Όταν ο Αδελφός Νίντερσμπεργκ τέλειωσε την ομιλία του τού ζήτησαν το όνομα και τη διεύθυνσή του, αλλά δεν τον συνέλαβαν, προφανώς επειδή δεν τόλμησαν να το κάνουν λόγω της περίστασης. Έτσι μπόρεσε να συνεχίσει το ταξίδι του, το οποίο όμως γινόταν όλο και πιο δύσκολο. Όταν έφτασε στο σπίτι τού Αδελφού Τόντε στο Χένστεντ ξαφνικά έπαθε ισχυρό πονοκέφαλο και πέθανε λίγο αργότερα από εγκεφαλική συμφόρηση. Έτσι οι τελευταίες του δυνάμεις είχαν χρησιμοποιηθεί στο να διευθετήσει τα πράγματα ώστε οι αδελφοί να μπορούν να προμηθεύονται εποικοδομητική πνευματική τροφή. Δυο εβδομάδες αργότερα η Γκεστάπο εμφανίστηκε στο σπίτι του στο Αμβούργο⁠–⁠Αλτόνα για να τον συλλάβει.

      Εκτός από τα πολυγραφημένα αντίτυπα της Σκοπιάς που τυπώνονταν στη Γερμανία, μερικά στέλνονταν στη Γερμανία από την Ελβετία, τη Γαλλία, τη Τσεχοσλοβακία, ναι, ακόμη και την Πολωνία και εμφανίζονταν με διάφορες μορφές και μεγέθη. Στην αρχή πολλά άρθρα της Σκοπιάς στέλνονταν από τη Ζυρίχη της Ελβετίας και έφεραν τον τίτλο «Ο Ιωναδάβ». Όταν η Γκεστάπο ανακάλυψε αυτή τη μέθοδο, ειδοποιήθηκαν όλα τα ταχυδρομικά γραφεία τής Γερμανίας να κατάσχουν όλους τους φακέλους που είχαν αυτόν τον τίτλο και να πάρουν τα κατάλληλα μέτρα εναντίον εκείνων στους οποίους στέλνονταν τα περιοδικά. Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό οδήγησε σε συλλήψεις.

      Αργότερα ο τίτλος καθώς και ο τρόπος περιτυλίγματος της Σκοπιάς άλλαζαν σχεδόν σε κάθε τεύχος. Στις περισσότερες περιπτώσεις χρησιμοποιόταν ο τίτλος τού άρθρου της Σκοπιάς και αυτός γενικά εμφανιζόταν μόνο μια φορά όπως για παράδειγμα, «Τα Τρία Συμπόσια», «Ο Αβδιού», «Ο Πολεμιστής», «Ο Καιρός», «Ψαλτωδοί τού Ναού», και παρόμοια. Αλλά ακόμη και μερικά από αυτά τα αντίγραφα έπεσαν στα χέρια της Γκεστάπο, οπότε μια εγκύκλιος στελνόταν σε κάθε αστυνομικό σταθμό στη Γερμανία πληροφορώντας τους ότι αυτό το ιδιαίτερο περιοδικό ήταν απαγορευμένο. Αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις αυτή η πληροφορία ερχόταν πολύ αργά, επειδή είχε ήδη κάνει την εμφάνισή του ένα άλλο άρθρο της Σκοπιάς με εντελώς διαφορετική εμφάνιση και εντελώς διαφορετικό τίτλο. Η Γκεστάπο σύντομα αναγκάστηκε να παραδεχτεί με πικρό θυμό ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά προπορεύονταν απ’ αυτούς στη στρατηγική τού πολέμου.

      Περίπου τα ίδια συνέβαιναν και με Τον Χρυσούν Αιώνα. Για ένα διάστημα δεν ήταν ανάμεσα στα απαγορευμένα περιοδικά. Αργότερα όταν απαγορεύτηκε επίσημα, στελνόταν ιδιωτικά σε Γερμανούς αδελφούς, γενικά από αδελφούς ξένων χωρών και ιδιαίτερα από την Ελβετία. Εκείνοι που έστελναν τα περιοδικά πρόσεχαν πάντοτε ώστε η διεύθυνση να γράφεται με το χέρι και από διαφορετικό άτομο κάθε φορά.

      Όσο περισσότερο αποτύχαιναν οι προσπάθειες της Γκεστάπο να σταματήσει αυτές τις πηγές ανεφοδιασμού, τόσο περισσότερο θηριώδεις γίνονταν στη μεταχείριση των αδελφών. Γενικά τους συνελάμβαναν αφού έψαχναν τα σπίτια τους, μολονότι πολλές φορές χωρίς κανένα λόγο. Στα γραφεία τής αστυνομίας οι αδελφοί γενικά υφίσταντο πολύ σκληρή μεταχείριση σε μια προσπάθεια να τους αποσπάσουν κάποιο είδος παραδοχής ενοχής.

      «ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ» ΕΚΛΟΓΕΣ

      Ένα άλλο όπλο που χρησιμοποιήθηκε για να εκφοβίσει τον πληθυσμό και που ιδιαίτερα στρεφόταν εναντίον των μαρτύρων τού Ιεχωβά για να τους αναγκάσει να συμβιβαστούν, ήταν οι λεγόμενες «ελεύθερες» εκλογές. Εκείνοι που αρνούνταν να ψηφίσουν κατηγορούνταν σαν «Εβραίοι», «προδότες τής πατρίδας (Γερμανίας)» και «αχρείοι».

      Ο Μαξ Σούμπερτ από το Όσσατς (Σαξονία) κλήθηκε πέντε φορές από τους υπαλλήλους των εκλογών οι οποίοι ήθελαν να τον πάρουν στα εκλογικά κέντρα τη μέρα των εκλογών. Η σύζυγός του δέχτηκε επισκέψεις από γυναίκες με την ίδια πρόθεση. Ο Αδελφός Σούμπερτ, όμως, έλεγε κάθε φορά στους επισκέπτες του ότι ήταν μάρτυς τού Ιεχωβά και είχε ψηφίσει για τον Ιεχωβά, πράγμα που ήταν αρκετό και επομένως κάθε άλλο ψήφισμα για κάποιον άλλον ήταν άχρηστο.

      Την επόμενη μέρα ο αδελφός πέρασε δύσκολες ώρες. Ήταν πράκτορας εισιτηρίων για τους σιδηροδρόμους και βρισκόταν συνεχώς σε επαφή με τον κόσμο. Εκείνη τη μέρα συμφώνησαν να τον χαιρετούν με το «Χάιλ Χίτλερ». Αυτός ανταπόδιδε τους χαιρετισμούς λέγοντας «Καλημέρα» ή κάτι τέτοιο. Ωστόσο ένιωθε ότι κάτι υπήρχε «στην ατμόσφαιρα» και το συζήτησε με τη σύζυγό του στο φαγητό λέγοντάς της να είναι έτοιμη για το καθετί. Όταν τέλειωσε την υπηρεσία του εκείνο το απόγευμα γύρω στις 5 η ώρα τον πήρε ένας αστυνομικός και τον έφερε στο σπίτι τού τοπικού διευθυντή τού Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Ένα μικρό αμάξι που το έσερναν δυο άλογα στεκόταν μπροστά στην πόρτα. Ανάγκασαν τον Αδελφό Σούμπερτ να σταθεί στη μέση ενώ αρκετοί άντρες των Ταγμάτων Εφόδου κάθονταν γύρω του, καθένας τους με έναν αναμμένο δαυλό στο χέρι. Μπροστά στεκόταν ένας με μία κορνέτα και πίσω ένας με ένα τύμπανο και εναλλάξ έδιναν το σήμα ώστε όλοι να βγουν στα παράθυρα για να δουν την πομπή. Δύο άντρες των Ταγμάτων Εφόδου στο αμάξι κρατούσαν μια μεγάλη ταμπέλα που έλεγε: «Είμαι αχρείος και προδότης τής πατρίδας, επειδή δεν ψήφισα». Σύντομα κάποιος πίσω από την πομπή είχε μαζέψει έναν όμιλο που συνεχώς τραγουδούσε τα λόγια τής ταμπέλας. Στο τέλος τής φράσης ρωτούσαν: «Πού ανήκει αυτός;» και τότε τα παιδιά στο πλήθος φώναζαν όλα μαζί: «Σε στρατόπεδο συγκέντρωσης!» Ο αδελφός Σούμπερτ οδηγήθηκε μέσα από τους δρόμους τής πόλης των 15.000 κατοίκων περίπου, επί δυόμισι ώρες. Την επόμενη μέρα ο ραδιοφωνικός σταθμός τού Λουξεμβούργου το ανέφερε αυτό.

      Μερικοί από τους αδελφούς εργάζονταν σε δημόσιες υπηρεσίες. Επειδή δεν έδιναν «το Γερμανικό χαιρετισμό» ούτε συμμετείχαν στις εκλογές και στις πολιτικές εκδηλώσεις, η κυβέρνηση έκανε σχέδια από το καλοκαίρι του 1934 να ψηφίσει ένα νόμο που θα έθετε εκτός νόμου σε εθνική κλίμακα τους Σπουδαστές της Γραφής ώστε να μπορούν να διωχτούν από τις δημόσιες υπηρεσίες. Αυτό απαιτούσε έναν εθνικό νόμο που να απαγορεύει τη δραστηριότητά τους και όχι απλώς τοπικούς νόμους των κρατιδίων. Ένας τέτοιος νόμος ψηφίστηκε την 1η Απριλίου 1935. Αλλά μερικοί αξιωματούχοι είχαν ήδη ενεργήσει από μόνοι τους.

      Ο Λούντβιχ Στίκελ ήταν δημοτικός λογιστής στο Πφόρτσχαϊμ. Στις 29 Μαρτίου 1934, πήρε ένα γράμμα από το δήμαρχο που έλεγε: «Υποβάλλω μήνυση εναντίον σου με το σκοπό να σε απολύσω από τη θέση σου. Κατηγορείσαι ότι αρνήθηκες να ψηφίσεις στις εκλογές του Ράιχσταγκ στις 12 Νοεμβρίου 1933. . . .» Με μια μακροσκελή επιστολή ο Αδελφός Στίκελ εξήγησε τη θέση του, αλλά επειδή στην πραγματικότητα η απόφαση είχε ήδη βγει, τον ειδοποίησαν ότι είχε απολυθεί στις 20 Αυγούστου.

      Ο σκοπός τους ήταν να αποστερήσουν τους μάρτυρες του Ιεχωβά από τα μέσα για τη συντήρησή τους​—​να τους απολύσουν από τις εργασίες τους, και να τους οδηγήσουν μακριά από τους τόπους εργασίας τους, να κλείσουν τις επιχειρήσεις τους και να τους απαγορέψουν να ασκούν τα επαγγέλματά τους.

      Η Γκέρτρουντ Φράνκε από το Μάιντς το διαπίστωσε αυτό όταν ο σύζυγός της είχε συλληφθεί για πέμπτη φορά το 1936 και η μυστική αστυνομία την είχε διαβεβαιώσει ότι δεν είχε σκοπό να τον αφήσει ελεύθερο και πάλι. Αφού η Αδελφή Φράνκε ελευθερώθηκε​—​είχε κρατηθεί στη φυλακή περίπου πέντε μήνες​—​πήγε στο γραφείο ευρέσεως εργασίας για να βρει δουλειά. Ανακάλυψε όμως ότι εφόσον είχε φυλακιστεί κανείς δεν ήθελε να την προσλάβει. Τελικά αναγκάστηκε να τη δεχτεί ένα εργοστάσιο τσιμέντου. Δυο εβδομάδες αργότερα είχε την επόμενη έκπληξή της όταν ανακάλυψε ότι την είχαν εγγράψει στο Γερμανικό Εργατικό Μέτωπο χωρίς τη συγκατάθεσή της και ότι η συνδρομή της για τη συμμετοχή είχε κρατηθεί από το μισθό της. Αναγνωρίζοντας τους πολιτικούς σκοπούς αυτής της οργάνωσης, πήγε αμέσως στο γραφείο και παραπονέθηκε ότι είχαν κρατηθεί χρήματα από το μισθό της για μια οργάνωση που η ίδια με κανέναν τρόπο δεν αναγνώριζε, και ότι απαιτούσε να τακτοποιηθεί αμέσως το ζήτημα. Αυτό κατέληξε στην άμεση απόλυσή της. Όταν ξαναπήγε στο γραφείο εργασίας τής είπαν ότι το γραφείο ούτε θα της έβρισκε δουλειά ούτε και μπορούσε να της δώσει επίδομα ανεργίας. Αν θα αρνιόταν να προσχωρήσει στο Εργατικό Μέτωπο, ήταν δικό της πρόβλημα το πώς θα τα έβγαζε πέρα.

      ΟΙ ΝΕΑΡΟΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΥΝ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ

      Πάρα πολλά παιδιά των μαρτύρων του Ιεχωβά στερήθηκαν την ευκαιρία να μορφωθούν. Ας αφήσουμε τον Χέλμουτ Κνόλλερ να μας πει την πείρα του με τα δικά του λόγια:

      «Τον καιρό ακριβώς που απαγορεύτηκε η δράση των μαρτύρων του Ιεχωβά στη Γερμανία οι γονείς μου βαφτίστηκαν σε συμβολισμό της αφιέρωσής τους στον Ιεχωβά! Για μένα ο καιρός τής απόφασης ήρθε όταν ήμουν 13 ετών και ανακοινώθηκε η απαγόρευση. Στο σχολείο έπρεπε συχνά να παίρνω αποφάσεις σχετικά με το χαιρετισμό τής σημαίας, και τις οποίες έπαιρνα σε αρμονία με την πιστότητα και την αφιέρωση στον Ιεχωβά. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες το να συνεχίσω για να πάρω κάποια ανώτερη μόρφωση ήταν κάτι που δεν μπορούσα να το σκεφτώ και έτσι άρχισα να μαθαίνω το επάγγελμα του εμπόρου σαν μαθητευόμενος στη Στουτγάρδη· αυτό περιλάμβανε δυο φορές την εβδομάδα παρακολούθηση μιας εμπορικής σχολής όπου γίνονταν καθημερινά οι τελετουργίες για τη σημαία. Επειδή ήμουν ψηλότερος απ’ όλους τους συμμαθητές μου εγώ φυσικά προκαλούσα πάντοτε την προσοχή όταν αρνιόμουν να χαιρετήσω τη σημαία.

      «Όταν ο δάσκαλος έμπαινε στην αίθουσα, οι σπουδαστές έπρεπε να σηκώνονται και να χαιρετούν με τα λόγια ‘Χάιλ Χίτλερ’ και να σηκώνουν το δεξί τους χέρι. Αυτό εγώ δεν το έκανα. Ο δάσκαλος φυσικά απευθυνόταν σε μένα μόνο, και υπήρχαν συχνά σκηνές σαν κι αυτήν: ‘Κνόλλερ, έλα εδώ! Γιατί δε χαιρετάς με το «Χάιλ Χίτλερ;»’ ‘Είναι σε αντίθεση με τη συνείδησή μου κύριε’. ‘Τι; Φύγε μακριά μου, γουρούνι​—​βρωμιάρη​—​ακόμη πιο μακριά. Ντροπή σου! Προδότη!’ κλπ. Και στη συνέχεια με πήγαιναν σ’ άλλη αίθουσα. Ο πατέρας μου μίλησε στο διευθυντή και πήρε την ακόλουθη χαρακτηριστική εξήγηση: ‘Μπορεί ο Θεός σας στον οποίον πιστεύετε, να σας δώσει ακόμη κι ένα κομματάκι ψωμί; Ο Αδόλφος Χίτλερ μπορεί, κι αυτό το έχει αποδείξει’. Αυτό σήμαινε ότι οι άνθρωποι έπρεπε να τον τιμούν και να τον χαιρετούν με τα λόγια ‘Χάιλ Χίτλερ’».

      Όταν ο Αδελφός Κνόλλερ είχε τελειώσει την εκπαίδευσή του ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο αδελφός κλήθηκε για στρατιωτική υπηρεσία. Σχετικά μ’ αυτό αναφέρει τα εξής:

      «Κλήθηκα για στρατιωτική υπηρεσία στις 17 Μαρτίου 1940. Για πολύ καιρό προηγουμένως υπολόγιζα αυτά που θα μπορούσαν να συμβούν. Υπολόγιζα ότι όταν θα παρουσιαζόμουν στο κέντρο κατάταξης και θα αρνιόμουν να πάρω τον όρκο θα με έφερναν μπροστά σε ένα στρατιωτικό δικαστήριο και θα με εκτελούσαν. Πράγματι το προτιμούσα αυτό από το να μπω σε στρατόπεδο συγκέντρωσης! Αλλά τα πράγματα δεν έγιναν έτσι. Δε δικάστηκα μπροστά σε στρατιωτικό δικαστήριο αλλά φυλακίστηκα με ελάχιστο ψωμί και νερό. Πέντε μέρες αργότερα η Γκεστάπο ήρθε και με πήρε για μια ανάκριση που κράτησε αρκετές ώρες και όπου κάθε είδους απειλή εκτοξεύτηκε εναντίον μου. Εκείνη τη νύχτα με ξαναγύρισαν στη φυλακή. Ήμουν τόσο ευτυχισμένος· δεν υπήρχε πια ίχνος φόβου, αλλά μόνο χαρά και αναμονή για το τι επιφύλασσε το μέλλον και πώς ο Ιεχωβά θα με βοηθούσε και πάλι. Τρεις εβδομάδες αργότερα ανώτατοι αξιωματούχοι τής Γκεστάπο μού διάβασαν μια διαταγή που έλεγε ότι εξαιτίας τής στάσης μου εχθρότητας προς την πολιτεία και του κινδύνου να γίνω δραστήριος υπέρ των εκτός νόμου Διεθνών Σπουδαστών τής Γραφής, έπρεπε να παραμείνω υπό κράτηση. Αυτό σήμαινε ‘στρατόπεδο συγκέντρωσης’. Έτσι τα πράγματα εξελίχτηκαν εντελώς αντίθετα απ’ ό,τι έλπιζα. Μαζί με άλλους φυλακισμένους με πέταξαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου την 1η Ιουνίου».

      Ο Αδελφός Κνόλλερ έμαθε πώς ήταν η ζωή όχι μόνο στο Νταχάου αλλά επίσης στο Σάξενχαουζεν. Αργότερα μεταφέρθηκε μαζί με άλλους φυλακισμένους στο νησί Αλντερνέι στη θάλασσα της Μάγχης. Ύστερα από ένα δραματικό ταξίδι έφτασε στο Στέιρ της Αυστρίας όπου αυτός και εκείνοι που ήταν μαζί του τελικά απελευθερώθηκαν στις 5 Μαΐου 1945. Η ταραχή εκείνων των ετών μπορεί να φανεί από το γεγονός ότι ο Αδελφός Κνόλλερ, ο οποίος υπήρξε το αντικείμενο τόσο πολύ διωγμού, δεν είχε ακόμη την ευκαιρία να συμβολίσει την αφιέρωσή του στον Ιεχωβά με το βάφτισμα στο νερό, μολονότι τα χρόνια τής πιστότητάς του κάτω από τις πιο δύσκολες περιστάσεις ήταν απόδειξη ότι είχε κάνει αυτή την αφιέρωση. Στο μικρό όμιλο των επιζώντων με τους οποίους επέστρεψε στο σπίτι του υπήρχαν εννέα άλλοι αδελφοί, οι οποίοι είχαν πιστά υπομείνει από τέσσερα μέχρι οχτώ χρόνια σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και οι οποίοι τώρα με ευγνωμοσύνη επωφελήθηκαν από την ευκαιρία να βαφτιστούν στο Πασάου.

      ΠΑΙΔΙΑ ΑΠΟΧΩΡΙΖΟΝΤΑΙ ΒΙΑΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥΣ

      Ο Αδελφός και η Αδελφή Στρένγκε αντιλήφθηκαν πόσο δύσκολο ήταν για τους μάρτυρες του Ιεχωβά στη διάρκεια εκείνων των ταραγμένων χρόνων να κάνουν χρήση των νόμιμων δικαιωμάτων τους. Ο Αδελφός Στρένγκε συνελήφθηκε και καταδικάστηκε σε φυλάκιση τριών ετών, ενώ η Αδελφή Στρένγκε που έμεινε τώρα μόνη με τα παιδιά της βρέθηκε σε μια κατάσταση που έπρεπε να δώσει όλες τις δυνάμεις της. Η ίδια λέει:

      «Στο σχολείο ο γιος μου έπρεπε να μάθει έναν πατριωτικό ύμνο και ένα πατριωτικό ποίημα απ’ έξω. Επειδή δεν μπορούσε να το εναρμονίσει αυτό με τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις αρνήθηκε. Ο δάσκαλός του είπε σε δυο αγόρια να τον οδηγήσουν σαν φυλακισμένο στο διευθυντή, κάποιον κύριο Χάνεμπεργκ, ο οποίος του είπε ότι θα του χτυπούσαν το δάχτυλο τόσο πολύ μέχρις ότου να ματώσει να πρηστεί και να γίνει μαύρο. Εξακολούθησε να τον απειλεί και είπε ότι ποτέ δε θα ξανάβλεπε τον πατέρα του. Τελικά ρώτησε αυτό το δεκάχρονο νεαρό παιδί αν θα αρνιόταν να κάνει στρατιωτική υπηρεσία. Ο Γκίντερ αναφέρθηκε στην Αγία Γραφή και είπε, ‘Αυτός που παίρνει μάχαιρα θα καταστραφεί με μάχαιρα’, οπότε ο διευθυντής έδωσε οδηγίες στο δάσκαλο του Γκίντερ να ‘τον τιμωρήσει με το γνωστό τρόπο’. Στη συνέχεια ο διευθυντής τον έστειλε στο σπίτι λέγοντας ότι θα ειδοποιούσε την αστυνομία να τον συλλάβει στο σπίτι πέντε λεπτά αργότερα και να τον κλείσει σε αναμορφωτήριο. Δεν πρόλαβε να μπει στο σπίτι ο γιος μου οπότε έφτασε η αστυνομία με ένα μεγάλο αυτοκίνητο. Μερικοί αξιωματούχοι απαίτησαν βίαια να τους ανοίξω αλλά εγώ τους το αρνήθηκα. Ύστερα από λίγο η αστυνομία πήγε στη γειτόνισσά μου και της ζήτησε να δώσει ενοχοποιητικά στοιχεία εναντίον μου. Επειδή εκείνη δεν μπορούσε να δώσει τέτοιες ενοχοποιητικές αποδείξεις πιέστηκε τόσο πολύ ώστε τελικά παραδέχτηκε ότι μας είχε ακούσει να ψάλλουμε έναν ύμνο και να προσευχόμαστε κάθε πρωί. Τότε η αστυνομία έφυγε.

      «Το επόμενο πρωί γύρω στις 10.30΄ η αστυνομία επέστρεψε. Επειδή και πάλι δεν ήθελα να τους ανοίξω την πόρτα, οι αξιωματούχοι τής Γκεστάπο φώναξαν: ‘Καταραμένη Βιβλική Σπουδάστρια! Άνοιξε!’ Στη συνέχεια πήγαν σε έναν κλειδαρά που έμενε εκεί κοντά και τον έφεραν για να ανοίξει.

      «Βάζοντας ένα πιστόλι στο στήθος μου ένας από τους αξιωματούχους της Γκεστάπο φώναξε: ‘Δώσε μας τα παιδιά’. Αλλά εγώ τα κρατούσα κοντά μου και αυτά είχαν γαντζωθεί πάνω μου γυρεύοντας προστασία. Εξαιτίας τού φόβου ότι θα μας χώριζαν βίαια ξεφωνίζαμε με όλη μας τη δύναμη.

      «Το παράθυρο ήταν ανοιχτό και ένα μεγάλο πλήθος συγκεντρώθηκε μπροστά στο σπίτι και άκουγε τις απελπισμένες κραυγές μου: ‘Γέννησα τα παιδιά μου με μεγάλους πόνους και δε θα τα δώσω ποτέ σε σας. Θα πρέπει πρώτα να με χτυπήσετε μέχρι θανάτου’. Ύστερα εξαντλημένη από την υπερένταση λιποθύμησα. Όταν συνήλθα η Γκεστάπο με ανέκρινε επί τρεις ώρες. Προσπάθησαν να με κάνουν να ενοχοποιήσω το σύζυγό μου. Η ανάκριση διακόπηκε αρκετές φορές από τις λιποθυμίες μου. Στο μεταξύ το πλήθος που όλο και μεγάλωνε μπροστά στο σπίτι άρχισε να δείχνει με θορύβους ότι δε συμφωνούσαν μ’ αυτά που συνέβαιναν. Τελικά η Γκεστάπο έφυγε και πάλι χωρίς να καταφέρει να επιτύχει εκείνο για το οποίο είχε ξεκινήσει. Τώρα προσπάθησαν να πάρουν τα παιδιά μου μακριά κρυφά. Προφανώς στα πλαίσια αυτού του σχεδίου μού ζήτησαν να εμφανιστώ μπροστά σ’ ένα ειδικό δικαστήριο στο Έλμπινγκ μερικές μέρες αργότερα. Την ίδια μέρα τα παιδιά μου έπρεπε να εμφανιστούν στον επίτροπο για τους ανήλικους ο οποίος είχε διοριστεί για την επίβλεψή τους. Επειδή υποψιαζόμουν το κακό που ήθελαν να κάνουν επισκέφθηκα τον επίτροπο για τους ανήλικους με τα δυο παιδιά μια μέρα προηγουμένως. Αυτός μου είπε ότι η δεκαπεντάχρονη κόρη μου επρόκειτο να μπει σε στρατόπεδο εργασίας και ο δεκάχρονος Γκίντερ επρόκειτο να δοθεί σε μια οικογένεια που θα τον ανέτρεφε σύμφωνα με τις γραμμές τού Εθνικοσοσιαλισμού. Σε περίπτωση άρνησης και οι δυο θα έμπαιναν σε αναμορφωτήριο. Στην απελπισία μου ρώτησα: ‘Πέστε μου, ζούμε ήδη στη Ρωσία ή ζούμε ακόμη στη Γερμανία;’ οπότε αυτός απάντησε: ‘Κυρία Στρένγκε, θα κάνω πως δεν άκουσα αυτό που μόλις είπατε. Και εγώ προέρχομαι από θρησκευτική οικογένεια· ο πατέρας μου είναι θρησκευτικός λειτουργός!’ Όταν ζήτησα να επιτραπεί τουλάχιστον στην κόρη μου να μάθει κάποια τέχνη αυτός ο εκπρόσωπος απάντησε: ‘Δε θέλω φασαρίες εξαιτίας σας. Θα προτιμούσα να επιβλέπω είκοσι άλλα παιδιά παρά ένα Σπουδαστή της Γραφής’.

      «Το Σάββατο έφτασε, η μέρα που επρόκειτο να πάω στο Δικαστήριο στο Έλμπινγκ για να υπερασπίσω την πίστη μου στον Ιεχωβά και στις υποσχέσεις του. Για να ενισχύσω τον εαυτό μου και να μπορέσω και πάλι να μιλήσω από την καρδιά μου, επισκέφθηκα τον φυλακισμένο σύζυγό μου πριν φύγω. Όταν τον έφεραν μέσα, κατέρρευσα κλαίγοντας στην αγκαλιά του. Όλη η θλίψη και τα τρομερά γεγονότα των τελευταίων λίγων ημερών φούντωσαν και πάλι μέσα μου: ο σύζυγός μου ήταν καταδικασμένος σε τρία χρόνια φυλάκιση, τα παιδιά μου τα είχαν πάρει από μένα και τα είχαν χωρίσει συγχρόνως το ένα από το άλλο. Το ηθικό μου ήταν σπασμένο και ήμουν στα όρια της κατάρρευσης. Αλλά τα λόγια του συζύγου μου ήταν σαν λόγια αγγέλων, ο οποίος με παρηγόρησε περιγράφοντας τις δοκιμασίες τού Ιώβ και τα παθήματά του αλλά και την αδιάρρηχτη πιστότητά του στο Θεό, ώστε ακόμη κι αφού είχε χάσει τα πάντα δεν κατηγόρησε τον Θεό για αδικοπραγία. Ανέφερε πώς κι αυτός επίσης είχε πλούσια ευλογηθεί από τον Ιεχωβά μετά τη σοβαρή δοκιμασία εξαιτίας των πολυάριθμων ανακρίσεων και της δίκης. Αυτό μου ανανέωσε τη δύναμη. Πήγα τώρα στην ανάκριση με σηκωμένο το κεφάλι για να ακούσω με υπερηφάνεια με πόσο ζήλο τα παιδιά μου είχαν δώσει μαρτυρία για τον Ιεχωβά και τη Βασιλεία του και για την πίστη τους μπροστά στους δασκάλους τους και άλλους ανώτερους αξιωματούχους. Το ‘Γερμανικό δικαστήριο’ απεφάνθη: Επειδή δεν είχα αναθρέψει τα παιδιά μου με την έννοια του Εθνικοσοσιαλισμού, και επειδή είχα ψάλει μαζί τους ύμνους προς αίνο τού Ιεχωβά, θα έπρεπε να καταδικαστώ σε 8 μήνες φυλάκιση».

      ΔΙΩΓΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ

      Ο δωδεκάχρονος Αδελφός Βίλλυ Ζάιτς από την Καρλσρούη είχε μια διαφορετική πείρα. Ο ίδιος αφηγείται:

      «Δύσκολα μπορώ να περιγράψω τι έχω περάσει μέχρι τώρα. Οι συμμαθητές μου στο σχολείο με χτυπούν· όταν πηγαίνουμε περίπατο εγώ πρέπει να πηγαίνω μόνος μου αν βέβαια με πάρουν μαζί, και δεν πρέπει να μιλώ στους σχολικούς μου φίλους, αυτούς που έχω ακόμη. Μ’ άλλα λόγια: ‘Με μισούν και με κοροϊδεύουν σαν ψωριάρικο σκυλί’. Η μόνη μου παρηγοριά είναι ότι η Βασιλεία τού Θεού θα έρθει σύντομα. . . .»

      Στις 22 Ιανουαρίου 1937, ο Βίλλυ αποβλήθηκε από το σχολείο «επειδή αρνείται να δώσει το Γερμανικό χαιρετισμό, να ψάλλει πατριωτικούς ύμνους και να λάβει μέρος στις σχολικές γιορτές».

      ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΓΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ

      Ο Μαξ Ρούεφ από το Πόκινγκ διαπίστωσε επίσης πόσο συστηματικές προσπάθειες γίνονταν για να εξαναγκάσουν τους μάρτυρες του Ιεχωβά να διαρρήξουν την ακεραιότητά τους. Στερήθηκε εντελώς τα αναγκαία τής ζωής του. Μια υποθήκη που είχε εγγράψει με το σκοπό να κάνει μερικές αλλαγές στο σπίτι του σε λίγο ακυρώθηκε. Και επειδή δεν ήταν σε θέση να πληρώσει την υποθήκη αμέσως, όλη η περιουσία του βγήκε σε πλειστηριασμό το Μάιο του 1934.

      «Ο διωγμός δε σταμάτησε εκεί», λέει ο Αδελφός Ρούεφ. «Αντίθετα, με την υποκίνηση των πολιτικών αρχηγών με κατηγόρησαν ψεύτικα και με έσυραν στα δικαστήρια. Επειδή δεν υπήρχε τίποτα για να με κατηγορήσουν, καταδικάστηκα από ένα ειδικό δικαστήριο του Μονάχου σε έξι μήνες φυλάκιση επειδή είχα ενασχοληθεί στην απαγορευμένη προσευχή και υμνολογία στο σπίτι μου. Άρχισα να εκτίω την ποινή μου στις 31 Δεκεμβρίου 1936. Η σύζυγός μου που περίμενε το τρίτο της παιδί έπαιρνε εκτός από το νοίκι και 12 μάρκα που βέβαια με κανένα τρόπο δεν έφταναν γι’ αυτήν και για τα δυο παιδιά που ήταν ηλικίας εννέα και δέκα χρόνων. Ήρθε ο καιρός για να γεννήσει το παιδί. Και οι δυο κάναμε αίτηση να διακοπεί η έκτιση της ποινής μου για λίγες εβδομάδες για να μπορέσω να φροντίσω μερικά απαραίτητα πράγματα. Περίπου μια εβδομάδα πριν να γεννηθεί το παιδί η αίτησή μας απορρίφθηκε σαν ‘ακατάλληλη’.

      «Στις 27 Μαρτίου με ειδοποίησαν ότι η σύζυγός μου είχε πεθάνει και ότι θα με άφηναν ελεύθερο για τρεις μέρες να φροντίσω για ορισμένα απαραίτητα πράγματα. Αμέσως πήγα στην κλινική όπου είχαν μεταφέρει τη σύζυγό μου αφού είχε γεννήσει το παιδί, μολονότι είχε πεθάνει πριν φτάσει εκεί. Ο γιατρός και μια από τις νοσοκόμες που δεν ήξεραν ακόμη ότι είμαι μάρτυς τού Ιεχωβά, με παρότρυναν να υποβάλω μηνύσεις εναντίον τού γιατρού και της μαίας, ‘γιατί η σύζυγός σας ήταν υγιής και δεν είχε κανένα πρόβλημα’, αλλά εγώ απάντησα κουρασμένα: ‘Αυτό θα ήταν μεγάλος αγώνας για μένα’. Στο σπίτι βρήκα το νεκρό παιδί στο υπνοδωμάτιο και τα δύο άλλα παιδιά ηλικίας εννέα και δέκα ετών σε κατάσταση που μπορεί κανείς εύκολα να φανταστεί. Θα τα άφηνα τώρα μόνα τους χωρίς να υπάρχει κανείς να τα φροντίσει, ίσως χωρίς να τα ξαναδώ ποτέ;»

      Τα πεθερικά τού Αδελφού Ρούεφ ζήτησαν να σταλεί στο Πόκινγκ το πτώμα τής γυναίκας του, όπου κανένας άλλος εκτός από την άμεση οικογένεια δεν επετράπη να μιλήσει στην ταφή. Έτσι ο ίδιος ο Αδελφός Ρούεφ έκανε την επικήδεια ομιλία για τη σύζυγό του και ο Ιεχωβά τού έδωσε τη δύναμη να το κάνει αυτό.

      Η σκέψη ότι τώρα έπρεπε να αφήσει τα δυο παιδιά του μόνα τους χωρίς κανείς να υπάρχει να τα φροντίσει ήταν ανυπόφορη για τον Αδελφό Ρούεφ. Στις λίγες μόνο ώρες που του απέμεναν από την αναστολή της φυλάκισής του, πήρε το ένα από τα δυό παιδιά του και το έφερε στα πεθερικά του μολονότι δεν ήταν μάρτυρες του Ιεχωβά και το άλλο το έφερε σε αδελφούς που ζούσαν κοντά στα Ελβετικά σύνορα. Τελικά πέρασε τα σύνορα και έκανε μια δραματική απόδραση στην Ελβετία όπου βρήκε άσυλο μαζί με το παιδί του.

      ΠΡΩΤΑ ΤΙΜΩΡΙΑ, ΥΣΤΕΡΑ «ΦΙΛΙΚΟΤΗΤΑ», ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΡΡΗΧΘΕΙ Η ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑ

      Υπήρχαν περιπτώσεις παιδιών τα οποία όταν αποχωρίστηκαν από τους γονείς τους εξασθένησαν στην πίστη για λίγο και πραγματικά βρέθηκαν στον κίνδυνο να συρθούν στα στρατόπεδα των Ναζί όπως το σχεδίαζαν οι αρχηγοί τού κινήματος. Πάρτε για παράδειγμα τον Χορστ Χένσελ από το Μάισσεν, ο οποίος βαφτίστηκε το 1943 μαζί με τον πατέρα του σε ηλικία 12 χρόνων. Γράφει ο ίδιος:

      «Η παιδική μου ηλικία ήταν γεμάτη σκαμπανεβάσματα. Έφυγα από τη Νεολαία τού Χίτλερ​—​τουλάχιστον όσο ήταν αυτό δυνατόν​—​και ήμουν ευτυχισμένος και ισχυρός. Όταν αρνιόμουν να δώσω τον Χιτλερικό χαιρετισμό, που ήταν καθημερινή απαίτηση στο σχολείο, με χτυπούσαν αλλά χαιρόμουν επειδή ήξερα, με την ενίσχυση των γονέων μου, ότι είχα παραμείνει πιστός. Αλλά υπήρχαν φορές που είτε εξαιτίας τής σωματικής τιμωρίας είτε από φόβο για την κατάσταση έλεγα ‘Χάιλ Χίτλερ’. Θυμάμαι πώς πήγαινα μετά στο σπίτι, με τα μάτια μου γεμάτα δάκρυα και πώς προσευχόμασταν μαζί στον Ιεχωβά και πώς για μια ακόμη φορά έπαιρνα κουράγιο να αντισταθώ στις επιθέσεις τού εχθρού την επόμενη φορά. Στη συνέχεια συνέβαιναν τα ίδια πράγματα και πάλι.

      «Μια μέρα ήρθε η Γκεστάπο και ερεύνησε το σπίτι μας. ‘Είσαι μάρτυς τού Ιεχωβά;’ ρώτησε τη μητέρα μου ένας από τους σωματώδεις άντρες των Ες⁠–⁠Ες. Σαν να είναι σήμερα μπορώ να τη θυμηθώ να ακουμπάει στο πλάι της πόρτας και να λέει σταθερά ‘Ναι’, μολονότι ήξερε ότι αργά ή γρήγορα αυτό θα σήμαινε τη σύλληψή της. Αυτό και έγινε δυο εβδομάδες αργότερα.

      «Η μητέρα μου ήταν απασχολημένη με τη φροντίδα τής μικρής μου αδελφής, η οποία θα γινόταν ενός έτους την άλλη μέρα, όταν ήρθε η αστυνομία με ένα ένταλμα για τη σύλληψή της. . . . Επειδή ο πατέρας μου ήταν στο σπίτι εκείνο τον καιρό εμείς παραμείναμε κάτω από την κηδεμονία του. . . . Δυο εβδομάδες αργότερα συνέλαβαν και τον πατέρα μου επίσης. Μπορώ ακόμη να τον θυμηθώ να κάθεται ζαρωμένος μπροστά από την σόμπα της κουζίνας και να κοιτάζει τη φωτιά. Πριν φύγω για το σχολείο τον αγκάλιασα όσο σφιχτά μπορούσα, αλλά δεν είχε γυρίσει να με κοιτάξει. Συχνά έχω σκεφτεί για το σκληρό αγώνα που είχε να κάνει και είμαι ευγνώμων στον Ιεχωβά μέχρι σήμερα που ο Θεός τού προμήθευσε την αναγκαία δύναμη για να μου δώσει ένα τόσο καλό παράδειγμα. Γύρισα σπίτι και διαπίστωσα ότι ήμουν μόνος. Ο πατέρας μου είχε διαταχθεί να εκτελέσει στρατιωτική υπηρεσία και είχε πάει στο στρατολογικό γραφείο τής πόλης για να εξηγήσει την άρνησή του. Τον συνέλαβαν αμέσως. Οι παππούδες μου και οι άλλοι συγγενείς μας​—​οι οποίοι ήταν όλοι εχθροί των μαρτύρων τού Ιεχωβά και μάλιστα μερικοί από αυτούς ήταν μέλη τού Ναζιστικού κόμματος​—​είχαν κάνει προσπάθειες για να πάρουν την κηδεμονία τη δική μου και της μικρής μου αδελφής έτσι ώστε να μη μας βάλουν σε ίδρυμα για νεαρούς ή ίσως ακόμη και σε αναμορφωτήριο. Μια δεύτερη αδελφή που είχα, που ήταν ήδη εικοσιενός ετών, την συνέλαβαν μόλις δύο εβδομάδες μετά από τον πατέρα μου και πέθανε τρεις εβδομάδες αργότερα στη φυλακή από διφθερίτιδα και οστρακιά.

      «Η μικρή μου αδελφή κι εγώ ήμαστε τώρα με τους παππούδες μου. Θυμάμαι ότι γονάτιζα μπροστά στο κρεβατάκι τής αδελφής μου για να προσευχηθώ. Δε με άφηναν να διαβάσω την Αγία Γραφή, αλλά πήρα μία κρυφά από μια γειτόνισσα και τη διάβαζα.

      «Ο παππούς μου που δεν ήταν στην αλήθεια κάποτε επισκέφθηκε τον πατέρα μου στη φυλακή. Όταν γύρισε στο σπίτι ήταν πολύ αγανακτισμένος και φοβερά θυμωμένος. ‘Αυτός ο εγκληματίας, αυτός ο τιποτένιος! Πώς μπορεί να εγκαταλείψει τα παιδιά του;’ Δεμένος στα χέρια και στα πόδια με αλυσίδες ο πατέρας μου οδηγήθηκε μπροστά στον παππού μου, ο οποίος μαζί με άλλους προσπάθησε να τον πείσει να εκτελέσει στρατιωτική υπηρεσία για χάρη των παιδιών. Αλλά αυτός εξακολουθούσε να παραμένει πιστός και σταθερά απέρριπτε τις υποδείξεις, οπότε ένας αξιωματικός είπε στον παππού μου: ‘Ακόμη κι αν αυτός ο άνθρωπος είχε δέκα παιδιά πάλι τα ίδια θα έκανε’. Μολονότι αυτό φάνηκε φοβερό στον παππού μου, για μένα ήταν απόδειξη ότι ο πατέρας μου παρέμενε πιστός και ότι ο Ιεχωβά τον βοηθούσε.

      «Λίγο καιρό αργότερα πήρα ένα γράμμα από τον πατέρα μου. Ήταν το τελευταίο του. Επειδή δεν ήξερε πού ήταν φυλακισμένη η μητέρα μου το έγραψε σε μένα. Ανέβηκα στο δωμάτιό μου στη σοφίτα και διάβασα τα πρώτα λόγια: ‘Να χαρείτε όταν πάρετε αυτό το γράμμα, γιατί έχω υπομείνει. Σε δύο ώρες θα εκτελεστώ. . . .’ Λυπήθηκα και έκλαψα μολονότι τότε δεν καταλάβαινα το μέγεθος του ζητήματος όπως σήμερα.

      «Μπροστά σ’ όλα αυτά τα αποφασιστικά γεγονότα εγώ παρέμεινα σχετικά ισχυρός. Χωρίς αμφιβολία ο Ιεχωβά μού έδινε την αναγκαία δύναμη για να λύνω τα προβλήματά μου. Αλλά ο Σατανάς έχει πολλούς τρόπους για να παγιδέψει κάποιον στην παγίδα του και εγώ σύντομα το διαπίστωσα αυτό. Ένας από τους συγγενείς μου πλησίασε τους δασκάλους μου και τους παρακάλεσε να είναι υπομονετικοί μαζί μου. Ξαφνικά όλοι έγιναν πολύ πολύ φιλικοί απέναντί μου. Οι δάσκαλοι δε με τιμωρούσαν ακόμη κι όταν δε χαιρετούσα με το ‘Χάιλ Χίτλερ’, και οι συγγενείς μου έγιναν ιδιαίτερα φιλικοί και καλοί προς εμένα. Και τότε έγινε το κακό.

      «Με δική μου πρωτοβουλία ξαναπήγα στη Νεολαία τού Χίτλερ, μολονότι κανένας δε με ανάγκασε να το κάνω αυτό και μολονότι απόμεναν μόνο μερικοί μήνες πριν από το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Αυτό που ο Σατανάς δεν είχε καταφέρει να το επιτύχει με την αυστηρότητα μπόρεσε να το επιτύχει με την κολακεία και με τη δολιότητα. Σήμερα μπορώ να πω ότι ο σοβαρός διωγμός μπορεί να δοκιμάσει την πιστότητά μας, αλλά οι δόλιες επιθέσεις τού Σατανά από άλλες πλευρές δεν είναι λιγότερο επικίνδυνες από τις κτηνώδεις επιθέσεις. Σήμερα καταλαβαίνω πόσο δύσκολες δοκιμασίες πίστης πέρασε η μητέρα μου ενώ ήταν στη φυλακή. Εγώ είχα πάρει το τελευταίο γράμμα τού πατέρα μου σε επιβεβαίωση της πιστότητάς του και της αφιέρωσής του μέχρι θανάτου κι αυτό με ενίσχυσε απέραντα. Σ’ αυτήν εξάλλου είχαν στείλει το ρουχισμό του, πάνω στα οποία φαίνονταν ακόμη καθαρά λεκέδες από αίμα, σιωπηλοί μάρτυρες των βασανιστηρίων του ως το θάνατό του. Η μητέρα μου αργότερα μου είπε ότι όλα αυτά τα πράγματα τής ήταν πολύ δύσκολο για να τ’ αντέξει, αλλά η πιο δύσκολη δοκιμασία της στη διάρκεια αυτού του καιρού ήταν τα γράμματά μου που έδειχναν ότι είχα σταματήσει να υπηρετώ τον Ιεχωβά.

      «Ο πόλεμος τέλειωσε γρήγορα. Η μητέρα μου ήρθε στο σπίτι και με βοήθησε να επιστρέψω στο δρόμο της αφιέρωσης. Εξακολούθησε να με ανατρέφει στην αγάπη του Ιεχωβά και στην αφιέρωση σ’ αυτόν. Κοιτώντας πίσω, βλέπω ότι είχα και τότε πολλά από τα ίδια προβλήματα που έχουν οι νεαροί αδελφοί μας σήμερα. Αλλά η μητέρα μου ποτέ δε σταμάτησε να αγωνίζεται για να με βοηθήσει να μείνω στο μονοπάτι τής αφιέρωσης. Εξαιτίας τής παρ’ αξία καλοσύνης τού Ιεχωβά είχα το προνόμιο να υπηρετήσω στην ολοχρόνια υπηρεσία επί είκοσι δύο χρόνια και έξι χρόνια και τέσσερις μήνες απ’ αυτό τον καιρό τα πέρασα στην φυλακή στην Ανατολική Γερμανία, φυλακισμένος όπως ήταν και οι γονείς μου.

      «Συχνά αναρωτιέμαι τι έκανα που να αξίζει τόσο μεγάλες ευλογίες από τον Ιεχωβά στο παρελθόν. Σήμερα πιστεύω ότι σ’ αυτό συνέβαλαν οι προσευχές τού πατέρα μου και της μητέρας μου. Δε θα μπορούσαν να δώσουν καλύτερο παράδειγμα Χριστιανικής διαγωγής απ’ αυτό που έδωσαν με την ίδια τους την πορεία ενέργειας».

      Υπάρχουν 860 γνωστές περιπτώσεις που παιδιά πάρθηκαν διά της βίας από τους γονείς τους, μολονότι ο ακριβής αριθμός μπορεί να είναι αρκετά μεγαλύτερος. Έχοντας υπόψη τέτοια απανθρωπιά δεν είναι παράξενο που οι αρχές προχώρησαν τόσο πολύ ώστε με την δικαιολογία ότι μερικοί γονείς έπασχαν από «κληρονομική αρρώστια» υποβάλλονταν σε στείρωση βάσει ενός ισχύοντος νόμου και γίνονταν ανίκανοι ν’ αποκτήσουν κατόπιν παιδιά.

      ΜΕΘΟΔΟΙ ΑΝΑΚΡΙΣΗΣ

      Μια από τις πιο σκληρές μεθόδους που χρησιμοποιούσαν ήταν να αφήνουν το γαμήλιο σύντροφο και άλλα μέλη τής οικογένειας να παρακολουθούν τα βασανιστήρια των αγαπημένων τους στη διάρκεια της ανάκρισης. Ο Έμιλ Βίλντε περιγράφει πόσο σκληρό ήταν να τον αναγκάζουν να ακούει από το κελί του καθώς η σύζυγός του βασανιζόταν κυριολεκτικά μέχρι θανάτου.

      «Στις 15 Σεπτεμβρίου 1937», αρχίζει ο Έμιλ, «νωρίς το πρωί γύρω στις 5 η ώρα, ήρθαν και ερεύνησαν το σπίτι μας δύο αξιωματούχοι τής Γκεστάπο αφού πρώτα ανάκριναν τα παιδιά μας. Στη συνέχεια πήραν εμένα και τη σύζυγό μου στο τμήμα και αμέσως μας κλείδωσαν σε κελιά φυλακής. Η πρώτη μας ανάκριση έγινε περίπου 10 μέρες αργότερα. Μου είπαν ότι επρόκειτο την ίδια μέρα επίσης να ανακρίνουν για πρώτη φορά τη σύζυγό μου και αυτό πράγματι έγινε.

      «Από το μεσημέρι και έπειτα γύρω στις 1 η ώρα άκουγα δυνατές κραυγές γυναίκας. Τη χτυπούσαν και καθώς οι κραυγές γίνονταν όλο και δυνατότερες εγώ τις άκουγα όλο και πιο καθαρά και αναγνώριζα ότι αυτές προέρχονται από τη σύζυγό μου. Χτύπησα το κουδούνι και ρώτησα γιατί χτυπούσαν αυτή τη γυναίκα, τη σύζυγό μου· μου είπαν ότι δεν ήταν η σύζυγός μου, αλλά κάποια άλλη, η οποία άξιζε τα χτυπήματα επειδή δε φέρθηκε καλά. Αργά το απόγευμα οι κραυγές άρχισαν και πάλι και μεγάλωναν τόσο πολύ που για μια φορά ακόμη χτύπησα το κουδούνι να παραπονεθώ για τη μεταχείριση που γινόταν στη σύζυγό μου. Η Γκεστάπο εξακολούθησε να αρνείται ότι ήταν η σύζυγός μου. Γύρω στις 1 η ώρα το ίδιο βράδι δεν μπόρεσα πλέον να το αντέξω περισσότερο και χτύπησα άλλη μια φορά, αλλά αυτή τη φορά εμφανίστηκε ένας αξιωματικός τής αστυνομίας, που δεν ήξερα το όνομά του και είπε: ‘Αν χτυπήσεις μια φορά ακόμη, θα πάθεις τα ίδια που έχουμε κάνει στη γυναίκα σου!’ Ακολούθησε σιωπή σ’ ολόκληρη τη φυλακή, γιατί στο μεταξύ είχαν πάει τη σύζυγό μου σε νευρολογική κλινική. Νωρίς το πρωί στις 3 Οκτωβρίου ήρθε στο κελί μου ο επικεφαλής δεσμοφύλακας της Γκεστάπο ο Κλάσσιν, για να μου πει ότι η σύζυγός μου είχε πεθάνει στη νευρολογική κλινική. Του είπα απροκάλυπτα ότι αυτοί ήταν υπεύθυνοι για το θάνατο της συζύγου μου και τη μέρα τής κηδείας της υπέβαλα μηνύσεις για φόνο εναντίον τής Γκεστάπο. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να με κατηγορήσει η Γκεστάπο για δυσφήμηση.

      «Αυτό σήμαινε ότι θα γινόταν άλλη μια δίκη εκτός από την πρώτη. Όταν έγινε αυτή η δίκη σηκώθηκαν δύο αδελφές στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας τού ειδικού Δικαστηρίου και βεβαίωσαν: ‘Ακούσαμε την κυρία Βίλντε να φωνάζει, «Διάβολοι, θα με σκοτώσετε από τα χτυπήματα»’. Ο δικαστής απάντησε: ‘Δεν το είδαν όμως αυτό, απλώς το άκουσαν. Σε καταδικάζω σε ένα μήνα φυλάκιση’. Μερικές αδελφές που είδαν τη σύζυγό μου ύστερα από το θάνατό της, βεβαίωσαν ότι ήταν φοβερά παραμορφωμένη με μεγάλες χαρακιές από χτυπήματα γύρω από το λαιμό της και στο πρόσωπό της. Εμένα δε μου επέτρεψαν να παρακολουθήσω την κηδεία».

      Σε άλλες περιπτώσεις έγιναν προσπάθειες να υπνωτιστούν οι αδελφοί. Σε μερικούς απ’ αυτούς έδωσαν τροφή που είχε υπνωτικό, και έτσι προσωρινά έχασαν τον έλεγχο πάνω σ’ αυτά που έλεγαν. Στην προσπάθειά τους να αναγκάσουν άλλους να ομολογήσουν, έδεσαν τα χέρια τους και τα πόδια τους πίσω στην πλάτη τους για ολόκληρη τη νύχτα. Από μερικούς που δεν μπόρεσαν να αντέξουν κάτω από τέτοια τρομερά βασανιστήρια, η Γκεστάπο μπόρεσε να αποσπάσει πληροφορίες για το πώς ήταν οργανωμένο το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά και πώς διεξαγόταν.

      ΦΙΛΙΚΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΕΡΓΟΔΟΤΕΣ

      Μολονότι οι αξιωματούχοι χρησιμοποιούσαν τη ‘νέα, ισχυρή και δυνατή γλώσσα’, η οποία ιδιαίτερα χαρακτήριζε όλους τους ηγέτες τής νέας κατάστασης, και βασιζόταν στη λεγόμενη ‘αρχή του Φύρερ’, ωστόσο ήταν ευχάριστο που κάπου⁠–⁠κάπου μερικοί αξιωματούχοι τής αστυνομίας, στις σχέσεις τους με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά μέσα και έξω από τη φυλακή, έδειχναν ότι ήταν ακόμη ικανοί να έχουν κάποια συμπόνια για το συνάνθρωπό τους.

      Ο Καρλ Γκέριν που αρνήθηκε να δώσει το «Γερμανικό χαιρετισμό» και να συνεργαστεί με την Οργάνωση τού Μετώπου Εργασίας, απολύθηκε από τη δουλειά του στην ιδιωτική εταιρία σιδηροδρόμων στα έργα τής Λέονας στο Μέρσεμπουργκ. Το γραφείο ευρέσεως εργασίας αρνήθηκε να του βρει δουλειά και το γραφείο πρόνοιας αρνήθηκε να του δώσει οποιοδήποτε είδος βοήθειας. Αλλά ο Ιεχωβά ο οποίος γνωρίζει τις ανάγκες τού λαού του κατεύθυνε το ζήτημα έτσι ώστε ο Αδελφός Γκέριν σύντομα να βρει δουλειά σε ένα εργοστάσιο χαρτοποιίας στο Βάισσενφελς. Ο διευθυντής τού εργοστασίου ο κύριος Κορνέλιους, προσέλαβε όλους τους αδελφούς τής περιοχής που είχαν απολυθεί από τις δουλειές τους και δεν τους ζήτησε τίποτα που θα ήταν σε αντίθεση με τη συνείδησή τους.

      Όπως αποδείχτηκε αργότερα υπήρχαν και άλλοι εργοδότες σαν κι αυτόν αν και όχι πολλοί. Έτσι αρκετοί αδελφοί σώθηκαν από τα νύχια τής Γκεστάπο.

      Υπήρχαν επίσης και μεμονωμένοι δικαστές οι οποίοι ενδόμυχα δε συμφωνούσαν καθόλου με τις βίαιες μεθόδους που χρησιμοποιούσε η κυβέρνηση του Χίτλερ. Ιδιαίτερα στην αρχή πολλοί δικαστές παρουσίαζαν στους αδελφούς ένα αθώο χαρτί για υπογραφή που έλεγε απλώς ότι θα απείχαν από κάθε ενασχόληση σε πολιτικές δραστηριότητες. Έτσι πολλοί αδελφοί μπόρεσαν να διατηρήσουν την ελευθερία τους αφού μπορούσαν να υπογράψουν αυτό το χαρτί χωρίς επιφυλάξεις.

      Οι έρευνες στα σπίτια συχνά έδειχναν ότι δεν μισούσαν όλοι οι αξιωματούχοι τους Μάρτυρες του Ιεχωβά όπως φαινόταν από πρώτη ματιά. Ο Αδελφός και η Αδελφή Πόντιγκ το διαπίστωσαν αυτό όταν ερευνήθηκε το σπίτι τους. Μόλις είχαν πάρει το ταχυδρομείο τους που περιλάμβανε αντίτυπα της Σκοπιάς μαζί με άλλα έντυπα, από τη σαρκική αδελφή τής Αδελφής Πόντιγκ η οποία ζούσε στην Ολλανδία. Ωστόσο πριν καν μπορέσουν να διαβάσουν τίποτα χτύπησε ξαφνικά το κουδούνι τής πόρτας.

      «Γρήγορα», φώναξε η Αδελφή Πόντιγκ, «βάλ’ τα όλα στο κελάρι και κλείσε την πόρτα». Επειδή αυτό όμως θα μπορούσε να τραβήξει την προσοχή αποφάσισε η αδελφή την τελευταία στιγμή να αφήσει την πόρτα ανοιχτή. Στο μεταξύ ο πράκτορας της Γκεστάπο, συνοδευόμενος από έναν άντρα των Ταγμάτων Εφόδου, είχε μπει στο σπίτι. «Λοιπόν», είπε, «ας αρχίσουμε ακριβώς από δω». Μ’ αυτό εννοούσε το κελάρι που η πόρτα του ήταν ανοιχτή. Ο μικρός γιος τού Αδελφού Πόντιγκ ξαφνικά είπε: «Θα ψάχνετε πολλή ώρα πριν μπορέσετε να βρείτε τίποτα στο κελάρι», οπότε ο πράκτορας γέλασε και είπε: «Καλά τότε ας πάμε στο άλλο δωμάτιο». Η έρευνα αποδείχτηκε άκαρπη. Στην πραγματικότητα ο Αδελφός Πόντιγκ και η οικογένειά του σχημάτισαν την εντύπωση ότι αυτοί​—​τουλάχιστον ο πράκτορας της Γκεστάπο​—​δεν ήθελαν να βρουν τίποτα. Ήταν φανερό ότι ο άντρας των Ταγμάτων Εφόδου πίστευε ότι η έρευνα δεν ήταν πλήρης και ήθελε να συνεχίσει την έρευνα. Αλλά ο πράκτορας της Γκεστάπο τον επέπληξε και του απαγόρευσε να ψάξει περισσότερο. Όταν έφευγαν ξαφνικά γύρισε μόνος του και ψιθύρισε στην Αδελφή Πόντιγκ: «Κυρία Πόντιγκ ακούστε τι θα σας πω. Θα πάρουν τα παιδιά σας επειδή δεν είναι στη Νεολαία τού Χίτλερ. Σας παρακαλώ στείλτε τα έστω και για τα μάτια». «Στη συνέχεια έφυγαν και οι δυο και εμείς μπορέσαμε να διαβάσουμε το ταχυδρομείο μας από την Ολλανδία με ηρεμία», γράφει ο Αδελφός Πόντιγκ. «Ευχαριστήσαμε τον Ιεχωβά για τα πολλά νέα πράγματα και για τη Σκοπιά που υπήρχε και πάλι».

      ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΣΗΣ

      Υπάρχουν φυσικά πολυάριθμες περιπτώσεις στις οποίες οι αξιωματούχοι τής Γκεστάπο χτυπήθηκαν προφανώς με τύφλωση όταν έκαναν τις έρευνές τους και συχνά παραπλανήθηκαν από τις αστραπιαίες αντιδράσεις των αδελφών, πράγμα που δείχνει την προστασία τού Ιεχωβά και την αγγελική βοήθεια.

      Η Αδελφή Κορνέλιους από το Μάρκτρεντβιτς λέει μια πείρα: «Μια μέρα εμφανίστηκε κάποιος άλλος αστυνομικός για να κάνει έρευνα. Είχαμε αρκετά έντυπα στο σπίτι και ανάμεσα σ’ αυτά πολυγραφημένες Σκοπιές. Προς στιγμή, δε σκέφτηκα τίποτα καλύτερο από το να τα βάλω όλα σε μια άδεια τσαγιέρα, που έτυχε να βρίσκεται στο τραπέζι. Αφού αυτοί έψαξαν παντού, ήταν πια ζήτημα χρόνου πριν να βρουν κι αυτόν τον κρυψώνα. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή μπήκε απροσδόκητα στο διαμέρισμα η σαρκική μου αδελφή. Χωρίς να της εξηγήσω, της είπα, ‘Να, πάρε τον καφέ σου μαζί σου’. Εκείνη φάνηκε λίγο ξαφνιασμένη στην αρχή αλλά κατάλαβε τι εννοούσα, και έφυγε αμέσως παίρνοντας την τσαγιέρα μαζί της. Τα έντυπα ήταν εκτός κινδύνου και οι αξιωματούχοι δεν είχαν προσέξει ότι είχαν παραπλανηθεί».

      Διασκεδαστική είναι η ιστορία που λένε ο Αδελφός και η Αδελφή Κορνέλιους για τον πεντάχρονο γιο τους τον Ζίκφριντ, ο οποίος εκείνο τον καιρό δεν είχε δυσκολίες με το «Γερμανικό χαιρετισμό» και παρόμοια πράγματα επειδή δεν ήταν ακόμη σε σχολική ηλικία. Αλλά επειδή οι γονείς του τον ανάτρεφαν στην αλήθεια, ήξερε ότι τα έντυπα των γονιών του, τα οποία πάντοτε τα έκρυβαν αφού τα είχαν διαβάσει, ήταν πολύ σπουδαία και ότι η Γκεστάπο δεν έπρεπε να τα βρει. Μια μέρα όταν είδε δύο αξιωματούχους να έρχονται από την αυλή στο σπίτι των γονιών του, αμέσως κατάλαβε ότι θα έψαχναν για κρυμμένα έντυπα και αμέσως ήξερε τι έπρεπε να κάνει για να τους εμποδίσει από το να τα βρουν. Μολονότι δεν ήταν ακόμη σε σχολική ηλικία, άρπαξε τη τσάντα τού μεγαλύτερου αδελφού του, την άδειασε απ’ ό,τι είχε μέσα και τη γέμισε με όλα τα έντυπα. Κρέμασε την τσάντα στην πλάτη του και βγήκε μ’ αυτή στο δρόμο. Εκεί περίμενε ωσότου έφυγαν οι αξιωματούχοι αφού δεν μπόρεσαν να βρουν τίποτα. Στη συνέχεια γύρισε στο σπίτι και ξανάκρυψε τα έντυπα εκεί που τα είχε βρει.

  • Μέρος 2—Γερμανία
    Βιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 1985
    • Μέρος 2—Γερμανία

      ΑΝΕΥΡΕΣΗ «ΠΡΟΒΑΤΩΝ» ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ

      Ενώ ήταν στη φυλακή οι αδελφοί έρχονταν σε επαφή με κάθε είδους ανθρώπους και φυσικά, όσο ήταν δυνατόν, τους μιλούσαν για την ελπίδα τους. Πόσο μεγάλη ήταν η χαρά τους όταν ένας από τους συγκρατουμένους τους δεχόταν την αλήθεια! Ο Βίλλυ Λέμπεγκερ μας λέει για μια τέτοια πείρα. Ήταν φυλακισμένος με πολλούς άλλους σε ένα δωμάτιο όπου επιτρεπόταν το κάπνισμα:

      «Η κουκέτα μου ήταν πάνω αλλά ο φυλακισμένος που κοιμόταν κάτω από μένα κάπνιζε τόσο πολύ που με δυσκολία μπορούσα ν’ αναπνεύσω. Όταν όλοι οι άλλοι κοιμούνταν εγώ μπορούσα να του δίνω μαρτυρία από την Αγία Γραφή για το σκοπό τού Θεού για τους ανθρώπους. Διαπίστωσα ότι άκουγε προσεκτικά. Αυτός ο νεαρός ήταν δραστήριος στα πολιτικά πράγματα και είχε φυλακιστεί γιατί μοίραζε παράνομα περιοδικά. Υποσχεθήκαμε ο ένας στον άλλον ότι αν ζούσαμε και ελευθερωνόμασταν, θα προσπαθούσαμε να επισκεφθούμε ο ένας τον άλλον. Αλλά τα πράγματα έγιναν διαφορετικά. Το 1948 τον ξανασυνάντησα σε μια από τις συνελεύσεις μας περιοχής. Με αναγνώρισε αμέσως με χαιρέτησε με χαρά και ύστερα μου είπε την ιστορία του. Αφού συμπλήρωσε την ποινή του και αφέθηκε ελεύθερος κλήθηκε για στρατιωτική υπηρεσία και υπηρέτησε στο μέτωπο της Ρωσίας. Εκεί είχε την ευκαιρία να σκεφτεί πάνω σ’ όλα τα πράγματα που του είχα πει. . . . Τελικά μου είπε: ‘Σήμερα έγινα αδελφός σου’. Μπορείτε να φανταστείτε πόσο συγκινήθηκα και πόσο χάρηκα;»

      Ο Χέρμαν Σλέμερ είχε μια παρόμοια πείρα. Πάλι σε μια συνέλευση περιοχής ένας αδελφός τον πλησίασε και του είπε: «Με θυμάσαι;» ο Αδελφός Σλέμερ απάντησε: «Το πρόσωπό σου είναι γνωστό, αλλά δεν ξέρω ποιος είσαι». Ο αδελφός τότε του είπε ότι ήταν ο δεσμοφύλακας του Αδελφού Σλέμερ στη φυλακή τής Φρανκφούρτης στη διάρκεια της πεντάχρονης φυλάκισής του εκεί. Ο Αδελφός Σλέμερ είχε πει στο δεσμοφύλακα πολλά πράγματα για την αλήθεια. Του είχε ζητήσει επίσης μια Αγία Γραφή την οποία ο κληρικός της φυλακής τού αρνήθηκε. Ο δεσμοφύλακας ήταν φιλάνθρωπος και βρήκε μια Αγία Γραφή για τον Αδελφό Σλέμερ. Για να έχει επίσης κάτι να κάνει στην απομόνωση της φυλακής τού έφερνε τις κάλτσες τής οικογένειας για μαντάρισμα. Ναι ο Αδελφός Σλέμερ πραγματικά είχε αιτία για χαρά επειδή ένιωθε ότι σ’ αυτή την περίπτωση ο λόγος τού Ιεχωβά είχε πέσει σε γόνιμο έδαφος.

      Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΤΡΟΦΗ ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΠΑΝΙΑ

      Η πνευματική τροφή στη Γερμανία εξακολούθησε να λιγοστεύει. Το πόσο επικίνδυνο ήταν για τα άτομα καθώς και για τους ομίλους όταν έχασαν την επαφή με την οργάνωση και δεν είχαν πλέον την ευκαιρία να παίρνουν πνευματική τροφή μάς το λέει ο Χάινριχ Βίκερ:

      «Όταν οι Ναζί ανέβηκαν στην εξουσία, στην εκκλησία μας ήμαστε μεταξύ τριάντα και σαράντα ευαγγελιζόμενοι. Η προκλητική θέση που πήρε αυτό το σύστημα σύντομα ανάγκασε πολλούς αδελφούς να ‘χαλαρώσουν’, κι έτσι να γίνουν αδρανείς, και οι μισοί περίπου από τους ευαγγελιζόμενους δεν ξαναεμφανίστηκαν. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να είμαστε πολύ προσεκτικοί στις σχέσεις μας μ’ εκείνους που είχαν απομακρυνθεί, να τους χαιρετούμε όταν τους συναντούμε, αλλά να μην τους δίνουμε περιοδικά όταν υπήρχαν διαθέσιμα. Κάποτε στη διάρκεια μιας συζήτησης, ανακαλύψαμε ότι όλοι οι αδελφοί εκτός από δεκατέσσερις είχαν ψηφίσει στις εκλογές».

      Φυσικά υπήρχε πάντοτε κίνδυνος να στερηθούν μερικοί αδελφοί την πνευματική τροφή απλά και μόνο επειδή μερικές ατυχείς περιστάσεις είχαν προξενήσει υποψίες ότι είχαν αποσυρθεί από την οργάνωση του Ιεχωβά. Αυτό ακριβώς συνέβη στην Γκρέτε Κλάιν και στη μητέρα της στο Στεττίνο. Ας ακούσουμε τι αφηγείται η ίδια:

      «Συναθροιζόμασταν σε μικρούς ομίλους στα σπίτια διαφόρων αδελφών. Ο επίσκοπος της εκκλησίας μας μου έδωσε τη Σκοπιά για να μπορέσω να κάνω τα στένσιλς για να πολυγραφηθεί. Αλλά ύστερα από λίγο έχασα αυτό το προνόμιο που τόσο πολύ εκτιμούσα. Οι αδελφοί είχαν τρομοκρατηθεί και φοβόνταν ότι μπορούσαν να ανακαλυφθούν όταν διαπίστωσαν ότι ο πατέρας μου ήταν εχθρός τής αλήθειας. Σε μας, στη μητέρα μου και σε μένα, δεν έδιναν ούτε καν ένα αντίτυπο της Σκοπιάς. Μάλιστα ο φόβος των αδελφών προχώρησε τόσο πολύ που ούτε καν μας χαιρετούσαν όταν μας συναντούσαν στο δρόμο. Κάθε επαφή με την οργάνωση του Ιεχωβά είχε διακοπεί. Μια εκκλησία Σπουδαστών τής Γραφής στο Στεττίνο έπαψε να υπάρχει γιατί, μολονότι ήμαστε ακόμη ελεύθεροι, ήμαστε χωρίς ηγεσία και χωρίς πνευματική τροφή. . . .

      «Το να μην προχωρείς στην ουσία σημαίνει οπισθοχώρηση. Αυτό το είδαμε σύντομα από την πνευματική μας κατάσταση. Μετά την έναρξη του πολέμου, συνέχισα να προσεύχομαι για τους πνευματικούς μου αδελφούς που ήταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης· σύντομα όμως προσευχόμουν επίσης και για τα σαρκικά μου αδέλφια που πολεμούσαν με κατά γράμμα όπλα στη Ρωσία και στην Ελλάδα. Εκείνο τον καιρό ούτε καν μου περνούσε από το μυαλό η ιδέα ότι αυτό που έκανα ήταν κάτι κακό. Συχνά μου ερχόταν στο μυαλό η σκέψη για το αν θα ήταν ποτέ δυνατό να εγκαθιδρυθεί μια νέα τάξη κάτω από τη βασιλεία τού Θεού.

      «Εκτός από μένα, υπήρχαν και πολλοί άλλοι νεαροί στην εκκλησία τού Στεττίνου οι οποίοι δεν ήξεραν πού στέκονταν. Μερικοί νέοι όπως ο Γκίντερ Μπράουντ, ο Κουρτ και ο Άρτουρ Βίσσμαν, υπηρετούσαν τη στρατιωτική τους θητεία πολεμώντας με κατά γράμμα όπλα. Ο Κουρτ Βίσσμαν μάλιστα σκοτώθηκε στη μάχη. Ένας σημαντικός λόγος για την αρνητική μου στάση ήταν χωρίς αμφιβολία το γεγονός ότι η ηγεσία μέσα στην εκκλησία τού Στεττίνου είχε πέσει θύμα στο φόβο των ανθρώπων. . . .

      «Εξάλλου οι αδελφοί εκείνοι οι οποίοι εξασθένησαν στη διάρκεια εκείνου του καιρού είναι ένα παράδειγμα της μακροθυμίας, τής αγάπης και της συγχωρητικότητας τού Ιεχωβά, αφού όπως διαπίστωσα αργότερα, μερικοί απ’ αυτούς ειλικρινά μετανόησαν για τις πράξεις τους όταν άρχισε και πάλι το έργο και αποκαταστάθηκαν στην εύνοια του Ιεχωβά. Μερικοί απ’ αυτούς είναι ακόμη στην ολοχρόνια υπηρεσία σήμερα όπως για παράδειγμα, ο πρώην επίσκοπος εκκλησίας του Στεττίνου, ο οποίος εξαιτίας τού φόβου των ανθρώπων διέκοψε κάθε επαφή μαζί μου και μαζί με τη μητέρα μου και μετακόμισε με τη σύζυγό του σ’ ένα μέρος όπου ήταν εντελώς άγνωστοι. Αλλά πόσο χάρηκα όταν τους συνάντησα και πάλι στο Βισμπάντεν όταν άρχισα να υπηρετώ στο Μπέθελ και μπόρεσα να τους δω και τους δυο να συνεχίζουν την ολοχρόνια υπηρεσία μέχρι τα γεράματα. Εξαιτίας της πορείας του μερικοί από τους αδελφούς υπέφεραν πάρα πολλά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και στις φυλακές και πολλοί δυσκολεύτηκαν να τον συγχωρήσουν. Αλλά το έλεος του Ιεχωβά τούς βοήθησε να το κάνουν και χρησίμευσε σαν ένα θαυμάσιο παράδειγμα γι’ αυτούς».

      ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΜΑΓΔΕΜΒΟΥΡΓΟ ΚΑΙ ΣΕ ΑΛΛΑ ΜΕΡΗ

      Γυρίζοντας πίσω στα γεγονότα του 1933 όταν ο Χίτλερ έγινε καγκελάριος, βρίσκουμε ότι ο Αδελφός Ρόδερφορδ σύντομα κατάλαβε ότι η Γερμανική κυβέρνηση είχε βάλει στο μάτι το κτίριό μας στο Μαγδεμβούργο και τα ακριβά τυπογραφικά πιεστήρια εκεί. Έγιναν μεγάλες προσπάθειες για να αποδειχτεί στους αρμόδιους αξιωματούχους ότι η Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρία Σκοπιά της Γερμανίας ήταν παράρτημα τής Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά της Πενσυλβανίας και ότι, αφού η περιουσία τού Μαγδεμβούργου σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν σε δωρεές από την Αμερική, ήταν στην πραγματικότητα Αμερικάνικη περιουσία. Κάτω απ’ αυτές τις περιστάσεις ο Αδελφός Μπάλτζεραϊτ σαν Γερμανός πολίτης είχε μικρές δυνατότητες να αγωνιστεί για την επιστροφή της Αμερικανικής περιουσίας. Ο Αδελφός Ρόδερφορδ λοιπόν ζήτησε από τον Αδελφό Χάρμπεκ, τον επίσκοπο τμήματος της Ελβετίας να λάβει μέρος στην αντιδικία κάνοντας χρήση τής Αμερικανικής του υπηκοότητας.

      Ο Αδελφός Μπάλτζεραϊτ ο οποίος είχε μετακομίσει στην Τσεχοσλοβακία για ασφάλεια νόμισε τώρα ότι η εξουσία του περιορίστηκε και πληγώθηκε η υπερηφάνειά του. Ωστόσο ο ίδιος έδειξε πολύ λίγη προθυμία να επιστρέψει στη Γερμανία και να κατευθύνει προσωπικά τις διαπραγματεύσεις που γίνονταν για την επιστροφή τής περιουσίας τής Εταιρίας και να υποστηρίξει τους αδελφούς του στον αγώνα τους για την πίστη. Συγχρόνως ο Αδελφός Μπάλτζεραϊτ και μερικοί άλλοι αδελφοί οι οποίοι είχαν πάρει το μέρος του στη διαμάχη κατηγόρησαν τον Αδελφό Χάρμπεκ ότι ήταν αμελής στη φροντίδα των Γερμανικών συμφερόντων, ενώ άλλοι έφτασαν στο σημείο να τηλεγραφήσουν στον Αδελφό Ρόδερφορδ υπέρ τού Μπάλτζεραϊτ.

      Ο Αδελφός Ρόδερφορδ απάντησε στον Μπάλτζεραϊτ ως εξής: «Γύρισε στο Μαγδεμβούργο και μείνε εκεί και φρόντισε για τα ζητήματα και κάνε ό,τι μπορείς, αλλά να κρατάς ενήμερο τον Αδελφό Χάρμπεκ για όλα. . . . Στην πραγματικότητα δε χρειάζεται να ζητήσεις άδεια να επιστρέψεις στη Γερμανία αφού καθώς γνωρίζουμε τόσο εγώ όσο και συ, θα μπορούσες να είχες μείνει εκεί από την αρχή. Προσπάθησες να με κάνεις όμως να πιστέψω ότι η προσωπική σου ασφάλεια εξαρτιόταν από την έξοδό σου από τη χώρα».

      Το έτος 1933 τελείωσε χωρίς να επιτευχθεί κάποια ομοφωνία σχετικά με την διεξαγωγή τακτικών συναθροίσεων και τη διεξαγωγή τού έργου κηρύγματος. Ο Αδελφός Πόντιγκ περιγράφει την κατάσταση ως εξής: «Αναπτύχθηκαν δύο ομάδες. Οι φοβητσιάρηδες πίστευαν ότι ήμαστε ανυπάκουοι και ότι βάζαμε σε κίνδυνο και αυτούς και το έργο τού Ιεχωβά». Ένα γράμμα που έγραψε ο Αδελφός Χάρμπεκ τον Αύγουστο του 1933 κυκλοφόρησε πάρα πολύ ανάμεσα στους Γερμανούς αδελφούς και χρησιμοποιήθηκε στις συζητήσεις αυτών που φοβόνταν σαν απόδειξη ότι η στάση τους ήταν σωστή. Στο μεταξύ η Εταιρία δημοσίευσε ένα άρθρο στη Σκοπιά με τίτλο «Μη Φοβηθήτε Αυτούς», που υποστήριζε τη δράση εκείνων οι οποίοι παρά τον αυξανόμενο διωγμό και την κακομεταχείριση είχαν ακολουθήσει τη φωνή τής συνείδησής τους και είχαν συνεχίσει να συναθροίζονται μαζί σε μικρές ομάδες για να διεξάγουν το έργο τού κηρύγματος κάτω από την επιφάνεια. Τους έδειξε ότι οι πράξεις τους ήταν σε αρμονία με το θείο θέλημα.

      Οι διαπραγματεύσεις για την επιστροφή της περιουσίας τού Μαγδεμβούργου είχαν αποτύχει και έτσι ο Αδελφός Ρόδερφορδ έγραψε στον Αδελφό Χάρμπεκ στις 5 Ιανουαρίου 1934 τα εξής: «Ελάχιστες ελπίδες έχω ότι θα μπορέσουμε να πετύχουμε κάτι από τη Γερμανική κυβέρνηση. Έχω τη γνώμη ότι αυτή η πτέρυγα της οργάνωσης του Σατανά θα εξακολουθήσει να καταπιέζει το λαό μας μέχρις ότου επέμβει ο Κύριος».

      Στο μεταξύ, και άλλα γράμματα από τους αδελφούς της Γερμανίας είχαν φτάσει στον Αδελφό Ρόδερφορδ και του έδωσαν μια πιο ακριβή ιδέα τής κατάστασης του έργου στη Γερμανία και επίσης της πνευματικής κατάστασης των αδελφών. Ένα απ’ αυτά από τον Αδελφό Πόντιγκ, είχε σχέση με το άρθρο τής Σκοπιάς «Μη Φοβηθήτε Αυτούς». Εξηγούσε ότι μερικοί από τους αδελφούς είχαν αρνηθεί να δεχθούν αυτό το τεύχος τής Σκοπιάς σαν «τροφή εν καιρώ». Μερικοί προσπάθησαν ακόμη και να εμποδίσουν τους αδελφούς από το να διεξάγουν το κάτω από την επιφάνεια κήρυγμα. Η απάντηση του Αδελφού Ρόδερφορδ κυκλοφόρησε στους αδελφούς παντού. Εν μέρει έλεγε: «Το άρθρο ‘Μη Φοβηθήτε Αυτούς’ που εμφανίστηκε στη Σκοπιά τής 1ης Δεκεμβρίου ήταν γραμμένο ειδικά για το όφελος των αδελφών μας της Γερμανίας. Θα είναι περίεργο αν κάποιος από τους αδελφούς εναντιωθεί σ’ εκείνους που ενδιαφέρονται να βρίσκουν ευκαιρίες για να δίνουν μαρτυρία για τον Κύριο. . . . Το προαναφερόμενο άρθρο είναι κατάλληλο για τη Γερμανία όπως είναι κατάλληλο για οποιοδήποτε άλλο μέρος της γης. Ειδικά ταιριάζει για το υπόλοιπο οπουδήποτε κι αν βρίσκονται τα μεμονωμένα μέλη. . . . Αυτό σημαίνει ότι ούτε ο υπηρέτης εντύπων, ο διευθυντής υπηρεσίας, ο ηγέτης στο έργο του θερισμού ή οποιοσδήποτε άλλος έχει το δικαίωμα να σας πει τι να κάνετε ή να αρνηθεί να σας προμηθεύσει με τέτοια έντυπα αν είναι διαθέσιμα. Η δραστηριότητά σας στην υπηρεσία τού Κυρίου δεν είναι παράνομη, γιατί την κάνετε σε υπακοή στην εντολή τού Κυρίου. . . .»

      ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΕΝΩΜΕΝΗ ΔΡΑΣΗ ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΒΕΤΙΑΣ

      Προγραμματίστηκε να γίνει μια συνέλευση στο χώρο των εκθέσεων στην πόλη Βασιλεία της Ελβετίας, από τις 7 ως τις 9 Σεπτεμβρίου 1934. Ο Αδελφός Ρόδερφορδ έλπιζε να συναντήσει αρκετούς αδελφούς από τη Γερμανία εκεί για να ακούσει από πρώτο χέρι για την πραγματική κατάσταση στη χώρα. Μολονότι οι συνθήκες ήταν πάρα πολύ δύσκολες σχεδόν χίλιοι αδελφοί από τη Γερμανία μπόρεσαν να παραβρεθούν. Αυτοί αργότερα ανέφεραν πόσο στενοχωρέθηκε ο Αδελφός Ρόδερφορδ όταν άκουσε προσωπικά τι είχαν ήδη αναγκαστεί να υποφέρουν οι αδελφοί.

      Εξάλλου ο αδελφός αναγκάστηκε να αναγνωρίσει ότι ακόμη και οι περιοδεύοντες επίσκοποι που ήταν παρόντες δεν ήταν ομόφωνοι όσον αφορά το έργο τού κηρύγματος. Τους μίλησε για τα βήματα που έπρεπε να γίνουν στη Γερμανία μετά τη συνέλευση. Έγιναν σχέδια για ενωμένη δράση.

      Η 7η Οκτωβρίου 1934, θα μείνει για πάντα χαραγμένη σαν κάτι ξεχωριστό στη μνήμη όλων εκείνων οι οποίοι είχαν το προνόμιο να συμμετάσχουν στα γεγονότα εκείνης της μέρας. Εκείνη τη μέρα οι μάρτυρες του Ιεχωβά, που στα μάτια του Χίτλερ ήταν μια γελοία μειονότητα, αποφάσισαν ν’ αναλάβουν άφοβη δράση εναντίον τού Χίτλερ και της κυβέρνησής του.

      Οι λεπτομέρειες εξηγούνταν σ’ ένα γράμμα από τον Αδελφό Ρόδερφορδ, ένα αντίγραφο του οποίου επρόκειτο να φτάσει σε κάθε εκκλησία τής Γερμανίας με ειδικό αγγελιαφόρο. Συγχρόνως αυτοί οι αγγελιαφόροι είχαν οδηγίες να κάνουν προετοιμασίες για συναθροίσεις που θα διεξάγονταν σ’ ολόκληρη τη Γερμανία την συγκεκριμένη εκείνη μέρα. Το γράμμα τού Αδελφού Ρόδερφορδ έλεγε εν μέρει τα εξής:

      «Κάθε όμιλος των μαρτύρων του Ιεχωβά της Γερμανίας πρέπει να συγκεντρωθεί σε κατάλληλο μέρος στην πόλη όπου μένουν, την Κυριακή το πρωί στις 7 Οκτωβρίου 1934 στις 9 η ώρα. Αυτό το γράμμα πρέπει να διαβαστεί σ’ όλους τους παρόντες. Πρέπει να προσευχηθείτε όλοι μαζί στον Ιεχωβά και να του ζητήσετε μέσω τού Ιησού Χριστού, της Κεφαλής μας και Βασιλιά μας, για την καθοδηγία του, την προστασία του, για την απελευθέρωση και ευλογία. Αμέσως κατόπιν θα στείλετε ένα γράμμα στους αξιωματούχους της Γερμανικής κυβέρνησης του οποίου το κείμενο θα έχετε εκ των προτέρων επεξεργαστεί και ετοιμάσει. Θα πρέπει να διαθέσετε λίγα λεπτά για να συζητήσετε τα εδάφια Ματθαίος 10:16–24 έχοντας κατά νου ότι αν κάνετε όπως λένε αυτά τα εδάφια, ‘αγωνίζεσθε για τη ζωή σας’. (Εσθήρ 8:11) Η συνάθροιση τότε θα τελειώσει και εσείς θα βγείτε στους γείτονές σας για να τους δώσετε μαρτυρία για το όνομα του Ιεχωβά, για το Θεό μας και για την Βασιλεία του υπό τον Ιησού Χριστό.

      «Οι αδελφοί σας σ’ ολόκληρο τον κόσμο θα σας σκέφτονται και θ’ απευθύνουν παρόμοιες προσευχές στον Ιεχωβά την ίδια ώρα».

      ΕΝΩΜΕΝΗ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΓΙΑ ΥΠΑΚΟΗ ΣΤΟ ΘΕΟ

      Φυσικά οι προετοιμασίες έπρεπε να γίνουν με πλήρη μυστικότητα. Κάθε αδελφός ο οποίος είχε οποιαδήποτε σχέση μ’ αυτές τις προετοιμασίες έπρεπε να συμφωνήσει να μη μιλήσει ούτε ακόμη και στη σύζυγό του ή σε οποιοδήποτε άλλο μέλος της οικογένειάς του γι’ αυτό που προγραμματιζόταν για τις 7 Οκτωβρίου. Παρ’ όλες αυτές τις προφυλάξεις, δημιουργήθηκε μια κατάσταση η οποία θα μπορούσε να έχει τρομερές συνέπειες αν δεν επενέβαινε το ισχυρό και προστατευτικό χέρι του Ιεχωβά. Σχετικά μ’ αυτά που έγιναν στο Μάιντς, ο Κόνραντ Φράνκε μας αναφέρει:

      «Είχα συλληφθεί στις αρχές του 1933 για πρώτη φορά και με είχαν βάλει σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και έτσι ύστερα από την απελευθέρωσή μου συχνά εμφανιζόμουν στη Γκεστάπο που με κατηγορούσε κάθε φορά ότι ήμουν υπεύθυνος για τη διοργάνωση του έργου σ’ αυτή την πόλη, αφού οι συνεχείς συλλήψεις έδειχναν ότι υπήρχε οργανωμένη εκστρατεία κηρύγματος εκεί. Έτσι γι’ αυτό το λόγο δεχόμουν την αλληλογραφία μου σε μια μυστική διεύθυνση, μια διεύθυνση που ο Αδελφός Φραντς Μερκ, ο διευθυντής μας υπηρεσίας περιφέρειας την ήξερε. Αλλά για κάποιο ανεξήγητο λόγο δεν είχε παραδώσει σε μένα προσωπικά το γράμμα τού Αδελφού Ρόδερφορδ που περιείχε τις αναγκαίες οδηγίες όπως είχαμε συμφωνήσει στη Βασιλεία, αλλά το έστειλε με το ταχυδρομείο και μάλιστα στην κανονική μου διεύθυνση και κυριολεκτικά ‘την τελευταία στιγμή’. Ευτυχώς εγώ είχα ήδη ενημερωθεί γι’ αυτή την εκστρατεία από τον Αδελφό Άλμπερτ Βάντρες, με τον οποίο συνεργαζόμουν πολύ στενά, και έτσι γνώριζα όλες τις λεπτομέρειες που υπήρχαν στο γράμμα. Επειδή οι μέρες μέχρι τις 7 Οκτωβρίου κυλούσαν πάρα πολύ γρήγορα και εγώ ακόμη δεν είχα λάβει αυτή τη σπουδαία πληροφορία από τον Αδελφό Μερκ, προχώρησα χωρίς τη βοήθειά του και έκανα διευθετήσεις να διεξαχθεί η συνάθροιση στο σπίτι ενός αδελφού σε ένα προάστιο του Μάιντς, στην οποία συνάθροιση είχαν προσκληθεί σχεδόν είκοσι άτομα.

      «Δυο μέρες πριν από τη συνάθροιση χρειάστηκε να γίνει μια ξαφνική αλλαγή, επειδή το σπίτι όπου επρόκειτο να συναθροιστούμε αποδείχτηκε ότι ήταν επικίνδυνος τόπος. Όταν είχαν ειδοποιηθεί όλοι οι αδελφοί και οι αδελφές για τη νέα διεύθυνση, ανακαλύψαμε ξαφνικά ότι μια οικογένεια σ’ αυτό το σπίτι είχε επίσης εκφράσει μεγάλη εχθρότητα και είχε απειλήσει ότι θα φρόντιζε να συλληφθεί αμέσως οποιοσδήποτε ήξεραν ότι είναι μάρτυς τού Ιεχωβά αν κάποτε έβαζε το πόδι του σ’ αυτό το σπίτι. Έτσι οι αδελφοί που ήταν ιδιοκτήτες τού σπιτιού, στο διαμέρισμα των οποίων επρόκειτο να γίνει η συνάθροιση το επόμενο πρωί, ζήτησαν να γίνει κάπου αλλού. Αναγκαστήκαμε λοιπόν στις 6 Οκτωβρίου να επισκεφθούμε και πάλι όλους τους αδελφούς για να τους ειδοποιήσουμε για μια τρίτη διεύθυνση για τη συνάθροιση στις 9 η ώρα το επόμενο πρωί. Αλλά πού; Δε φαινόταν να υπάρχουν άλλα περιθώρια. Ύστερα από εξέταση του ζητήματος με προσευχή αποφάσισα να προσκαλέσω τους αδελφούς στο μικρό μου σκαπανικό διαμέρισμα, μολονότι αυτό ήταν επικίνδυνο.

      «Γύρισα στο σπίτι κουρασμένος το βράδι της 6ης Οκτωβρίου και η σύζυγός μου μού έδωσε ένα γράμμα που είχε φτάσει αργά το βράδι εκτός των κανονικών ωρών παραδόσεως ταχυδρομείου κι αυτό παρά το γεγονός ότι ήταν ένα συνηθισμένο γράμμα και όχι επείγον, που θα μπορούσε να είχε αναγκάσει τις αρχές τού ταχυδρομείου να το παραδώσουν εκείνη την ώρα. Το άνοιξα και ανακάλυψα ότι ήταν το γράμμα τού Αδελφού Ρόδερφορδ. Ο Αδελφός Μερκ το είχε στείλει προφανώς επειδή δεν είχε τη δυνατότητα να μου το φέρει ο ίδιος προσωπικά εγκαίρως.

      «Ο τρόπος που μου παραδόθηκε το γράμμα, όμως, για μένα ήταν απόδειξη ότι το γράμμα είχε περάσει πρώτα από τη Γκεστάπο​—​όπως γινόταν και για όλη μου την ιδιωτική αλληλογραφία​—​και ότι είχαν διευθετήσει στη συνέχεια να το παραδώσουν προφανώς σκεπτόμενοι ότι δε θα ήξερα τίποτα γι’ αυτή την εκστρατεία. Υπολόγιζαν ότι θα έκανα τις αναγκαίες διευθετήσεις σε αρμονία με το περιεχόμενο του γράμματος κάποια ώρα στη διάρκεια της νύχτας και έτσι θα μπορούσαν να μας βρουν όλους μαζί και να μας συλλάβουν χωρίς καμιά ειδική προσπάθεια το επόμενο πρωί. Πράγματι είχαν αρκετό χρόνο για να προειδοποιήσουν τους αξιωματούχους σ’ ολόκληρη τη Γερμανία. Θα ήταν ένα απλό ζήτημα να συλλάβουν όλους τους μάρτυρες του Ιεχωβά συγκεντρωμένους στις διάφορες πόλεις το επόμενο πρωί.

      «Τι έπρεπε να κάνω; Το διαμέρισμά μου, που βρισκόταν σε ένα κτίριο που στέγαζε και μια ταβέρνα, κάθε άλλο παρά ασφαλές ήταν. Όλοι όσοι ζούσαν στο σπίτι, εκτός από την αδελφή η οποία ήταν ιδιοκτήτρια του κτιρίου και της οποίας το υπνοδωμάτιο ήταν δίπλα στο διαμέρισμά μας ήταν σκληροί διώκτες. Εξάλλου, δεν υπήρχαν πιθανότητες να συναντηθούμε κάπου αλλού. Εμπιστευόμενος στη βοήθεια του Ιεχωβά, αποφάσισα να μην κάμω άλλες αλλαγές ούτε να ανησυχήσω ακατάλληλα τους αδελφούς και τις αδελφές οι οποίοι ως επί το πλείστον ζούσαν σε διαιρεμένες οικογένειες και οι οποίοι δεν είχαν την παραμικρή ιδέα για το σκοπό της συνάθροισης. Είχα ήδη προετοιμάσει τον εαυτό μου για νέα σύλληψη.

      «Στις 7 η ώρα το πρωί της 7ης Οκτωβρίου, είχαν ήδη αρχίσει να φτάνουν οι πρώτοι αδελφοί, αφού είχαν γίνει διευθετήσεις να έρθει ο καθένας μεμονωμένα σε ένα διάστημα δύο ωρών για να μη δημιουργήσουν υποψίες. Οι αδελφοί έρχονταν ένας⁠–⁠ένας, όλοι με μεγάλη αδημονία γι’ αυτό που θα συνέβαινε, μολονότι σύμφωνα με τις οδηγίες δεν είχαν πληροφορηθεί για τον πραγματικό λόγο τής συνάθροισης. Αλλά δεν υπήρχε ούτε ένας ανάμεσά τους που να μην πίστευε ότι αυτή ήταν μια εξαιρετικά σημαντική μέρα. Όλοι, ακόμη και οι αδελφές των οποίων οι σύζυγοι στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν διώκτες και οι περισσότερες από τις οποίες είχαν μικρά παιδιά, με εντυπωσίασαν με την σταθερή τους απόφαση και την προθυμία τους να κάνουν ό,τι τους ζητούσαμε για τα συμφέροντα της διεκδίκησης του ονόματος του Ιεχωβά.

      «Στις 9 παρά δέκα όλοι είχαν συγκεντρωθεί στο μικρό μοναδικό σκαπανικό δωμάτιό μας. Ήμουν σίγουρος ότι από στιγμή σε στιγμή θα έβλεπα τη Γκεστάπο να καταφθάνει με ένα μεγάλο αυτοκίνητο για να μας συλλάβει όλους. Έτσι αισθάνθηκα υποχρεωμένος να εξηγήσω την κατάσταση στους αδελφούς και να τους δώσω την ευκαιρία να φύγουν από τη συνάθροιση σε περίπτωση που φοβούνταν τις πιθανές συνέπειες. Τους είπα: ‘Η κατάσταση είναι τέτοια που θα μπορούσαμε όλοι να συλληφθούμε μέσα στα δέκα επόμενα λεπτά. Δε θέλω να με κατηγορήσει κάποιος από σας αργότερα ότι σας έφερα σ’ αυτή την κατάσταση χωρίς να σας έχω πληροφορήσει για τη σοβαρότητά της. Έτσι λοιπόν σας ζητώ να ανοίξετε τις Γραφές σας στο 20:κεφάλαιο του Δευτερονομίου’. Διάβασα το εδάφιο 8: ‘Τις άνθρωπος είναι δειλός και άκαρδος; Ας αναχωρήση και ας επιστρέψη εις την οικίαν αυτού, διά να μη δειλιάση η καρδία των αδελφών αυτού, ως η καρδία αυτού’. Αφού διάβασα αυτό το εδάφιο σ’ όλους τους παρόντες, είπα: ‘Όποιος νομίζει ότι αυτή η κατάσταση είναι πάρα πολύ επικίνδυνη έχει τώρα την ευκαιρία να φύγει και να μη συμμετάσχει στη συνάθροιση’.

      «Αλλά ούτε ένας, ούτε ακόμη και οι αδελφές με τους εναντιούμενους συζύγους και τα μικρά παιδιά δεν οπισθοχώρησαν από φόβο. Αυτό που ακολούθησε τώρα είναι κάτι που δύσκολα κανείς μπορεί να το εκφράσει με λόγια. Στη διάρκεια των λίγων λεπτών που απόμειναν ως τις 9 η ώρα υπήρχε στο δωμάτιο μια εορταστική σιγή. Ήταν φανερό ότι όλοι όσοι βρίσκονταν στη συνάθροιση εμπιστεύονταν το ζήτημα με σιωπηλή προσευχή στο προστατευτικό χέρι τού Ιεχωβά. Ήταν 9 η ώρα. Και ενώ στο μυαλό μου τριγύριζε η σκέψη ότι η Γκεστάπο θα εμφανιστεί στην αυλή από στιγμή σε στιγμή, άρχισα τη συνάθροιση με προσευχή. Ξαφνικά όλοι είχαμε το αίσθημα ότι ένας ισχυρός προστατευτικός δακτύλιος είχε τοποθετηθεί γύρω μας, που περιέκλειε όχι μόνο τους αδελφούς που κινδύνευαν στη Γερμανία αλλά και τους αδελφούς σ’ ολόκληρο τον κόσμο, οι οποίοι σε αρμονία με τις οδηγίες, είχαν συγκεντρωθεί σε πολλές χώρες την ίδια ώρα και οι οποίοι, φυσικά, είχαν επίσης αρχίσει τις συναθροίσεις τους με προσευχή, και όλα αυτά για το σκοπό να διαμαρτυρηθούν στον Χίτλερ για την απάνθρωπη μεταχείριση των αδελφών τους στη Γερμανία.

      «Στη συνέχεια έκανα μια ομιλία στους αδελφούς επαναλαμβάνοντας τις κύριες σκέψεις της σημαντικής ομιλίας που έκανε ο Αδελφός Ρόδερφορδ στη Βασιλεία για να ενθαρρύνει τους αδελφούς τής Γερμανίας. Η ομιλία παρουσίαζε Βιβλικές αποδείξεις ότι παρά την αλλαγή των συνθηκών, δεν είχαμε απαλλαγεί από την ευθύνη μας ενώπιον του Ιεχωβά να συναθροιζόμαστε μαζί τακτικά για να μελετούμε το Λόγο του και να τον αινούμε, ούτε από την υποχρέωσή μας να τον υπηρετούμε σαν μάρτυρές του και να κάνουμε δημόσια γνωστή τη Βασιλεία».

      Σε αρμονία με τη δράση που αναλάμβαναν όλοι οι μάρτυρες του Ιεχωβά σ’ ολόκληρη τη Γερμανία, όλοι στον όμιλο συμφώνησαν με ενθουσιασμό ότι έπρεπε να σταλεί το ακόλουθο γράμμα στην κυβέρνηση εκείνη την μέρα με το συστημένο ταχυδρομείο:

      «ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΥΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ:

      «Ο Λόγος του Ιεχωβά Θεού, όπως εκτίθεται στην Αγία Γραφή, είναι ο υπέρτατος νόμος, και για μας είναι ο μοναδικός μας οδηγός για το λόγο ότι έχουμε αφιερώσει τον εαυτό μας στο Θεό και είμαστε αληθινοί και ειλικρινείς ακόλουθοι του Ιησού Χριστού.

      «Στη διάρκεια του περασμένου έτους και αντίθετα προς το νόμο τού Θεού και σε παραβίαση των δικαιωμάτων μας, μας έχετε απαγορεύσει σαν μάρτυρες του Ιεχωβά να συναθροιζόμαστε μαζί και να μελετούμε το Λόγο του Θεού και να τον λατρεύουμε και να τον υπηρετούμε. Στο Λόγο του ο Θεός μας προστάζει να μην παραλείπουμε να συγκεντρωνόμαστε μαζί. (Εβραίους 10:25) Σ’ εμάς ο Ιεχωβά δίνει την εντολή: ‘Σεις είστε μάρτυρές μου ότι εγώ είμαι ο Θεός. Πηγαίνετε και πέστε στους λαούς το μήνυμά μου’. (Ησαΐας 43:10, 12· Ησαΐας 6:9· Ματθαίος 24:14) Υπάρχει άμεση σύγκρουση ανάμεσα στο νόμο σας και στο νόμο τού Θεού και, ακολουθώντας το παράδειγμα των πιστών αποστόλων, ‘πρέπει να πειθαρχούμε στο Θεό μάλλον παρά στους ανθρώπους’, και αυτό ακριβώς θα κάνουμε. (Πράξεις 5:29) Έτσι λοιπόν σας πληροφορούμε ότι με κάθε θυσία θα υπακούμε στις εντολές τού Θεού, θα συναθροιζόμαστε μαζί για τη μελέτη τού Λόγου του, και θα τον λατρεύουμε και θα τον υπηρετούμε όπως μας έχει δώσει εντολή. Εάν η κυβέρνησή σας ή οι αξιωματούχοι σας ασκήσουν βία επάνω μας επειδή υπακούμε στο Θεό, τότε το αίμα μας θα είναι πάνω σας και θα λογοδοτήσετε στον Παντοδύναμο Θεό.

      «Δεν έχουμε κανένα ενδιαφέρον για τις πολιτικές υποθέσεις, αλλά είμαστε ολοκάρδια αφοσιωμένοι στη βασιλεία τού Θεού κάτω από τον Χριστό το Βασιλιά του. Δε θα βλάψουμε ούτε θα ζημιώσουμε κανέναν. Θα είμαστε ευτυχείς να κατοικούμε με ειρήνη και να κάνουμε το καλό σε όλους τους ανθρώπους όσο έχουμε ευκαιρία, αλλά, εφόσον η κυβέρνησή σας και οι αξιωματούχοι της εξακολουθούν να προσπαθούν να μας εξαναγκάσουν να παρακούσουμε τον ύψιστο νόμο τού σύμπαντος, είμαστε υποχρεωμένοι να σας πληροφορήσουμε τώρα ότι, με τη χάρη του, θα υπακούμε στον Ιεχωβά Θεό και θα τον εμπιστευόμαστε απόλυτα για να μας ελευθερώσει από κάθε καταπίεση και από όλους τους καταπιεστές».

      Υποστηρίζοντας ολοκάρδια τους Γερμανούς αδελφούς τους, οι μάρτυρες του Ιεχωβά σε ολόκληρη τη γη συγκεντρώθηκαν στις 7 Οκτωβρίου και ύστερα από ενωμένη προσευχή στον Ιεχωβά, έστειλαν τηλεγραφική προειδοποίηση στην κυβέρνηση του Χίτλερ:

      «Η κακομεταχείριση από μέρους σας των μαρτύρων του Ιεχωβά συγκλονίζει κάθε καλό άνθρωπο στη γη και δυσφημεί το όνομα του Θεού. Να σταματήσετε κάθε διωγμό εναντίον των μαρτύρων του Ιεχωβά· διαφορετικά ο Θεός θα καταστρέψει κι εσάς και το εθνικό σας κόμμα».

      Είναι εκπληκτικό το ότι ελάχιστοι αδελφοί συνελήφθηκαν εκείνη τη μέρα μολονότι η Γκεστάπο​—​αν και την τελευταία στιγμή​—​είχε μάθει τι επρόκειτο να συμβεί. Ας ξαναγυρίσουμε στην αφήγηση του Αδελφού Φράνκε:

      «Παρά το γεγονός ότι είχε περάσει περισσότερο από μια ώρα από τη στιγμή που είχαμε κλείσει τη συνάθροιση με προσευχή, ωστόσο κανείς από τη Γκεστάπο δεν είχε εμφανιστεί. Τώρα είχαν αρχίσει να φεύγουν οι πρώτοι όπως προηγουμένως κατά διαστήματα. Περίπου οχτώ αδελφοί ήταν ακόμη εκεί όταν έφυγα κι εγώ με το ποδήλατό μου για τη γειτονική πόλη τού Βισμπάντεν για να παραδώσω το γράμμα προσωπικά ο ίδιος στο ταχυδρομείο. Το γράμμα είχε γραφτεί την προηγούμενη νύχτα και είχε αφεθεί στο Βισμπάντεν, όπου οι αδελφοί επρόκειτο να το ταχυδρομήσουν αν εγώ, όπως πίστευα απόλυτα, συλλαμβανόμουν. Καθώς έφευγα με το ποδήλατο από την πόρτα τού κήπου, εμφανίστηκε με ποδήλατο ένας πράκτορας της Γκεστάπο αλλά δεν μπόρεσε να με αναγνωρίσει. Οι άλλοι οχτώ αδελφοί ειδοποιήθηκαν και κατέφυγαν στο γειτονικό υπνοδωμάτιο της Αδελφής Τσάρμστατ στην οποία ανήκε το σπίτι. Οι ερωτήσεις τού πράκτορα της Γκεστάπο που έκανε στη σύζυγό μου καθώς έψαχνε το διαμέρισμά μας έδειχναν ότι η Γκεστάπο τα ήξερε όλα για τη συνάθροισή μας. Παρ’ όλα αυτά ούτε εγώ ούτε άλλοι αδελφοί συλληφθήκαμε εκείνη τη μέρα. Μόνο μερικούς μήνες αργότερα που με ξανασυνέλαβε η Γκεστάπο μού είπαν ότι είχαν στην κατοχή τους το γράμμα τού Αδελφού Ρόδερφορδ».

      Και ενώ μερικοί αδελφοί ήταν πολυάσχολοι στο να επισκέπτονται τους γείτονές τους αμέσως μετά τη συνάθροιση και να εφιστούν την προσοχή τους στη βασιλεία τού Θεού, σε πολλά ταχυδρομικά γραφεία έξω από τη Γερμανία υπήρχε μεγάλη αναταραχή. Ειδικά στην Ευρωπαϊκή ήπειρο, οι ταχυδρομικές αρχές σε πολλά μέρη αρνήθηκαν να δεχτούν το τηλεγράφημα. Αυτό για παράδειγμα συνέβη στη Βουδαπέστη. Ο Μάρτιν Πέτσινγκερ παρακολούθησε τη συνάθροιση εκεί και ανέλαβε να στείλει το τηλεγράφημα με το ταχυδρομείο. Ο ίδιος αναφέρει: «Το τηλεγράφημα έγινε δεκτό, αλλά την επόμενη μέρα με ειδοποίησαν από το κεντρικό ταχυδρομείο ότι έπρεπε να πάω εκεί προσωπικά. Όλοι νόμισαν ότι θα με συνελάμβανε η Γκεστάπο, θα με έδιωχνε από τη χώρα και έτσι θα έβαζε τέλος στη δράση μου. . . . Αλλά δεν έγιναν έτσι τα πράγματα. Μου είπαν μόνο ότι η Ουγγαρία δεν μπορούσε να στείλει αυτό το τηλεγράφημα και μου έδωσαν πίσω τα χρήματά μου». Στο Ντορν της Ολλανδίας όπου ζούσε εξόριστος ο Γερμανός Κάιζερ Γουλλιέλμος Β΄, το ταχυδρομείο στην αρχή αρνήθηκε να στείλει το τηλεγράφημα, αλλά αργότερα ειδοποίησαν τον Χανς Τόμας, ο οποίος το είχε παραδώσει, ότι είχε σταλεί και ότι η άφιξή του στο Βερολίνο είχε επιβεβαιωθεί.

      Τα αποτελέσματα που είχαν πάνω στον Χίτλερ οι επιστολές και ιδιαίτερα τα τηλεγραφήματα μπορούν να φανούν από μια έκθεση που γράφτηκε από τον Καρλ Ρ. Βίτιγκ και επικυρώθηκε από ένα συμβολαιογράφο της Φρανκφούρτης (Μάιν) στις 13 Νοεμβρίου 1947:

      «ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ​—​Στις 7 Οκτωβρίου 1934, και αφού είχα προηγουμένως προσκληθεί, επισκέφθηκα τον Δρα Βίλελμ Φρικ, τον καιρό εκείνο Υπουργό Εσωτερικών τού Ράιχ και της Πρωσίας, στο γραφείο του που βρισκόταν στο Βερολίνο στο νούμερο 6 της Κένιγκσπλαντζ, επειδή ήμουν πληρεξούσιος του Στρατηγού Λούντεντορφ. Επρόκειτο να μου γίνουν ανακοινώσεις, περιεχόμενα των οποίων αφορούσαν μια προσπάθεια να πειστεί ο Στρατηγός Λούντεντορφ να σταματήσει τις αντιρρήσεις του για το Ναζιστικό καθεστώς. Στη διάρκεια της συζήτησής μου με τον Δρα Φρικ, εμφανίστηκε ξαφνικά ο Χίτλερ και άρχισε να παίρνει μέρος στη συζήτηση. Όταν η συζήτησή μας αναγκαστικά στράφηκε γύρω από τη δράση εναντίον τού Διεθνούς Συλλόγου των Σπουδαστών της Γραφής [μαρτύρων του Ιεχωβά] της Γερμανίας μέχρι τώρα, ο Δρ Φρικ έδειξε στον Χίτλερ πολλά τηλεγραφήματα που διαμαρτύρονταν εναντίον τού διωγμού που είχε εξαπολύσει το Τρίτο Ράιχ εναντίον των Σπουδαστών της Γραφής και είπε: ‘Αν οι Σπουδαστές της Γραφής δε συμμορφωθούν θα στραφούμε εναντίον τους χρησιμοποιώντας τα πιο σκληρά μέσα’. Μετά απ’ αυτό ο Χίτλερ πήδησε στα πόδια του και με σφιγμένες γροθιές ούρλιαξε υστερικά: ‘Αυτό το γένος πρέπει να εξαλειφθεί από τη Γερμανία!’ Τέσσερα χρόνια ύστερα απ’ αυτή τη συζήτηση μπόρεσα, από προσωπικές παρατηρήσεις, να πειστώ στη διάρκεια των εφτά ετών που βρισκόμουν στην κόλαση των στρατοπέδων συγκέντρωσης των Ναζί στο Σάξενχαουζεν, στο Φλόσεμπουργκ και στο Μάουτχαουζεν​—​ήμουν στη φυλακή μέχρις ότου με απελευθέρωσαν οι Σύμμαχοι​—​ότι το ξέσπασμα του θυμού τού Χίτλερ δεν ήταν απλή απειλή. Κανένας άλλος όμιλος φυλακισμένων των παραπάνω στρατοπέδων συγκέντρωσης δεν εκτέθηκε στο σαδισμό των στρατιωτικών των Ες⁠–⁠Ες με τέτοιο τρόπο όπως οι Σπουδαστές της Γραφής. Ήταν ένας σαδισμός που περιλάμβανε μια ατέλειωτη αλυσίδα φυσικών και διανοητικών βασανιστηρίων, όμοια των οποίων καμιά γλώσσα στον κόσμο δεν μπορεί να εκφράσει».

      Αφού είχαμε στείλει τα γράμματά μας στον Χίτλερ ξέσπασε ένα κύμα συλλήψεων. Πιο σκληρά πλήγηκε το Αμβούργο όπου μέσα σε λίγες μέρες μετά την 7η Οκτωβρίου, η Γκεστάπο συνέλαβε 142 αδελφούς.

      ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ ΕΡΓΟΥ

      Έχοντας τώρα γνωστοποιήσει στον Χίτλερ με το γράμμα μας της 7ης Οκτωβρίου ότι παρά την απαγόρευσή του θα συνεχίζαμε να υπακούμε αποκλειστικά στις εντολές του Θεού, προσπαθήσαμε να οργανώσουμε όλους τους θαρραλέους και πρόθυμους αδελφούς και αδελφές σε μικρές ομάδες κάτω από την κατεύθυνση κάποιου ώριμου αδελφού, ο οποίος είχε την υποχρέωση να φροντίζει και να ποιμαίνει ολοκάρδια τα πρόβατα του Κυρίου.

      Η χώρα διαιρέθηκε σε δεκατρείς περιοχές και σε κάθε περιοχή διορίστηκε ένας αδελφός με καλές ποιμαντικές ιδιότητες για να υπηρετεί ως διευθυντής υπηρεσίας περιφέρειας, όπως λεγόταν τότε. Αυτοί έπρεπε να είναι αδελφοί οι οποίοι, ανεξάρτητα από τους κινδύνους που υπήρχαν, θα ήταν πρόθυμοι να έρχονται σε επαφή με τους μικρούς ομίλους για να τους προμηθεύουν πνευματική τροφή, να τους υποστηρίζουν στο κήρυγμά τους και να τους ενισχύουν στην πίστη τους. Οι περισσότερες απ’ αυτές τις θέσεις καλύφθηκαν από υπηρέτες που ήταν εντελώς άγνωστοι στους αδελφούς μέχρι τώρα. Είχαν όμως αποδείξει από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ότι ήταν πρόθυμοι να υποτάξουν τα προσωπικά τους συμφέροντα στα συμφέροντα της Βασιλείας.

      ΠΟΛΥΓΡΑΦΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΝΟΜΗ «ΤΗΣ ΣΚΟΠΙΑΣ»

      Οι αδελφοί πολυγραφούσαν και μοίραζαν τεύχη της Σκοπιάς σε πολλές διαφορετικές περιοχές σ’ ολόκληρη τη Γερμανία. Στο Αμβούργο για παράδειγμα, ο Χέλμουτ Μπρέμπαχ συνέχισε να εφοδιάζει τους αδελφούς τού Σλέσβιχ⁠–⁠Χολστάιν και του Αμβούργου με αντίτυπα που αυτός και η σύζυγός του ετοίμαζαν τη νύχτα. Η Αδελφή Μπρέμπαχ αναφέρει την επόμενη πείρα από τις πολλές που είχαν αυτή και ο σύζυγός της:

      «Λίγο πριν από το μεσημέρι χτύπησε ξαφνικά το κουδούνι της πόρτας αλλά πολύ πιο δυνατά απ’ ό,τι συνήθως. Όταν άνοιξα την πόρτα είδα να στέκονται εκεί τρεις άντρες. Υποπτεύθηκα ποιοι ήταν. ‘Γκεστάπο’ είπε ένας απ’ αυτούς, και οι τρεις βρέθηκαν αμέσως μέσα στο διαμέρισμα. Η καρδιά μου πήγε να σπάσει στο στήθος μου καθώς σκέφτηκα όλα τα πράγματα που ήταν κρυμμένα στο σπίτι. Τρέμοντας μέσα μου από το φόβο προσευχήθηκα στον Ιεχωβά.

      «Από ανθρώπινη άποψη δεν ήταν καθόλου πρόβλημα να βρεθούν οι πακεταρισμένες Σκοπιές και όλος ο εξοπλισμός που χρησιμοποιούσαμε για να τις φτιάξουμε. Επειδή στο σπίτι μας ζούσαν αρκετές οικογένειες και μεταξύ αυτών και δύο οικογένειες αξιωματικών της αστυνομίας, δεν υπήρχε τόπος να κρύψεις τίποτα, ιδιαίτερα εν όψει του γεγονότος ότι τα απαραίτητα εφόδια​—​χαρτί, πολύγραφος, γραφομηχανή και μελάνι, καθώς επίσης και τα υλικά πακεταρίσματος​—​ήταν όλα ογκώδη. Μην ξέροντας πού να κρύψουμε αυτά τα πράγματα από τα μάτια εκείνων που δεν έπρεπε να τα δουν​—​αφού τα χρειαζόμασταν κάθε δύο εβδομάδες​—​αποφασίσαμε να τα χώσουμε όλα στο μεγάλο κιβώτιο με τις πατάτες που βρισκόταν στη μέση του υπόγειου και όπου μπορούσαν να πάνε και όλοι οι άλλοι κάτοικοι του σπιτιού. Κάθε φορά που τελειώναμε τη Σκοπιά βάζαμε προσεκτικά τα πάντα σ’ αυτό το κιβώτιο και μετά το σκεπάζαμε με άδειους σάκους και ύστερα συγκεντρώναμε πάνω άδεια κουτιά από ντομάτες μέχρι το ταβάνι, με την ελπίδα ότι αν τα πράγματα έφταναν στο χειρότερο, εκείνοι που θα προσπαθούσαν να βρουν κάτι είτε δε θα μπορούσαν να το προσέξουν είτε θα βαριούνταν να μετακινήσουν όλα αυτά τα αντικείμενα από το κιβώτιο με τις πατάτες. Εμπιστευόμασταν στον Ιεχωβά· δεν υπήρχε τίποτα άλλο που μπορούσαμε να κάνουμε.

      «Ο αξιωματικός με ρώτησε αν υπήρχαν απαγορευμένα έντυπα στο σπίτι. Για να αποφύγω να πω ψέματα, είπα: ‘Παρακαλώ κοιτάξτε μόνος σας’. Ερεύνησαν το διαμέρισμα, ανοίγοντας την πόρτα του ντουλαπιού με τέτοιο τρόπο που δεν μπόρεσαν να δουν τη γραφομηχανή, την οποία είχαμε ξεχάσει να βάλουμε στο κιβώτιο και την οποία αν την ανακάλυπταν θα καταλάβαιναν ότι ήταν η μηχανή που χρειαζόταν για να γραφτεί Η Σκοπιά. Αλλά ο Ιεχωβά τους τύφλωσε. Αφού δε βρήκαν τίποτα στο διαμέρισμα ρώτησαν αν μπορούσαν να ερευνήσουν το υπόγειο. Σκέφτηκα ότι η ανακάλυψη όλου του εξοπλισμού ήταν αναπόφευκτη. Προσπάθησα να κρύψω το φόβο μου απ’ αυτούς μολονότι η καρδιά μου χτυπούσε όλο και πιο δυνατά. Τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα, καθώς μια βαλίτσα γεμάτη με πολυγραφημένες Σκοπιές, τις οποίες ο σύζυγός μου επρόκειτο να πάρει σε κάποιο ταξίδι του την επόμενη μέρα, βρισκόταν ακριβώς πίσω από το κιβώτιο. Αλλά τι συνέβη; Οι τρεις αξιωματικοί στάθηκαν στη μέση του χώρου, και φανταστείτε, εκεί ακριβώς όπου βρισκόταν το κιβώτιο και πίσω του η βαλίτσα γεμάτη με Σκοπιές. Αλλά κανείς απ’ αυτούς δε φάνηκε να το προσέχει· ήταν σαν να είχαν χτυπηθεί από τύφλωση. Κανένας απ’ αυτούς δεν έκανε καμιά προσπάθεια να κοιτάξει στο κιβώτιο ούτε ακόμη και να δουν τι βρισκόταν στη βαλίτσα. Τελικά ένας από τους αξιωματικούς ρώτησε για τη σοφίτα μας· εκεί βρήκαν μερικά παλιά έντυπα, που φάνηκε ότι τους ικανοποίησαν και έτσι έφυγαν. Αλλά τα πιο σπουδαία πράγματα, χάρη στη βοήθεια του Ιεχωβά και των αγγέλων του, είχαν παραμείνει κρυμμένα από τα μάτια τους».

      Θα μπορούσαν να αναφερθούν πολλές παρόμοιες περιπτώσεις που δείχνουν την καθοδήγηση του Ιεχωβά για την διαφύλαξη αυτών των πολυγραφήσεων για μεγάλα χρονικά διαστήματα ώστε να ανεφοδιάζεται ο λαός του με έντυπα.

      ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ

      Δεν ενασχολούνταν στο έργο κηρύγματος όλοι όσοι ήταν συνδεδεμένοι μαζί μας. Αντίθετα, σε μερικές εκκλησίες κήρυτταν μόνο οι μισοί. Για παράδειγμα στη Δρέσδη, κάποτε η εκκλησία είχε φτάσει σε ένα ανώτατο όριο 1.200 ευαγγελιζομένων, αλλά ύστερα από την απαγόρευση έπεσε γρήγορα στους 500. Παρ’ όλα αυτά πρέπει να υπήρχαν τουλάχιστον 10.000 σ’ ολόκληρη τη Γερμανία που ήταν πρόθυμοι να κηρύξουν ανεξάρτητα από τον κίνδυνο που υπήρχε.

      Στην αρχή οι περισσότεροι εργάζονταν μόνο με την Αγία Γραφή, ενώ άλλα βιβλιάρια και βιβλία που είχαν διασωθεί από τα νύχια της Γκεστάπο δίνονταν όταν γίνονταν επανεπισκέψεις. Άλλοι έφτιαχναν κάρτες μαρτυρίας. Άλλοι ακόμη έγραφαν γράμματα σε άτομα που ήξεραν, επωφελούμενοι από κάποια ειδική ευκαιρία. Η δράση από πόρτα σε πόρτα συνεχίστηκε μολονότι υπήρχαν μεγάλοι κίνδυνοι. Κάθε φορά που κάποιος άνοιγε την πόρτα θα μπορούσε να είναι ένας άντρας των Ταγμάτων Εφόδου ή των Ες⁠–⁠Ες. Αφού χτυπούσαν την πόρτα ενός διαμερίσματος, οι ευαγγελιζόμενοι γενικά πήγαιναν σε διαμέρισμα άλλης πολυκατοικίας ή σε περιπτώσεις όπου ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο, ακόμη και σε άλλο δρόμο.

      Για δύο τουλάχιστον χρόνια ήταν δυνατό σχεδόν σ’ ολόκληρη τη Γερμανία​—​και σε μερικά μέρη της ακόμη περισσότερο​—​να κηρύττουμε από σπίτι σε σπίτι. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό ήταν δυνατό μόνο επειδή υπήρχε η ειδική προστασία τού Ιεχωβά.

      Οι μικρές ποσότητες των εντύπων που υπήρχαν για το έργο του κηρύγματος γρήγορα εξαντλήθηκαν. Και έτσι εξετάσαμε τις πιθανότητες να προμηθευτούμε έντυπα από ξένες χώρες. Ο Ερνστ Βίσνερ από το Μπρεσλάου μας διηγείται μερικές ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για το πώς έγινε αυτό:

      «Τα έντυπα μάς στέλνονταν από την Ελβετία μέσω της Τσεχοσλοβακίας. Αποθηκεύονταν στα σύνορα και από κει τα φέρναμε στη Γερμανία πάνω από τα Βουνά Ρίζεν. Το έργο, το οποίο γινόταν από μια ομάδα ώριμων και πρόθυμων αδελφών, ήταν πολύ επικίνδυνο και εξαιρετικά κουραστικό. Διασχίζαμε τα σύνορα τα μεσάνυχτα. Οι αδελφοί ήταν καλά οργανωμένοι και εφοδιασμένοι με μεγάλους γυλιούς. Έκαναν το ταξίδι δυο φορές την εβδομάδα μολονότι έπρεπε να πηγαίνουν κάθε μέρα στην εργασία τους. Το χειμώνα χρησιμοποιούσαν έλκηθρα και σκι. Ήξεραν κάθε δρόμο και μονοπάτι και είχαν καλούς φακούς, κυάλια και παπούτσια ορειβασίας. Ο υπέρτατος νόμος ήταν το να είναι πολύ προσεκτικοί. Όταν έφταναν στα σύνορα της Γερμανίας γύρω στα μεσάνυχτα, και ακόμη αφού τα διέσχιζαν, κανένας δεν τολμούσε να μιλήσει για πολλή ώρα. Δύο αδελφοί πήγαιναν μπροστά και όποτε συναντούσαν κάποιον, αμέσως έκαναν σινιάλο με τους φακούς τους. Αυτό ήταν ένα σήμα για τους αδελφούς που ακολουθούσαν περίπου 100 μέτρα πιο πίσω με τους βαριούς γυλιούς τους, για να κρυφτούν στους θάμνους στο δρόμο ώσπου οι δυο αδελφοί που ήταν μπροστά να γυρίσουν πίσω και να τους δώσουν ένα ορισμένο σύνθημα που άλλαζε κάθε εβδομάδα.

      «Αυτό μπορούσε να συμβεί αρκετές φορές μέσα σε μια νύχτα. Όταν ο δρόμος ελευθερωνόταν και πάλι, οι αδελφοί προχωρούσαν και έφταναν σε ένα ορισμένο σπίτι σε ένα χωριό στη Γερμανική πλευρά όπου την ίδια νύχτα ή νωρίς το επόμενο πρωί έφτιαχναν τα βιβλία σε μικρά πακέτα, έγραφαν τις διευθύνσεις και ύστερα τα έφερναν με ποδήλατο στο ταχυδρομείο του Χίσμπερκ ή σε άλλες κοντινές πόλεις. Οι αδελφοί σ’ ολόκληρη τη Γερμανία έπαιρναν τα έντυπά τους μ’ αυτό τον τρόπο. . . . Αυτή η ομάδα των αδελφών, που ήταν ζηλωτές και εξαιρετικά επιδέξιοι, μπόρεσαν να φέρουν τεράστιες ποσότητες εντύπων στη Γερμανία σ’ ένα διάστημα δύο ετών χωρίς να πιαστούν, και έτσι να ενισχύσουν πολλούς σ’ ολόκληρη τη χώρα». Παρόμοιες διευθετήσεις χρησιμοποιήθηκαν επίσης στα σύνορα με τη Γαλλία, με το Σάαρ, με την Ελβετία και την Ολλανδία.

      Σχετικά μ’ αυτό ενδιαφέρον είναι το γράμμα που έγραψε μια αδελφή και έλεγε τα εξής: «Όταν θα διαβάζετε την έκθεση στο Βιβλίο του Έτους από τη Γερμανία θα αναρωτηθείτε πώς ήταν δυνατόν να δοθούν τόσα έντυπα κάτω από τέτοιες συνθήκες. Και εμείς οι ίδιοι έχουμε την ίδια απορία. Εάν ο Ιεχωβά δεν ήταν μαζί μας αυτό θα ήταν αδύνατο. Πολλοί από τους αδελφούς παρακολουθούνται από την αστυνομία συνεχώς κάθε φορά που φεύγουν από τα σπίτια τους. . . . Αλλά ο Ιεχωβά το ξέρει αυτό και παρά την παρακολούθηση, μας επιτρέπει να ενισχυόμαστε ξανά και ξανά από την άφθονη τροφή που απολαμβάνουμε».

      Είχαμε αρκετό χρόνο να κρύψουμε τα έντυπα σε διάφορα μέρη πριν ανακοινωθεί η απαγόρευση. Για να καταλάβετε ωστόσο τι συνέβη, είναι σημαντικό να έχετε υπόψη ότι οι αδελφοί δεν είχαν ποτέ οποιαδήποτε πείρα στην αποθήκευση εντύπων κάτω από διωγμό. Έτσι αντί να τα μοιράσουν ανάμεσα σε πολλούς αδελφούς, υπήρχε η τάση στην αρχή να τα αποθηκεύουν σε μεγάλες ποσότητες, νομίζοντας ότι αυτό ήταν πιο ασφαλές, και ιδιαίτερα εν όψει του γεγονότος ότι οι υπεύθυνοι νόμιζαν ότι ο διωγμός θα ήταν μόνο προσωρινός. Μερικές από τις αποθήκες είχαν χωρητικότητα για τριάντα ως πενήντα τόννους εντύπων. Καθώς όμως προχωρούσε ο καιρός μερικοί από τους αδελφούς άρχισαν να ανησυχούν και να αναρωτιούνται τι θα συνέβαινε εάν οι εχθροί έβρισκαν και κατέσχαν αυτά τα μεγάλα αποθέματα. Γι’ αυτό το λόγο οι αδελφοί που ήταν υπεύθυνοι για τα αποθέματα άρχισαν να δίνουν τα βιβλία για χρήση στη διακονία ανεξάρτητα αν θα τα έδιναν με πληρωμή ή όχι.

      Όταν έγινε φανερό ότι ο διωγμός θα συνεχιζόταν και ότι η διατήρηση αυτών των κρυψώνων γινόταν όλο και περισσότερο επικίνδυνη, οι αδελφοί άρχισαν να δίνουν στο έργο όσο περισσότερα βιβλία και βιβλιάρια μπορούσαν. Καθώς έπαιρναν μέρος στη διακονία του αγρού απλώς τα άφηναν μέσα από την πόρτα όταν δεν τους έβλεπε κανείς ή τα έβαζαν κάτω από το χαλάκι, με την ελπίδα ότι σε μερικές περιπτώσεις θα έπεφταν στα χέρια ειλικρινών ατόμων που επιθυμούσαν την ενίσχυση και την ελπίδα που έδιναν τα έντυπα.

      ΑΝΑΜΝΗΣΗ

      Αφού ήμαστε αποφασισμένοι να μην παραμελήσουμε τις συναθροίσεις σε αρμονία με την εντολή του Ιεχωβά, εννοείται ότι θα είχαμε πλήρη συναίσθηση της ανάγκης εορτασμού της Ανάμνησης. Τέτοιες μέρες η Γκεστάπο ήταν ιδιαίτερα δραστήρια, και στις περισσότερες περιπτώσεις είχε ανακαλύψει την ημερομηνία τής Ανάμνησης είτε από έντυπα που είχαν τυπωθεί έξω από τη Γερμανία είτε από πολυγραφημένες Σκοπιές, οι οποίες μερικές φορές έπεφταν στα χέρια τους. Ο θυμός τους στρεφόταν ιδιαίτερα εναντίον των χρισμένων, που αναφέρονταν όχι μόνο σχετικά με την Ανάμνηση, αλλά και σχετικά με τις ειδικές εκστρατείες. Σ’ αυτούς έβλεπαν τους «αρχηγούς» της οργάνωσης οι οποίοι θα έπρεπε να συντριφτούν πρώτοι για να καταστραφεί και η οργάνωση.

      Η Ανάμνηση της 17ης Απριλίου 1935 ήταν ιδιαίτερα συναρπαστική. Μερικές εβδομάδες προηγουμένως, η Γκεστάπο είχε ήδη μάθει την ημερομηνία και είχε αρκετό χρόνο για να ενημερώσει τα γραφεία της. Μια μυστική εγκύκλιος με ημερομηνία 3 Απριλίου 1935 έλεγε:

      «Μια αιφνιδιαστική επίθεση εκείνη τη μέρα εναντίον των γνωστών ηγετών των Σπουδαστών τής Γραφής θα ήταν ιδιαίτερα επιτυχής. Παρακαλούμε αναφέρετε οποιαδήποτε πετυχημένη προσπάθεια μέχρι τις 22 Απριλίου 1935».

      Αλλά λίγα θα μπορούσαν να αναφέρουν σαν «πετυχημένη προσπάθεια», αφού οι περισσότεροι αξιωματούχοι όπως π.χ. αυτοί στο Ντόρτμουντ, μπόρεσαν να αναφέρουν μόνο ότι μολονότι τα σπίτια εκείνων που θεωρούνταν αρχηγοί του Συλλόγου των Σπουδαστών της Γραφής ήταν κάτω από επιτήρηση σε καμιά περίπτωση δεν έγιναν συναθροίσεις. Και πρόσθεταν τα καθησυχαστικά λόγια ότι «τα ηγετικά και δραστήρια μέλη των Σπουδαστών τής Γραφής αυτής της περιοχής είναι ήδη στη φυλακή και έτσι δεν έχει απομείνει κανείς να διοργανώσει τέτοιες συναθροίσεις».

      Ωστόσο, η μυστική αστυνομία έκανε λάθος, γιατί λίγο μετά από την αποστολή αυτής της εγκυκλίου, πήραμε ένα αντίτυπό της από ένα φίλο της αλήθειας ο οποίος ενημερωνόταν για τέτοιες μυστικές πληροφορίες. Οι αδελφοί διευθυντές της υπηρεσίας περιφέρειας, όπως λέγονταν, προειδοποίησαν όλους τους υπηρέτες πολύ έγκαιρα και τους έδωσαν την κατάλληλη συμβουλή για το πώς να αποφύγουν να ανακαλυφθούν και ωστόσο να υπακούσουν στις εντολές του Κυρίου μας και Αρχηγού μας.

      Έτσι πολλοί συναθροίστηκαν αμέσως μετά τις 6 η ώρα, ενώ άλλοι περίμεναν ώσπου ήλθε η Γκεστάπο και έφυγε και μετά έφυγαν και εκείνοι για να συναθροιστούν με τους αδελφούς τους σε μικρούς ομίλους, και μερικοί γιόρτασαν την Ανάμνηση τα μεσάνυχτα. Εν πάση περιπτώσει, τα περισσότερα παραρτήματα της Γκεστάπο έστειλαν αναφορές παρόμοιες με εκείνη που έστειλε το Ντόρτμουντ.

      Ο Βίλλυ Κλάισσλε αναφέρει ότι οι αδελφοί στο Κρόιτσλινγκεν γιόρτασαν την Ανάμνηση ακριβώς στις 6 η ώρα. Είχαν οδηγίες ότι πριν φύγουν από το κτίριο έπρεπε να μπουν στο κατάστημα που βρισκόταν στο ίδιο κτίριο και το οποίο είχε ένας αδελφός, όπου μπορούσαν να αγοράσουν ζάχαρη, καφέ και παρόμοια. Ύστερα θα έφευγαν από την κανονική έξοδο του καταστήματος. Οι «ροπαλοφόροι», όπως τους ονόμαζε ο Αδελφός Κλάισσλε πράγματι εμφανίστηκαν, αλλά μόνο αφού οι αδελφοί όλοι είχαν κατεβεί στο κατάστημα, και έτσι αυτοί δεν μπόρεσαν να αποδείξουν τίποτα. Αλλά οι ερωτήσεις που έκανε η Γκεστάπο καθώς και τα διάφορα σχόλια που έκανε η αστυνομία έδειχναν καθαρά ότι είχαν πάρει την πληροφορία από τη Σκοπιά σχετικά με την ημερομηνία της Ανάμνησης.

      Οι αδελφοί ήταν ωστόσο πάντοτε προετοιμασμένοι για εκπλήξεις κι αυτό ήταν καλό. Προσπαθούσαν να συνδέουν όχι μόνο την παρακολούθηση των εβδομαδιαίων συναθροίσεων, αλλά ιδιαίτερα την παρακολούθηση της Ανάμνησης με κάποια αθώα καθημερινή δραστηριότητα, και αυτό συχνά τους έσωζε από σύλληψη. Ο Φραντς Κολχόφερ από το Μπάμπεργκ αναφέρει:

      «Εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα οι κατάσκοποι ήταν ιδιαίτερα δραστήριοι να παρακολουθούν τα σπίτια των μαρτύρων του Ιεχωβά με την ελπίδα να μπορέσουν να πιάσουν μερικούς απ’ αυτούς σε παράνομη δραστηριότητα και να τους συλλάβουν. . . . Είχαμε αποφασίσει μερικές μέρες προηγουμένως να συναθροιστούμε για την εορτή στο σπίτι ενός αδελφού που ήταν χοιροτρόφος. Όλοι θα έφερναν μαζί τους ένα καλάθι γεμάτο με πατατόφλουδες και άλλα απορρίμματα. Όλα αυτά έπρεπε να γίνουν βιαστικά, επειδή η Γκεστάπο μπορούσε να εμφανιστεί ανά πάσα στιγμή. Εν πάση περιπτώσει φέραμε μαζί μας και τις τράπουλές μας ώστε να μπορέσουμε να παραπλανήσουμε την αστυνομία σε περίπτωση που θα μας αιφνιδίαζαν. Και μαντέψτε τι συνέβη! Μόλις ο αδελφός είχε τελειώσει την τελική του προσευχή ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Αλλά αυτόματα και οι τέσσερίς μας καθήσαμε γύρω από το τραπέζι παίζοντας χαρτιά. Αυτοί με δυσκολία πίστευαν στα μάτια τους, καθώς τους κοιτάζαμε ήσυχα και με αφέλεια. Επειδή δεν μπόρεσαν να μας πιάσουν την ακριβή ώρα, αναγκάστηκαν να φύγουν χωρίς να έχουν κατορθώσει εκείνο για το οποίο είχαν ξεκινήσει».

      ΒΑΦΤΙΣΜΑ

      Πολλοί απ’ αυτούς που έμαθαν την αλήθεια στη διάρκεια εκείνου του καιρού βαφτίστηκαν κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες. Σύντομα πολλοί απ’ αυτούς τους νεοβαφτισμένους ρίχτηκαν στη φυλακή ή στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, και πολλοί απ’ αυτούς έχασαν τη ζωή τους όπως ακριβώς και εκείνοι που τους είχαν φέρει τα καλά νέα.

      Ο Πάουλ Μπούντερ είχε ήδη προσέξει την ομιλία «Εκατομμύρια» το 1922, αλλά δεν ήρθε σε στενή επαφή με την αλήθεια μέχρι το 1935 οπότε ένα νεαρό κορίτσι που εργαζόταν στο μέρος που εργαζόταν κι εκείνος, και για την οποία τον είχαν προειδοποιήσει οι άλλοι, του έδωσε το βιβλίο Δημιουργία. «Αυτό συνέβη στις 12 Μαΐου 1935», γράφει στο ημερολόγιό του, «και ήταν ακριβώς αυτό που έψαχνα. Στις 19 Μαΐου 1935 διαγράφτηκα από την εκκλησία και είπα στη νεαρή κοπέλα ότι θα ήθελα να γίνω μάρτυς του Ιεχωβά. Πόσο ευτυχισμένη ήταν! Αυτή είχε ήδη μείνει στη φυλακή έξι εβδομάδες επειδή είχε κατηγορηθεί σαν πλανόδια βιβλιοπώλης. Στη συνέχεια ήρθα σε επαφή με τον Αδελφό και την Αδελφή Βόιτε από την εκκλησία Φορστ. Παρά το γεγονός ότι με θεωρούσαν κατάσκοπο των Ναζί σ’ αυτήν την εκκλησία, πήγαινα τακτικά από σπίτι σε σπίτι σ’ όλα τα χωριά με τη μικρή μου Λουθηρανική Γραφή. Στις 23 Ιουλίου 1936, βαφτίστηκα στον Ποταμό Νάισε στο Φορστ με παρόντες τον Αδελφό και την Αδελφή Βόιτε και με έναν ηλικιωμένο αδελφό ο οποίος έκανε την ομιλία».

      Βάφτισμα γινόταν συχνά σε μικρούς ομίλους σε ιδιωτικά σπίτια. Από καιρό σε καιρό γινόταν και στο ύπαιθρο και μερικές φορές με λίγους μόνο υποψήφιους και άλλες φορές με περισσότερους. Ο Χάινριχ Χάλστενμπεργκ μας λέει για ένα βάφτισμα στον Ποταμό Βέζερ.

      «Το 1941 εξέφρασαν την επιθυμία τους να βαφτιστούν αρκετά ενδιαφερόμενα άτομα. Όταν διαπιστώσαμε ότι υπήρχαν αρκετοί με την ίδια επιθυμία στην περιοχή αρχίσαμε να ψάχνουμε για ένα κατάλληλο τόπο και αυτόν τον βρήκαμε στο Ντέμε στον Ποταμό Βέζερ. Αφού τα σκεφτήκαμε όλα καλά και τα σχεδιάσαμε προσεκτικά καθορίστηκε το βάφτισμα για τις 8 Μαΐου 1941. Οι αδελφοί και οι υποψήφιοι για βάφτισμα ήταν ήδη εκεί νωρίς το πρωί. Στους άλλους φαινόμασταν σαν μια παρέα που απολαμβάναμε το κολύμπι. Αλλά για να μη μπορέσει να μας αιφνιδιάσει κανείς στείλαμε μερικούς να φρουρούν, και αφού έγινε μια ομιλία για τη σπουδαιότητα του βαφτίσματος προσευχηθήκαμε στον Ιεχωβά. Στη συνέχεια βαφτίστηκαν στον ποταμό εξήντα υποψήφιοι. Άλλοι οι οποίοι ήταν ή πολύ ηλικιωμένοι ή άρρωστοι για να μπουν στο κρύο νερό, βαφτίστηκαν ιδιωτικά σε μια μπανιέρα και έτσι το σύνολο αυτών που βαφτίστηκαν εκείνη την ημέρα ήταν ογδόντα εφτά».

      ΑΡΧΙΖΕΙ ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΟΚΥΝΗΓΗΤΟ

      Ο Άλμπερτ Βάντρες ήταν ένας από τους αδελφούς διευθυντές της υπηρεσίας περιφέρειας ακόμη και πριν από τις 7 Οκτωβρίου 1934, και το όνομά του σύντομα έγινε πασίγνωστο στη Γκεστάπο, ιδιαίτερα από τις δίκες στις διάφορες πόλεις τού Ρουρ όπου εργαζόταν. Σε απάντηση στο ερώτημα για το πού είχαν βρει οι κατηγορούμενοι τα έντυπά τους, αναφερόταν συχνά το όνομα «Βάντρες». Η Γκεστάπο κατέβαλε κάθε προσπάθεια να τον πιάσει και να τον βάλει στη φυλακή. Ωστόσο ο αδελφός με προνοητικότητα είχε ζητήσει απ’ όλους τους αδελφούς να του επιστρέψουν όλες τις φωτογραφίες του που είχαν ή να τις καταστρέψουν. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, μολονότι η Γκεστάπο ήξερε το όνομά του, δεν είχε ιδέα για τη φυσιογνωμία του αδελφού. Και δεν έπεσε στα χέρια των διωκτών του παρά ύστερα από κυνήγι τρεισήμισι ετών. Ας ακούσουμε τον Αδελφό Βάντρες καθώς θα μας λέει μερικές από τις πείρες του σ’ αυτή την κάτω από την επιφάνεια δραστηριότητά του.

      «Για ένα διάστημα συναντούσα διάφορους αδελφούς στο Ντύσελντορφ στο παντοπωλείο ενός αδελφού. Σκεφτήκαμε ότι αν μπαίναμε και φεύγαμε από το κατάστημα λίγο πριν από την ώρα που έκλεινε θα περνούσαμε απαρατήρητοι. Κάποτε είχαμε συγκεντρωθεί εκεί για μια περίπου ώρα, όταν ξαφνικά ήρθε η Γκεστάπο και ζήτησε να μπει μέσα. Πρόφτασα και έφυγα από την αποθήκη τού καταστήματος όπου είχαμε τη συζήτησή μας και πήγα στο κατάστημα λίγα βήματα πιο πέρα. Ευτυχώς τα φώτα είχαν ήδη σβήσει. Ένα λεπτό αργότερα όρμησαν μέσα στην αποθήκη και συνέλαβαν όλους τους αδελφούς που ήταν παρόντες. Έψαξαν ολόκληρο το χώρο και βρήκαν τη βαλίτσα μου γεμάτη με Σκοπιές. Ξαφνικά ένας από τους πράκτορες φώναξε γεμάτος χαρά: ‘Αυτό είναι που ψάχνουμε! Σε ποιον ανήκει αυτή η βαλίτσα;’ Κανένας δεν απάντησε. Τότε αυτός ζήτησε να μάθει πού ήταν το διαμέρισμα του ιδιοκτήτη τού καταστήματος. ‘Στο τρίτο πάτωμα’, ήταν η απάντηση. ‘Έξω’, φώναξε ο πράκτορας της Γκεστάπο, και όλοι οι αδελφοί άρχισαν να ανεβαίνουν τα σκαλιά προς το διαμέρισμα έχοντας πίσω τους τούς πράκτορες της Γκεστάπο, οι οποίοι έλπιζαν να βρουν εκείνον για τον οποίο έψαχναν στο διαμέρισμα του αδελφού.

      «Εγώ τότε ξαναμπήκα στην αποθήκη προσεκτικά, έβαλα το παλτό μου και το καπέλο μου, πήρα τη βαλίτσα μου και κοίταξα για να βεβαιωθώ ότι δεν ήταν κανείς έξω στο δρόμο. Ύστερα έφυγα βιαστικά. Όταν οι κύριοι επέστρεψαν από το διαμέρισμα πάνω ανακάλυψαν με μεγάλη τους λύπη ότι το πουλί είχε πετάξει και ήδη ταξίδευε προς το Έλμπερφελντ​—​Μπάρμεν». Και ο Αδελφός Βάντρες προσθέτει: «Αυτά όλα είναι πολύ διασκεδαστικά και ωραία να τα λέει κανείς αλλά να τα ζεις είναι μια άλλη ιστορία».

      «Κάποτε», συνεχίζει ο Αδελφός Βάντρες, «μετέφερα δυο βαριές βαλίτσες γεμάτες από βιβλία Προετοιμασία στη Βόννη και στο Κάσσελ. Μας είχαν σταλεί μέσα από τα σύνορα κοντά στο Τρίερ. Έφτασα στη Βόννη αργά το βράδι και άφησα τις βαλίτσες σε ένα ασφαλές μέρος στο υπόγειο του υπηρέτη τής εκκλησίας. Το άλλο πρωί γύρω στις 5.30΄ χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Είχε έρθει και πάλι η Γκεστάπο για να ερευνήσει το διαμέρισμα. Ο Αδελφός Άρτουρ Βίνκλερ που εκείνο τον καιρό ήταν υπηρέτης εκκλησίας, χτύπησε την πόρτα μου και μου είπε ότι είχαν έρθει ανεπιθύμητοι επισκέπτες. Επειδή δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα να αποδράσω αποφασίσαμε να αφήσουμε τα πράγματα να κυλήσουν μόνα τους. Όταν οι αστυνομικοί μπήκαν στο δωμάτιό μου, ρώτησαν τι έκανα εκεί κι εγώ απάντησα με συντομία ότι έκανα ένα ταξίδι στον Ποταμό Ρήνο και ήθελα να επισκεφθώ τους Βοτανικούς κήπους της Βόννης. Ερεύνησαν προσεκτικά τα χαρτιά μου και μολονότι ήταν λίγο αβέβαιοι, μου τα επέστρεψαν. Ο Αδελφός Βίνκλερ αναγκάστηκε να πάει μαζί τους στο γραφείο της αστυνομίας όπου ένας από τους αστυνομικούς είπε στον ανώτερό του​—​καθώς μου αφηγήθηκε αργότερα ο Αδελφός Βίνκλερ​—​‘Υπήρχε κι ένας άλλος εκεί’. ‘Δεν τον φέρατε μαζί; Ωραίους ανθρώπους στείλαμε’. ‘Γιατί;’ ρώτησε ένας. ‘Να πάμε πίσω και να τον φέρουμε;’ ‘Να τον φέρετε; Νομίζετε ότι θα σας περιμένει να γυρίσετε;’ Πραγματικά μόλις έφυγαν οι αστυνομικοί από το σπίτι έφυγα κι εγώ με μια από τις δύο βαλίτσες (που δεν τις είχαν βρει), την οποία έφερα στο Κάσσελ.

      «Φτάνοντας στο Κάσσελ, ο υπηρέτης εκκλησίας, ο Αδελφός Χόχγκρεφε, μου είπε: ‘Δεν μπορείς να μείνεις εδώ. Πρέπει να φύγεις αμέσως. Η Γκεστάπο έρχεται στο σπίτι κάθε πρωί επί μια ολόκληρη εβδομάδα’. Συμφωνήσαμε να περπατάει εκείνος περίπου πενήντα μέτρα μπροστά από μένα και να μου δείξει τον τόπο όπου θα μπορούσα να αφήσω τα έντυπα. Μόλις είχαμε προχωρήσει γύρω στα διακόσια μέτρα στην ωραία οδό Καστάνιεναλλε όταν οι αστυνομικοί τής Γκεστάπο που ήξεραν καλά τον υπηρέτη εκκλησίας μάς πλησίασαν. Επειδή εγώ ακολουθούσα περίπου πενήντα μέτρα πιο πίσω, μπορούσα να βλέπω τους χλευαστικούς μορφασμούς στα πρόσωπά τους αλλά δεν τον σταμάτησαν. Λίγα λεπτά αργότερα τα έντυπα μέσω των οποίων οι αδελφοί θα μπορούσαν να ενισχυθούν στην πίστη τους, είχαν και πάλι φτάσει σε ασφαλές μέρος.

      «Μια άλλη φορά πήγαινα δυο βαριές βαλίτσες με έντυπα στο Μπούργκσολμς κοντά στο Βέτσλαρ. Ήταν 11 η ώρα το βράδι και κατασκότεινα. Δύσκολα θα μπορούσε να με δει κανείς αλλά ωστόσο είχα το παράξενο αίσθημα ότι με παρακολουθούσαν. Όταν έφτασα στον προορισμό μου, σύστησα στους αδελφούς να κρύψουν τις βαλίτσες σε ασφαλές μέρος. Γύρω στις 5.30΄ το επόμενο πρωί κατέφθασε ο ενωμοτάρχης της πόλης. Στεκόμουν στη μέση τού δωματίου και ήμουν έτοιμος να πλυθώ όταν στράφηκε στην αδελφή και της είπε: ‘Χθες το βράδι ήρθε εδώ ένας άντρας με δυο βαριές βαλίτσες. Χωρίς αμφιβολία πήρατε και πάλι έντυπα. Που τα έχεις;’ Η αδελφή απάντησε: ‘Ο σύζυγός μου έχει ήδη πάει στη δουλειά. Και εγώ δεν ξέρω τι συνέβη χθες το βράδι γιατί δεν ήμουν σπίτι!’ Ο ενωμοτάρχης απάντησε: ‘Αν δεν παραδώσεις τις βαλίτσες μόνη σου, τότε θα αναγκαστούμε να ψάξουμε το σπίτι για να τις βρούμε. Θα φέρω το δήμαρχο, γιατί χωρίς αυτόν δεν μπορώ να κάνω έρευνα. Αλλά ώσπου να γυρίσω απαγορεύεται να φύγεις από το σπίτι’. Στη διάρκεια που γινόταν όλη αυτή η συζήτηση εγώ στεκόμουν εκεί στη μέση τού δωματίου απορώντας γιατί ο αστυνομικός είχε αυτό το παγωμένο βλέμμα στα μάτια του και γιατί δεν είχε καν μιλήσει σε μένα. Το μόνο που μπορούσα να υποθέσω ήταν ότι έμοιαζε σαν να είχε τυφλωθεί. Αφού έφυγε για να φέρει το δήμαρχο, εγώ ετοιμάστηκα να φύγω αμέσως. Βγήκα έξω και περίμενα πίσω από το σπίτι ώσπου ο δήμαρχος και ο ενωμοτάρχης μπήκαν στο σπίτι από την κύρια είσοδο. Την ίδια στιγμή ξέφυγα εγώ από πίσω. Οι γείτονες που συνέβη να το δουν αυτό προφανώς χάρηκαν που είδαν ότι ξέφυγα. Αποτελείωσα το ντύσιμό μου στο δάσος και ύστερα έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα στον επόμενο σιδηροδρομικό σταθμό για να ταξιδέψω».

      Οι άλλοι διευθυντές τής υπηρεσίας περιφέρειας είχαν παρόμοιες πείρες.

      ΜΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΔΙΚΗ

      Στη διάρκεια των ετών 1934–1936 οι πιστοί ποιμένες ενίσχυσαν τους αδελφούς τους σ’ ολόκληρη τη Γερμανία, ενθαρρύνοντάς τους να συμμετέχουν στις συναθροίσεις και όσο το δυνατό σε όλα τα είδη της υπηρεσίας, παρά το διωγμό. Στο μεταξύ στο Χάλε γινόταν μια δίκη στις 17 Δεκεμβρίου 1935, εναντίον των Μπάλτζεραϊτ, Ντόλλινγκερ και εφτά άλλων που θεωρούνταν «εξέχοντες» αδελφοί. Τουλάχιστον για τους μισούς απ’ αυτούς αυτό ήταν το τέλος της Χριστιανικής τους πορείας.

      Πολλοί αδελφοί στις πολυάριθμες δίκες που έγιναν στη Γερμανία εκείνο τον καιρό παραδέχονταν φανερά τι είχαν κάνει για να επεκτείνουν τα συμφέροντα της Βασιλείας κάτω από δύσκολες συνθήκες. Αντίθετα, αυτοί οι άντρες που δικάζονταν στο Χάλε αρνήθηκαν ότι είχαν κάνει οτιδήποτε απαγορευμένο από την κυβέρνηση. Ο Μπάλτζεραϊτ, όταν ρωτήθηκε από τον πρόεδρο τι είχε να πει για τον εαυτό του, είπε ότι μόλις ανακοινώθηκε η απαγόρευση στη Βαυαρία εκείνος είχε δώσει οδηγίες να μην κηρύττουν εκεί, και ότι το ίδιο αλήθευε και για όλες τις άλλες πολιτείες. Είπε ότι ποτέ δεν είχε δώσει οδηγίες που να ενθαρρύνουν οποιονδήποτε να αψηφήσει την απαγόρευση.

      Όταν ρωτήθηκε από τον πρόεδρο για την ετήσια γιορτή της Ανάμνησης, ο Μπάλτζεραϊτ απάντησε ότι κι αυτός είχε ακούσει ότι οι αδελφοί σχεδίαζαν να συγκεντρωθούν για να γιορτάσουν παρά την απαγόρευση. Αυτός όμως τους είχε προειδοποιήσει, επειδή ήξερε ότι η αστυνομία σχεδίαζε ειδική δράση για εκείνη τη μέρα.

      Φυσικά ανέκυψε και το θέμα τής προσωπικής στάσης τού κατηγορούμενου ως προς τη στρατιωτική υπηρεσία όπως συνέβαινε σ’ όλες τις δίκες που γίνονταν εκείνο τον καιρό. Αυτός διακήρυξε ότι ήταν πλήρως ικανοποιημένος με την εξήγηση του Φύρερ, δηλαδή, ότι ο πόλεμος αυτός καθεαυτός είναι έγκλημα, αλλά ότι κάθε χώρα είχε το δικαίωμα και το καθήκον να προστατεύει τη ζωή των πολιτών της.

      Λίγο αργότερα ο Αδελφός Ρόδερφορδ έγραψε το ακόλουθο γράμμα στους Γερμανούς αδελφούς:

      «Προς τον πιστό λαό τού Ιεχωβά στη Γερμανία:

      «Παρά τον πικρό διωγμό που έχει έρθει πάνω σας και τη μεγάλη εναντίωση που έχουν εξαπολύσει τα όργανα του Σατανά σ’ αυτή τη χώρα, είναι ευχάριστο να ξέρει κανείς ότι ο Κύριος έχει ακόμη μερικές χιλιάδες σ’ αυτή τη χώρα που έχουν πίστη σ’ Αυτόν και οι οποίοι επιμένουν να διακηρύττουν το άγγελμα της βασιλείας Του. Η πιστότητά σας καθώς αντιστέκεστε στους διώκτες και παραμένετε πιστοί στον Κύριο είναι σε χτυπητή αντίθεση με τη στάση που κράτησε εκείνος ο οποίος ήταν πρώην διευθυντής τής Εταιρίας στη Γερμανία, και οι άλλοι που ήταν μαζί του. Πρόσφατα έπεσε στα χέρια μου ένα αντίγραφο των πρακτικών τής δίκης αυτών των αντρών στο Χάλε και έμεινα έκπληκτος διαπιστώνοντας ότι κανείς απ’ αυτούς στη δίκη εκείνη τη μέρα δεν έδωσε πιστή και αληθινή μαρτυρία στο όνομα του Ιεχωβά. Ήταν ιδιαίτερα καθήκον τού πρώην διευθυντή Μπάλτζεραϊτ να κρατήσει ψηλά τη σημαία τού Κυρίου και να ταχθεί υπέρ του Θεού και της βασιλείας του μέσα σ’ όλη την εναντίωση, αλλά ούτε μια λέξη δεν βγήκε από το στόμα του που να δείχνει την πλήρη εμπιστοσύνη του στον Ιεχωβά. Κατά καιρούς του είχα επιστήσει την προσοχή στα όσα θα μπορούσαν να γίνουν στη Γερμανία και αυτός με διαβεβαίωνε ότι κατέβαλλε κάθε προσπάθεια για να ενθαρρύνει τους αδελφούς να συνεχίσουν τη μαρτυρία. Αλλά στη δίκη δήλωσε με έμφαση ότι τίποτα δεν είχε γίνει. Δε χρειάζεται να το συζητήσω τώρα εδώ περισσότερο. Είναι αρκετό να πω ότι η Εταιρία δε θα έχει στο εξής καμιά σχέση μαζί του, ούτε με κανέναν από εκείνους που σ’ αυτή την περίπτωση είχαν την ευκαιρία να δώσουν μαρτυρία στο όνομα του Ιεχωβά και στη βασιλεία Του και δεν το έκαναν. Η Εταιρία δε θα καταβάλει καμιά προσπάθεια να τους απελευθερώσει από τη φυλακή, ακόμη κι αν είχε τη δύναμη να κάνει κάτι.

      «Όλοι τώρα εκείνοι που αγαπούν τον Κύριο ας στρέψουν τα πρόσωπά τους προς Αυτόν, τον Ιεχωβά και στον Βασιλέα Του, και ας παραμείνουν αληθινοί και σταθεροί στο πλευρό τής Βασιλείας, άσχετα με κάθε εναντίωση που μπορεί να έρθει επάνω σας. . . .»

      Το ζήτημα αναφέρθηκε στο Γερμανικό τεύχος τής 15 Ιουλίου 1936 της Σκοπιάς, σαν μια προειδοποίηση για εκείνους που ειλικρινά επιθυμούσαν να είναι πιστοί μάρτυρες του Ιεχωβά κάτω από όλες τις περιστάσεις.

      Σε αντίθεση με τους πολλούς πιστούς αδελφούς τής Γερμανίας οι οποίοι είχαν καταδικαστεί σε ποινές φυλάκισης μέχρι πέντε ετών, ο Μπάλτζεραϊτ καταδικάστηκε σε δυόμισι χρόνια και ο Ντόλλινγκερ σε δύο χρόνια. Αφού υπηρέτησε την ποινή του στη φυλακή ο Μπάλτζεραϊτ μπήκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Σάξενχαουζεν, όπου αναγκάστηκε να παίξει έναν εξαιρετικά άδοξο ρόλο. Είχε υπογράψει τη διακήρυξη που αποκήρυσσε τη συναναστροφή με τους αδελφούς και απέφευγε κάθε επαφή μαζί τους. Εξαιτίας τής διαγωγής του ελευθερώθηκε περίπου ένα χρόνο αργότερα, αλλά στο μεταξύ αναγκάστηκε να ταπεινωθεί πολλές φορές, γιατί βασικά, οι Ες⁠–⁠Ες μισούσαν και τους προδότες επίσης. Οι ίδιοι μάλιστα οι Ες⁠–⁠Ες τού έδωσαν το παρατσούκλι «Βεελζεβούλ», και κάποτε ένας άντρας των Ες⁠–⁠Ες τον ανάγκασε να σταθεί μπροστά σ’ όλους τους αδελφούς του​—​υπήρχαν περίπου 300 στο στρατόπεδο εκείνο τον καιρό​—​και να επαναλάβει τη διακήρυξη που είχε υπογράψει ότι αποκηρύσσει κάθε συναναστροφή με τους μάρτυρες του Ιεχωβά, πράγμα που το έκανε!

      Το 1946, ο Μπάλτζεραϊτ είχε ήδη γίνει βίαιος διώκτης της αλήθειας, και έγραψε ένα γράμμα στις αρχές αποκατάστασης αποκαλύπτοντας την εχθρική στάση που είχε ακόμη και πριν γίνει η δίκη. Έτσι τέλειωσε ένα σκοτεινό κεφάλαιο στην ιστορία τού λαού τού Θεού στη Γερμανία, οι πρώτες γραμμές τού οποίου είχαν ήδη γραφτεί στη δεκαετία του 1920.

      Η ΓΚΕΣΤΑΠΟ ΧΤΥΠΑ​—​28 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1936

      Είχαν περάσει δυο χρόνια με γεμάτη ζήλο δράση, στη διάρκεια των οποίων η Γκεστάπο είχε αποτύχει να ασκήσει οποιαδήποτε πραγματική επιρροή πάνω στην οργανωμένη υπό την επιφάνεια δραστηριότητα παρά τις στενές παρακολουθήσεις όλων όσοι ήταν γνωστοί σαν μάρτυρες του Ιεχωβά. Αλλά με τον καιρό μάθαιναν όλο και περισσότερα για τη δραστηριότητά μας και σύντομα ήταν πολύ καλά πληροφορημένοι για το τι κάναμε. Μάλιστα στον πόλεμο εναντίον μας σχηματίστηκε μια «Ειδική Διοίκηση της Γκεστάπο», σύμφωνα με μια εμπιστευτική γνωστοποίηση που είχε ημερομηνία 24 Ιουνίου 1936 και απευθυνόταν προς την Πρωσική Μυστική Κρατική Αστυνομία.

      Στη διάρκεια των πρώτων έξι μηνών τού 1936 η Μυστική Κρατική Αστυνομία συγκέντρωσε ένα μεγάλο αρχείο που περιείχε τις διευθύνσεις ατόμων που είτε υποπτεύονταν ότι ήταν μάρτυρες του Ιεχωβά ή τουλάχιστον ότι ήταν φιλικοί προς αυτούς. Αυτό το αρχείο βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στις διευθύνσεις που βρέθηκαν στο βιβλίο Καθημερινό Ουράνιο Μάνα, που κατασχέθηκε στη διάρκεια ερευνών στα σπίτια. Διεξάγονταν ακόμη και ειδικά μαθήματα για τα όργανα της Γκεστάπο. Τους εκπαίδευαν πώς να διεξάγουν τη μελέτη τής Σκοπιάς· έπρεπε να μελετούν προσεκτικά τα νεότερα άρθρα τής Σκοπιάς ώστε να μπορούν να απαντούν στις ερωτήσεις σαν να ήταν αδελφοί. Τελικά έπρεπε να μάθουν και να προσεύχονται. Όλα αυτά γίνονταν με σκοπό, αν ήταν δυνατόν, να εισχωρήσουν στην καρδιά τής οργάνωσης και να την καταστρέψουν από το εσωτερικό της.

      Ο Άντον Κέτγκεν από το Μύνστερ αναφέρει ότι αφού άφησε έντυπα σε μια «φιλική» κυρία, αμέσως τον συνέλαβαν και οδηγήθηκε στη φυλακή. Συγχρόνως, συνεχίζει ο Αδελφός Κέτγκεν, «όργανα της Γκεστάπο επισκέφθηκαν τη σύζυγό μου που βρισκόταν έξω στον κήπο. Της συστήθηκαν σαν αδελφοί, αλλά μόνο με το σκοπό να εξακριβώσουν τα ονόματα άλλων αδελφών. Η σύζυγός μου διέκρινε την απάτη τους ωστόσο, και τους ξεσκέπασε ότι ήταν πράκτορες της Γκεστάπο». Αλλά δυστυχώς οι πράκτορες της Γκεστάπο δεν αναγνωρίζονταν έγκαιρα σε κάθε περίπτωση.

      Στο μεταξύ, ο Αδελφός Ρόδερφορδ σχεδίαζε ένα ταξίδι στην Ελβετία και ήθελε, αν ήταν δυνατό, να μιλήσει με αδελφούς από τη Γερμανία. Έγιναν διευθετήσεις για μια συνέλευση στη Λουκέρνη από τις 4 ως τις 7 Σεπτεμβρίου 1936. Τα κεντρικά γραφεία τής Ελβετίας είχαν υποδείξει να συγκεντρώσουμε μερικές εκθέσεις από αδελφούς σ’ ολόκληρη τη Γερμανία σχετικά με τις συλλήψεις τους, την κακομεταχείρισή τους από τη Γκεστάπο, την απόλυσή τους από τις εργασίες τους επειδή είχαν αρνηθεί να δώσουν «το Γερμανικό χαιρετισμό», και επίσης εκθέσεις για περιπτώσεις όπου οι αδελφοί είχαν πεθάνει σαν αποτέλεσμα κακομεταχείρισης, κ.ο.κ. Αυτές οι εκθέσεις θα μεταφέρονταν μυστικά στην Ελβετία πριν από τη συνέλευση έτσι ώστε ο Αδελφός Ρόδερφορδ να μπορέσει να τις εξετάσει.

      Αλλά ξαφνικά στις 28 Αυγούστου 1936, η Γκεστάπο κατάφερε ένα προμελετημένο ανελέητο χτύπημα, βάζοντας σε λειτουργία μια εκστρατεία στη διάρκεια της οποίας οι μάρτυρες του Ιεχωβά κυνηγήθηκαν σαν τα άγρια θηρία. Όλες οι διαθέσιμες δυνάμεις κινητοποιήθηκαν σε δράση μέρα και νύχτα, αλλά ιδιαίτερα τη νύχτα, στην προσπάθεια να συλληφθούν οι μάρτυρες του Ιεχωβά. Κάθε πληροφορία που η Γκεστάπο είχε συγκεντρώσει στη διάρκεια των προηγούμενων μηνών τώρα αποδείχτηκε ότι ήταν μεγάλη βοήθεια γι’ αυτούς. Στο δίχτυ πιάστηκαν ακόμη και ανυποψίαστα άτομα μερικά από τα οποία δεν είχαν ποτέ ισχυριστεί ότι ήταν μάρτυρες του Ιεχωβά. Αυτά τα άτομα φυσικά ήταν περισσότερο από πρόθυμα να πουν στη Γκεστάπο καθετί που ήξεραν για τους μάρτυρες του Ιεχωβά προκειμένου να ξαναποκτήσουν την ελευθερία τους· και μολονότι αυτά που ήξεραν να πουν συχνά ήταν πάρα πολύ λίγα, ωστόσο κι αυτές οι μικρές πληροφορίες βοήθησαν στο να συμπληρωθεί η εικόνα που είχε μέχρι τώρα φτιάξει η Γκεστάπο. Σε μετέπειτα δίκες η Γκεστάπο συχνά καυχιόταν ότι αυτές οι πληροφορίες τούς είχαν βοηθήσει να συλλάβουν χιλιάδες άτομα, τα περισσότερα από τα οποία οδηγήθηκαν στη φυλακή και αργότερα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.

      Όταν τελικά η εκστρατεία τής Γκεστάπο έφτασε στο αποκορύφωμα, ύστερα από μια μεγάλη επίθεση μπόρεσαν να πιάσουν τον Αδελφό Βίνκλερ, ο οποίος εκείνο τον καιρό ήταν υπεύθυνος για το έργο ολόκληρης της Γερμανίας καθώς και τους περισσότερους από τους διευθυντές υπηρεσίας περιφέρειας, των οποίων τα ονόματα και οι περιοχές στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν ήδη γνωστά. Η Γκεστάπο θεώρησε αυτή την «εκστρατεία» τόσο μεγάλης σπουδαιότητας ώστε ολόκληρο το αστυνομικό δίκτυο απασχολήθηκε στη δίωξη των μαρτύρων του Ιεχωβά, και άφησαν εγκληματικά στοιχεία του υπόκοσμου εντελώς ανενόχλητα.

      Η προσεκτική εργασία που έκανε η Γκεστάπο σε διάστημα αρκετών μηνών οδήγησε στη διαπίστωση ότι γίνονταν σημαντικές συναντήσεις ανάμεσα στον Αδελφό Βίνκλερ και σε άλλους υπεύθυνους υπηρέτες από ολόκληρη τη Γερμανία στους ζωολογικούς κήπους τού Βερολίνου. Αυτό αλήθευε ιδιαίτερα για τους ζεστούς μήνες του έτους. Αυτές οι συναντήσεις είχαν κρατηθεί μυστικές για πολύ καιρό με τη βοήθεια του Αδελφού Βάρντουν ο οποίος είχε υπηρεσία εκεί νοικιάζοντας καρέκλες. Ο αδελφός χωρίς να προκαλεί την προσοχή έλεγε στους αδελφούς που έφταναν σε ποιο σημείο των ζωολογικών κήπων τούς περίμενε ο Αδελφός Βίνκλερ και τους οδηγούσε σε ένα ασφαλές μέρος όπου μπορούσε να γίνει η συζήτηση. Όποτε εμφανιζόταν κάποιος κίνδυνος τους προειδοποιούσε απλώς με το να πηγαίνει στους αδελφούς και να παίρνει τα χρήματα για τις καρέκλες που είχαν «νοικιάσει». Αλλά αυτή η θαυμάσια διευθέτηση δεν επρόκειτο να παραμείνει για πολύ μυστική. Με κάποιο άγνωστο τρόπο η Γκεστάπο είχε μάθει τις λεπτομέρειες, και αυτό βοήθησε το πανούργο σχέδιο της επίθεσης που ετοίμαζε. Ο Αδελφός Κλόχε, ο οποίος λάμβανε μέρος και ο ίδιος στις συναντήσεις μάς λέει τι συνέβη στη διάρκεια εκείνων των συναρπαστικών ημερών στο Βερολίνο:

      «Περίμενα με ανυπομονησία τη συνέλευση της Λουκέρνης· είχα πολλές πιθανότητες να μπορέσω να την παρακολουθήσω, επειδή είχα ήδη πάρει την Ελβετική βίζα. Αλλά προηγουμένως ήθελα να πάω στη Λιψία για να συζητήσω οργανωτικά θέματα με τον Αδελφό Φροστ στου οποίου την περιοχή επρόκειτο να διοριστώ σαν διευθυντής υπηρεσίας περιφέρειας, επειδή είχε δημιουργηθεί ένα κενό ύστερα από τη σύλληψη τού Αδελφού Πάουλ Γκρόσμαν. Ωστόσο δεν μπόρεσα να φτάσω στον Αδελφό Φροστ γιατί στο μέρος όπου περίμενα να τον συναντήσω, με βρήκε η Γκεστάπο. Στην αρχή παρέλυσα τελείως, γιατί αντί να μπορέσω να αρχίσω μια τέτοια θαυμάσια υπηρεσία η Γκεστάπο με απομάκρυνε από τη συναναστροφή με τους αδελφούς μου και με έφερε στη Λιψία. [Από εκεί τον μετέφεραν στο Βερολίνο.]

      «Στο μεταξύ η Γκεστάπο είχε μάθει ότι είχαμε ένα τόπο συνάντησης στους ζωολογικούς κήπους και είχαν μάθει και πολλά άλλα πράγματα για την οργάνωσή μας. Αυτές τις πληροφορίες τις είχαν πάρει με διάφορους τρόπους ακόμη και με εκβιασμό.

      «Λίγες μέρες αργότερα εμφανίστηκαν ξαφνικά πέντε αξιωματικοί οπλισμένοι με πιστόλια, μου είπαν να βάλω τα πολιτικά μου ρούχα, και με οδήγησαν στον τόπο κοντά στη λιμνούλα με τα χρυσόψαρα όπου νοίκιαζε τις καρέκλες του ο Αδελφός Βάρντουν. Ωστόσο εκείνον δεν τον υποπτεύονταν ότι ήταν μάρτυς τού Ιεχωβά. Τώρα εγώ θα χρησίμευα ‘δόλωμα’ για τους αδελφούς μου που τελικά θα εμφανίζονταν για την προγραμματισμένη συνάντηση για την οποία τώρα η Γκεστάπο είχε πληροφορίες.

      «Μόλις είχα καθήσει εκεί που με διέταξαν και είδα την Αδελφή Χίλντεγκαρντ Μες να με πλησιάζει. Η αδελφή απόρησε γιατί δεν είχα πάει εγώ σ’ αυτούς επειδή με περίμεναν και τώρα ήθελε να μάθει γιατί δεν είχα πάει. Επειδή τα πληγιασμένα καλάμια των ποδιών μου πονούσαν πάρα πολύ από τα χτυπήματα που μου είχαν δώσει, οι αξιωματικοί δεν υποπτεύθηκαν τίποτα όταν ξαφνικά έσκυψα μορφάζοντας από τον πόνο ακριβώς τη στιγμή που η αδελφή περνούσε από την άλλη πλευρά τού μονοπατιού και προσπάθησα συγχρόνως να της κάνω νόημα με τα μάτια μου ότι η Γκεστάπο ήταν στους Ζωολογικούς κήπους. Η αδελφή κατάλαβε, δίστασε για μια στιγμή και ύστερα στράφηκε προς τον Αδελφό Βάρντουν τον οποίο πληροφόρησε γι’ αυτή τη νέα κατάσταση. Τώρα ο κίνδυνος ήταν τεράστιος για τον Αδελφό Βίνκλερ, ο οποίος πραγματικά ήρθε ύστερα από λίγο και ανυποψίαστος κάθησε σε μια άδεια καρέκλα. Πολύ σύντομα ο Αδελφός Βάρντουν τον πλησίασε, του ζήτησε την πληρωμή για την καρέκλα και συγχρόνως τον ειδοποίησε ότι οι πράκτορες της Γκεστάπο ήταν στο Ζωολογικό κήπο. Ο Αδελφός Βίνκλερ σηκώθηκε γρήγορα άφησε τη βαλίτσα του πίσω και ξέφυγε​—​όπως φάνηκε​—​από τον κλοιό των πρακτόρων τής Γκεστάπο. Αργότερα έμαθα ότι αργά την ίδια νύχτα πήγε στο διαμέρισμα του Αδελφού Κάσινγκ, όπου τον περίμεναν μερικοί αστυνομικοί τής Γκεστάπο και τον συνέλαβαν αμέσως».

      Μέσα σε λίγες μέρες είχαν συλληφθεί τουλάχιστον οι μισοί από τους διευθυντές υπηρεσίας περιφέρειας τής Γερμανίας μαζί με χιλιάδες άλλους αδελφούς και φίλους. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Αδελφός Γκέοργκ Μπερ ο οποίος αφηγείται:

      «Κάθε βράδι γύρω στις 10 η ώρα άκουγα να παίρνουν τους φυλακισμένους από τα διάφορα κελιά. Λίγο αργότερα τους άκουγα καθώς τους χτυπούσαν στο υπόγειο· άκουγα τις κραυγές τους και τους λυγμούς τους. Κάθε βράδι όταν άκουγα να ανοίγουν οι πόρτες των κελιών σκεφτόμουν, Τώρα είναι η σειρά μου. Αλλά δε με ενόχλησαν μέχρι την τέταρτη ή πέμπτη μέρα γύρω στις 6 η ώρα οπότε με κάλεσαν για ανάκριση. Αυτή τη φορά παρουσιάστηκε ένας άντρας των Ες⁠–⁠Ες ο οποίος με κατεύθυνε στο δωμάτιό του και μου είπε να καθήσω. Στη συνέχεια είπε: ‘Ξέρουμε ότι μπορείς να μας πεις περισσότερα απ’ όσα θέλεις’. Σηκώθηκε όρθιος πήρε ένα μολύβι και το έξυνε πάνω από ένα καλάθι αχρήστων και συνέχισε τη μικρή του ομιλία: ‘Δε θα σε δυσκολέψω· έλα δω’. Μου ζήτησε να πάω κοντά στο γραφείο του, μου έδειξε μερικές δαχτυλογραφημένες σελίδες και με άφησε να τις διαβάσω. Ήταν ένας κατάλογος όλων των περιοδευόντων υπηρετών τής Γερμανίας, και το όνομά μου ήταν τελευταίο. Διάβασα τα ονόματα των εκκλησιών που είχαμε επισκεφθεί καθώς επίσης και τα ονόματα των αδελφών εκεί. Με λεπτομέρειες διάβασα πόσα έντυπα είχαμε παραγγείλει, πόσους φωνογράφους και πόσους δίσκους. Επίσης ήταν καταγραμμένες οι συνεισφορές και οι άλλες εισπράξεις που είχαμε κάνει. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Ολόκληρη η υπό την επιφάνεια οργάνωσή μας βρισκόταν στα χέρια τής Γκεστάπο. Πραγματικά χρειάστηκα μερικά λεπτά για να μπορέσω να συλλάβω τελείως την κατάσταση. Αναρωτιόμουν πού είχε μπορέσει να βρει η Γκεστάπο όλα αυτά τα στοιχεία. Αν δεν ήταν καταγραμμένη με ακρίβεια και η δική μου δράση, θα είχα αμφιβάλει για την αληθινότητα της έκθεσης. Ο Μπάουχ, ο πράκτορας των Ες⁠–⁠Ες​—​Γκεστάπο της Δρέσδης, ο οποίος διηύθυνε την ανάκριση μου έδωσε χρόνο για να συγκεντρώσω τις σκέψεις μου. Φοβάμαι ότι θα είχα μάλλον μια ανόητη έκφραση στο πρόσωπό μου όταν ξανακάθησα. Εκείνος είπε, ‘Τώρα πραγματικά, δεν υπάρχει λόγος να παραμένεις σιωπηλός’.

      «Μήνες ολόκληρους με βασάνιζε η σκέψη για το πού μπόρεσε η Γκεστάπο να βρει τα αρχεία μας. Αργότερα έμαθα ότι όλες μας οι παραγγελίες, οι εκθέσεις και τα χρήματα που είχαμε στείλει είχαν φυλαχθεί προσεκτικά σ’ ένα φάκελο και είχαν κρατηθεί στο Βερολίνο. Αργότερα η Γκεστάπο είχε βρει και είχε κατάσχει αυτό το φάκελο».

      ΑΦΟΒΗ ΔΡΑΣΗ ΑΝΑΣΤΑΤΩΝΕΙ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ

      Η προσεκτικά σχεδιασμένη συνέλευση της Λουκέρνης από τις 4 ως τις 7 Σεπτεμβρίου 1936, ξαφνικά πήρε μια νέα μορφή σαν αποτέλεσμα των μαζικών συλλήψεων που είχαν συμβεί δύο εβδομάδες προηγουμένως. Ίσως η συνέλευση, για την οποία η Γκεστάπο είχε ήδη πληροφορίες, να ήταν εκείνη που καθόρισε την ημερομηνία για την εκστρατεία τους εναντίον μας. Τουλάχιστον έκαναν καθετί που μπορούσαν για να εμποδίσουν τους Γερμανούς αδελφούς να παραβρεθούν. Αυτό φαίνεται από την εμπιστευτική εγκύκλιο της Μυστικής Κρατικής Αστυνομίας με ημερομηνία 21 Αυγούστου 1936, η οποία έλεγε σχετικά με τους αδελφούς που θα ταξίδευαν για τη συνέλευση: «Αυτά τα άτομα πρέπει να εμποδιστούν να βγουν από τη χώρα. Σε τέτοιες περιπτώσεις θα πρέπει να κατασχεθεί το διαβατήριο».

      Πραγματικά από τους χίλιους και πλέον αδελφούς που προγραμμάτιζαν να κάνουν το ταξίδι, μόνο τριακόσιοι περίπου μπόρεσαν να το πραγματοποιήσουν. Αλλά κι απ’ αυτούς οι περισσότεροι αναγκάστηκαν να διασχίσουν παράνομα τα σύνορα και πολλοί συνελήφθηκαν στην επιστροφή τους.

      Ο Αδελφός Ρόδερφορδ, φυσικά, επωφελήθηκε από την ευκαιρία να μιλήσει με τους υπηρέτες τής Γερμανίας που ήταν παρόντες, για τα προβλήματά τους. Ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για το πώς να φροντίσουν τους αδελφούς πνευματικά. Ο Χάινριχ Ντούενγκερ που ήταν παρών μας αναφέρει σχετικά με τη συζήτηση:

      «Οι διευθυντές υπηρεσίας περιφέρειας κλήθηκαν τώρα να κάνουν υποδείξεις. Αυτοί σύστησαν στον Αδελφό Ρόδερφορδ να με στείλει πίσω στη Γερμανία. Μου είχαν ζητήσει να κάνω αυτή την υπόδειξη εγώ ο ίδιος, αλλά εγώ τους είχα πει ότι δεν μπορούσα να το κάνω αυτό αφού είχα σταλεί στην Πράγα και δεν μπορούσα να πω ότι ήθελα να επιστρέψω στη Γερμανία. Θα φαινόταν σαν να ήμουν δυσαρεστημένος από το διορισμό μου. Έτσι για λίγο τουλάχιστον διάστημα διορίστηκε να αναλάβει την ευθύνη ο Αδελφός Φροστ. Τότε ο Αδελφός Ρόδερφορδ τον ρώτησε: ‘Τι θα συμβεί αν συλληφθείς;’ Στην περίπτωση σύλληψης του Αδελφού Φροστ, οι αδελφοί υπέδειξαν να αναλάβει την ευθύνη ο Αδελφός Ντίτσι».

      Υιοθετήθηκε μια διακήρυξη και περίπου δύο με τρεις χιλιάδες αντίτυπα στάλθηκαν στον Χίτλερ και στις κυβερνητικές του υπηρεσίες στη Γερμανία. Ένα αντίτυπο στάλθηκε στον πάπα τής Ρώμης. Διαβεβαίωση για την παράδοση τόσο στο Βατικανό στη Ρώμη όσο και στην Καγκελαρία τού Ράιχ στο Βερολίνο πήρε ο Φραντς Τσύρχερ από τη Βέρνη, ο οποίος με τις οδηγίες της συνέλευσης είχε στείλει τις διακηρύξεις στις 9 Σεπτεμβρίου 1936. Η διακήρυξη, η οποία ήταν περίπου τρεισήμισι δαχτυλογραφημένες σελίδες, περιλάμβανε και τις ακόλουθες σκέψεις:

      «Διαμαρτυρόμαστε έντονα για τη σκληρή μεταχείριση των μαρτύρων του Ιεχωβά από τη Ρωμαιοκαθολική Ιεραρχία και από τους συμμάχους της στη Γερμανία καθώς επίσης και σ’ άλλα μέρη του κόσμου, αλλά αφήνουμε την έκβαση του ζητήματος εντελώς στα χέρια του Κυρίου, του Θεού μας, ο οποίος σύμφωνα με το Λόγο του θα ανταποδώσει πλήρως. . . . Στέλνουμε εγκάρδιους χαιρετισμούς στους διωκόμενους αδελφούς μας στη Γερμανία και τους ζητάμε να παραμείνουν θαρραλέοι και να εμπιστεύονται πλήρως στις υποσχέσεις του Παντοδύναμου Θεού τού Ιεχωβά, και του Χριστού. . . .»

      Έγιναν διευθετήσεις να μοιραστεί η διακήρυξη που υιοθετήθηκε εκεί σε πολλά άτομα στη Γερμανία μέσω μιας αιφνιδιαστικής εκστρατείας. Από τις 300.000 αντίτυπα που τυπώθηκαν στη Βέρνη, οι 200.000 στάλθηκαν στην Πράγα από όπου μεταφέρθηκαν από τα σύνορα κοντά στην Τσιτάου και σε άλλους τόπους στα βουνά Ρίζεν. Τα άλλα 100.000 αντίτυπα επρόκειτο να μεταφερθούν στη Γερμανία μέσω της Ολλανδίας αλλά δυστυχώς, στην Ολλανδία κατασχέθηκαν. Έτσι μερικοί διευθυντές υπηρεσίας περιφέρειας αναγκάστηκαν να φτιάξουν δικά τους αντίτυπα για το Βερολίνο και τη Βόρεια Γερμανία. Η ημερομηνία για τη διανομή ήταν η 12 Δεκεμβρίου 1936 από τις 5 ως τις 7 το απόγευμα.

      Σύμφωνα με μετέπειτα εκθέσεις, πήραν μέρος σ’ αυτό το έργο περίπου 3.450 αδελφοί και αδελφές. Καθένας είχε είκοσι ή το πολύ σαράντα αντίτυπα και έπρεπε να τα διαθέσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα στην περιοχή που είχε διοριστεί. Απλώς έπρεπε να βάλει τα αντίτυπα στα γραμματοκιβώτια ή να τα σπρώξει κάτω από τις πόρτες.

      Σε κάθε σπίτι θα έπρεπε να αφήσουν ένα αντίτυπο· σε μεγάλες πολυκατοικίες γενικά όχι περισσότερα από τρία αντίτυπα. Κατόπιν εκείνοι που μοίραζαν τα αντίτυπα θα πήγαιναν βιαστικά σε κάποιο γειτονικό δρόμο και θα έκαναν το ίδιο κι εκεί ώστε τα αντίτυπα να διανεμηθούν σε όσο το δυνατό μεγαλύτερη περιοχή.

      Το αποτέλεσμα πάνω στους εχθρούς ήταν συντριπτικό! Ο Έριχ Φροστ, ο οποίος ήταν σε στενή επαφή με το γραφείο τής Πράγας στη διάρκεια των οχτώ μηνών που ήταν υπεύθυνος του έργου στη Γερμανία, παρέδωσε την ακόλουθη έκθεση γι’ αυτή την εκστρατεία στη διάρκεια ενός απ’ τα ταξίδια του στην Πράγα:

      «Η διανομή της διακήρυξης αποδείχτηκε ότι ήταν ένα τεράστιο χτύπημα προς την κυβέρνηση και τη Γκεστάπο. Έγινε εντελώς αιφνιδιαστικά και γρήγορα στις 12 Δεκεμβρίου 1936. Τα πάντα είχαν προετοιμαστεί ως την τελευταία λεπτομέρεια, και όλοι οι πιστοί συνεργάτες είχαν ειδοποιηθεί και ο καθένας είχε αναλάβει την περιοχή του και το πακέτο με τις διακηρύξεις είκοσι τέσσερις ώρες πριν από το έργο που επρόκειτο να αρχίσει στις 5 το απόγευμα ακριβώς. Μέσα σε μια ώρα η αστυνομία και οι άντρες των Ταγμάτων Εφόδου και των Ες⁠–⁠Ες έτρεχαν πάνω κάτω περιπολώντας στους δρόμους προσπαθώντας να συλλάβουν μερικούς από τους θαρραλέους διανομείς. Αλλά συνέλαβαν μόνο ελάχιστους, περίπου δώδεκα σ’ ολόκληρη τη χώρα. Την επόμενη Τρίτη όμως, αξιωματούχοι πήγαν στα σπίτια πολλών αδελφών και τους κατηγόρησαν φανερά ότι είχαν συμμετάσχει στη διανομή. Οι αδελφοί μας φυσικά δεν ήξεραν τίποτα γι’ αυτό και έγιναν πολύ λίγες συλλήψεις.

      «Τώρα, σύμφωνα με τον τύπο, υπάρχει ένα αίσθημα όχι μόνο τρομοκρατημένου θυμού εξαιτίας της γενναιότητάς μας, αλλά επίσης και αυξημένου φόβου. Είναι κατάπληκτοι που ύστερα από τέσσερα χρόνια τρόμου από την κυβέρνηση του Χίτλερ είναι ακόμη δυνατό να γίνεται μια τέτοια εκστρατεία με τέτοια μυστικότητα και σε τέτοια κλίμακα. Και προπάντων είναι φοβισμένοι εξαιτίας τού κόσμου. Πολλοί παραπονέθηκαν στην αστυνομία, αλλά όταν οι αξιωματούχοι και οι άλλοι υπεύθυνοι πήγαν στα σπίτια και ρώτησαν τους κατοίκους αν είχαν πάρει τέτοιο φυλλάδιο ή όχι αυτοί το αρνήθηκαν. Αυτό φυσικά συνέβη επειδή μόνο δύο ή το πολύ τρεις οικογένειες σε κάθε σπίτι είχαν πάρει αυτή τη διακήρυξη. Η αστυνομία βέβαια δεν το ήξερε αυτό αλλά υπέθετε ότι είχε αφεθεί ένα σε κάθε πόρτα.

      «Πιστεύουν λοιπόν ότι ο κόσμος πήρε τη διακήρυξή μας αλλά για ορισμένους λόγους αρνούνται να το παραδεχτούν όταν τους ρωτάει η αστυνομία και αυτό τους έχει προξενήσει μεγάλη σύγχυση και φόβο».

      Η Γκεστάπο απογοητεύθηκε πάρα πολύ γιατί πίστευε ότι είχε συντρίψει εντελώς τη δράση μας με την εκτεταμένη εκστρατεία τής 28ης Αυγούστου. Και να τώρα η διανομή τής διακήρυξής μας, την οποία πίστευαν πολύ πιο εκτεταμένη από ό,τι ήταν στην πραγματικότητα! Ήταν αναντίρρητο γεγονός ότι ο εχθρός είχε καταφέρει να κάνει σοβαρά ρήγματα στις τάξεις τού λαού τού Θεού, αλλά ποτέ δεν κατάφερε να σταματήσει το έργο τελείως. Οι αδελφοί συνέχισαν να διεξάγουν την αποστολή τού κηρύγματος όπως φαίνεται από τις εκθέσεις των διευθυντών υπηρεσίας περιφέρειας που συγκεντρώθηκαν για τον Αδελφό Ρόδερφορδ, και κάλυψαν την περίοδο από 1 Οκτωβρίου μέχρι 1 Δεκεμβρίου 1936. Τα αποτελέσματα ήταν τα εξής: (όλοι οι αριθμοί είναι κατά προσέγγιση) 3.600 εργάτες, 21.521 ώρες, 300 Γραφές, 9.624 βιβλία και 19.304 βιβλιάρια. Αυτό το αποτέλεσμα ήταν καλό σε σύγκριση με την τελευταία μηνιαία έκθεση πριν από το κύμα των συλλήψεων (από τις 16 Μαΐου ως τις 15 Ιουνίου): 5.930 εργάτες, 38.255 ώρες, 962 Γραφές, 17.260 βιβλία και 52.740 βιβλιάρια.

      ΕΚΤΕΘΕΙΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΜΙΑ «ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ»

      Σχεδόν σε κάθε ανάκριση και δίκη που γινόταν μετά τη διανομή της διακήρυξης στις 12 Δεκεμβρίου 1936, γινόταν και μνεία γι’ αυτήν. Οι αξιωματούχοι δυσκόλευαν ακόμη περισσότερο πολλούς από τους αδελφούς μας επειδή όπως ισχυρίζονταν, αυτές οι δηλώσεις δεν ήταν αληθινές και δεν μπορούσαμε να δώσουμε αποδείξεις για τους ισχυρισμούς μας. Οι υπεύθυνοι αδελφοί λοιπόν συνέστησαν στον Αδελφό Ρόδερφορδ να διανεμηθεί με μια «αιφνιδιαστική εκστρατεία» μια «ανοιχτή επιστολή» όπως είχε γίνει και με την ίδια τη διακήρυξη. Θα έδινε στη Γκεστάπο μια απάντηση που θα αποδείκνυε ότι οι ισχυρισμοί της ήταν ψεύτικοι. Ο Αδελφός Ρόδερφορδ συμφώνησε και ζήτησε από τον Αδελφό Χάρμπεκ στην Ελβετία να γράψει την «ανοιχτή επιστολή», επειδή ο αδελφός είχε στα χέρια του όλο το υλικό που είχε συγκεντρωθεί μέχρι το 1936 σχετικά με το διωγμό.

      Η ακόλουθη παράγραφος που είναι παρμένη απ’ αυτή την «επιστολή» δείχνει σαφώς την ατράνταχτη επιχειρηματολογία που χρησιμοποίησαν οι αδελφοί απαντώντας δημόσια στους εχθρούς τους:

      «Η Χριστιανική υπομονή και η ντροπή μάς εμπόδισαν αρκετό καιρό από το να επιστήσουμε την προσοχή τού κοινού τόσο στη Γερμανία όσο και σ’ άλλα μέρη, σ’ αυτά τα εγκλήματα. Έχουμε στα χέρια μας συντριπτικές αποδείξεις που δείχνουν ότι η προαναφερθείσα βάναυση κακομεταχείριση των μαρτύρων του Ιεχωβά έχει πραγματικά λάβει χώρα. Ιδιαίτερα υπεύθυνος γι’ αυτή την κακομεταχείριση είναι κάποιος Τάις από το Ντόρτμουντ και Τεννχόφ και Χάιμαν από τη Μυστική Αστυνομία τού Γκέλσενκιρχεν και Μπόχουμ. Αυτοί δε δίστασαν να κακομεταχειριστούν γυναίκες με μαστίγια και λαστιχένια ρόπαλα. Ο Τάις από το Ντόρτμουντ και ένας άντρας από την Κρατική Αστυνομία της Χαμ είναι ιδιαίτερα περιβόητοι για τη σαδιστική τους σκληρότητα στην κακομεταχείριση Χριστιανών γυναικών. Έχουμε στα χέρια μας τα ονόματα και τις λεπτομέρειες περίπου δεκαοχτώ περιπτώσεων όπου μάρτυρες του Ιεχωβά θανατώθηκαν βίαια. Στις αρχές τού Οκτωβρίου 1936, για παράδειγμα, ένας μάρτυς του Ιεχωβά που ονομαζόταν Πήτερ Χάινεν, κάτοικος της οδού Νόυχυλλερ του Γκέλσενκιρχεν, στη Βεστφαλία, χτυπήθηκε μέχρι θανάτου από αξιωματούχους τής Μυστικής Αστυνομίας στο Δημαρχείο του Γκέλσενκιρχεν. Αυτό το τραγικό περιστατικό αναφέρθηκε στον καγκελάριο του Ράιχ Αδόλφο Χίτλερ. Αντίτυπα στάλθηκαν επίσης στον Υπουργό τού Ράιχ Ρούντολφ Ες και στον αρχηγό τής Μυστικής Αστυνομίας, τον Χίμλερ».

      Όταν είχε ολοκληρωθεί η «ανοιχτή επιστολή», ολόκληρο το κείμενο γράφτηκε σε στένσιλς από αλουμίνιο στη Βέρνη και στάλθηκε στην Πράγα. Από καιρό σε καιρό η Ίλζε Ουντερντόρφερ, η οποία συνεργαζόταν στενά με τον Αδελφό Φροστ στην υπό την επιφάνεια δράση, έπαιρνε οδηγίες από τον αδελφό να φέρνει εκθέσεις και να παίρνει πληροφορίες από εκεί. Σε ένα από εκείνα τα ταξίδια στην Πράγα, η Αδελφή Ουντερντόρφερ πήρε τα στένσιλς με τα οποία επρόκειτο να τυπωθεί η «ανοιχτή επιστολή» σε ένα πολύγραφο που μόλις είχε αγοραστεί. Στις 20 Μαρτίου 1937 η Αδελφή Ουντερντόρφερ έφτασε στο Βερολίνο με το πολύτιμο πακέτο της.

      «Πήρα το πακέτο», αναφέρει ο Αδελφός Φροστ, «και ύστερα μετέφερα αυτό το ‘επικίνδυνο’ υλικό σε μια άλλη αδελφή που φρόντισε να το μεταφέρει σε ασφαλές μέρος. Την ίδια νύχτα εγώ και η Αδελφή Ουντερντόρφερ, η οποία είχε φέρει αυτά τα πολύτιμα στένσιλς, συλληφθήκαμε στο μέρος όπου μέναμε. Όσο σκληρό κι αν ήταν για μας να δεχτούμε το γεγονός ότι είχαμε χάσει την ελευθερία μας για όσο καιρό θα παρέμενε η Ναζιστική δικτατορία, ωστόσο ήμαστε ευτυχείς που ξέραμε ότι είχαμε διαφυλάξει την ασφάλεια της εκστρατείας του νέου φυλλαδίου».

      Αλλά ο Αδελφός Φροστ έκανε λάθος. Ενώ μεταφερόταν στη φυλακή διαπίστωσε ότι ο πολύγραφος βρισκόταν ακριβώς δίπλα τους στο αυτοκίνητο της αστυνομίας. Η Γκεστάπο τον είχε βρει σε μια από τις έρευνές της. Εκτός απ’ αυτό, τα στένσιλς, τα οποία δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε κάποιο άλλο μηχάνημα, είχαν προφανώς εξαφανιστεί και δεν ξαναβρέθηκαν.

      Η Ίντα Στράους, στην οποία ο Αδελφός Φροστ είχε δώσει τα στένσιλς και η οποία γνώριζε πολύ καλά τις λεπτομέρειες της εκστρατείας, σκεφτόταν το ίδιο. «Είχα τα αλουμινένια στένσιλς στη τσάντα μου», θυμάται η αδελφή, «και τα μετέφερα στο μέρος όπου βρισκόταν το μηχάνημα. Ήταν προχωρημένη νύχτα και σκοτάδι· ο ιδιοκτήτης τού σπιτιού, ένα ενδιαφερόμενο άτομο, στεκόταν στις σκάλες και φώναξε: ‘Φύγε αμέσως, φυλάξου. Η Γκεστάπο έχει κατάσχει το μηχάνημα, έχει συλλάβει τους αδελφούς και μέχρι πριν από λίγο σε περίμεναν αλλά τελικά οι πράκτορες έφυγαν’. Τι θα συνέβαινε τώρα; Στη διάρκεια των επόμενων λίγων ημερών ανακάλυψα ότι είχαν συλληφθεί την ίδια νύχτα πολλοί αδελφοί και δεν έβρισκα κανέναν ανάμεσα στους αδελφούς που να έχει κάποια σύνδεση με την οργάνωση.

      «Άρχισα τώρα να ψάχνω για έναν αδελφό και μερικές αδελφές που θα ήταν άφοβοι αρκετά ώστε να αφιερώσουν τον εαυτό τους περισσότερο στα συμφέροντα του έργου τού Ιεχωβά. Ήξερα ότι ήμουν στο μαύρο πίνακα τής Γκεστάπο και ότι έπρεπε να περιμένω ότι θα συλληφθώ από στιγμή σε στιγμή. Όταν αυτό έγινε πραγματικά ήμουν ευτυχής που τα συμφέροντα του έργου ήταν σε πιστά χέρια».

      Όσον αφορά τα στένσιλς για την «ανοιχτή επιστολή», η Αδελφή Στράους έκανε επίσης λάθος. Τα στένσιλς δεν μπορούσαν πλέον να χρησιμοποιηθούν, επειδή είχε κατασχεθεί το μηχάνημα και δεν υπήρχε άλλο διαθέσιμο.

      Τώρα που ο Αδελφός Φροστ είχε συλληφθεί, το έργο ανέλαβε ο Αδελφός Χάινριχ Ντίτσι, όπως είχε αποφασιστεί στη Λουκέρνη στη συζήτηση με τον Αδελφό Ρόδερφορδ. Ο πρώτος του στόχος ήταν να κυκλοφορήσει αυτήν την «ανοιχτή επιστολή». Ήρθε λοιπόν σε επαφή με τον Αδελφό Στρόμαϊγερ στο Λέμγκο. Και ο Αδελφός Στρόμαϊγερ και ο Αδελφός Κλούκχουν μόλις είχαν αφεθεί ελεύθεροι από τη φυλακή ύστερα από έξι μήνες επειδή είχαν τυπώσει το Βιβλίο του Έτους 1936. Αλλά ο Αδελφός Στρόμαϊγερ συμφώνησε να βοηθήσει.

      Το πρόβλημα ήταν να πάρουμε και πάλι στένσιλς από την Ελβετία. Αυτή τη φορά πήραμε πλάκες από χαρτόνι που πρώτα απ’ όλα έπρεπε να τις επεξεργαστούν οι αδελφοί ώστε να μπορέσουν να γίνουν οι μεταλλικές πλάκες για το πιεστήριο. Ο Αδελφός Ντίτσι είχε πάρει τις πλάκες από χαρτόνι από την Ελβετία αφού είχαν τυπωθεί εκεί 200.000 αντίτυπα της «ανοιχτής επιστολής», αλλά οι προσπάθειες να τις περάσουμε από τα σύνορα της Γερμανίας απέτυχαν.

      Αφού τακτοποιήθηκε το ζήτημα της εκτύπωσης, αποφασίστηκε να διανεμηθεί η «ανοιχτή επιστολή» με μια «αιφνιδιαστική εκστρατεία» που θα γινόταν στις 20 Ιουνίου 1937. Η Αδελφή Ελφρίντε Λορ αναφέρει: «Ο Αδελφός Ντίτσι οργάνωσε την εκστρατεία. Ήμαστε όλοι θαρραλέοι, και τα πάντα είχαν σχεδιαστεί προσεκτικά και κάθε περιοχή είχε αρκετές επιστολές. Στο σιδηροδρομικό σταθμό πήρα μια μεγάλη βαλίτσα γεμάτη από επιστολές για την περιοχή γύρω από το Μπρεσλάου και τις έφερα στους αδελφούς στο Λίγκνιτς. Είχα κι εγώ επίσης τις δικές μου επιστολές που τις μοίρασα στην ορισμένη ώρα όπως και όλοι οι άλλοι αδελφοί».

      Η διανομή αυτής της «ανοιχτής επιστολής» πρέπει να αιφνιδίασε απόλυτα τη Γκεστάπο, η οποία για μήνες προηγουμένως καυχιόταν ότι είχε εντελώς καταστρέψει την οργάνωση. Αυτό μεγάλωσε την έξαψή τους. Ήταν σαν κάποιος να είχε ξαφνικά σκαλίσει μια μυρμηγκοφωλιά από τερμίτες. Σαν να είχαν πάθει φρενίτιδα χωρίς συγκεκριμένο στόχο μπροστά τους, έτρεχαν πάνω κάτω με τη μεγαλύτερη σύγχυση, και ιδιαίτερα άτομα σαν τον Τάις από το Ντόρτμουντ.

      Αλλά ο καιρός του θριάμβου του Τάις είχε φτάσει στο τέλος του. Επειδή ο Τάις πίστευε ότι δεν έπρεπε να δείξει έλεος στην μεταχείρισή του απέναντι στους μάρτυρες του Ιεχωβά, διέταξε μια έρευνα κάποια μέρα σε ένα σπίτι που το είχε ένας πρώην αδελφός με το όνομα Γουνς, ο οποίος, όμως, είχε στο μεταξύ φύγει από την αλήθεια και υπηρετούσε σαν αρχισμηνίας στην αεροπορία τού Χίτλερ. Όταν ο Γουνς ήρθε σπίτι του, η γυναίκα του τού είπε ότι το σπίτι είχε ερευνηθεί. Αμέσως πήγε στον Τάις στο Ντόρτμουντ και τον ρώτησε γιατί το είχε κάνει αυτό. Ξαφνιασμένος που έβλεπε έναν αρχισμηνία της αεροπορίας να στέκεται μπροστά του, ο Τάις τραύλισε: «Δεν είσαι με τους Σπουδαστές της Γραφής;» Ο Γουνς απάντησε: «Είχα ακούσει μερικές ομιλίες τους, αλλά πήγαινα οπουδήποτε μπορούσα να ακούσω κάτι». Τώρα παρενέβη η κυρία Τάις. Με μεγάλη έξαψη ο Τάις κατέρρευσε τώρα και είπε: «Αν ήξερα δε θα άρχιζα ποτέ την προσπάθεια να καταστρέψω τους Σπουδαστές τής Γραφής. Αυτό μπορεί να οδηγήσει ένα άτομο στην τρέλα. Νομίζεις ότι έχεις φυλακίσει ένα απ’ αυτά τα κτήνη και ξαφνικά ορμούν δέκα άλλα. Λυπάμαι που άρχισα όλη αυτή την ιστορία».

      Μη φανταστείτε ότι η συνείδηση αυτού του οργάνου τού Διαβόλου καθησύχασε ποτέ. Αντίθετα, το βιβλίο Κρόυτσουγκ γκέγκεν ντας Κριστέντουμ (Σταυροφορία Εναντίον τής Χριστιανοσύνης) στον υπότιτλο «Νίκησες, Γαλιλαίε!» τέλειωνε ως εξής:

      «Ακούμε ότι ο Τάις από το Ντόρτμουντ, ο οποίος έχει επανειλημμένα αναφερθεί, δοκιμάζει για αρκετό καιρό τώρα φοβερές τύψεις συνείδησης εξαιτίας των εγκληματικών του πράξεων, και ότι οι δαίμονες τον οδηγούν βαθμιαία στην παραφροσύνη. Μερικούς μήνες προηγουμένως καυχιόταν ότι είχε ‘κάνει κομμάτια’ 150 μάρτυρες του Ιεχωβά. Αυτός ήταν ο οποίος προκλητικά είπε: ‘Ιεχωβά, σού απαγγέλλω αιώνια καταφρόνια· ζήτω ο βασιλιάς τής Βαβυλώνας’.

      «Τώρα, όμως, σέβεται αυτούς τους ανθρώπους, και έχει υποσχεθεί να μην τους βασανίσει πια και τους παρακαλεί να του πουν τι πρέπει να κάνει για να ξεφύγει από την απειλητική τιμωρία και να απαλλαγεί από τον τρομερό διανοητικό βασανισμό που υποφέρει. Λέει ότι είχε λάβει την ‘εντολή για κακομεταχείριση άνωθεν’ και τώρα θέλει να σταματήσει, επειδή ξεφυτρώνουν νέοι μάρτυρες του Ιεχωβά συνεχώς. Σαν τον Ιούδα όταν είχε προδώσει τον Κύριο στον εχθρό, ο Τάις ψάχνει να βρει μετάνοια και δεν μπορεί να τη βρει. Αν και λίγες, ωστόσο υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες αστυνομικοί τής Γκεστάπο και άλλα μέλη τού κόμματος συγκλονίστηκαν τόσο πολύ από τη σταθερότητα των μαρτύρων τού Ιεχωβά που είδαν το σφάλμα τού τρόπου ενέργειάς τους και έχουν εγκαταλείψει τη δουλειά τους».

      Η διανομή τής «ανοιχτής επιστολής» προξένησε στη Γκεστάπο μεγάλη ανησυχία, και αμέσως έριξαν τα δίχτυα τους. Ύστερα από λίγες μόνο μέρες κάποια πληροφορία τούς οδήγησε κατευθείαν στο Λέμγκο και στους Αδελφούς Στρόμαϊγερ και Κλούκχουν που είχαν τυπώσει την «ανοιχτή επιστολή». Η αστυνομία μπόρεσε να αποδείξει ότι είχαν τυπώσει τουλάχιστον 69.000 αντίτυπα. Και οι δυο καταδικάστηκαν σε τρία χρόνια φυλάκιση και αφού υπηρέτησαν την ποινή τους η Γκεστάπο τους έθεσε κάτω από επιτήρηση επειδή τους χαρακτήρισε «αδιόρθωτους».

      Επειδή οι περισσότεροι από τους διευθυντές υπηρεσίας περιφέρειας είχαν συλληφθεί, κλήθηκαν αδελφές να καλύψουν τα κενά και να διατηρήσουν την επαφή ανάμεσα στον Αδελφό Ντίτσι και στις εκκλησίες. Μια απ’ αυτές τις αδελφές ήταν η Ελφρίντε Λορ, η οποία προσπάθησε να έρθει σε επαφή με τον Αδελφό Ντίτσι μετά τη σύλληψη του Αδελφού Φροστ και της Αδελφής Ουντερντόρφερ. Ταξίδεψε στο Βύρτεμπεργκ και ύστερα από έρευνα βρήκε τον Αδελφό Ντίτσι στην Στουτγάρδη. Ο αδελφός την πήρε μαζί του για να την εξοικειώσει με τις διάφορες μεθόδους διατήρησης επαφής με τους αδελφούς. Έγιναν επίσης εκτεταμένες προετοιμασίες για να κατασκευαστεί στην Ολλανδία ένας φορητός ραδιοπομπός και να τεθεί σε λειτουργία περίπου το φθινόπωρο του 1937. Η Γκεστάπο ήδη το είχε αντιληφθεί αυτό και ήταν εξαγριωμένη εναντίον τού Αδελφού Ντίτσι, του οποίου ήξερε το όνομα αλλά ο οποίος αποδείχτηκε εξίσου επιτήδειος να ξεφεύγει όπως ο Αδελφός Βάντρες.

      Πρέπει να ήταν περίπου τον ίδιο αυτό καιρό που η Αδελφή Ντίτσι συνελήφθηκε από τη Γκεστάπο και μεταφέρθηκε στο περιβόητο «Σταϊνβάχε» στο Ντόρτμουντ. Προσπάθησαν να την αναγκάσουν να πει πού κρυβόταν ο σύζυγός της, αλλά αυτή αρνήθηκε να μιλήσει. Την κακομεταχειρίστηκαν τόσο άσχημα ώστε από τότε κι έπειτα το ένα της πόδι ήταν κοντύτερο από το άλλο. Εκτός αυτού, αναγκάστηκε να μείνει περιτυλιγμένη με επιδέσμους μουσκεμένους σε οινόπνευμα αρκετές εβδομάδες μετά από την απελευθέρωσή της.

      ΤΑ ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΑ ΤΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΤΟΥ 1937 ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ

      Τη συνέλευση του 1937 στο Παρίσι, όπως κι εκείνη ένα χρόνο προηγουμένως στη Λουκέρνη, επρόκειτο να παρακολουθήσει ο Αδελφός Ρόδερφορδ. Αυτή τη φορά ελάχιστοι αδελφοί μπόρεσαν να πάνε από τη Γερμανία. Ο εχθρός είχε δημιουργήσει μεγάλα κενά στις τάξεις των αδελφών. Ο Αδελφός Ρίφελ, ένας από τους λίγους που μπόρεσαν να παραβρεθούν, είπε αργότερα ότι μόνο στο Λόραχ και στην περιοχή του είχαν φυλακιστεί σαράντα αδελφοί και αδελφές, δέκα από τους οποίους κρεμάστηκαν, θανατώθηκαν με αέρια ή πυροβολήθηκαν, ή πέθαναν από την πείνα ή πέθαναν εξαιτίας των αποτελεσμάτων των «ιατρικών πειραμάτων» στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

      Στο Παρίσι υιοθετήθηκε μια άλλη διακήρυξη, η οποία και πάλι ξεκαθάριζε τη σαφή και αδιάρρηκτη θέση μας όσον αφορά τον Ιεχωβά και τη βασιλεία του κάτω από την κυριαρχία τού Ιησού Χριστού και εφιστούσε φανερά την προσοχή στον κτηνώδη διωγμό στη Γερμανία, προειδοποιώντας εκείνους που ήταν υπεύθυνοι για τη δίκαιη κρίση τού Θεού.

      Στη διάρκεια της δεκαπενθήμερης απουσίας τού τελευταίου διευθυντή υπηρεσίας περιφέρειας της Γερμανίας, είχαν συμβεί διάφορα πράγματα. Η Αδελφή Λορ, η οποία γενικά ήταν παρούσα στις εβδομαδιαίες συναθροίσεις που διηύθυνε ο Αδελφός Ντίτσι με 15 περίπου αδελφούς και αδελφές για συζήτηση υπηρεσιακών προβλημάτων, είχε συλληφθεί. Τα πράγματα έγιναν ως εξής:

      Επειδή οι συναθροίσεις στις περισσότερες περιπτώσεις άρχιζαν περίπου στις 9 η ώρα το πρωί και συχνά διαρκούσαν ως τις 5 το απόγευμα, οι αδελφοί και οι αδελφές είχαν συμφωνήσει να τρώνε μαζί το μεσημεριανό τους φαγητό. Την ευθύνη για το μαγείρεμα είχε αναλάβει η Αδελφή Λορ. Για λόγους ασφάλειας, οι αδελφοί άλλαζαν τον τόπο της συνάθροισης από εβδομάδα σε εβδομάδα, και έτσι ήταν αναγκαίο να μεταφέρουν από το ένα μέρος στο άλλο τη μεγάλη κατσαρόλα που χρησιμοποιούσαν για να ετοιμάζουν το φαγητό. Αν η Γκεστάπο πήρε πληροφορίες από αδελφούς που είχε συλλάβει πρόσφατα ή με κάποιο άλλο τρόπο, κανείς δεν ξέρει, αλλά ανακάλυψαν πού είχε γίνει η τελευταία συνάθροιση πριν από τη συνέλευση του Παρισιού. Η Γκεστάπο παρακολουθούσε αυτό το διαμέρισμα, και όταν η Αδελφή Λορ ήρθε να πάρει την κατσαρόλα τρεις με τέσσερις μέρες πριν από την επόμενη συνάθροιση, η Γκεστάπο την ακολούθησε στο νέο τόπο της συνάθροισης και τη συνέλαβε αμέσως. Η Γκεστάπο σύντομα κατάλαβε ότι δεν είχε βρει μόνο το νέο τόπο τής συνάθροισης αλλά επίσης και το μυστικό κρυψώνα τού Αδελφού Ντίτσι. Μετά τη συνέλευση του Παρισιού ο αδελφός γύρισε κατευθείαν στο Βερολίνο και χωρίς να ελέγξει κάποιο πιθανό κίνδυνο, πήγε στο διαμέρισμα. Ο Αδελφός Ντίτσι έπεσε στην παγίδα και συνελήφθηκε αμέσως. Φυσικά, οι συναθροίσεις τού τώρα ακόμη μικρότερου ομίλου των περιοδευόντων υπηρετών έπρεπε να αλλάξουν ως προς το χρόνο και τον τόπο.

      Ο Αδελφός Ντίτσι είχε υπηρετήσει ακούραστα για πολλά χρόνια στην υπό την επιφάνεια δράση και δεν είχε οπισθοχωρήσει εν όψει τού κινδύνου. Καταδικάστηκε σε τέσσερα χρόνια, αλλά ανόμοια με την πλειονότητα των αδελφών, δεν μπήκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης μετά από την έκτιση της ποινής του.

      Το 1945, όταν άρχισε να διοργανώνεται και πάλι το έργο, ήταν από τους πρώτους που άρχισαν να υπηρετούν τις εκκλησίες σαν «υπηρέτης των αδελφών». Αλλά, δυστυχώς, μερικά χρόνια αργότερα άρχισε να αναπτύσσει δικές του θεωρίες και απομακρύνθηκε από την οργάνωση του Ιεχωβά.

      Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο 1937. Όταν δημιουργήθηκαν και πάλι στις τάξεις των αδελφών μας επικίνδυνα κενά, ο Αδελφός Βάντρες προσπάθησε να τα κλείσει, τουλάχιστον προσωρινά, έτσι ώστε να εξασφαλίσει στους αδελφούς την πνευματική τους τροφή. Μετά τη σύλληψη του Αδελφού Φράνκε είχε αναλάβει την περιοχή του, αλλά τώρα ένιωθε υπεύθυνος και για τις άλλες περιοχές που δεν εξυπηρετούνταν, και έτσι ζήτησε από την Αδελφή Άουγκουστε Σνάιντερ από το Μπαντ Κρόιτσναχ να παραδίδει την πνευματική τροφή στους αδελφούς στο Μπαντ Κρόιτσναχ, στο Μάνχαϊμ, στο Κάιζερσλαουτερν, στο Λούντβισχαφεν, στο Μπάντεν⁠–⁠Μπάντεν και σε ολόκληρη την περιοχή τού Σάαρ. Σαν όλους τους άλλους αδελφούς που έπρεπε να ταξιδεύουν σ’ αυτούς τους εξαιρετικά δύσκολους καιρούς, η αδελφή πήρε ένα άλλο όνομα· από τώρα και στο εξής ήταν η «Πάουλα».

      Ο Αδελφός Βάντρες ο οποίος είχε αντιληφθεί ότι ο εχθρός ήταν ιδιαίτερα οργισμένος στη Σαξονία, ζήτησε από τον Χέρμαν Έμτερ από το Φράιμπουργκ να αναλάβει αυτή την περιοχή. Στις 3 Σεπτεμβρίου ταξίδευαν και οι δυο για τη Δρέσδη. Μολονότι ο Αδελφός Βάντρες δεν είχε ξαναπάει ποτέ εκεί, η Γκεστάπο τους περίμενε. Ένα ανθρωποκυνηγητό που είχε κρατήσει τρία ολόκληρα χρόνια τώρα τέλειωσε!

      Κατά τα μέσα του Σεπτεμβρίου, σύμφωνα με τις διευθετήσεις που είχε κάνει με τον Αδελφό Βάντρες, η ανυποψίαστη «Πάουλα» περίμενε στο σιδηροδρομικό σταθμό στο Μπίνγκεν με δυο μεγάλες βαλίτσες γεμάτες έντυπα. Ξαφνικά την πλησίασε ένας κύριος και της είπε: «Καλημέρα, Πάουλα! Ο Άλμπερτ δεν πρόκειται να ’ρθει και συ θά’ ρθεις μαζί μου!» Ήταν ανώφελο να προσπαθήσει να αντισταθεί, γιατί ο ξένος ήταν ένας αστυνομικός τής Γκεστάπο. Ο αστυνομικός συνέχισε: «Δε χρειάζεται να περιμένεις τον Άλμπερτ· τον έχουμε ήδη συλλάβει και έχουμε πάρει όλα του τα χρήματα. . . . Ο κύριος Βάντρες είπε ότι θα ήσουν εδώ μαζί με δυο μεγάλες βαλίτσες και ότι εσύ είσαι η Πάουλα!» Μέχρι σήμερα είναι μυστήριο από πού πήρε η Γκεστάπο αυτή την πληροφορία. Αλλά αυτή ήταν μια προσφιλής μέθοδος της Γκεστάπο, δηλαδή, να ισχυρίζεται ότι μερικοί αδελφοί είχαν πει ορισμένα πράγματα έτσι ώστε να σπείρει αμφιβολίες ανάμεσα στους αδελφούς, κάνοντάς τους να αποφεύγουν τέτοιους «προδότες».

      ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΑΔΙΑΚΟΠΗ ΦΥΛΑΚΙΣΗ

      Με αυτή τη σειρά των συλλήψεων τέλειωσε μια σπουδαία εποχή για τους Γερμανούς αδελφούς. Η περίοδος της καλά οργανωμένης δραστηριότητας είχε τελειώσει. Όλα τώρα έδειχναν την αρχή μιας νέας φάσης στον αγώνα. Ο σκοπός τής Γκεστάπο ήταν ο εξής: Κάθε άτομο αρκετά θαρραλέο να προσκολλάται στον Ιεχωβά πρέπει να εξοντώνεται, και μ’ αυτό τον τρόπο θα καταστραφεί και η οργάνωση.

      Σύμφωνα με μια εγκύκλιο που κυκλοφόρησε η Γκεστάπο του Ντύσελντορφ στις 12 Μαΐου 1937, οι Σπουδαστές της Γραφής από δω και στο εξής θα έμπαιναν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ακόμη και σε περιπτώσεις όπου δεν υπήρχε δικαστικό ένταλμα για σύλληψη αλλά μόνο με απλές υποψίες. Παρόμοιες εγκύκλιοι κυκλοφόρησαν σ’ ολόκληρη τη Γερμανία. Επίσης οι Σπουδαστές της Γραφής θα έμπαιναν αμέσως σε στρατόπεδα συγκέντρωσης μετά από την έκτιση της ποινής φυλάκισης που θα όριζε το δικαστήριο. Αυτή η απόφαση έγινε ακόμη πιο αυστηρή τον Απρίλιο του 1939. Από τώρα και στο εξής, μόνο εκείνοι που ήταν πρόθυμοι να υπογράψουν μια διακήρυξη με την οποία θα αποχωρίζονταν από τον Ιεχωβά και την οργάνωσή του, θα αφήνονταν ελεύθεροι. Πολλοί αδελφοί δεν είχαν ούτε καν την ευκαιρία να αποφασίσουν αν θα υπογράψουν αυτή τη διακήρυξη.

      Όταν ο Χάινριχ Κάουφμαν από το Έσσεν είχε εκτίσει την ποινή τής φυλάκισής του και είχε φορέσει τα πολιτικά του ρούχα, πληροφορήθηκε από έναν αστυνομικό ότι επρόκειτο να τεθεί υπό κράτηση. Πρώτα όμως τον πήγαν στο σπίτι του, που είχε να το δει ενάμισι χρόνο και τον ρώτησαν: «Θέλεις να απαρνηθείς την πίστη σου και να ακολουθήσεις το Χίτλερ;» Συγχρόνως του έδειξαν τα κλειδιά του σπιτιού του και ένα πακέτο βάρους δέκα περίπου κιλών με τρόφιμα, και του υποσχέθηκαν ότι και η σύζυγός του επίσης θα αφηνόταν ελεύθερη να επιστρέψει από το στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Ράβενσμπρυκ. Ο Αδελφός Κάουφμαν αρνήθηκε την προσφορά.

      Κατά καιρούς γίνονταν προσπάθειες να εξαπατήσουν τους αδελφούς με τεχνάσματα όπως αναφέρει ο Ερνστ Βίσνερ. Λίγο πριν αφεθεί ελεύθερος τού έδειξαν ένα χαρτί. Η δήλωση που είχε το χαρτί ήταν τόσο γενική ώστε ο αδελφός αφού τη διάβασε προσεκτικά, αποφάσισε ότι μπορούσε να την υπογράψει. Αλλά τώρα επακολούθησε το τέχνασμα. Ο Αδελφός Βίσνερ επρόκειτο να βάλει την υπογραφή του στο κάτω μέρος τής σελίδας, αλλά το μισό κάτω μέρος τής σελίδας ήταν λευκό. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η Γκεστάπο αργότερα θα πρόσθετε και άλλα πράγματα που ο Αδελφός Βίσνερ δε θα μπορούσε να τα είχε υπογράψει με καθαρή συνείδηση. Ο αδελφός αντιλήφθηκε αμέσως τι επρόκειτο να κάνουν και πριν μπορέσει κανείς να τον εμποδίσει, έβαλε την υπογραφή του ακριβώς κάτω από το δαχτυλογραφημένο κείμενο. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, παρά την υπογραφή του, δεν απελευθερώθηκε, αλλά η μυστική αστυνομία τον πληροφόρησε τρεις εβδομάδες πριν από τη λήξη της ποινής του ότι θα τον μετέφεραν και πάλι σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.

      ΤΑ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ—ΜΙΑ ΑΒΥΣΣΟΣ ΕΤΟΙΜΗ ΝΑ ΣΕ ΚΑΤΑΠΙΕΙ

      Στο περιοδικό του Φίρτελγιάρεσχεφτ φυρ Τσάιτγκεσιχτε (Τριμηνιαίο Ιστορικό Περιοδικό) ο Χανς Ρότφελς γράφει στο δεύτερο τεύχος τού 1962: «Η εισαγωγή σε στρατόπεδο συγκέντρωσης ήταν για τους Ζηλωτές Σπουδαστές της Γραφής η τελευταία και πιο δύσκολη φάση τής περιόδου των παθημάτων τους κάτω από τους Εθνικοσοσιαλιστές. . . .»

      Παρηγορητικό για τους περισσότερους ήταν το γεγονός ότι υπήρχαν ήδη φυλακισμένοι πιστοί αδελφοί οι οποίοι είχαν σκληραγωγηθεί από τον πύρινο διωγμό. Το να βρίσκονται μαζί τους και να δοκιμάζουν τη στοργική τους φροντίδα ήταν παρηγορητικό και ενθάρρυνε τις καρδιές των «νεοεισαχθέντων».

      Αλλά οποτεδήποτε η σταθερότητα των αδελφών μας γινόταν αντιληπτή και αναφερόταν στην κυβέρνηση, η μόνη σκέψη τής κυβέρνησης ήταν πώς θα μπορούσε να αυξήσει τα παθήματά τους. Έτσι για ένα διάστημα είχε γίνει συνήθεια να δίνουν στους μάρτυρες του Ιεχωβά είκοσι πέντε βουρδουλιές με ένα συρματένιο μαστίγιο, εκτός από τους πολλούς άλλους κτηνώδεις τρόπους βασανισμού, όταν έφταναν στα στρατόπεδα. Τα καταναγκαστικά έργα άρχιζαν στις 4.30΄ το πρωί, όταν χτυπούσε το καμπανάκι τού στρατοπέδου για να ξυπνήσουν όλοι. Αμέσως μετά ακολουθούσε μεγάλη αναταραχή: το στρώσιμο των κρεβατιών, το πλύσιμο, ο καφές, το πρωινό προσκλητήριο​—​και όλα αυτά τροχάδην. Κανείς δεν μπορούσε να περπατήσει με κανονικό βηματισμό. Έτρεχαν για το προσκλητήριο, κατόπιν έβγαιναν έξω για να συναντήσουν τα διάφορα συνεργεία εργασίας. Αυτό που ακολουθούσε τώρα ήταν πραγματικό δράμα: μεταφορά χαλικιού, άμμου, πέτρας, στύλων, ολόκληρων τμημάτων των στρατώνων, και αυτό όλη την ημέρα​—​και όλα επί τροχάδην. Οι επιστάτες, οι οποίοι ούρλιαζαν στους φυλακισμένους χωρίς διακοπή και τους ανάγκαζαν να φτάνουν στα όρια της αντοχής τους, ήταν οι χειρότεροι που θα μπορούσε να βρει ο Χίτλερ.

      Το να θυμούνται ότι ο Ιησούς υπέφερε παρόμοια πράγματα ήταν παρηγορητικό και ενθαρρυντικό για τους αδελφούς και τους έδινε τη δύναμη να υπομείνουν κάτω απ’ αυτή την απάνθρωπη μεταχείριση.

      Για λόγους ποικιλίας και χωρίς ιδιαίτερο λόγο μερικές φορές γίνονταν «ασκήσεις τιμωρίας». Οι αδελφοί αναγκάζονταν συχνά να μείνουν χωρίς φαγητό. Ήταν πραγματική δοκιμασία όταν ένας κουρασμένος αδελφός, αντί να μπορέσει να καθήσει για να φάει το φαγητό του, αναγκαζόταν να σταθεί προσοχή για τέσσερις ή πέντε ακόμη ώρες στην αυλή, και αυτό μόνο επειδή από το σακάκι κάποιου αδελφού έλειπε ένα κουμπί ή για κάποια άλλη ασήμαντη παράβαση των κανόνων.

      Τελικά τους επέτρεπαν να πάνε για ύπνο εάν βέβαια η πείνα τούς άφηνε. Αλλά και οι νύχτες δεν ήταν πάντοτε μόνο για τον ύπνο. Συχνά ένας ή μερικές φορές και μερικοί από τους διαβόητους «στρατωνάρχες» εμφανίζονταν τα μεσάνυχτα για να τρομοκρατήσουν τους φυλακισμένους. Αυτά τα επεισόδια μερικές φορές άρχιζαν με πυροβολισμούς στον αέρα ή ακόμη και στα δοκάρια των στρατώνων. Στη συνέχεια οι κρατούμενοι υποχρεώνονταν να τρέχουν γύρω από τους στρατώνες ή μερικές φορές, ακόμη και να σκαρφαλώνουν πάνω στους στρατώνες με τα νυχτικά τους, κι αυτό όση ώρα ήθελαν «οι στρατωνάρχες». Είναι ευνόητο ότι οι πιο ηλικιωμένοι αδελφοί υπέφεραν περισσότερο απ’ αυτή την κακομεταχείριση και αυτό κόστισε σε πολλούς από αυτούς τη ζωή τους.

      Το Μάρτιο τού 1938 επιβλήθηκε στους μάρτυρες του Ιεχωβά που ήταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης πλήρης απαγόρευση αλληλογραφίας. Αυτό κράτησε για εννέα μήνες στη διάρκεια των οποίων οι αδελφοί δεν μπορούσαν καθόλου να έρθουν σε επαφή με τους συγγενείς τους. Ακόμη και μετά την άρση αυτής της απαγόρευσης, υπήρχε επί τριάμισι με τέσσερα χρόνια​—​και σε μερικά στρατόπεδα ακόμη περισσότερο​—​ο περιορισμός ότι κάθε μάρτυς τού Ιεχωβά θα μπορούσε να γράψει στους συγγενείς του μόνο πέντε γραμμές κάθε μήνα. Το κείμενο ήταν γραμμένο από πριν και έλεγε: «Πήρα το γράμμα σου· σ’ ευχαριστώ πολύ. Είμαι καλά, είμαι υγιής και γερός. . . .» Αλλά υπήρχαν περιπτώσεις κατά τις οποίες η ειδοποίηση για το θάνατο έφτανε πριν να φτάσει το γράμμα που έλεγε: «Είμαι καλά, είμαι υγιής και γερός». Στον κενό χώρο τού γράμματος τυπωνόταν μια σφραγίδα που έλεγε τα εξής: «Ο φυλακισμένος παραμένει όπως και πριν, ένας πεισματάρης Σπουδαστής της Γραφής και αρνείται να απορρίψει τις ψευδείς διδασκαλίες των Σπουδαστών της Γραφής. Γι’ αυτό το λόγο έχει στερηθεί τα συνήθη προνόμια αλληλογραφίας».

      «Ο ΤΕΤΡΑΓΩΝΟΣ» ΒΡΙΣΚΕΙ ΤΟ ΔΑΣΚΑΛΟ ΤΟΥ

      Η ζωή στο στρατόπεδο συγκέντρωσης ήταν γεμάτη από καθημερινές ανησυχίες, που συχνά τις προξενούσε ο ίδιος ο διοικητής του στρατοπέδου. Για ένα διάστημα διοικητής στο Σάξενχαουζεν ήταν ένας άντρας που λεγόταν Μπαρανόβσκυ και τον οποίο οι φυλακισμένοι σύντομα ονόμασαν με το παρατσούκλι «ο Τετράγωνος» λόγω τού ότι ήταν γεροδεμένος.

      Ο Μπαρανόβσκυ συνήθως υποδεχόταν ο ίδιος κάθε νέα άφιξη φυλακισμένων και τους έκανε «την ομιλία του καλωσορίσματος». Η ομιλία αυτή συνήθως άρχιζε με τα λόγια: ‘Είμαι ο διοικητής του στρατοπέδου και με λένε «Τετράγωνο». Τώρα ακούστε όλοι σας! Μπορείτε να πάρετε οτιδήποτε θέλετε από μένα​—​έναν πυροβολισμό στο κεφάλι, έναν πυροβολισμό στο στήθος, ή έναν πυροβολισμό στο στομάχι! Μπορείτε να κόψετε το λαιμό σας αν θέλετε ή να κόψετε τις φλέβες σας! Μπορείτε να πέσετε πάνω στα ηλεκτροφόρα καλώδια αν το προτιμάτε. Μόνο να θυμάστε ότι τα αγόρια μου είναι καλοί σκοπευτές! Θα σας στείλουν κατευθείαν στον παράδεισο!’ Ποτέ δεν έχανε ευκαιρία να χλευάζει τον Ιεχωβά και το άγιο όνομά του.

      Στις αρχές τού διωγμού των μαρτύρων του Ιεχωβά είχε γνωρίσει την αλήθεια ένας νεαρός άντρας περίπου είκοσι τριών ετών από το Ντινσλάκεν. Το όνομά του ήταν Άουγκουστ Ντίκμαν. Μολονότι δεν είχε ακόμη βαφτιστεί, η Γκεστάπο τον είχε συλλάβει και τον είχε περάσει από δίκη. Αφού εξέτισε την ποινή του υπέκυψε στην πίεση της Γκεστάπο να τον κάνει να υπογράψει τη «διακήρυξη», χωρίς αμφιβολία με την ελπίδα ότι αυτό θα τον απάλλασσε από κάθε άλλο διωγμό. Παρ’ όλα αυτά, τον έβαλαν στο Σάξενχαουζεν τον Οκτώβριο του 1937 αμέσως μόλις τελείωσε η ποινή τής φυλάκισής του. Οι αδελφοί εκεί χρησιμοποιούσαν κάθε ευκαιρία για να κάνουν ευχάριστες και ενθαρρυντικές συζητήσεις μεταξύ τους και τώρα που ο Άουγκουστ βρέθηκε ανάμεσά τους, κατάλαβε ότι είχε συμβιβαστεί με τον εχθρό λόγω αδυναμίας. Μετάνοιωσε και ζήτησε να ακυρωθεί η δήλωση που είχε υπογράψει.

      Στο μεταξύ ο σαρκικός του αδελφός Χάινριχ είχε επίσης εισαχθεί στο στρατόπεδο Σάξενχαουζεν. Ο Άουγκουστ του είπε ότι είχε υπογράψει τη δήλωση αλλά ότι στο μεταξύ είχε ζητήσει να ακυρωθεί.

      Οι επόμενες λίγες εβδομάδες πέρασαν γρήγορα. Όταν ξέσπασε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος μετά τα μέσα του 1939, ο διοικητής τού στρατοπέδου, ο Μπαρανόβσκυ, άρχισε να κάνει τα σχέδιά του. Είδε τη μεγάλη ευκαιρία όταν η γυναίκα τού Άουγκουστ Ντίκμαν έστειλε στο σύζυγό της την ειδοποίηση για κατάταξη στο στρατό, την οποία είχαν στείλει στο σπίτι τους στο Ντινσλάκεν. Τρεις μέρες μετά το ξέσπασμα του πολέμου, ο Ντίκμαν διατάχθηκε να πάει στο «πολιτικό τμήμα». Πριν πάει στο πρωινό προσκλητήριο, ο Χάινριχ, τον οποίο ο Άουγκουστ είχε πληροφορήσει για τη νέα εξέλιξη, τον προειδοποίησε ότι τώρα που είχε ξεσπάσει ο πόλεμος θα έπρεπε να είναι έτοιμος για οτιδήποτε. Θα έπρεπε να είναι απολύτως σίγουρος γι’ αυτό που ήθελε να κάνει. Ο Άουγκουστ απάντησε: «Μπορούν να μου κάνουν ό,τι θέλουν. Δε θα υπογράψω και δε θα συμβιβαστώ ξανά».

      Η δίκη έγινε το ίδιο απόγευμα, αλλά ο Άουγκουστ δεν ξαναγύρισε στους αδελφούς. Όπως αποδείχτηκε αργότερα, όχι μόνο είχε αρνηθεί να υπογράψει την ειδοποίηση για κατάταξη στο στρατό αλλά είχε δώσει και μια καλή μαρτυρία. Τον έβαλαν στην απομόνωση στο υπόγειο ενώ ο διοικητής τού στρατοπέδου ειδοποίησε τον Χίμλερ για την περίπτωση, και του ζήτησε την άδεια να εκτελέσει τον Ντίκμαν δημόσια μπροστά στους αδελφούς και σ’ ολόκληρο το στρατόπεδο. Ήταν σίγουρος ότι πολλοί μάρτυρες του Ιεχωβά θα υπέγραφαν αν πραγματικά αντιμετώπιζαν το θάνατο. Οι περισσότεροι μέχρι τώρα είχαν αρνηθεί να το κάνουν αυτό, αλλά είχαν μόνο απειληθεί. Ο Χίμλερ απάντησε ότι ο Ντίκμαν είχε καταδικαστεί σε θάνατο και έπρεπε να εκτελεστεί. Τώρα ο δρόμος ήταν ανοιχτός για τον «Τετράγωνο» να κάνει ‘τη μεγάλη του επίδειξη’.

      Ήταν Παρασκευή. Πάνω σ’ ολόκληρο το στρατόπεδο πλανιόταν μια αφύσικη ησυχία όταν ξαφνικά εμφανίστηκε ένα απόσπασμα στρατιωτών και σε λίγο διάστημα στήθηκε ένα σκοπευτήριο για εκτέλεση στην αυλή. Αυτό φυσικά οδήγησε σε κάθε είδους φήμες. Η έξαψη έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν δόθηκαν διαταγές να σταματήσει η εργασία μια ώρα νωρίτερα από το συνηθισμένο. Ο Πάουλ Μπούντερ θυμάται ακόμη πώς όταν η δική του ομάδα εργασίας γύριζε πίσω, ένας άντρας των Ες⁠–⁠Ες τού είπε γελώντας: «Σήμερα είναι της Ανάληψης! Ένας από σας θα πάει στον ουρανό σήμερα».

      Όταν η ομάδα στην οποία ανήκε ο Χάινριχ Ντίκμαν μπήκε μέσα, ο πρεσβύτερος του στρατοπέδου τον πλησίασε και τον ρώτησε εάν ήξερε τι επρόκειτο να γίνει. Όταν εκείνος απάντησε ότι δεν ήξερε, ο πρεσβύτερος του είπε ότι ο αδελφός του, ο Άουγκουστ, επρόκειτο να εκτελεστεί.

      Δεν υπήρχε όμως καιρός για συζητήσεις. Όλοι οι φυλακισμένοι είχαν διαταχθεί να προχωρήσουν στο πεδίο. Οι μάρτυρες του Ιεχωβά τοποθετήθηκαν ακριβώς μπροστά εκεί όπου επρόκειτο να σταθεί το εκτελεστικό απόσπασμα. Όλα τα μάτια ήταν καρφωμένα σ’ εκείνο το σημείο. Οι φρουροί των Ες⁠–⁠Ες προχώρησαν· είχαν παρθεί μέτρα ασφάλειας τέσσερις φορές περισσότερο από τα συνηθισμένα. Το κάλυμμα των όπλων αφαιρέθηκε και έβαλαν σφαίρες στα όπλα για άμεση χρήση. Οι άντρες των Ες⁠–⁠Ες είχαν σκαρφαλώσει στον ψηλό τοίχο και περίμεναν να δουν αυτά που θα συνέβαιναν​—​κι ήταν τόσο πολλοί ώστε θα νόμιζε κανείς ότι ολόκληρος ο όμιλος είχε διαταχθεί να είναι παρών σ’ αυτό το αιματηρό θέαμα. Η κύρια πύλη ήταν κατασκευασμένη από γερές στρογγυλές σιδερένιες μπάρες και οι περίεργοι άντρες των Ες⁠–⁠Ες στέκονταν και κρέμονταν απ’ αυτή σαν ένα τσαμπί σταφύλι. Μερικοί μάλιστα είχαν σκαρφαλώσει πάνω στις οριζόντιες μπάρες για να μπορούν να βλέπουν καλύτερα. Τα μάτια τους ήταν γεμάτα, όχι μόνο από περιέργεια, αλλά επίσης και από δίψα για αίμα. Μερικά πρόσωπα αποκάλυπταν κάποια φρίκη, γιατί όλοι ήξεραν τι επρόκειτο σύντομα να συμβεί.

      Συνοδευόμενος από μερικούς ανώτερους αξιωματικούς των Ες⁠–⁠Ες, ο Άουγκουστ φέρθηκε μέσα με τα χέρια του δεμένα μπροστά. Όλοι εντυπωσιάστηκαν από την γαλήνη και την αταραξία του, σαν κάποιος που είχε ήδη κερδίσει τη μάχη. Σχεδόν εξακόσιοι αδελφοί ήταν παρόντες, και ο σαρκικός του αδελφός ο Χάινριχ στεκόταν μόνο λίγα μέτρα πιο πέρα.

      Ξαφνικά ακούστηκε θόρυβος καθώς άρχισαν να λειτουργούν τα μεγάφωνα. Ακούστηκε η φωνή τού «Τετράγωνου»: «Φυλακισμένοι, ακούστε!» Επικράτησε απόλυτη σιγή. Ακουγόταν μόνο η λίγο ασθματική ανάσα αυτού του τέρατος καθώς συνέχιζε:

      «Ο φυλακισμένος Άουγκουστ Ντίκμαν από το Ντινσλάκεν, που γεννήθηκε στις 7 Ιανουαρίου 1910, αρνείται να εκτελέσει στρατιωτική υπηρεσία επειδή ισχυρίζεται ότι είναι ‘πολίτης της βασιλείας τού Θεού’. Ο ίδιος είπε: Εκείνος που χύνει ανθρώπινο αίμα θα χυθεί και το δικό του αίμα. Έχει θέσει τον εαυτό του έξω από την κοινωνία και σύμφωνα με τις οδηγίες τού αρχηγού των Ες⁠–⁠Ες Χίμλερ θα εκτελεστεί».

      Και ενώ σ’ ολόκληρη την αυλή βασίλευε σιγή θανάτου, ο «Τετράγωνος» συνέχισε: «Ειδοποίησα τον Ντίκμαν πριν μια ώρα ότι η άθλια ζωή του θα τελειώσει στις 6 η ώρα».

      Ένας από τους αξιωματούχους πλησίασε και ρώτησε αν έπρεπε να ρωτηθεί και πάλι ο φυλακισμένος μήπως είχε αλλάξει γνώμη και ήταν πρόθυμος να υπογράψει τα χαρτιά της στράτευσής του, οπότε ο «Τετράγωνος» απάντησε: «Θα ήταν ανώφελο». Ύστερα στράφηκε στον Ντίκμαν και διέταξε: «Γύρνα γουρούνι», και κατόπιν έδωσε την εντολή να πυροβολήσουν. Αμέσως ο Ντίκμαν πυροβολήθηκε από πίσω από τρεις άντρες των Ες⁠–⁠Ες. Ένας ανώτερος Ες⁠–⁠Ες αργότερα προχώρησε και τον πυροβόλησε στο κεφάλι, κάνοντας το αίμα να πλημμυρίσει το μάγουλό του. Αφού ένας κατώτερος Ες⁠–⁠Ες έβγαλε τις χειροπέδες του, διατάχτηκαν τέσσερις αδελφοί να τον βάλουν σε ένα μαύρο κιβώτιο και να τον μεταφέρουν στο θάλαμο.

      Και ενώ όλους τους άλλους φυλακισμένους τώρα τους άφησαν να διαλυθούν και να πάνε στους στρατώνες τους, οι μάρτυρες του Ιεχωβά έπρεπε να παραμείνουν. Τώρα ήρθε η ώρα για τον «Τετράγωνο» να αποδείξει τον ισχυρισμό του. Με μεγάλη έμφαση ρώτησε ποιος ήταν τώρα έτοιμος να υπογράψει τη δήλωση​—​όχι μόνο απάρνηση της πίστης του, αλλά επίσης ένδειξη της προθυμίας του να γίνει στρατιώτης. Κανείς δεν αποκρίθηκε. Ύστερα προχώρησαν δύο μπροστά! Αλλά όχι για να υπογράψουν τη δήλωση. Ζήτησαν να ακυρωθεί η υπογραφή που και οι δυο είχαν βάλει σχεδόν πριν ένα χρόνο!

      Αυτό ήταν πάρα πολύ για τον «Τετράγωνο». Εξοργισμένος έφυγε από το προαύλιο. Όπως θα περίμενε κανείς οι αδελφοί πέρασαν πολύ δύσκολες ώρες εκείνο το βράδι και στη διάρκεια των επόμενων λίγων ημερών. Αλλά παρέμειναν σταθεροί.

      Η εκτέλεση του Ντίκμαν αναγγέλθηκε αρκετές φορές από το ραδιόφωνο τις επόμενες λίγες μέρες, προφανώς με την ελπίδα να εκφοβίσουν τους άλλους Μάρτυρες του Ιεχωβά που ήταν ακόμη ελεύθεροι.

      Τρεις μέρες αργότερα ο αδελφός του Άουγκουστ, ο Χάινριχ κλήθηκε στο «πολιτικό τμήμα». Δύο ανώτεροι αστυνομικοί τής Γκεστάπο είχαν έρθει από το Βερολίνο για να διαπιστώσουν την επίδραση που είχε επάνω του η εκτέλεση του αδελφού του. Σύμφωνα με την αναφορά τού ίδιου τού Χάινριχ, έγινε η ακόλουθη συζήτηση:

      «‘Είδες πώς εκτελέστηκε ο αδελφός σου;’ Η απάντησή μου ήταν: ‘Είδα’. ‘Τι έμαθες απ’ αυτό;’ ‘Είμαι και θα παραμείνω μάρτυς τού Ιεχωβά’. ‘Τότε θα είσαι ο επόμενος που θα εκτελεστείς’. Μπόρεσα να απαντήσω σε αρκετές ερωτήσεις από τη Γραφή, ώσπου τελικά ο ένας αστυνομικός κραύγασε: ‘Δε θέλω να μάθω τι είναι γραμμένο, θέλω να μάθω τι σκέφτεσαι εσύ’. Και καθώς προσπαθούσε να μου δείξει την ανάγκη να υπερασπιζόμαστε την πατρίδα, πετούσε φράσεις όπως: ‘Θα είσαι ο επόμενος που θα εκτελεστεί . . . το επόμενο κεφάλι που θα πέσει . . . ο επόμενος που θα πέσει’. Τελικά ο άλλος αστυνομικός είπε: ‘Είναι ανώφελο. Έλα, συμπλήρωσε τα αρχεία’».

      Η δήλωση φέρθηκε και πάλι μπροστά στον Αδελφό Ντίκμαν για υπογραφή. Εκείνος αρνήθηκε λέγοντας: «Αν αναγνώριζα το κράτος και την κυβέρνηση υπογράφοντας αυτό το χαρτί θα ήταν σαν να υπέγραφα ότι συμφωνώ με την εκτέλεση του αδελφού μου. Αυτό δεν μπορώ να το κάνω». Η απάντηση ήταν: «Τότε μπορείς να αρχίσεις να μετράς πόσο καιρό θα ζήσεις ακόμη».

      Αλλά τι συνέβη στον «Τετράγωνο», ο οποίος είχε χλευάσει και προκαλέσει τον Ιεχωβά όσο λίγοι άνθρωποι το έχουν κάνει ποτέ; Εμφανίστηκε στο στρατόπεδο μόνο λίγες φορές μετά απ’ αυτό και ύστερα εξαφανίστηκε. Οι φυλακισμένοι έμαθαν, όμως, ότι λίγο αργότερα μετά την εκτέλεση του Άουγκουστ Ντίκμαν χτυπήθηκε από μια φοβερή ασθένεια. Πέθανε πέντε μήνες αργότερα χωρίς ποτέ να έχει την ευκαιρία να χλευάσει τον Ιεχωβά ή τους μάρτυρές του ξανά. «Έχω αρχίσει πόλεμο με τον Ιεχωβά. Θα δούμε ποιος θα είναι ο πιο ισχυρός, εγώ ή ο Ιεχωβά», είχε πει ο «Τετράγωνος» στις 20 Μαρτίου 1938, όταν έβαλε τους αδελφούς στην «απομόνωση». Η μάχη είχε αποφασιστεί. «Ο Τετράγωνος» είχε χάσει. Και ενώ οι αδελφοί μας απελευθερώθηκαν από την «απομόνωση» λίγους μήνες αργότερα και σε μερικές περιπτώσεις είχαν και κάποια ανακούφιση, οι φήμες εξακολούθησαν να κυκλοφορούν σ’ ολόκληρο το στρατόπεδο ότι ο «Τετράγωνος» ήταν σοβαρά άρρωστος και ότι όταν τον επισκέφθηκαν αξιωματικοί στο κρεβάτι τής αρρώστιας του μουρμούριζε: «Οι Σπουδαστές της Γραφής προσεύχονται να πεθάνω, επειδή άφησα να εκτελεστεί ο άνθρωπός τους!» Είναι επίσης γεγονός ότι μετά το θάνατό του, η κόρη του, όποτε τη ρωτούσαν για την αιτία τού θανάτου τού πατέρα της, έδινε την εξής απάντηση: «Οι Σπουδαστές της Γραφής προσευχήθηκαν να πεθάνει ο πατέρας μου».

      ΝΤΑΧΑΟΥ

      Ο Αδελφός Φρίντριχ Φρέι από το Ροτ αναφέρει για τη μεταχείριση που αντιμετώπισε στην «ομάδα απομόνωσης» στο Νταχάου: «Δύσκολα μπορεί κανείς να περιγράψει την πείνα, το κρύο, τα βασανιστήρια. Ένας αξιωματικός με κλώτσησε στο στομάχι με τις μπότες του κάποτε, και μου δημιούργησε σοβαρό πρόβλημα. Μια άλλη φορά η μύτη μου κακοποιήθηκε τόσο πολύ από τα επανειλημμένα χτυπήματα ώστε μέχρι σήμερα έχω δυσκολίες στην αναπνοή. Κάποτε ένας άντρας των Ες⁠–⁠Ες με έπιασε που έτρωγα δυο ξεροκόμματα ψωμί στη διάρκεια της εργασίας για να καταπραΰνω την πείνα μου. Με κλώτσησε στο στομάχι με τη μπότα του και με έριξε στο έδαφος. Και για να τιμωρηθώ περισσότερο με κρέμασαν σε ένα στύλο τριών μέτρων ύψους με τα χέρια μου δεμένα πίσω. Αυτή η αφύσικη θέση τού σώματος και το βάρος του παρεμπόδισαν την κυκλοφορία τού αίματος και προκάλεσαν τρομερούς πόνους. Ένας άντρας των Ες⁠–⁠Ες με άρπαξε και από τα δυο μου πόδια και με κούναγε πέρα δώθε φωνάζοντας ‘Είσαι ακόμη μάρτυς τού Ιεχωβά;’ Αλλά δεν ήμουν σε θέση να απαντήσω γιατί ο ιδρώτας τού θανάτου είχε ήδη αρχίσει να βγαίνει στο μέτωπό μου. Μέχρι σήμερα έχω ένα νευρικό τικ απ’ αυτό το γεγονός. Δεν μπορούσα παρά να σκέφτομαι τις τελευταίες λίγες ώρες που ο Κύριός μας πέρασε με τα χέρια του και τα πόδια του καρφωμένα με καρφιά».

      Στο Νταχάου, λίγο πριν από τα «Χριστούγεννα», στήθηκε ένα μεγάλο Χριστουγεννιάτικο δέντρο και διακοσμήθηκε με ηλεκτρικά κεριά και άλλα στολίδια. Οι 45.000 φυλακισμένοι τού στρατοπέδου ανάμεσα στους οποίους ήταν και πάνω από εκατό μάρτυρες του Ιεχωβά, έλπιζαν ότι θα μπορούσαν να απολαύσουν μερικές μέρες ησυχίας. Αλλά τι συνέβη; Στις 8 η ώρα την παραμονή των Χριστουγέννων όταν όλοι οι φυλακισμένοι ήταν στους στρατώνες τους, άρχισαν ξαφνικά να ηχούν οι σειρήνες τού στρατοπέδου· οι φυλακισμένοι έπρεπε να βγουν στο προαύλιο όσο το δυνατό γρηγορότερα. Μπορούσε κανείς να ακούσει την μπάντα των Ες⁠–⁠Ες να παίζει. Όρμησαν μέσα πέντε ομάδες καλά οπλισμένων στρατιωτών των Ες⁠–⁠Ες. Ο διοικητής τού στρατοπέδου, συνοδευόμενος από αξιωματικούς των Ες⁠–⁠Ες έβγαλε μια σύντομη ομιλία λέγοντας στους φυλακισμένους ότι ήθελαν να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα μαζί τους αυτό το βράδι με το δικό τους ιδιαίτερο τρόπο. Ύστερα έβγαλε μια λίστα με ονόματα από τη βαλίτσα του και για μια ώρα σχεδόν διάβαζε τα ονόματα των φυλακισμένων που είχαν τιμωρηθεί στη διάρκεια των τελευταίων λίγων εβδομάδων. Έφεραν έξω το μεγάλο κούτσουρο των μαστιγώσεων και το έστησαν και έδεσαν πάνω του τον πρώτο φυλακισμένο. Στη συνέχεια δύο άντρες των Ες⁠–⁠Ες που κρατούσαν ένα μεγάλο συρματένιο μαστίγιο πήραν τη θέση τους δεξιά και αριστερά στο κούτσουρο και άρχισαν να χτυπούν τον φυλακισμένο ενώ η μπάντα έπαιζε το «Άγια Νύχτα»· όλοι οι φυλακισμένοι υποχρεώθηκαν να ψάλουν μαζί. Καθώς ο φυλακισμένος δεχόταν τα είκοσι πέντε χτυπήματα ήταν υποχρεωμένος να τα μετράει με δυνατή φωνή. Κάθε φορά που ένας καινούργιος φυλακισμένος δενόταν πάνω στο κούτσουρο δυο καινούργιοι άντρες των Ες⁠–⁠Ες προχωρούσαν μπροστά για να εκτελέσουν την τιμωρία. Πραγματικά ένας άξιος τρόπος για ένα «Χριστιανικό έθνος» να γιορτάσει τα Χριστούγεννα.

      Μπροστά σ’ αυτή τη μεταχείριση οι αδελφοί μας είχαν ανάγκη από ισχυρή πίστη, μια πίστη που θα είχε γίνει ισχυρή από προσεκτική μελέτη τού Λόγου τού Θεού. Ο Χέλμουτ Κνόλερ κατάλαβε από πείρα πώς η αποτυχία να μελετάει κανείς μπορεί να είναι επικίνδυνη και μπορεί να αφήσει ένα άτομο απροετοίμαστο για τέτοιες δοκιμασίες. Ας τον αφήσουμε να μας πει την πείρα του:

      «Οι πρώτες μου μέρες στο Νταχάου ήταν πολύ δύσκολες. Ήμουν είκοσι ετών, ο νεότερος από όλους τούς νεοαφιχθέντες. Είχα διοριστεί σε μια ειδική ομάδα εργασίας που έπρεπε να εργάζεται ακόμη και τις Κυριακές. Ο επιστάτης μου ήταν ιδιαίτερα σκληρός απέναντί μου. Έπρεπε να κάνω τις πιο δύσκολες δουλειές, αν και ήμουν ασυνήθιστος, και μάλιστα τροχάδην. Επανειλημμένα έπεφτα κάτω αλλά με συνέφερναν κάθε φορά βάζοντάς με στο υπόγειο με νερό μέχρι τη μέση μου και ύστερα χύνοντας νερό πάνω στο κεφάλι μου.

      «Έφτασα σχεδόν σε πλήρη σωματική εξάντληση. Αυτό συνεχίστηκε τη μια μέρα μετά την άλλη και είχα φτάσει στο σημείο της απόγνωσης, γνωρίζοντας ότι αυτό θα μπορούσε να συνεχιστεί για εβδομάδες ή ακόμη και για μήνες. . . . Αλλά οι δυσκολίες έγιναν τόσο μεγάλες που τελικά πήγα στους αρχηγούς τού στρατοπέδου και υπέγραψα τη διακήρυξη που έδειχνε ότι δεν είχα πλέον καμιά σχέση με τους Διεθνείς Σπουδαστές της Γραφής. Το ότι το υπέγραψα αυτό ήταν άμεσο αποτέλεσμα της ανεπαρκούς μελέτης που είχα κάνει στο σπίτι. Οι γονείς μου είχαν επίσης μελετήσει πολύ λίγο και οι ίδιοι, και εμείς τα παιδιά είχαμε λάβει μόνο μια ελλιπή διαπαιδαγώγηση από αυτούς. . . . Είχα πληροφορηθεί ότι μπορούσαμε να υπογράψουμε τη διακήρυξη επειδή πρώτα απ’ όλα, δεν έλεγε τίποτα για τους μάρτυρες του Ιεχωβά παρά μόνο για τους Σπουδαστές της Γραφής, και δεύτερο δεν ήταν εσφαλμένο να εξαπατήσουμε τον εχθρό αν αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα να αφεθούμε ελεύθεροι ώστε να μπορούμε να υπηρετούμε καλύτερα τον Ιεχωβά έξω». Αργότερα όμως ενώ βρισκόταν στο Σάξενχαουζεν ώριμοι αδελφοί τον βοήθησαν να εκτιμήσει τη σημασία τής Χριστιανικής ακεραιότητας και να εποικοδομήσει την πίστη του.

      ΜΑΟΥΤΧΑΟΥΖΕΝ

      Αν και πολλά άτομα θανατώθηκαν με αέρια ή με άλλους σκληρούς τρόπους στο Νταχάου, ωστόσο το Μάουτχαουζεν ήταν το κατ’ εξοχήν στρατόπεδο εκτελέσεων. Ο διοικητής τού στρατοπέδου, ο Τσίραϊς, είχε επανειλημμένα πει ότι ενδιαφερόταν να βλέπει μόνο πιστοποιητικά θανάτου. Πράγματι σ’ ένα διάστημα έξι ετών αποτεφρώθηκαν 210.000 άντρες στα δύο σύγχρονα αποτεφρωτήρια που υπήρχαν εκεί, κατά μέσο όρο εκατό την ημέρα.

      Όταν οι φυλακισμένοι υποχρεώνονταν να εργαστούν, αυτό γινόταν γενικά στα νταμάρια. Υπήρχε εκεί ένας απότομος βράχος που ονομαζόταν από τους απάνθρωπους Ες⁠–⁠Ες ο «τοίχος των αλεξιπτωτιστών». Εκατοντάδες φυλακισμένοι σπρώχτηκαν από αυτόν τον βράχο και έπεφταν κάτω νεκροί. Θανατώνονταν είτε από την πτώση είτε πνίγονταν σε κανένα χαντάκι με βροχόνερα. Πολλοί απελπισμένοι φυλακισμένοι πήδησαν ακόμη και μόνοι τους στο κενό.

      Μια άλλη ‘ατραξιόν’ ήταν η λεγόμενη «σκάλα του θανάτου». Ένας σωρός από 186 αστερέωτους ογκόλιθους διαφόρων υψών ήταν στιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο και αυτό λεγόταν σκάλα. Αφού οι φυλακισμένοι είχαν μεταφέρει βαριές πέτρες στους ώμους τους μέχρι την κορυφή, οι άντρες των Ες⁠–⁠Ες διασκέδαζαν να τους ρίχνουν μαζικά κάτω κλωτσώντας τους ή χτυπώντας τους με τους υποκόπανους των όπλων τους, ρίχνοντάς τους έτσι ανάσκελα κάτω στη «σκάλα». Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα πολλούς θανάτους οι οποίοι γίνονταν ακόμη περισσότεροι καθώς κατρακυλούσαν οι βράχοι από πάνω. Ο Βαλλεντίν Στάινμπαχ από τη Φρανκφούρτη θυμάται ότι από ομίλους των 120 αντρών που ξεκινούσαν το πρωί, το βράδι επέστρεφαν συχνά μόνο γύρω στους 20 ζωντανοί.

      ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΓΙΑ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

      Στρατόπεδα συγκέντρωσης λειτουργούσαν όχι μόνο για άντρες αλλά επίσης και για γυναίκες. Ένα απ’ αυτά λειτουργούσε από το 1935 στο Μόρινγκεν κοντά στο Ανόβερο. Όταν η πίεση εναντίον των μαρτύρων τού Ιεχωβά έγινε ακόμη πιο σκληρή το 1937, το στρατόπεδο στο Μόρινγκεν είχε αρχίσει να εκκενώνεται. Το Δεκέμβριο γύρω στις 600 φυλακισμένες, μεταξύ των οποίων και μερικές αδελφές, μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο του Λίχτενμπουργκ. Αφού οι προσπάθειες να κάνουν τις αδελφές μας να αλλάξουν τη σταθερή τους πορεία απέτυχαν, σχηματίστηκε μια «ομάδα τιμωρίας». Οι επιστάτριές τους τούς έδιναν πολύ λίγο φαγητό και διαρκώς προσπαθούσαν να βρουν λόγους για να τους επιβάλουν τιμωρία. Η αρχηγός τού στρατοπέδου τούς είχε πει: ‘Αν θέλετε να μείνετε ζωντανές, τότε ελάτε σε μένα και υπογράψτε’.

      Ένας τρόπος που χρησιμοποιούσαν στην προσπάθειά τους να κάνουν τις αδελφές μας να παραβούν την ακεραιότητά τους αναφέρεται από την Ίλζε Ουντερντόρφερ: «Μια μέρα η Αδελφή Ελίζαμπεθ Λάνγκε από το Κέμνιτς διατάχτηκε να παρουσιαστεί στη διευθύντρια. Η αδελφή αποφασιστικά αρνήθηκε να υπογράψει τη δήλωση, οπότε τη μετέφεραν σ’ ένα κελί που βρισκόταν στο υπόγειο αυτού του παλιού πύργου. Όπως μπορούν να φανταστούν όσοι ξέρουν από παλιούς πύργους και από τα υπόγειά τους, αυτό ήταν φοβερή δοκιμασία. Τα κελιά ήταν σκοτεινές τρύπες με ένα μικρό σιδερόφρακτο παράθυρο. Το κρεβάτι ήταν πέτρινο και τον περισσότερο καιρό το άτομο ήταν αναγκασμένο να ξαπλώνει πάνω σ’ αυτό το κρύο, σκληρό ‘κρεβάτι’ χωρίς ακόμη ούτε ένα αχυρένιο στρώμα. Η Αδελφή Λάνγκε πέρασε έξι μήνες σε απομόνωση σ’ αυτή την τρύπα τού υπογείου. Μολονότι υπέφερε σωματικά, αυτό δεν κλόνισε την απόφασή της να παραμείνει πιστή».

      Μια άλλη μέθοδο που χρησιμοποιούσαν στην προσπάθειά τους να κάμψουν τη σταθερότητα των γυναικών αδελφών μας ήταν η σκληρή σωματική εργασία. Γι’ αυτό το λόγο πολλές αδελφές μεταφέρθηκαν στο Ράβενσμπρυκ. Στις 15 Μαΐου 1939, έφτασε εκεί η πρώτη ομάδα και ακολούθησαν και πολλές άλλες πολύ σύντομα. Το στρατόπεδο γρήγορα έφτασε να περιλαμβάνει 950 γυναίκες, και περίπου 400 απ’ αυτές ήταν μάρτυρες του Ιεχωβά. Όλες τους υποχρεώνονταν να κάνουν τις πιο δύσκολες οικοδομικές εργασίες ή εργασίες καθαρισμού, δουλειές που κανονικά απαιτούνταν μόνο από άντρες. Ο νέος διοικητής τού στρατοπέδου, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα φημισμένος για την κτηνωδία του, νόμιζε ότι θα μπορούσε να φθείρει το ηθικό στις αδελφές μας με το να τις κάνει να εκτελούν σκληρή σωματική εργασία.

      Αυτή η κακομεταχείριση φυσικά είχε σαν αποτέλεσμα πολλούς θανάτους. Επίσης ολόκληρες ομάδες μεταφέρθηκαν στο Άουσβιτς, ένα στρατόπεδο που όπως και το Μάουτχαουζεν, ήταν ιδιαίτερα εξοπλισμένο για μαζικές εξοντώσεις. Οι γυναίκες που ήταν πολύ ηλικιωμένες, με μειωμένη υγεία ή που δεν ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις των Ες⁠–⁠Ες για γυναίκες που θα μπορούσαν να παραγάγουν μια «κυρίαρχη φυλή» αντιμετώπιζαν το θάνατο. Η Μπέρτα Μάουερερ μας λέει τι συνέβαινε εκεί:

      «Αναγκαστήκαμε να σταθούμε γυμνές μπροστά σε μια επιτροπή που έκανε την εκλογή της. Αμέσως έπειτα η πρώτη ομάδα έφυγε για το Άουσβιτς. Ανάμεσά τους υπήρχαν πολλές αδελφές που είχαν εξαπατηθεί νομίζοντας ότι επρόκειτο να μεταφερθούν σε στρατόπεδο όπου θα ήταν πιο εύκολα, μολονότι όλοι γνώριζαν ότι το Άουσβιτς ήταν ακόμη πιο ανυπόφορο. Σ’ εκείνες που αποτέλεσαν τη δεύτερη ομάδα είχαν ειπωθεί τα ίδια πράγματα. Ανάμεσα στην ομάδα αυτή ήταν και πολλές αδύνατες και ασθενικές αδελφές». Σύντομα μετά απ’ αυτό οι συγγενείς τους πληροφορήθηκαν για το θάνατό τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις σαν αιτία θανάτου καταγράφτηκε ‘κυκλοφοριακές ανωμαλίες’.

      Ένα άλλο πράγμα που θα μπορούσε να αποτελέσει δοκιμασία για τις αδελφές αναφέρεται από την Αουγκούστε Σνάιντερ από το Μπαντ Κρόιτσναχ:

      «Μια μέρα ήρθε μια φυλακισμένη και μου είπε: ‘Κυρία Σνάιντερ, φεύγω από δω!’ Τη ρώτησα πού θα πήγαινε κι εκείνη απάντησε: ‘Υπάρχουν τόσοι άντρες εδώ που πρόκειται να γίνει ένας οίκος ανοχής για τους φυλακισμένους. Μας ρώτησαν και προθυμοποιηθήκαμε περίπου είκοσι με τριάντα γυναίκες. Θα μας δώσουν ωραία ρούχα και καλλυντικά!’ Τη ρώτησα πού επρόκειτο να γίνει αυτό και απάντησε, ‘Στο στρατόπεδο των αντρών’.

      «Δύσκολα μπορεί κανείς να περιγράψει το τι γινόταν εκεί. Αλλά μια μέρα ένας αρχηγός των Ες⁠–⁠Ες μού είπε: ‘Κυρία Σνάιντερ, θα έχετε ακούσει τι συμβαίνει στο στρατόπεδο των αντρών. Ήθελα μόνο να σας πω ότι κανένας από τους μάρτυρες του Ιεχωβά δεν έχει πάρει μέρος!’»

      Το Ράβενσμπρυκ έγινε το πιο διαβόητο από όλα τα στρατόπεδα για γυναίκες. Όταν ξέσπασε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, οι αδελφές που ήταν εκεί είχαν φτάσει τις πεντακόσιες περίπου.

      Μια μέρα μερικές αδελφές διατάχτηκαν ξαφνικά να βγουν από τα κελιά τους και να αρχίσουν να εργάζονται για να καθαρίσουν ολόκληρο το κτίριο, επειδή ο Χίμλερ είχε πει ότι θα περνούσε για επιθεώρηση. Αλλά η μέρα πέρασε και δεν εμφανίστηκε. Οι αδελφές μας είχαν ήδη ετοιμαστεί για ύπνο, δηλαδή, είχαν βγάλει τα παπούτσια τους, που χρησίμευαν και σαν μαξιλάρια, αλλά εξαιτίας τού κρύου κοιμούνταν με τα ρούχα τους. Ξάπλωναν όσο πιο κοντά μπορούσαν η μια στην άλλη για να ζεσταίνονται. Από καιρό σε καιρό άλλαζαν θέσεις ώστε όλες να βγαίνουν στην έξω πλευρά με τη σειρά, όπου φυσικά ήταν πιο κρύο. Ξαφνικά ακούστηκαν δυνατές φωνές στους διαδρόμους και οι πόρτες των κελιών άρχισαν να ανοίγουν. Οι αδελφές μας τώρα στέκονταν μπροστά στον άντρα ο οποίος στη Γερμανία αποφάσιζε για τη ζωή και το θάνατο. Ο Χίμλερ περιεργάστηκε προσεκτικά τις αδελφές, τις έκανε μερικές ερωτήσεις και αναγκάστηκε να συνειδητοποιήσει ότι ήταν απρόθυμες να κάνουν οποιεσδήποτε παραχωρήσεις.

      Εκείνο το ίδιο βράδι αφού είχαν φύγει ο Χίμλερ και οι ακόλουθοί του, πολλές φυλακισμένες κλήθηκαν έξω και οι άλλες φυλακισμένες μπορούσαν να ακούνε τις κραυγές τους. Ο Χίμλερ είχε εισαγάγει την «εντατική» τιμωρία επίσης και για τις γυναίκες· κι αυτές επίσης δέχονταν είκοσι πέντε χτυπήματα με το συρματένιο μαστίγιο στους γυμνούς γλουτούς τους.

      Μια αδελφή μάς λέει για το θάρρος με το οποίο πολλές αντιμετώπιζαν τα προβλήματά τους: «Στο συγκρότημά μου υπήρχε μια Ιουδαία γυναίκα η οποία είχε δεχτεί την αλήθεια. Ένα βράδι την ξύπνησαν κι αυτήν επίσης. Την άκουσα καθώς σηκωνόταν και προσπάθησα να της πω κάποια λόγια παρηγοριάς. Αλλά εκείνη είπε: ‘Ξέρω τι με περιμένει. Αλλά είμαι ευτυχισμένη που έχω μάθει τη θαυμάσια ελπίδα τής ανάστασης. Περιμένω ήρεμα το θάνατο’. Και θαρραλέα βγήκε έξω».

      ΟΙ ΔΙΑΙΡΕΣΕΙΣ ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΝ ΤΙΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ

      Χωρίς επαφή με τους αδελφούς που ήταν έξω, εκείνοι που βρίσκονταν στα στρατόπεδα ένιωθαν μεγάλη δίψα για πνευματική τροφή. Οι αδελφοί ρωτούσαν τους νεοερχόμενους για να μάθουν τι είχε δημοσιευτεί στη Σκοπιά. Μερικές φορές οι πληροφορίες ήταν ακριβείς, αλλά μερικές φορές δεν ήταν. Υπήρχαν επίσης αδελφοί οι οποίοι προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν την Αγία Γραφή για να καθορίσουν την ημερομηνία που θα απελευθερώνονταν και, παρ’ όλο που τα επιχειρήματα ήταν ασθενικά, μερικοί απέβλεπαν σ’ αυτές τις αστήρικτες ελπίδες.

      Εκείνο τον καιρό μπήκε στο Μπούχενβαλντ ένας αδελφός που είχε εξαιρετική μνήμη. Στην αρχή η ικανότητά του να θυμάται και να μοιράζεται με άλλους τα πράγματα που είχε μάθει ήταν πηγή ενθάρρυνσης για τους αδελφούς. Αλλά με τον καιρό έγινε είδωλο, «το θαύμα τού Μπούχενβαλντ», και οι δηλώσεις του, ακόμη και η προσωπική του άποψη, θεωρούνταν αλάνθαστες. Από το Δεκέμβριο του 1937 ως το 1940 έκανε μια ομιλία κάθε βράδι, περίπου χίλιες συνολικά, και πολλές απ’ αυτές καταγράφονταν στενογραφικά ώστε να μπορούν να πολυγραφηθούν. Μολονότι υπήρχαν πολλοί ώριμοι αδελφοί στο στρατόπεδο που θα μπορούσαν να κάνουν ομιλίες, αυτός ο αδελφός ήταν ο μόνος που το έκανε. Όποιοι δεν συμφωνούσαν απόλυτα μαζί του χαρακτηρίζονταν σαν «εχθροί της Βασιλείας» και σαν την «οικογένεια του Αχάν», και οι «πιστοί» έπρεπε να τους αποφεύγουν. Σχεδόν τετρακόσιοι αδελφοί, άλλοι περισσότερο άλλοι λιγότερο συμφώνησαν μ’ αυτή τη διευθέτηση.

      Εκείνοι λοιπόν που χαρακτηρίζονταν «εχθροί» ήταν κι αυτοί αδελφοί που ήταν πρόθυμοι να διακινδυνέψουν τη ζωή τους για να επεκτείνουν τα συμφέροντα της Βασιλείας όσο καλύτερα μπορούσαν. Και αυτοί επίσης είχαν μπει στο στρατόπεδο εξαιτίας της απόφασης να αποδείξουν την ακεραιότητά τους ακόμη και μέχρι το θάνατο. Είναι αλήθεια ότι μερικοί απ’ αυτούς δεν εφάρμοζαν πλήρως τις αρχές τής Αγίας Γραφής. Ωστόσο όταν θέλησαν να έρθουν σε επαφή με τους υπεύθυνους για να μπορέσουν να ωφεληθούν από την πνευματική τροφή που υπήρχε διαθέσιμη στο Μπούχενβαλντ, αυτοί το θεώρησαν «αναξιοπρεπές» να συζητήσουν το ζήτημα.

      Ο Βίλχελμ Μπάτεν από το Ντινσλάκεν, ο οποίος υπηρετεί ακόμη τον Ιεχωβά, αναφέρει πώς επηρεάστηκε ο ίδιος προσωπικά: «Όταν αντιλήφθηκα ότι κι εγώ είχα αποκοπεί συγκλονίστηκα πνευματικά τόσο και ένιωσα τέτοια κατάθλιψη που αναρωτιόμουν πώς ήταν δυνατόν να συμβαίνει τέτοιο πράγμα. . . . Συχνά έπεφτα στα γόνατά μου και προσευχόμουν στον Ιεχωβά να μου δώσει ένα σημείο. Αναρωτιόμουν αν ήμουν εγώ υπεύθυνος γι’ αυτή την κατάσταση και αν και εκείνος επίσης με είχε αποκόψει. Είχα μια Αγία Γραφή και τη διάβαζα στο αμυδρό φως και έβρισκα μεγάλη παρηγοριά με τη σκέψη ότι αυτό ήταν για μένα μια δοκιμασία, διαφορετικά θα είχα καταστραφεί, γιατί αυτή η αποκοπή από τους αδελφούς ήταν τρομακτικό μαρτύριο».

      Έτσι οι ανθρώπινες ατέλειες και η υπερβολική άποψη για τη σπουδαιότητα κάποιου, οδήγησαν σε διαιρέσεις ανάμεσα στο λαό τού Θεού, με αποτέλεσμα τη σοβαρή δοκιμασία μερικών.

      ΠΑΓΙΔΕΥΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΓΙΑ «ΕΠΙΒΙΩΣΗ»

      Μερικοί που μπήκαν στα στρατόπεδα, αποφασισμένοι να μη συμβιβαστούν, αργότερα άφησαν το ενδιαφέρον για «επιβίωση» να επισκιάσει την αγάπη τους για τον Ιεχωβά και για τους αδελφούς τους. Αν κάποιος μπορούσε να φτάσει σε κάποια υπεύθυνη θέση στην οργάνωση του στρατοπέδου, και να του εμπιστευτούν κάποια θέση επιστασίας σε κάποιον τομέα δραστηριότητας, δε θα ήταν πια υποχρεωμένος να καταπονείται με σκληρή εργασία. Αλλά αυτό ήταν επικίνδυνο. Σε πολλές περιπτώσεις αυτό απαιτούσε να συνεργάζεται στενά με τους Ες⁠–⁠Ες, να αναγκάζει τους φυλακισμένους να εργάζονται με γρηγορότερο ρυθμό και να αναφέρει τους φυλακισμένους​—​ακόμη και τους ίδιους τους αδελφούς του​—​για τιμωρία.

      Ένας αδελφός που ονομαζόταν Μάρτενς βρέθηκε σε μια τέτοια θέση ενώ βρισκόταν στο στρατόπεδο Βέβελσμπουργκ. Στην αρχή είχε την επίβλεψη 250 Σπουδαστών της Γραφής. Διαρκώς αγωνιζόταν να είναι πολύ καλός «πρεσβύτερος στρατοπέδου» στα μάτια των Ες⁠–⁠Ες. Με τον καιρό προστέθηκαν στο στρατόπεδο και πολλοί πολιτικοί κρατούμενοι και άλλοι. Ο Μάρτενς δεν ήθελε να χάσει τη θέση του, και έτσι έπρεπε να προασπίζεται τα συμφέροντα των Ες⁠–⁠Ες και να χρησιμοποιεί τις μεθόδους τους.

      Δεν πέρασε πολύς καιρός και άρχισε να απαγορεύει στους αδελφούς να εξετάζουν το εδάφιο της ημέρας ή να προσεύχονται μαζί. Σύντομα άρχισε να κάνει έρευνες και να χτυπάει με ένα σωλήνα από καουτσούκ εκείνους στους οποίους έβρισκε ένα αντίτυπο από το εδάφιο της ημέρας. Ένα πρωί, καθώς μερικοί αδελφοί προσεύχονταν μαζί, αυτός πήδησε ανάμεσά τους διέκοψε την προσευχή και είπε: «Δεν ξέρετε τους κανονισμούς τού στρατοπέδου; Νομίζετε ότι θέλω φασαρίες εξαιτίας σας;» Έτσι σε πολλούς πιστούς αδελφούς προστέθηκαν επιπρόσθετα βάσανα από ελάχιστους οι οποίοι έχασαν το στόχο τους.

      ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΠΕΙΝΑΣ

      Όταν άρχισε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος τα τρόφιμα που υπήρχαν στέλνονταν στα μέτωπα. Τα γεύματα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης αποτελούνταν κυρίως από ένα είδος γογγυλιού που γενικά χρησιμοποιόταν μόνο σαν τροφή για τα ζώα. Όλα προετοιμάζονταν με τέτοια έλλειψη αγάπης που οι φυλακισμένοι συχνά έλεγαν ότι ακόμη και τα γουρούνια θα είχαν αρνηθεί να φάνε αυτό το φαγητό. Αλλά το ζήτημα δεν ήταν να έχει κανείς ορεκτικό φαγητό, το ζήτημα ήταν η επιβίωση. Πολλοί πέθαναν από την πείνα. «Η μεγαλύτερη δοκιμασία μου ήταν η πείνα», γράφει ο Αδελφός Κουρτ Χέντελ, και εξηγεί τι εννοεί: «Έχω ύψος 1,88 μέτρα περίπου και κανονικά ζυγίζω γύρω στα 103 κιλά. Αλλά το χειμώνα τού 1939/1940 ζύγιζα μόνο 40 κιλά και ακόμη λιγότερο. Δε μου είχε απομείνει τίποτε άλλο από το δέρμα και τα κόκαλα. Παρά το ύψος μου δε μου έδιναν περισσότερο να φάω απ’ ό,τι έδιναν στους πιο μικρόσωμους. Συχνά έχωνα τις γροθιές μου στο στομάχι μου από τον πόνο ώσπου ένας ώριμος αδελφός με συμβούλευσε να φέρω το πρόβλημά μου στον Ιεχωβά με προσευχή και να του ζητήσω να με βοηθήσει να υπομείνω το μαρτύριο. Σύντομα αντιλήφθηκα τι βοήθεια μπορεί να αποδειχτεί η προσευχή σε τέτοιες περιπτώσεις». Ένας άλλος αδελφός θυμάται ότι συχνά έβαζε άμμο στο στόμα του για να καταπολεμήσει το μαρτύριο της πείνας.

      Πόσο παρηγορητική ήταν η συντροφιά με τους αδελφούς σ’ αυτές τις καταστάσεις. Πράγματι ήταν πολύ συγκινητικό να βλέπεις αδελφούς που και οι ίδιοι ήταν ετοιμοθάνατοι, να δίνουν λίγο από το λιγοστό μερίδιο του ψωμιού τους σ’ εκείνους που είχαν μεγαλύτερες δυσκολίες από ό,τι οι ίδιοι. Συχνά ήταν απλώς λίγα ψίχουλα που τα έβαζαν κρυφά κάτω από τα μαξιλάρια εκείνων στους οποίους για κάποιο λόγο δεν είχε δοθεί τίποτα να φάνε και οι οποίοι ήταν αναγκασμένοι να στέκονται στο προαύλιο μέσα στο φοβερό κρύο με ελάχιστα ρούχα πάνω τους. Πόσο παρηγορητικό ήταν για εκείνους που ο εχθρός είχε σχεδόν «καταβάλει» να ακούνε από το στόμα ενός ώριμου αδελφού ενθαρρυντικά λόγια που έμοιαζαν με λάδι στην πληγή και να παίρνουν νέα δύναμη σε έναν καιρό που νόμιζαν ότι η κατάστασή τους ήταν αφόρητη! Και πόσο ενισχυτική αποδείχτηκε η ομαδική προσευχή! Συχνά τα βράδια, όταν οι στρατώνες κλειδώνονταν και όλα ησύχαζαν, τα προβλήματα παρουσιάζονταν στον Ιεχωβά με ομαδική προσευχή. Συχνά ήταν ζητήματα που είχαν να κάνουν με όλους τους, αλλά το ίδιο συχνά ήταν ζητήματα που αφορούσαν προσωπικά αδελφούς. Οποτεδήποτε ο Ιεχωβά έφερνε κάποια αλλαγή προς το καλύτερο​—​όπως το έκανε σε τόσο πολλές περιπτώσεις​—​αυτό ήταν αιτία για ενωμένη προσευχή ευχαριστιών την άλλη μέρα. Όταν κάποιος βρισκόταν αντιμέτωπος με μια κατάσταση που δε θα μπορούσε να την είχε χειριστεί μόνος του, οι αδελφοί αντιλαμβάνονταν για μια ακόμη φορά ότι «ποτέ δεν είμαστε μόνοι».

      ΤΙ ΣΥΝΕΒΗ ΣΕ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΣΥΜΒΙΒΑΣΤΗΚΑΝ

      Είναι ενδιαφέρον ότι οι Ες⁠–⁠Ες, οι οποίοι συχνά χρησιμοποιούσαν τους πιο βρώμικους τρόπους για να κάνουν κάποιον να υπογράψει τη δήλωση, συχνά στρέφονταν εναντίον τους όταν είχαν υπογράψει και τους βασάνιζαν περισσότερο απ’ ό,τι προηγουμένως. Ο Καρλ Κιρστ μάς το βεβαιώνει αυτό: «Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον οι μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν τα θύματα απάτης στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μ’ αυτόν τον τρόπο νόμιζαν ότι θα μπορούσαν να μας πείσουν να υπογράψουμε τη δήλωση. Και επανειλημμένα μας έλεγαν να την υπογράψουμε. Μερικοί πράγματι υπέγραφαν αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις, έπρεπε να περιμένουν περισσότερο από ένα χρόνο πριν απελευθερωθούν. Στη διάρκεια αυτού του χρόνου οι Ες⁠–⁠Ες συχνά τους έβριζαν μπροστά σε όλους ότι ήταν υποκριτές και δειλοί και τους ανάγκαζαν να κάνουν τη λεγόμενη ‘πορεία τιμής’ γύρω από τους αδελφούς τους πριν τους αφήσουν να φύγουν από το στρατόπεδο».

      Ο Βίλελμ Ρόγκερ θυμάται ότι ένας αδελφός υπέγραψε τη δήλωση όταν ήρθαν να τον επισκεφθούν η γυναίκα του και η κόρη του, αλλά δεν το είπε στους αδελφούς. «Μερικές εβδομάδες αργότερα τον πληροφόρησαν ότι έπρεπε να ετοιμαστεί για να φύγει. (Αυτά τα άτομα συνήθως έπρεπε να στέκονται στην πύλη μέχρις ότου φωνάξουν το όνομά τους). Αυτός ο αδελφός στεκόταν στην πύλη όλη τη μέρα και στεκόταν εκεί ακόμη και το βράδι, αλλά τελικά αναγκάστηκε να γυρίσει στους αδελφούς στα παραπήγματα. Μετά το βραδινό προσκλητήριο, το οποίο το έκανε ένας τρομερός διοικητής που λεγόταν Κνίτλερ, αυτός ο αδελφός διατάχτηκε να πάει στους στρατώνες και να φέρει ένα σκαμνί και ύστερα υποχρεώθηκε να στέκεται πάνω σ’ αυτό μέσα στο προαύλιο μπροστά στους αδελφούς που επέστρεφαν. Ο Κνίτλερ έδειξε τώρα τον αδελφό και αφού μας έριξε μια άγρια ματιά είπε: ‘Κοιτάξτε το δειλό σας· υπέγραψε χωρίς να πει σε κανένα σας τίποτα γι’ αυτό!’ Είναι αλήθεια ότι οι Ες⁠–⁠Ες θα ήθελαν να υπογράψουμε όλοι μας. Αλλά ο κρυφός σεβασμός που είχαν για μας χανόταν όταν κάποιος υπέγραφε».

      Η Αδελφή Ντιντριχκάιτ θυμάται δυο αδελφές που υπέγραψαν τη δήλωση. Όταν γύρισαν είπαν στην Αδελφή Ντιντριχκάιτ ότι είχαν υπογράψει γιατί φοβούνταν μήπως πεθάνουν από την πείνα. Δεν απέκρυψαν το γεγονός ότι οι Ες⁠–⁠Ες τις είχαν ρωτήσει: «Τώρα που έχετε αρνηθεί το Θεό σας, τον Ιεχωβά, ποιον Θεό θα υπηρετείτε;» Οι δυο αδελφές αφέθηκαν σύντομα ελεύθερες, αλλά όταν μπήκαν οι Ρώσοι στη χώρα συνελήφθηκαν πάλι για κάποιο λόγο και φυλακίστηκαν από τους Ρώσους και εκεί στη φυλακή πραγματικά πέθαναν από την πείνα. Σε μια άλλη περίπτωση μια αδελφή που είχε υπογράψει τη βίασαν οι Ρώσοι στη διάρκεια των τελευταίων ημερών τού πολέμου και ύστερα τη δολοφόνησαν.

      Πολλοί από τους αδελφούς που υπέγραψαν τη δήλωση στρατολογήθηκαν και πήγαν στο μέτωπο όπου οι περισσότεροι απ’ αυτούς έχασαν τη ζωή τους.

      Μολονότι υπάρχουν αρκετές αποδείξεις ότι εκείνοι οι αδελφοί που υπέγραψαν έβαλαν τον εαυτό τους έξω από την προστασία τού Ιεχωβά, ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν αληθεύει ότι αυτοί ήταν «προδότες». Πολλοί μάλιστα ακύρωσαν την υπογραφή τους πριν από την απελευθέρωσή τους, όταν ώριμοι και γεμάτοι κατανόηση αδελφοί τούς βοήθησαν να αντιληφθούν τι είχαν κάνει. Αφού μετανοημένοι ζήτησαν από τον Ιεχωβά να τους δώσει μια άλλη ευκαιρία να αποδείξουν την πιστότητά τους, πολλοί απ’ αυτούς μετά την κατάρρευση του καθεστώτος τού Χίτλερ αυθόρμητα ενώθηκαν με τις τάξεις των ευαγγελιζομένων και άρχισαν να εργάζονται σαν ευαγγελιζόμενοι εκκλησίας, με τον καιρό σαν σκαπανείς, επίσκοποι, ακόμη και σαν περιοδεύοντες επίσκοποι, προωθώντας με υποδειγματικό τρόπο τα συμφέροντα της βασιλείας τού Θεού. Πολλοί παρηγορήθηκαν από την πείρα του Πέτρου, που κι αυτός αρνήθηκε τον Κύριό του, αλλά αποκαταστάθηκε στην εύνοιά του.​—⁠Ματθ. 26:69–75· Ιωάν. 21:15–19.

      ΠΡΟΔΟΣΙΑ

      Μολονότι μερικοί προσωρινά έχασαν την πνευματική τους ισορροπία εξαιτίας των ύπουλων μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν ή από ανθρώπινη αδυναμία, υπήρχαν και άλλοι οι οποίοι αποδείχτηκαν προδότες και προξένησαν στους αδελφούς πολλά παθήματα.

      Ο Γιούλιους Ρίφφελ αναφέρει ότι το 1937/1938 «ο Αδελφός Χανς Μίλλερ από τη Δρέσδη ήρθε στο Μπέθελ της Βέρνης και προσπάθησε να έρθει σε επαφή με αδελφούς τής Γερμανίας δήθεν με το σκοπό να ‘αναδιοργανώσει την υπό την επιφάνεια δράση στη Γερμανία μετά τη σύλληψη τόσο πολλών αδελφών’.

      «Εγώ φυσικά δήλωσα ότι ήμουν πρόθυμος να συνεργαστώ, και το ίδιο έκαναν και άλλοι αδελφοί. Δυστυχώς εκείνο τον καιρό δεν ξέραμε ότι αυτός ο ‘Αδελφός’ Μίλλερ εργαζόταν για τη Γκεστάπο της Γερμανίας. Ανυποψίαστοι κάναμε σχέδια στη Βέρνη και αρχίσαμε το έργο μας. Εγώ επρόκειτο να αναλάβω το Μπάντεν Βύρτεμπεργκ. Το Φεβρουάριο του 1938 πέρασα τα σύνορα προς τη Γερμανία και προσπάθησα να αναδιοργανώσω τη δραστηριότητα ερχόμενος σε επαφή με τους αδελφούς που ήταν ακόμη ελεύθεροι. Δυο εβδομάδες αργότερα με συνέλαβαν. . . . Η Γκεστάπο γνώριζε για τη δραστηριότητά μας με όλες τις λεπτομέρειες και αυτό μέσω αυτού του ψευτοαδελφού ο οποίος βοήθησε στην αναδιοργάνωση τής υπό την επιφάνεια δράσης αλλά με σκοπό να την προδώσει ύστερα στη Γκεστάπο. Αυτός ο ‘αδελφός’ έκανε το ίδιο ένα χρόνο αργότερα στην Ολλανδία και επίσης στην Τσεχοσλοβακία. . . .

      «Το 1939 μεταφέρθηκα με το φορτηγό τής φυλακής στο Κόμπλεντς, όπου επρόκειτο να καταθέσω στη δίκη τριών αδελφών με τις οποίες είχα συνεργαστεί στην υπό την επιφάνεια δράση στη Στουτγάρδη. Εκεί άκουσα ο ίδιος έναν αστυνομικό τής Γκεστάπο να λέει σ’ έναν αξιωματούχο τού δικαστηρίου πώς ήξεραν όλες τις λεπτομέρειες για το έργο μας, όπως κρυφές διευθύνσεις και ψευδώνυμα, καθώς επίσης και όλη τη δομή τής οργάνωσης. Σε κάποια στιγμή που περιμέναμε έξω στο διάδρομο αυτός ο ίδιος ο αστυνομικός τής Γκεστάπο μού είπε ότι δε θα ήταν σε θέση να παρακολουθήσουν τη δράση μας τόσο εύκολα αν δεν υπήρχαν τιποτένιοι στις τάξεις μας. Δυστυχώς αυτό δεν μπορούσα να το αρνηθώ. Από καιρό σε καιρό μπόρεσα να προειδοποιήσω τους αδελφούς από τη φυλακή γι’ αυτόν τον προδότη ‘αδελφό’, αλλά ο Αδελφός Χάρμπεκ αγνόησε την προειδοποίηση, απλώς επειδή δεν μπορούσε να την πιστέψει. Κατά τη γνώμη μου, αυτός ο Μίλλερ ήταν υπεύθυνος για τη σύλληψη και φυλάκιση εκατοντάδων αδελφών».

      ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΝΑ ΡΕΕΙ

      Μολονότι ο εχθρός επανειλημμένα άνοιγε νέα χάσματα στις τάξεις τού λαού του Θεού και αποδεκάτιζε τους αριθμούς εκείνων που ήταν ακόμη ελεύθεροι, υπήρχαν πάντοτε και άλλοι που αναγνώριζαν την ανάγκη να προμηθεύουν στους αδελφούς πνευματική τροφή. Και το έκαναν αυτό παρά τον κίνδυνο που διέτρεχε η ζωή τους. Ένας από τους αδελφούς που αναδιοργάνωσε το σύστημα διανομής τής Σκοπιάς ανάμεσα στους αδελφούς, και ενώ ο Μίλλερ εξακολουθούσε να κάνει το βρώμικο έργο του στη Δρέσδη, ήταν ο Λούντβιγκ Κύρανεκ. Το έκανε αυτό μέχρις ότου συνελήφθηκε και καταδικάστηκε σε δυο χρόνια φυλάκιση. Στη συνέχεια μόλις απολύθηκε από τη φυλακή, ο Αδελφός Κύρανεκ πήγε κατευθείαν πίσω στο έργο.

      Πολλές αδελφές με χαρά γέμισαν τα κενά που είχαν μείνει ανοιχτά από τις συλλήψεις των αδελφών, μολονότι αντιλαμβάνονταν ότι σύμφωνα με τους τρομερά αυστηρούς πολεμικούς νόμους που υπήρχαν θα μπορούσαν να χάσουν τη ζωή τους αν τις έπιαναν. Ανάμεσα σ’ αυτές που χρησιμοποιήθηκαν για να μοιράζουν τη Σκοπιά, ήταν για παράδειγμα, η Αδελφή Νόιφερτ στο Χολτσγκερλίνγκεν, η Αδελφή Πφίστερερ στη Στουτγάρδη και η Αδελφή Φράνκε στο Μάιντς. Ο Αδελφός Κύρανεκ έγραφε σ’ αυτές τις αδελφές γράμματα που περιείχαν αθώες πληροφορίες, γράμματα που οι αδελφές τα σιδέρωναν για να μπορούν να διαβάσουν το μυστικό μήνυμα που ήταν γραμμένο από κάτω με χυμό λεμονιού, και τις πληροφορούσε πού θα έπρεπε να πάρουν τις Σκοπιές και πόσες.

      Από καιρό σε καιρό ο Αδελφός Κύρανεκ πήγαινε στη Στουτγάρδη, όπου η Μαρία Χόμπαχ εργαζόταν γι’ αυτόν σαν γραμματέας. Εκείνος υπαγόρευε εκθέσεις στην αδελφή για το έργο στη Γερμανία, τις οποίες αργότερα έστελνε στον Άρθουρ Βίνκλερ στην Ολλανδία, ο οποίος φρόντιζε για το έργο της Γερμανίας και της Αυστρίας. Και η Αδελφή Χόμπαχ έγραφε αυτά τα γράμματα με χυμό λεμονιού έτσι ώστε οι σπουδαίες πληροφορίες να μην πέσουν σε εχθρικά χέρια.

      Το ότι αυτή η υπό την επιφάνεια δραστηριότητα λειτούργησε για ένα χρόνο τουλάχιστον, μπορεί να αποδοθεί μόνο στην προστασία του Ιεχωβά. Εκείνος συχνά φρόντιζε ώστε ο λαός του να οδηγείται με παράξενους τρόπους για να μπορούν να προμηθεύονται πνευματική τροφή στον κατάλληλο καιρό. Ο Μίλλερ σύντομα θεώρησε ότι ήταν ο κατάλληλος καιρός να προδώσει ολόκληρη την οργάνωση στη Γκεστάπο. Όλοι όσοι είχαν σχέση με την οργάνωση συνελήφθηκαν μέσα σε λίγες μέρες. Στη δίκη στη Δρέσδη, ο Αδελφός Κύρανεκ καταδικάστηκε σε θάνατο και οι άλλοι σε μακρόχρονες φυλακίσεις. Στις 3 Ιουλίου 1941, λίγες μόνο ώρες πριν από την εκτέλεσή του, ο αδελφός έγραψε στους συγγενείς του το ακόλουθο γράμμα:

      «Αγαπητέ μου αδελφέ, νύφη, γονείς και άλλοι αδελφοί,

      «Φοβηθείτε τον Θεό και αποδώστε σ’ αυτόν την τιμή! Πρέπει να σας γράψω τα οδυνηρά νέα ότι όταν θα λάβετε αυτό το γράμμα δε θα ζω πια. Παρακαλώ μη λυπηθείτε υπερβολικά. Θυμηθείτε ότι είναι απλό ζήτημα για τον Παντοδύναμο Θεό να με σηκώσει από τους νεκρούς. Ναι, εκείνος μπορεί να κάνει τα πάντα και αν μου επιτρέψει να πιω αυτό το πικρό ποτήρι, τότε ασφαλώς αυτό εξυπηρετεί κάποιο σκοπό. Να ξέρετε ότι προσπάθησα να τον υπηρετήσω στην αδυναμία μου και είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι ήταν μαζί μου μέχρι το τέλος. Εμπιστεύομαι τη διαφύλαξή μου στον Ιεχωβά. Οι σκέψεις μου αυτές τις τελευταίες ώρες βρίσκονται μαζί σας, αγαπητοί μου. Είθε οι καρδιές σας να μην αποθαρρυνθούν, αλλά αντίθετα να διατηρήσετε την ψυχραιμία σας, γιατί είναι πολύ καλύτερα να ξέρετε ότι δεν υποφέρω πια στη φυλακή πράγμα που θα ήταν διαρκής ανησυχία για σας. Και τώρα αγαπητοί μου πατέρα και μητέρα, θέλω να σας ευχαριστήσω και τους δυο για όλα τα καλά πράγματα που έχετε κάνει για μένα. Το μόνο που μπορώ να ψιθυρίσω είναι ένα αδύναμο ευχαριστώ. Είθε ο Ιεχωβά να σας ανταμείψει για όλα όσα έχετε κάνει. Η προσευχή μου είναι να σας προστατέψει και να σας ευλογήσει γιατί μόνο η ευλογία του πλουτίζει. Αγαπητέ Τόνι, πιστεύω ότι θα έκανες τα πάντα για να με σώσεις από το ‘λάκκο των λεόντων’, αλλά μάταια. Με ειδοποίησαν απόψε ότι η αίτηση χάριτος απορρίφθηκε και ότι η ποινή μου θα εκτελεστεί αύριο το πρωί. Δεν έκανα καμιά άλλη αίτηση χάριτος οποιουδήποτε είδους ούτε και ζήτησα έλεος από τα χέρια των ανθρώπων. Εκτιμώ όμως την καλή σας πρόθεση να με βοηθήσετε, και σας ευχαριστώ καθώς και τη Λουίζα από τα βάθη τής καρδιάς μου για όλα τα καλά που κάνατε σε μένα. Τα γράμματά σας συμπαθείας μού έκαναν καλό. Πολλούς χαιρετισμούς σε όλους και στέλνω σ’ όλους σας ένα φιλί. Έχω ειδικά μια θέση στην καρδιά μου για τον Καρλ. Είθε ο Θεός να είναι μαζί σας μέχρις ότου ξανασυναντηθούμε. Σας αγκαλιάζω όλους καθώς σας αποχαιρετώ. [υπογραφή] Λούντβιγκ Κύρανεκ».

      Ο Γιούλιους Ένγκελχαρντ, ο οποίος πολυγραφούσε τη Σκοπιά με την Αδελφή Φρέι στο Μπρούχσαλ, είχε συνεργαστεί στενά με τον Αδελφό Κύρανεκ στο νότιο μέρος τής Γερμανίας. Σχεδίαζαν σε περίπτωση σύλληψης του Αδελφού Κύρανεκ να συνεχίσει εκείνος το έργο. Δυστυχώς, ο Μίλλερ τον είχε προδώσει κι αυτόν στη Γκεστάπο, η οποία σύντομα βρήκε τον κρυψώνα του στη γενέτειρά του την Καρλσρούη. Αλλά ο Αδελφός Ένγκελχαρντ είχε πάντοτε ενθαρρύνει τις αδελφές λέγοντάς τους, ‘δεν μπορεί να μας στοιχίσει περισσότερο από τα κεφάλια μας’, και ήταν αποφασισμένος να πουλήσει την ελευθερία του με το μεγαλύτερο δυνατό τίμημα. Μολονότι ο αστυνομικός τής Γκεστάπο τον είχε πάρει ήδη συνοδεία, ξαφνικά εκείνος ξέφυγε και πήδησε τα σκαλιά, και εξαφανίστηκε μέσα στα πλήθη τού δρόμου πριν η αστυνομία μπορέσει να τον σταματήσει. Είναι ενδιαφέρον το τι λένε για τη δράση τού Αδελφού Ένγκελχαρντ οι κοσμικοί ιστορικοί, στο βιβλίο Βίντερσταντ ουντ Βέρφολγκουν ιν Έσσεν 1933–1945 (Εναντίωση και Διωγμός στο Έσσεν 1933–1945), όπως τα πήραν από τα αρχεία τής Γκεστάπο:

      «Με τη σύλληψη του Κύρανεκ, του Νοερνχάιμ και άλλων, η διανομή των απαγορευμένων εντύπων κάθε άλλο παρά σταμάτησε, γιατί ο Ένγκελχαρντ, ο οποίος στην αρχή ήταν δραστήριος στις νοτιοδυτικές περιοχές, είχε αναγκαστεί να καταφύγει στην περιοχή τού Ρουρ το 1940 όταν απειλήθηκε με σύλληψη στην πρώην βάση του στην Καρλσρούη. Ύστερα από σύντομη παραμονή στο Έσσεν βρήκε ένα παράνομο μέρος για να ζήσει στο Όμπερχαουζεν​—​Στερκράντε όπου από την αρχή τού 1941 ως τον Απρίλη του 1943 παρήγαγε 27 διαφορετικά τεύχη τής Σκοπιάς σε μια έκδοση 240 και αργότερα 360 αντιτύπων. Από την περιοχή τού Ρουρ διευθέτησε για βάσεις στο Μόναχο, Μανχάιμ, Σπέγιερ, Δρέσδη καθώς επίσης και στο Φράιμπεργκ της Σαξονίας και υπηρέτησε σαν ταμίας για όλη τη χώρα. . . . Στις 18 Σεπτεμβρίου 1944, επιβλήθηκαν βαριές ποινές φυλάκισης από το ανώτερο δικαστήριο του Χαμ εναντίον μελών της ομάδας του Έσσεν οι οποίοι διεξήγαν συναθροίσεις και μοίραζαν τακτικά την Σκοπιά σε συνδυασμό με τη δραστηριότητα του Ένγκελχαρντ. . . . Πολλοί θανατώθηκαν».

      Η Κριστίνε Χέτκαμπ μάς δίνει επίσης μια ενθαρρυντική έκθεση σχετικά με την δραστηριότητα του Αδελφού Ένγκελχαρντ: «Ο σύζυγός μου ο οποίος ήταν βαφτισμένος, τελικά κατάντησε μοχθηρός διώκτης. . . . Εγώ δεν είχα χάσει καμιά από τις συναθροίσεις που διεξάγονταν εναλλακτικά πότε στο σπίτι τής μητέρας μου, πότε στο δικό μου και πότε στου αδελφού μου. Στο δικό μου σπίτι μπορούσαν να γίνονται γιατί ο σύζυγός μου έφευγε τη Δευτέρα και έμενε στο σπίτι τής αδελφής του μέχρι το Σάββατο· εκείνη ζούσε λίγο πιο έξω από την πόλη. Η οικογένειά της ήταν φανατικοί Ναζιστές και ο άντρας μου βρήκε εκεί καταφύγιο, επειδή δεν μπορούσε πια να ανεχθεί το δικό μας πνεύμα, πράγμα που είναι ευνόητο. Έτσι στη διάρκεια της απουσίας του τυπωνόταν στο σπίτι μας για τρία σχεδόν χρόνια Η Σκοπιά. Ένας αδελφός (ο Αδελφός Ένγκελχαρντ) ο οποίος έζησε μαζί μας τρία χρόνια έγραφε πρώτα απ’ όλα τα στένσιλς σε μια γραφομηχανή και ύστερα τα χρησιμοποιούσε για να κάνει πολυγραφημένα αντίτυπα της Σκοπιάς. Στη συνέχεια ταξίδευε με τη μητέρα μου στο Βερολίνο, στο Μάιντς, στο Μανχάιμ και σ’ άλλα μέρη όπου μοίραζαν τα περιοδικά σε έμπιστα άτομα τα οποία με τη σειρά τους τα μοίραζαν σε άλλους. Ο Αδελφός Ένγκελχαρντ και η μητέρα μου ήταν υπεύθυνοι για ολόκληρη τη διευθέτηση, ενώ εγώ έκανα το μαγείρεμα και το πλύσιμο. Όταν φυλακίστηκε η μητέρα μου ανέλαβα εγώ την εργασία τής διανομής της Σκοπιάς στο Μάιντς και στο Μανχάιμ. . . . Τον Απρίλιο του 1943, η μητέρα μου συνελήφθηκε για δεύτερη φορά κι αυτή τη φορά για πάντα. Λίγο αργότερα συνελήφθηκε επίσης ο Αδελφός Ένγκελχαρντ, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για πολύ καιρό και ο οποίος κατεύθυνε το υπό την επιφάνεια έργο».

      Αργότερα συνελήφθηκαν επίσης η κόρη τής Αδελφής Χέτκαμπ, ο γαμπρός της, η αδελφή της, η νύφη της και η θεία της. Όλοι τους δικάστηκαν στις 2 Ιουνίου 1944. Ο Αδελφός Ένγκελχαρντ και εφτά άλλοι κατηγορούμενοι, ανάμεσα στους οποίους και η μητέρα τής Αδελφής Χέτκαμπ καταδικάστηκαν σε θάνατο. Αποκεφαλίστηκαν λίγο αργότερα.

      Από τότε κι έπειτα οι συνθήκες στη Γερμανία εξακολούθησαν να γίνονται όλο και πιο συγκεχυμένες. Δεν ήταν πια δυνατό να ξέρουμε με βεβαιότητα πού γινόταν η πολυγράφηση της Σκοπιάς αλλά το βέβαιο είναι ότι γινόταν.

      ΠΙΣΤΟΙ ΜΕΧΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ

      Οι πολυάριθμες εκτελέσεις που έγιναν στη διάρκεια του Τρίτου Ράιχ έχουν μια ειδική θέση στην ιστορία τού διωγμού. Τουλάχιστον 203 αδελφοί και αδελφές σύμφωνα με ελλιπείς εκθέσεις, αποκεφαλίστηκαν ή τουφεκίστηκαν. Αυτός ο αριθμός δεν περιλαμβάνει εκείνους που πέθαναν από πείνα, ασθένειες και άλλη κτηνώδη κακομεταχείριση.

      Ο Αδελφός Μπαρ αναφέρει σχετικά με έναν αδελφό ο οποίος καταδικάστηκε σε θάνατο τα εξής: «Όλοι οι φυλακισμένοι και οι αξιωματούχοι τής φυλακής είχαν μείνει κατάπληκτοι απ’ αυτόν. Ήταν κλειδαράς και έκανε επισκευαστικές εργασίες σ’ ολόκληρη τη φυλακή. Πήγαινε στην καθημερινή του εργασία χωρίς οποιοδήποτε ίχνος μελαγχολίας ή θλίψης· αντίθετα ενώ εργαζόταν έψελνε ύμνους στον Ιεχωβά». Μια μέρα γύρω στο μεσημέρι τον πήραν από το εργαστήριο, και τον εκτέλεσαν το ίδιο βράδι.

      Ο Αδελφός Μπαρ συνεχίζει την αφήγησή του λέγοντας: «Η σύζυγός μου είδε κάποτε μια αδελφή στη φυλακή στο Πότσνταμ που δεν την ήξερε. Πέρασε δίπλα της στο προαύλιο τής φυλακής. Όταν η αδελφή είδε τη σύζυγό μου σήκωσε και τα δυο της χέρια που ήταν δεμένα με χειροπέδες και τη χαιρέτησε με ένα χαρούμενο χαιρετισμό. Μολονότι ήταν καταδικασμένη σε θάνατο δεν υπήρχε ίχνος πόνου ή θλίψης στη ματιά της». Αυτή η ηρεμία και η γαλήνη που ακτινοβολούσαν οι αδελφοί μας και οι αδελφές μας που ήταν καταδικασμένοι σε θάνατο παίρνει επιπρόσθετη αξία όταν κανείς θυμάται τι είχαν να αντιμετωπίσουν αυτοί οι αδελφοί στα κελιά τους.

      Και ενώ οι αδελφοί και οι αδελφές μας ήταν αποφασισμένοι και υπομονετικοί και μάλιστα μερικές φορές χαρούμενοι μπροστά στο δύσκολο δρόμο που ήταν αναγκασμένοι να ακολουθήσουν, άλλοι που δεν ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά συχνά κατέρρεαν ή, λόγω του έντονου φόβου για το θάνατο, ξέσπαγαν σε ουρλιαχτά μέχρις ότου τους ανάγκαζαν βίαια να σταματήσουν.

      Ο Τζόναθαν Σταρκ από την Ουλμ όμως, δεν άφησε να τον καταλάβει τέτοιος φόβος. Ήταν μόνο 17 ετών όταν τον συνέλαβε η Γκεστάπο και χωρίς τις τυπικές διαδικασίες τον έστειλε στο Σάξενχαουζεν όπου τον έστειλαν στα κελιά των μελλοθανάτων. Με ποια κατηγορία; Άρνηση να δεχτεί προστρατιωτική υπηρεσία. Ο Έμιλ Χάρτμαν από το Βερολίνο άκουσε ότι ο Τζόναθαν ήταν φυλακισμένος σ’ εκείνα τα κελιά και μολονότι αυτό θα μπορούσε να του στοιχίσει πολύ, ο Αδελφός Χάρτμαν μπόρεσε να πάει και να μιλήσει σ’ αυτόν το νεαρό αδελφό και να τον ενισχύσει. Και για τους δυο τους αυτές οι σύντομες επισκέψεις ήταν πολύ ενθαρρυντικές. Ο Τζόναθαν ήταν πάντοτε πολύ ευτυχισμένος. Μολονότι αντιμετώπιζε το θάνατο, παρηγορούσε ο ίδιος τη μητέρα του με τη θαυμάσια ελπίδα της ανάστασης. Όταν ο διοικητής τού στρατοπέδου τον πήρε στον τόπο τής εκτέλεσης μόλις δύο εβδομάδες μετά την άφιξή του, τα τελευταία λόγια τού Τζόναθαν ήταν «Για τον Ιεχωβά και για το Γεδεών». (Ο Γεδεών ήταν ένας πιστός δούλος τού Ιεχωβά που προσκίαζε τον Ιησού Χριστό.)​—⁠Κριταί 7:18.

      Η Ελίζε Χαρμς από το Βιλελμσχάβεν θυμάται ότι ο σύζυγός της ρωτήθηκε εφτά φορές μήπως είχε αλλάξει γνώμη όταν καταδικάστηκε και όταν αρνήθηκε, έδωσαν στην αδελφή την ευκαιρία να τον επισκεφθεί με την προϋπόθεση ότι θα ασκούσε όλη της την επιρροή πάνω του για να τον πείσει να αλλάξει γνώμη. Αλλά η αδελφή δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Όταν ο σύζυγός της αποκεφαλίστηκε η αδελφή ήταν ευτυχισμένη που είχε παραμείνει πιστός στον Ιεχωβά και που δεν βρισκόταν πλέον κάτω από πίεση να αποκηρύξει την πίστη του. Στο μεταξύ ο πατέρας του, ο Μάρτιν Χαρμς, είχε συλληφθεί για τρίτη φορά και ήταν στο Σάξενχαουζεν. Βαθιά συγκινητικό είναι το γράμμα που του έγραψε ο γιος του λίγο πριν από την εκτέλεσή του στις 9 Νοεμβρίου 1940:

      «Αγαπητέ μου πατέρα,

      «Έχουμε ακόμη τρεις εβδομάδες μέχρι τις 3 Δεκεμβρίου, μέρα που είδαμε ο ένας τον άλλον πριν από δυο χρόνια για τελευταία φορά. Θυμάμαι ακόμη το γλυκό σου χαμόγελο όταν εργαζόσουν στο υπόγειο της φυλακής και εγώ περπατούσα στο προαύλιο της φυλακής. Νωρίς το πρωί δεν υποψιαζόμασταν ότι η αγαπητή μου Λίσεν (η σύζυγός του) και εγώ θα ελευθερωνόμασταν εκείνο το απόγευμα ούτε ότι εσύ αγαπητέ μου πατέρα, θα μεταφερόσουν την ίδια μέρα στη Βέχτα και αργότερα στο Σάξενχαουζεν πράγμα που μας λύπησε τόσο πολύ. Εκείνες οι τελευταίες στιγμές όταν ήμαστε μόνοι στο θάλαμο των επισκέψεων της φυλακής στο Όλντενμπουργκ είναι ακόμη χαραγμένες ανεξίτηλα στη μνήμη μου, πώς έβαλα το χέρι μου γύρω σου και σου υποσχέθηκα ότι θα φρόντιζα για τη μητέρα και για σένα όσο μπορούσα να το κάνω. Τα τελευταία μου λόγια ήταν: ‘Να μείνεις πιστός αγαπητέ μου πατέρα!’ Στη διάρκεια των τελευταίων 21 μηνών ‘δουλείας σε ελευθερία’ έχω κρατήσει την υπόσχεσή μου. Όταν με έπαιρναν με συνοδεία στις 3 Σεπτεμβρίου ανέθεσα την ευθύνη αυτήν στα άλλα σου παιδιά. Σε σκέφτομαι με υπερηφάνεια όλον αυτό τον καιρό αλλά και με θαυμασμό για τον τρόπο με τον οποίο έχεις βαστάξει το φορτίο σου με πιστότητα στον Κύριο. Και τώρα κι εγώ έχω επίσης την ευκαιρία να αποδείξω την πιστότητά μου στον Κύριο μέχρι θανάτου, ναι, με πιστότητα όχι μόνο μέχρι θανάτου, αλλά ακόμη στο θάνατο. Η θανατική μου καταδίκη έχει ήδη αναγγελθεί και είμαι δεμένος με αλυσίδες μέρα και νύχτα​—​τα σημάδια (πάνω στο χαρτί) είναι από τις χειροπέδες​—​αλλά δεν έχω ακόμη νικήσει στο πλήρες. Δεν αφήνουν εύκολα ένα μάρτυρα του Ιεχωβά να παραμείνει πιστός. Έχω ακόμη την ευκαιρία να σώσω την επίγεια ζωή μου, αλλά μόνο για να χάσω μ’ αυτόν τον τρόπο την πραγματική ζωή. Ναι, ο μάρτυρας του Ιεχωβά έχει την ευκαιρία να παραβιάσει τη διαθήκη του ακόμη και μπροστά στην αγχόνη. Γι’ αυτό το λόγο βρίσκομαι ακόμη στη μέση τού αγώνα και έχω ακόμη πολλές νίκες να κερδίσω πριν μπορέσω να πω ότι ‘αγωνίστηκα τον καλόν αγώνα, τήρησα την πίστη, τώρα μου επιφυλάσσεται το στεφάνι τής δικαιοσύνης που ο Θεός, ο δίκαιος κριτής θα μου δώσει’. Ο αγώνας χωρίς αμφιβολία είναι δύσκολος, αλλά είμαι ολοκάρδια ευγνώμων στον Κύριο που όχι μόνο μου έχει δώσει την απαραίτητη δύναμη για να σταθώ μέχρι τώρα εν όψει τού θανάτου, αλλά μου έχει δώσει και μια χαρά που θα ήθελα να τη μοιραστώ με τους αγαπημένους μου.

      «Αγαπητέ μου πατέρα, είσαι κι εσύ ακόμη φυλακισμένος και αν θα φτάσει ποτέ αυτό το γράμμα στα χέρια σου δεν το ξέρω. Αν όμως ελευθερωθείς ποτέ, τότε να παραμείνεις το ίδιο πιστός όπως είσαι τώρα, γιατί ξέρεις όποιος έχει βάλει το χέρι του στο άροτρο και κοιτάζει πίσω δεν είναι άξιος της βασιλείας τού Θεού. . . .

      «Όταν αγαπητέ μου πατέρα, βρεθείς και πάλι στο σπίτι, σε παρακαλώ ιδιαίτερα να φροντίσεις την αγαπητή μου Λίσεν, γιατί θα είναι πάρα πολύ δύσκολο γι’ αυτήν, γνωρίζοντας ότι ο αγαπημένος της δε θα ξαναγυρίσει. Ξέρω ότι θα το κάνεις αυτό και σε ευχαριστώ εκ των προτέρων. Αγαπητέ μου πατέρα, σου το λέω εν πνεύματι, να παραμείνεις πιστός, όπως κι εγώ προσπάθησα να παραμείνω πιστός, και τότε θα δούμε ο ένας τον άλλον ξανά. Θα σε σκέφτομαι μέχρι την τελευταία στιγμή.

      «Ο γιος σου Γιοχάνες

      «Άουφ Βίντερζεεν!»

      ΛΟΓΙΑ ΕΝΘΑΡΡΥΝΣΗΣ Σ’ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΕΞΩ

      Δεν ενθαρρύνονταν μόνο οι μελλοθάνατοι από τους αδελφούς που ήταν έξω· κι εκείνοι που ήταν ελεύθεροι συχνά ενθαρρύνονταν ακόμη περισσότερο από τους αδελφούς τους στη φυλακή. Η Αδελφή Άουσνερ από το Κέμπτεν το επιβεβαιώνει αυτό. Στις 28 Φεβρουαρίου 1941, πήρε ένα γράμμα από το γιο της ηλικίας είκοσι ενός ετών, με τα ακόλουθα σύντομα λόγια προς τον αδελφό του ηλικίας δεκαοχτώμισι ετών: «Αγαπητέ μου αδελφέ. Στο τελευταίο μου γράμμα σού επέστησα την προσοχή σ’ ένα βιβλίο και ελπίζω να έβαλες στην καρδιά σου όσα σού έγραψα, γιατί αυτό μπορεί μόνο να σε ωφελήσει». Δυόμισι χρόνια αργότερα η Αδελφή Άουσνερ πήρε απ’ αυτόν τον πιο μικρό γιο της ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα. Πράγματι εκείνος είχε βάλει στην καρδιά του όσα τού είχε γράψει ο μεγαλύτερος αδελφός του και τον είχε ακολουθήσει πιστά στο θάνατο.

      Οι δυο αδελφοί Ερνστ και Χανς Ρέχβαλντ από το Στουμ της Ανατολικής Πρωσίας, ενθάρρυναν επίσης ο ένας τον άλλον με παρόμοιο τρόπο. Όταν ο Ερνστ πέρασε από στρατοδικείο και καταδικάστηκε σε θάνατο, έγραψε από το κελί τού θανάτου ένα γράμμα στον αδελφό του Χανς στη φυλακή στο Στουμ: «Αγαπητέ Χανς, σε περίπτωση που θα σου συμβεί το ίδιο πράγμα, τότε να θυμάσαι τη δύναμη της προσευχής. Δε νιώθω κανένα φόβο γιατί η ειρήνη τού Θεού είναι μέσα στην καρδιά μου». Λίγο αργότερα ο αδελφός του βρέθηκε στην ίδια θέση και μολονότι ήταν μόνο δεκαεννέα ετών εκείνο τον καιρό, εκτελέστηκε.

      ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΠΙΣΤΟΤΗΤΑΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟΥΣ

      Είναι εντυπωσιακό να βλέπει κανείς πώς στενοί συγγενείς ενθάρρυναν τους αγαπημένους τους να μην υποχωρήσουν στην πορεία τής ακεραιότητας. Η Αδελφή Χόνε από τη Φράνκφουρτ⁠/⁠Όντερ συνόδεψε η ίδια το σύζυγό της στο σιδηροδρομικό σταθμό όταν πήρε την εντολή να καταταγεί, και ποτέ δεν τον ξαναείδε. Τα τελευταία της λόγια ήταν: «Να μείνεις πιστός»​—​λόγια που ο Αδελφός Χόνε τα είχε στο νου του μέχρι το θάνατό του.

      Σε πολλές περιπτώσεις οι αδελφοί ήταν νιόπαντροι και αν η αγάπη τους για τον Ιεχωβά και τον Ιησού Χριστό δεν ήταν πολύ ισχυρή, ασφαλώς δε θα ήταν σε θέση να ανεχθούν τη διακοπή των δεσμών επικοινωνίας με τους αγαπητούς τους. Δυο αδελφές, οι οποίες είναι χήρες για περισσότερο από τριάντα δύο χρόνια τώρα, θυμούνται με ευγνωμοσύνη τη βοήθεια που τους έδωσε ο Ιεχωβά εκείνα τα ταραχώδη χρόνια. Οι αδελφές Μπούλερ και Μπαλράιχ, από το Νοϊλοσχάιμ κοντά στο Σπέγιερ, παντρεύτηκαν και οι δυο κοντά στις αρχές τής απαγόρευσης και έμαθαν την αλήθεια γύρω στην ίδια εποχή. Το 1940 και οι δύο άντρες κλήθηκαν να παρουσιαστούν στο στρατό κι όταν αρνήθηκαν να αναλάβουν στρατιωτική υπηρεσία συνελήφθηκαν.

      Η Αδελφή Μπαλράιχ πήγε στο στρατολογικό γραφείο στο Μανχάιμ απ’ όπου έμαθε ότι οι δυο αδελφοί είχαν σταλεί στο Βισμπάντεν για να περάσουν από στρατοδικείο. Η Αδελφή Μπαλράιχ πήρε άδεια να επισκεφθεί το σύζυγό της με τον όρο ότι θα προσπαθούσε να τον πείσει να αλλάξει γνώμη. Και στην Αδελφή Μπούλερ δόθηκε άδεια να επισκεφθεί το σύζυγό της με την ίδια προϋπόθεση. Και οι δυο αδελφές πήγαν αμέσως στο Βισμπάντεν. Η Αδελφή Μπούλερ διηγείται:

      «Δύσκολα μπορώ να περιγράψω πόσο θλιβερή ήταν αυτή η συνάντηση. Εκείνος (ο σύζυγός της) ρώτησε: ‘Γιατί ήρθες;’ Απάντησα ότι υποτίθεται ότι θα προσπαθούσα να τον επηρεάσω. Αλλά εκείνος με παρηγόρησε, μου έδωσε συμβουλές από την Αγία Γραφή και μου είπε να μη θλίβομαι όπως και οι υπόλοιποι που δεν έχουν καμιά ελπίδα αλλά να εναποθέτω ολόκληρη την εμπιστοσύνη μου στο μεγάλο μας Θεό, τον Ιεχωβά. . . . Ένας νεαρός δικαστικός υπάλληλος, ο οποίος μας είχε συνοδεύσει στη φυλακή, μας συμβούλευσε να παραμείνουμε στο Βισμπάντεν μέχρι την Τρίτη, τη μέρα που θα εκδικαζόταν η υπόθεση. Αν ήμαστε εκεί ασφαλώς θα μας επέτρεπαν να παρακολουθήσουμε. Έτσι μείναμε μέχρι την Τρίτη. Περιμέναμε έξω στο δρόμο μέχρις ότου οι σύζυγοί μας, συνοδευόμενοι από δύο ένοπλους στρατιώτες, οδηγήθηκαν μέσα από το δρόμο σαν επαγγελματίες εγκληματίες. Πραγματικό θέαμα για ανθρώπους και αγγέλους. Η Αδελφή Μπαλράιχ κι εγώ τους ακολουθήσαμε. Μπορέσαμε να παρακολουθήσουμε τη δίκη. Κράτησε λιγότερο από μία ώρα, και τέλειωσε με την καταδίκη σε θάνατο δύο αθώων και γενναίων αντρών. Στη συνέχεια μπορέσαμε να μείνουμε μαζί τους για δύο περίπου ώρες σε μια αίθουσα στο ισόγειο. Αλλά όταν φύγαμε από το δικαστήριο περπατούσαμε στους δρόμους τού Βισμπάντεν σαν δυο χαμένα πρόβατα».

      Λίγο αργότερα οι δυο νεαρές αδελφές έλαβαν ειδοποίηση ότι οι σύζυγοί τους είχαν εκτελεστεί στις 25 Ιουνίου 1940, με τα λόγια «Ιεχωβά για πάντα!» στα χείλη τους.

      ΓΟΝΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑ ΒΑΖΟΥΝ ΠΡΩΤΑ ΤΟΝ ΙΕΧΩΒΑ

      Μια περίπτωση που τράβηξε την προσοχή όχι μόνο των δικαστηρίων, των εισαγγελέων και των δικηγόρων υπεράσπισης, αλλά επίσης και του κοινού, αφορούσε τους δύο αδελφούς Κουσερόβ από το Πάντερμπορν. Εξαιτίας τής καλής εκπαίδευσης στις οδούς τού Ιεχωβά που είχαν πάρει στο σπίτι τους, ήταν πρόθυμοι να δώσουν και τη ζωή τους ακόμη χωρίς φόβο. Και η μητέρα τους χρησιμοποίησε το θάνατό τους σαν περαιτέρω ευκαιρία για να πει σε άλλους στην κοινότητά της για την ελπίδα τής ανάστασης. Ένας τρίτος αδελφός, ο Καρλ, συνελήφθηκε τρεις μήνες αργότερα και τον έβαλαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης· πέθανε τέσσερις εβδομάδες μετά την απελευθέρωσή του. Υπήρχαν δεκατρία μέλη σ’ αυτή την οικογένεια· απ’ αυτά τα δώδεκα φυλακίστηκαν, με καταδίκες εξήντα πέντε ετών συνολικά από τα οποία υπηρέτησαν τα σαράντα έξι.

      Όμοια με την περίπτωση Κουσερόβ, όπου όχι μόνο οι γονείς αλλά και τα παιδιά έβαλαν τα συμφέροντα της Βασιλείας πριν από τον εαυτό τους, ήταν και η οικογένεια Άππελ από το Συντερμπράρουπ. Εκεί είχαν ένα μικρό τυπογραφείο. Αλλά ας ακούσουμε την Αδελφή Άππελ να μας αφηγείται τι συνέβη:

      «Το 1937 όταν το μεγάλο κύμα των συλλήψεων διέτρεχε ολόκληρη τη Γερμανία, πήραν εμένα και το σύζυγό μου από τα τέσσερα παιδιά μας αργά το βράδι στις 15 Οκτωβρίου. Οχτώ άτομα (αξιωματούχοι τής Γκεστάπο και της αστυνομίας) μπήκαν στο σπίτι μας και ερεύνησαν ολόκληρο το σπίτι από το υπόγειο μέχρι τη σοφίτα. Ύστερα μας πήραν μαζί τους. . . . Αφού καταδικαστήκαμε πήραν το σύζυγό μου στο Νοϊμύνστερ και εμένα σε μια γυναικεία φυλακή στο Κίελο. . . . Το 1938 ύστερα από μια σειρά αμνηστειών απελευθερωθήκαμε. . . . Όταν ξέσπασε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, όμως, ξέραμε τι ήταν μπροστά μας, γιατί ο σύζυγός μου ήταν αποφασισμένος να διακρατήσει ουδετερότητα. Μιλήσαμε στα παιδιά μας για την υπόθεση και επιστήσαμε την προσοχή τους στα όσα λέει η Αγία Γραφή σχετικά με το διωγμό.

      «Στο βαθμό που ήταν δυνατό διευθετήσαμε να υπάρχει αρκετός ρουχισμός για τα παιδιά ώστε να είναι φροντισμένα από αυτή την άποψη. Αφού ο σύζυγός μου είπε στους αξιωματούχους τού στρατολογικού γραφείου τούς Γραφικούς λόγους που δεν του επέτρεπαν να συμμετάσχει σε πόλεμο φρόντισε τις υπόλοιπες προσωπικές του υποθέσεις. Καθημερινά παρουσιάζαμε τα προβλήματά μας στον Ιεχωβά με προσευχή. Στις 9 Μαρτίου 1941, στις 8 η ώρα το πρωί χτύπησε το κουδούνι και ήρθαν δυο στρατιώτες να πάρουν το σύζυγό μου. Περίμεναν έξω και του έδωσαν δεκαπέντε λεπτά καιρό για να μας αποχαιρετήσει. Ο γιος μας Βάλτερ ήταν ήδη στο σχολείο. Φωνάξαμε στο διαμέρισμα τα άλλα τρία παιδιά και την Αδελφή Χέλεν Γκριν, η οποία εργαζόταν στο τυπογραφείο μας. Η τελευταία επιθυμία τού συζύγου μου ήταν να ψάλλουμε τον ύμνο ‘Εκείνος πούναι πιστός δεν έχει φόβο ποτέ στην καρδιά’. Μολονότι τα λόγια κολλούσαν στο λαιμό μας ψάλλαμε. Ύστερα από μια προσευχή, οι στρατιώτες μπήκαν και πήραν το σύζυγό μου. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τα παιδιά είδαν τον πατέρα τους. Τον πήγαν στο Λούμπεκ, όπου ένας ανώτερος αξιωματικός τού μίλησε πολλή ώρα με πατρικό τρόπο, προσπαθώντας να τον πείσει να φορέσει τη στολή. Αλλά ο αναλλοίωτος νόμος τού Ιεχωβά ήταν τόσο στερεά γραμμένος στην καρδιά τού συζύγου μου ώστε δεν υπήρχε περιθώριο υπαναχώρησης. . . .

      «Νωρίς το πρωί την 1η Ιουλίου 1941 αξιωματούχοι της αστυνομίας μού έφεραν ένα γράμμα . . . που μου γνωστοποιούσε ότι το αυτοκίνητό μας επρόκειτο να κατασχεθεί σαν Κομμουνιστική περιουσία και ότι η αστυνομία θα έκλεινε το τυπογραφείο. Ύστερα μου παρέδωσαν ένα άλλο γράμμα που έλεγε: ‘Να φέρετε τα παιδιά σας στο δημαρχείο το πρωί στις 3 Ιουλίου 1941. Να φέρετε μαζί ρούχα και παπούτσια’. Αυτό ήταν βαρύ χτύπημα.

      «Το πρωί στις 3 Ιουλίου ήρθαν να πάρουν τα παιδιά μας δύο επόπτες από ιδρύματα νέων. Η γυναίκα που επρόκειτο να αναλάβει τα κορίτσια, την Κρίστα και την Βαλτράουντ ηλικίας δεκαπέντε και δέκα ετών αντιστοίχως, μου είπε: ‘Εδώ και μερικές εβδομάδες ξέρω ότι θα πάρω τα παιδιά σας, και δεν μπορώ να κοιμηθώ το βράδι, επειδή ξέρω ότι αναλαμβάνω παιδιά από μια καλά οργανωμένη οικογένεια. Αλλά πρέπει να το κάνω’.

      «Μερικοί από τους γείτονες δε δίστασαν να δείξουν τη δυσαρέσκειά τους για όσα γίνονταν, αλλά γρήγορα οι υπεύθυνες αρχές προειδοποίησαν ότι ‘οποιοσδήποτε μιλάει για την υπόθεση Άππελ διαπράττει εθνική προδοσία!’ Και για να βεβαιωθούν έστειλαν τρεις αστυνομικούς να επιβλέψουν τη μεταφορά των παιδιών. . . . Ο σύζυγός μου, φυσικά, ειδοποιήθηκε από τους αξιωματούχους για τα μέτρα που είχαν παρθεί σχετικά με την επιχείρησή μας και τα παιδιά. Έλπιζαν ότι με αυτόν τον τρόπο θα τον έκαναν να υποχωρήσει. Τον κατηγόρησαν ότι ήταν ανέντιμος και ασυνείδητος που είχε αφήσει την οικογένειά του στο δρόμο. Ο σύζυγός μου μού έγραψε ένα πολύ στοργικό γράμμα λέγοντας πως είχε σηκωθεί πολύ νωρίς το άλλο πρωί, πως είχε πέσει στα γόνατά του με προσευχή και είχε αναθέσει τη φροντίδα τής οικογένειάς του στον Ιεχωβά. . . .

      «Την ίδια μέρα που πήραν τα παιδιά, πήρα μια ειδοποίηση από το στρατιωτικό δικαστήριο του Βερολίνου⁠–⁠Σαρλόττενμπουργκ να πάω εκεί. Με έφεραν μπροστά στο δημόσιο κατήγορο, ο οποίος μου ζήτησε να προσπαθήσω να επηρεάσω το σύζυγό μου να φορέσει τη στολή. Όταν του είπα τους Γραφικούς λόγους που δεν μπορούσα να το κάνω αυτό, ούρλιαξε γεμάτος οργή: ‘Τότε θα του πάρουν το κεφάλι!’ Παρ’ όλα αυτά, εγώ ζήτησα την άδεια να μιλήσω στο σύζυγό μου. Δε μου έδωσε καμιά απάντηση αλλά χτύπησε ένα κουδούνι και κάλεσε ένα στρατιώτη ο οποίος με πήγε στο κάτω πάτωμα όπου μερικοί αξιωματικοί με υποδέχτηκαν με άγριες ματιές και κατηγορίες. Όταν έφυγα, ένας από αυτούς με ακολούθησε, μου έσφιξε το χέρι και μου είπε: ‘Κυρία Άππελ, πάντοτε να παραμείνετε σταθερή όπως είστε τώρα. Ενεργείτε πολύ σωστά’. Πραγματικά έμεινα έκπληκτη. Εκείνο όμως που είχε σημασία, ήταν ότι μπορούσα να μιλήσω στο σύζυγό μου.

      «Ενώ ήμουν στο Βερολίνο οι Ναζί είχαν ήδη πουλήσει την επιχείρησή μας. Αναγκάστηκα να υπογράψω το συμβόλαιο τής πώλησης επειδή​—​όπως μου είπαν​—​διαφορετικά θα με έβαζαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.

      «Αφού επισκέφθηκα το σύζυγό μου στο Βερολίνο μερικές φορές, τον καταδίκασαν σε θάνατο. Ο δικηγόρος που τον ‘υπεράσπισε’ παρατήρησε: ‘Στο σύζυγό σας δόθηκε μια χρυσή ευκαιρία να γλιτώσει απ’ όλα αυτά, αλλά αρνήθηκε να την εκμεταλλευτεί’. Σ’ αυτό ο σύζυγός μου απάντησε: ‘Έχω πάρει την απόφασή μου υπέρ τού Ιεχωβά και της βασιλείας του και αυτό είναι οριστικό’.

      «Στις 11 Οκτωβρίου 1941, ο σύζυγός μου αποκεφαλίστηκε. Στο τελευταίο του γράμμα, το οποίο του επέτρεψαν να γράψει λίγες ώρες πριν από την εκτέλεσή του, έγραψε: ‘Όταν θα πάρεις αυτό το γράμμα αγαπητή μου Μαρία και τέσσερα παιδιά μου Κρίστα, Βάλτερ, Βαλτράουντ και Βόλφγκανγκ, όλα θα έχουν ήδη τελειώσει και εγώ θα έχω κερδίσει τη νίκη μέσω τού Ιησού Χριστού και η ελπίδα μου είναι ότι είμαι νικητής. Από την καρδιά μου σας εύχομαι μια ευλογημένη είσοδο στη βασιλεία τού Θεού. Να παραμείνετε πιστοί! Τρεις νεαροί αδελφοί, οι οποίοι θα ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο που κι εγώ θα ακολουθήσω αύριο, είναι εδώ δίπλα μου. Τα μάτια τους λαμποκοπούν!’

      «Λίγο αργότερα με ανάγκασαν να αδειάσω το σπίτι μου στο Συντερμπράρουπ. Τα έπιπλα αποθηκεύτηκαν σε πέντε διαφορετικά μέρη. Εγώ προσωπικά κατέληξα χωρίς μια δραχμή στο σπίτι της μητέρας μου.

      «Τον γιο μου Βάλτερ τον πήραν από το σχολείο οι υπεύθυνοι του ιδρύματος νέων και τον έστειλαν στο Αμβούργο όπου άρχισε να μαθαίνει τυπογράφος. Το 1944, τον κάλεσαν να παρουσιαστεί μολονότι ήταν μόνο δεκαεφτά ετών. Με κάποιο θαυμάσιο τρόπο είχε αποκτήσει το βιβλίο Η Κιθάρα τού Θεού λίγο προηγουμένως και είχε μάθει πάρα πολλά απ’ αυτό στη διάρκεια των βομβαρδισμών στο Αμβούργο στο μικρό του δωμάτιο σε μια σοφίτα. Η επιθυμία του ήταν να αφιερωθεί στον Ιεχωβά. Ύστερα από πολλές δυσκολίες μπόρεσε να φτάσει στο Μαλέντε, τις μέρες τής πρωτοχρονιάς του 1943⁠/⁠1944, όπου, σε ένα σκοτεινό πλυντήριο, τον βάφτισε κρυφά ένας αδελφός. . . .

      «Μπόρεσε να έρθει σε επαφή μαζί μου κρυφά και τον περίμενα στους δρόμους τού Αμβούργου αρκετές ώρες μέχρις ότου ήρθε, επειδή μου ήταν απαγορευμένο να βλέπω τα παιδιά μου κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις.

      «Για να τον ενθαρρύνω του είπα ότι έπαιρνα γράμματα από αδελφούς στο Σάξενχαουζεν και είχαν ακούσει για μας πολλά. Ο Αδελφός Ερνστ Σέλιγκερ έγραφε ότι όταν το στρατόπεδο ησύχαζε τα βράδια αρκετές εκατοντάδες αδελφοί από διάφορα έθνη έπεφταν στα γόνατά τους στον Ιεχωβά και έκαναν μνεία για μας στις προσευχές τους. Στη συνέχεια πήραν το γιο μου διά της βίας στην Ανατολική Πρωσία στη στρατιωτική μονάδα που έπρεπε να παρουσιαστεί. Στο παγερό κρύο τού έβγαλαν τα ρούχα του και του άφησαν τη στολή κάτω μπροστά του, αλλά εκείνος αρνήθηκε να τη φορέσει. Πέρασαν δυο μέρες μέχρι να του δώσουν κάτι ζεστό να φάει. Αλλά παρέμεινε σταθερός.

      «Στο Αμβούργο είχαμε αποχαιρετιστεί. Μου είπε ότι θα ακολουθούσε το δρόμο τού πατέρα του. Γύρω στους 7 μήνες αργότερα, αφού παραποίησαν τα χαρτιά του για να τον κάνουν να φαίνεται μεγαλύτερος, τον αποκεφάλισαν, χωρίς καν να τον περάσουν από δίκη. Σύμφωνα με το νόμο ήταν ακόμη ανήλικος και κάτω από τη νομοθεσία για ανήλικους.

      «Ένας αστυνομικός στο Συντερμπράρουπ με επισκέφθηκε και μου διάβασε την έκθεση της αστυνομίας από την Ανατολική Πρωσία. Σε μένα την ίδια δε μου έδωσαν απολύτως τίποτα. Μολονότι δεν πίστευα πραγματικά ότι το αγόρι μου θα πάθαινε ό,τι είχε πάθει και ο πατέρας του, επειδή ήταν πολύ νέος και το τέλος τού πολέμου ήταν πολύ κοντά, ωστόσο παρά το μεγάλο πόνο που ένιωσα, έκανα προσευχή ευχαριστίας στον Ιεχωβά. Μπόρεσα να πω: ‘Σε ευχαριστώ Ιεχωβά, που έπεσε στο πεδίο τής μάχης για σένα’.

      «Ύστερα ήρθαν τα συγκλονιστικά γεγονότα τού 1945. Με μεγάλη χαρά υποδέχτηκα πίσω στην αγκαλιά μου τα τρία παιδιά που μου απέμεναν. Τα δυο μικρότερα τα είχαν βγάλει από το ίδρυμα για νέους και ζούσαν μαζί με ένα διευθυντή γραφείου εργασίας τα τελευταία τρία χρόνια, όπου ανατρέφονταν με τις αρχές τού Εθνικοσοσιαλισμού. Μου επέτρεπαν να τα επισκέπτομαι μόνο μια φορά κάθε δεκατέσσερις μήνες και να μιλώ μαζί τους για μερικές ώρες, αλλά πάντοτε με την παρουσία κάποιου άλλου. Παρ’ όλα αυτά τα δυο μου κορίτσια κάποτε μπόρεσαν να μου ψιθυρίσουν ότι είχαν μια μικρή Καινή Διαθήκη που την φύλαγαν προσεκτικά κρυμμένη. Όταν ήταν μόνα τους το ένα απ’ αυτά πρόσεχε την πόρτα για να μην μπει κάποιος και το άλλο διάβαζε μερικά εδάφια. Πόσο ευτυχισμένη ήμουν!

      «Τώρα το 1945 οι πιστοί αδελφοί άρχισαν να επιστρέφουν από τις φυλακές τους. Στο Φλένσμπουργκ έφτασε ένα καράβι με πολλούς αδελφούς και αδελφές κυρίως από τα Ανατολικά μέρη. Εκείνο τον καιρό άρχισε μια περίοδος εντατικής δράσης. Τότε ήταν που γνωρίστηκα με τον σημερινό σύζυγό μου, τον Αδελφό Γιόζεφ Σάρνερ. Κι αυτός είχε φυλακιστεί για εννιά χρόνια. Πραγματικά και οι δυο μας είχαμε περάσει δύσκολους καιρούς και οι δυο μας είχαμε την ίδια επιθυμία να δαπανήσουμε τα τελευταία χρόνια που απέμεναν στην υπηρεσία τού Ιεχωβά με όλη μας τη δύναμη».

      ΜΑΘΗΤΕΥΣΗ ΑΤΟΜΩΝ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΣΤΑ ΚΕΛΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

      Το ότι θα ήταν δυνατόν να γίνουν μαθητές ακόμη και στα κελιά τού θανάτου φαίνεται πολύ δύσκολο να το πιστέψει κανείς, αλλά ο Αδελφός Μάσσορς αναφέρει μια τέτοια πείρα σε ένα γράμμα προς τη σύζυγό του με ημερομηνία 3 Σεπτεμβρίου 1943:

      «Στη διάρκεια των ετών 1928/30/32 υπηρετούσα σαν σκαπανέας στην Πράγα. Δίναμε πολλές ομιλίες και η πόλη είχε πλημμυρίσει με έντυπα. Εκείνο τον καιρό συνάντησα έναν πολιτικό ομιλητή από την κυβέρνηση που ονομαζόταν Άντον Ρίνγκερ. Του μίλησα πολλή ώρα. Δέχτηκε μια Αγία Γραφή και μερικά βιβλία αλλά εξήγησε ότι δεν είχε καιρό να τα μελετήσει, επειδή έπρεπε να φροντίσει την οικογένειά του και να βγάλει τα απαραίτητα. Είπε όμως ότι οι συγγενείς του ήταν όλοι πάρα πολύ θρήσκοι άνθρωποι μολονότι δεν πήγαιναν στην εκκλησία.

      «Πρέπει να ήταν γύρω στο 1940/41 όταν έστειλαν έναν καινούργιο σύντροφο στο κελί μου όπως συχνά συνέβαινε. Ήταν πολύ στενοχωρημένος αλλά όλοι έτσι είναι στην αρχή. Μόνο την ώρα που κλείνει η πόρτα τού κελιού πίσω σου καταλαβαίνεις ξαφνικά πού βρίσκεσαι. ‘Το όνομά μου είναι Άντον Ρίνγκερ και είμαι από την Πράγα’, μου είπε ο νέος μου συγκρατούμενος. Τον αναγνώρισα αμέσως και είπα: ‘Άντον, ναι, Άντον, με ξέρεις;’ ‘Ναι, φαίνεσαι γνωστός, αλλά . . .’ Θυμήθηκε πολύ γρήγορα ότι ήμουν στον τόπο του το 1930/32 και ότι είχε πάρει μια Γραφή και μερικά βιβλία από μένα εκείνο τον καιρό. ‘Τι!’ είπε ο Άντον, ‘είσαι εδώ εξαιτίας τής πίστης σου; Δεν μπορώ να καταλάβω· κανένας από τους κληρικούς δεν κάνει κάτι τέτοιο. Τι πιστεύεις πραγματικά;’ Σύντομα επρόκειτο να μάθει.

      «‘Αλλά γιατί δε μας λένε οι κληρικοί αυτά τα πράγματα;’ ρώτησε. ‘Αυτή είναι η αλήθεια. Τώρα ξέρω γιατί χρειάστηκε να’ ρθώ σ’ αυτή τη φυλακή. Πρέπει να πω, αγαπητέ Φραντς, ότι πριν μπω σ’ αυτό το κελί προσευχήθηκα στο Θεό να με στείλει σε κάποιο πιστό άτομο, διαφορετικά νομίζω ότι θα αυτοκτονούσα. . . .’

      «Πέρασαν εβδομάδες και μήνες. Κάποτε ο Άντον μού είπε: ‘Πριν φύγω απ’ αυτόν τον κόσμο, είθε ο Θεός να βοηθήσει τη σύζυγό μου και τα παιδιά μου να βρουν την αλήθεια, έτσι ώστε να μπορέσω να φύγω με ειρήνη’. . . . Μια μέρα έλαβε ένα γράμμα από τη σύζυγό του που του έγραφε:

      «‘. . . Πόσο ευτυχισμένοι θα ήμαστε αν μόνο είχες μπορέσει να διαβάσεις την Γραφή και τα βιβλία που αγόρασες από εκείνο το Γερμανό πριν από χρόνια. Όλα έχουν αποδειχτεί όπως έλεγαν τα βιβλία. Αυτή είναι η αλήθεια για την οποία ποτέ δεν είχαμε καιρό’».

      [Εικόνα στη σελίδα 171]

      Η αυλή στην είσοδο του στρατοπέδου συγκέντρωσης Μάουτχαουζεν, με ένα πλήθος από γυμνούς φυλακισμένους

  • Μέρος 3—Γερμανία
    Βιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 1985
    • Μέρος 3​—Γερμανία

      ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΤΡΟΦΗ ΣΤΑ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ

      Εκείνα τα χρόνια όταν οι αδελφοί, ιδιαίτερα εκείνοι που ήταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ήταν «απομονωμένοι» είχαν σπάνια την ευκαιρία να αποκτήσουν μια Αγία Γραφή ή άλλα έντυπα. Γι’ αυτό το λόγο έκαναν περισσότερη προσπάθεια να θυμηθούν τα περιεχόμενα σπουδαίων άρθρων τής Σκοπιάς όταν ήταν αναγκασμένοι να στέκονται για ώρες στο προαύλιο, ή τα βράδια όταν υπήρχε λίγη ησυχία στους θαλάμους. Η χαρά τους ήταν ιδιαίτερα μεγάλη όταν κατά κάποιο τρόπο μπορούσαν να αποκτήσουν μια Αγία Γραφή.

      Ο Ιεχωβά μερικές φορές χρησιμοποιεί ενδιαφέροντες τρόπους για να φέρει μια Αγία Γραφή στα χέρια των δούλων του. Ο Αδελφός Φραντς Μπιρκ από το Ρένχεν (Μέλανα Δρυμό) θυμάται ότι μια μέρα στο Μπούχενβαλντ ένας κοσμικός φυλακισμένος τον ρώτησε αν θα ήθελε να έχει μια Αγία Γραφή. Είχε βρει μια στο εργοστάσιο χαρτοποιίας που εργαζόταν. Φυσικά ο Αδελφός Μπιρκ δέχτηκε την προσφορά με ευγνωμοσύνη.

      Ο Αδελφός Φράνκε επίσης θυμάται πώς το 1943, ένας ηλικιωμένος άντρας των Ες⁠–⁠Ες ο οποίος είχε προσχωρήσει σ’ αυτή την οργάνωση μόνο κάτω από την πίεση των καιρών, πήγε σε πολλούς κληρικούς μια μέρα που είχε ρεπό ζητώντας τους μια Αγία Γραφή. Όλοι είπαν ότι λυπούνταν αλλά δεν είχαν πια καμιά Αγία Γραφή. Ήταν βράδι όταν τελικά βρήκε έναν κληρικό ο οποίος του είπε ότι είχε μια μικρή Λουθηρανική Γραφή που τη φύλαγε για ειδικούς λόγους. Ήταν τόσο ευτυχισμένος, όμως, που ένας άντρας των Ες⁠–⁠Ες εκδήλωνε ενδιαφέρον για την Αγία Γραφή, ώστε είπε ότι θα του την έδινε ευχαρίστως. Το άλλο πρωί αυτός ο γκριζομάλλης άντρας των Ες⁠–⁠Ες έδωσε στον Αδελφό Φράνκε την Αγία Γραφή, ολοφάνερα χαρούμενος που μπορούσε να δώσει αυτό το δώρο σε ένα φυλακισμένο που φρουρούσε.

      Με τον καιρό έγινε δυνατό να μπουν κρυφά νέα άρθρα τής Σκοπιάς στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στο στρατόπεδο συγκέντρωσης τού Μπίρκενφελντ αυτό έγινε με τον εξής τρόπο: Ανάμεσα στους φυλακισμένους υπήρχε ένας αδελφός, ο οποίος επειδή ήξερε αρχιτεκτονική, εργαζόταν με έναν πολίτη που ήταν φιλικός προς τους μάρτυρες του Ιεχωβά. Μέσω αυτού του φιλικού ανθρώπου ο αδελφός ήρθε σε επαφή με τους αδελφούς έξω από το στρατόπεδο οι οποίοι σύντομα του προμήθευαν τα νεότερα τεύχη τής Σκοπιάς.

      Οι αδελφοί μας στο στρατόπεδο Νόυενγκαμε είχαν παρόμοιες ευκαιρίες. Οι περισσότεροι από τους εκεί εβδομήντα αδελφούς εργάζονταν για να καθαρίζουν τα χαλάσματα μετά τις αεροπορικές επιδρομές στο Αμβούργο. Εκεί στο Αμβούργο μπορούσαν να βρουν Γραφές, και μάλιστα μια φορά βρήκαν τρεις σε λίγα λεπτά. Ο Βίλλυ Κάργκερ, ο οποίος το έζησε αυτό προσωπικά, λέει: «Θα ήθελα να πω επίσης για την επιπρόσθετη πνευματική τροφή που μας έφερε μια αδελφή από το Ντόμπελν. Αυτό δε θα το ξεχάσουμε ποτέ. Ο αδελφός της, ο Χανς Γέγκερ, ανήκε στη δική μας ομάδα εργασίας στο Μπέργκεντορφ κοντά στο Αμβούργο, και τον έβαλαν να εργαστεί στο εργοστάσιο σιδήρου στο Γκλουντς. Οι συνθήκες εργασίας μας ήταν πάρα πολύ σκληρές και βρισκόμασταν κάτω από συνεχή παρακολούθηση. Ο Αδελφός Γέγκερ, παρ’ όλα αυτά, μπόρεσε να βγάλει κρυφά ένα γράμμα και να ειδοποιήσει την αδελφή του για το μέρος που θα βρισκόταν στη διάρκεια του μεσημεριανού του διαλείμματος. Η αδελφή του πήρε το τρένο και ήρθε στο Αμβούργο και ψάχνοντας με πολλή προσοχή έφτασε στο μέρος όπου εργαζόμασταν. Κατάφερε να αφήσει τα περιοδικά που είχαμε ζητήσει στα χέρια μας και έτσι παρά τους φρουρούς των Ες⁠–⁠Ες και χάρη στην επίβλεψη του Ιεχωβά, τα πολύτιμα περιοδικά έφτασαν μέσα στο στρατόπεδο απαρατήρητα».

      Κάθε ένας σοφιζόταν διαφορετικούς τρόπους, και με τον καιρό υπήρχαν αρκετές Γραφές στο στρατόπεδο. Ένας αδελφός έγραψε στη σύζυγό του στο Ντάντσιγκ ότι θα ήθελε πάρα πολύ να φάει λίγο «μελόψωμο Έλμπερφελντερ», και με το επόμενο πακέτο τροφίμων (που οι αδελφοί μπορούσαν εκείνο τον καιρό να παίρνουν στο στρατόπεδο) πήρε μια Αγία Γραφή Έλμπερφελντερ προσεκτικά πακεταρισμένη μέσα σε μελόψωμο. Ορισμένοι είχαν επαφή με φυλακισμένους που εργάζονταν στα κρεματόρια, δηλαδή στους φούρνους που έκαιγαν τους κρατούμενους. Αυτοί ανέφεραν ότι πολλά βιβλία και περιοδικά καίγονταν εκεί, κι έτσι οι αδελφοί έκαναν διευθετήσεις μυστικά να παίρνουν τις Γραφές και τα περιοδικά, ανταλλάσσοντάς τα με λίγα από τα τρόφιμά τους.

      Στο Σάξενχαουζεν έφτασαν στα χέρια των αδελφών μερικές Γραφές ενώ οι αδελφοί βρίσκονταν ακόμη σε «απομόνωση». Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, η απομόνωση αποδείχτηκε κάποια προστασία σ’ εκείνη την περίπτωση, αφού σ’ έναν αδελφό είχε ανατεθεί όχι μόνο να φρουρεί την πόρτα που οδηγούσε στη περιοχή τής απομόνωσης αλλά είχε επίσης και το κλειδί και, επομένως, εκείνος ήταν που έπρεπε να κλειδώνει και να ξεκλειδώνει την πόρτα. Υπήρχαν εφτά μεγάλα τραπέζια σε ένα χώρο που χωρούσε πενήντα έξι καθισμένους αδελφούς. Για αρκετό διάστημα ένας αδελφός έκανε σχόλια 15 λεπτών καλύπτοντας το εδάφιο ενώ οι άλλοι αδελφοί έτρωγαν το πρωινό τους. Στη συνέχεια αυτά κυκλοφορούσαν ανάμεσα στα τραπέζια και στους αδελφούς που κάθονταν σ’ αυτά. Αυτά τα σχόλια ήταν το θέμα τής συζήτησης όταν οι αδελφοί ήταν υποχρεωμένοι να στέκονται για ώρες στο προαύλιο.

      Στη διάρκεια του φοβερού χειμώνα του 1939/1940 οι Μάρτυρες παρακάλεσαν με προσευχή τον Ιεχωβά γι’ αυτό το ζήτημα των εντύπων και να το θαύμα! Ο Ιεχωβά έθεσε το προστατευτικό του χέρι πάνω σε έναν αδελφό ο οποίος μπόρεσε να φέρει κρυφά στην «απομόνωση» τρεις Σκοπιές μέσα στο ξύλινο πόδι του κι αυτό παρά την προσεκτική έρευνα. Μολονότι οι αδελφοί έπρεπε να ξαπλώνουν στα κρεβάτια τους και να διαβάζουν κάτω από το φως ενός φακού ενώ άλλοι στέκονταν σαν φρουροί δεξιά και αριστερά, αυτό ήταν απόδειξη της θαυμαστής κατεύθυνσης του Ιεχωβά. Σαν καλός Ποιμένας εκείνος δεν εγκαταλείπει το λαό του.

      Το χειμώνα του 1941/1942, όταν οι αδελφοί είχαν απελευθερωθεί από την «απομόνωση», έφτασαν συγχρόνως στο στρατόπεδο εφτά Σκοπιές που πραγματεύονταν η πρώτη απ’ αυτές τον Μιχαία και οι επόμενες τον Δανιήλ κεφάλαια 11 και 12, ένα βιβλίο με τίτλο «Κρόιτσουγκ γκέγκεν ντας Κριστέντουμ» (Σταυροφορία εναντίον τής Χριστιανοσύνης) και ένα Δελτίο (η σημερινή Διακονία τής Βασιλείας ). Αυτό ήταν πραγματικά ένα ουράνιο δώρο γιατί μαζί με τους αδελφούς τους σε άλλες χώρες, οι αδελφοί μπορούσαν τώρα να έχουν μια σαφή κατανόηση του «βασιλιά τού νότου» και του «βασιλιά τού βορρά».

      Χάρη στο γεγονός ότι οι φυλακισμένοι που δεν ήταν σε «απομόνωση» είχαν ελεύθερα τα απογεύματα της Κυριακής και ότι ο πολιτικός υπεύθυνος για τους πολιτικούς κρατούμενους πήγαινε σε άλλους θαλάμους για να δει τους φίλους του εκείνα τα απογεύματα, οι αδελφοί μπορούσαν να διεξάγουν μια μελέτη Σκοπιάς κάθε Κυριακή για αρκετούς μήνες. Κατά μέσο όρο 220 με 250 αδελφοί συμμετείχαν σ’ αυτή τη μελέτη, ενώ 60 με 70 φρουρούσαν σε όλο το διάδρομο μέχρι την είσοδο του στρατοπέδου και οποτεδήποτε παρουσιαζόταν κάποιος κίνδυνος έδιναν ένα ορισμένο σήμα. Έτσι μ’ αυτόν τον τρόπο ποτέ δεν αιφνιδιάστηκαν από τους Ες⁠–⁠Ες στη διάρκεια της μελέτης τους. Η μελέτη που γινόταν το 1942 θα παραμείνει αξέχαστη από εκείνους που την παρακολουθούσαν. Οι αδελφοί είχαν τόσο πολύ εντυπωσιαστεί από τη θαυμάσια εξήγηση σχετικά με την προφητεία τού Δανιήλ στο κεφάλαιο 11 και 12 που στο τέλος έψαλαν με χαρούμενο ρυθμό εμβατήριου διάφορα δημοτικά τραγούδια διανθισμένα με ύμνους τής Βασιλείας και έτσι δεν έδιναν ευκαιρία για υποψίες στο φρουρό ο οποίος φρουρούσε τούς θαλάμους λίγα μέτρα πιο πέρα· αντίθετα κι εκείνος απολάμβανε το θαυμάσιο τραγούδι. Φανταστείτε: Η φωνή 250 αντρών οι οποίοι μολονότι ήταν φυλακισμένοι, ήταν στην πραγματικότητα ελεύθεροι να ψάλλουν ολόψυχα ύμνους στον Ιεχωβά. Τι θαυμάσιο! Μήπως έψαλαν μαζί και οι άγγελοι στον ουρανό;

      ΕΛΑΤΤΩΣΗ ΤΗΣ ΠΙΕΣΗΣ Σ’ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΣΤΑ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ

      Μολονότι το αίμα των πιστών μαρτύρων του Ιεχωβά συνέχιζε να ρέει στα εκτελεστικά πεδία των Ναζί μέχρι το τέλος τής κατάρρευσης του καθεστώτος, ωστόσο τα όπλα εκείνων που κατά καιρούς είχαν ορκιστεί ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά θα έφευγαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μόνο από τις καπνοδόχους των κρεματορίων, άρχισαν να εξασθενούν. Υπήρχαν επίσης και τα προβλήματα που είχε δημιουργήσει ο πόλεμος. Έτσι ιδιαίτερα από το 1942/1943 κι έπειτα υπήρχαν περίοδοι που οι μάρτυρες του Ιεχωβά απολάμβαναν σχετική ειρήνη.

      Ο πόλεμος, που τώρα είχε γίνει ένας ολοκληρωτικός πόλεμος, είχε αλλάξει τόσο ώστε έπρεπε να κινητοποιηθούν όλες οι διαθέσιμες δυνάμεις. Γι’ αυτό το λόγο, το 1942 άρχισαν να περιλαμβάνουν και τους φυλακισμένους, όσο αυτό ήταν δυνατό, σε παραγωγικά για την οικονομία προγράμματα. Σχετικά μ’ αυτό τα σχόλια που έκανε ένας ηγέτης των Ες⁠–⁠Ες ονόματι Πωλ στο αφεντικό του, τον Χίμλερ, σχετικά με την «κατάσταση στα στρατόπεδα συγκέντρωσης» είναι ενδιαφέροντα:

      «Ο πόλεμος έχει επιφέρει μια ορατή αλλαγή στη δομή των στρατοπέδων συγκέντρωσης και έχει αλλάξει βασικά τη λειτουργία τους σχετικά με τη χρήση των φυλακισμένων.

      «Η φυλάκιση ατόμων μόνο για λόγους ασφάλειας, αναμόρφωσης ή πρόληψης δεν επικρατεί πια [οι μαζικές εξοντώσεις ούτε καν αναφέρονται]. Η έμφαση έχει τώρα δοθεί στην οικονομική πλευρά τού ζητήματος. Η κινητοποίηση όλων των φυλακισμένων κατ’ αρχήν για εργασίες σχετικές με τον πόλεμο (αύξηση της παραγωγής όπλων) και, κατά δεύτερο λόγο, για ειρηνικά ζητήματα γίνεται όλο και πιο κύριος παράγοντας.

      «Τα απαραίτητα μέτρα που έχουν ληφθεί είναι αποτέλεσμα αυτής της αναγνώρισης που απαιτεί μια σταδιακή μετατροπή των στρατοπέδων συγκέντρωσης από το προηγούμενο μονόπλευρο πολιτικό σκοπό τους σε μια οργάνωση που θα ανταποκρίνεται στις οικονομικές ανάγκες».

      Αυτή η μετατροπή απαιτούσε βέβαια, να τρέφονται καλύτερα οι φυλακισμένοι για να μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε περισσότερη εργασία. Αυτό έφερε ακόμη περισσότερη ανακούφιση στους αδελφούς. Οι αξιωματούχοι ήταν επίσης αρκετά λογικοί με λίγες εξαιρέσεις, ώστε να μην προσπαθούν να βάλουν τους αδελφούς σε εργοστάσια όπλων αλλά να τους χρησιμοποιούν σύμφωνα με τις επαγγελματικές τους ικανότητες σε διάφορα εργαστήρια.

      Στο μεταξύ, ο Ιεχωβά είχε κάνει το μέρος του γιατί μπορεί να κατευθύνει και τις καρδιές των ανθρώπων​—​ακόμη και των εχθρών του​—​σαν ποταμούς νερού. Ένα χτυπητό παράδειγμα είναι ο Χίμλερ. Για χρόνια πίστευε ότι αυτός και μόνο μπορούσε να αποφασίζει για τη ζωή των πιστών δούλων του Ιεχωβά, αλλά ξαφνικά άρχισε να αλλάζει γνώμη σχετικά με τους «Σπουδαστές της Γραφής». Σ’ αυτό έπαιξε σπουδαίο ρόλο ο προσωπικός του γιατρός, ένας Φιλανδός που ονομαζόταν Κέρστεν.

      Ο Κέρστεν που ήταν και μασέρ άρχισε να έχει ισχυρή επιρροή πάνω στο Χίμλερ, ο οποίος ήταν πάντοτε πολύ άρρωστος. Είχε ακούσει ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά διώκονταν σκληρά και μια μέρα ζήτησε από το Χίμλερ να του δώσει μερικές απ’ αυτές τις γυναίκες για να εργάζονται στο κτήμα του στο Χαρτσβάλντε, κάπου εβδομήντα χιλιόμετρα βόρεια του Βερολίνου. Ύστερα από κάποιο δισταγμό ο Χίμλερ συμφώνησε και αργότερα ικανοποίησε και μια άλλη παράκληση του Κέρστεν και ελευθέρωσε μια αδελφή από ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης για να μπορεί να εργάζεται στο δεύτερο σπίτι τού Κέρστεν, στη Σουηδία. Απ’ αυτές τις αδελφές άκουσε για πρώτη φορά ο Κέρστεν την αλήθεια σχετικά με τις συνθήκες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και για τα απερίγραπτα βασανιστήρια που υφίσταντο ιδιαίτερα οι μάρτυρες του Ιεχωβά για πολλά χρόνια. Στενοχωρήθηκε πάρα πολύ, ξέροντας ότι τα μασάζ που έκανε ξαναέδιναν επανειλημμένα την υγεία σ’ ένα τέρας για να συνεχίζει το φονικό του έργο. Έτσι αποφάσισε να χρησιμοποιήσει την επιρροή του για να βελτιώσει τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό την κατάσταση όλων των φυλακισμένων. Μπορεί λοιπόν να αποδοθεί στην επιρροή του το γεγονός ότι δεκάδες χιλιάδες απ’ αυτούς τους φυλακισμένους, ιδιαίτερα προς το τέλος τού πολέμου, δεν εκτελέστηκαν. Ιδιαίτερα για τους μάρτυρες του Ιεχωβά η επιρροή του αποδείχτηκε ότι ήταν πολύ ωφέλιμη. Αυτό φαίνεται κι από ένα γράμμα που ο Χίμλερ έγραψε στους στενούς του συνεργάτες, τους ανώτατους αρχηγούς των Ες⁠–⁠Ες Πωλ και Μίλλερ. Αυτό το γράμμα που χαρακτηρίστηκε «Απόρρητο», περιείχε και τα ακόλουθα αποσπάσματα:

      «Εσωκλείω μια έκθεση για δέκα Σπουδαστές της Γραφής που εργάζονται στο αγρόκτημα του γιατρού μου. Είχα την ευκαιρία να ερευνήσω το ζήτημα για τους Σπουδαστές της Γραφής από κάθε άποψη. Η κυρία Κέρστεν έκανε πάρα πολύ καλές συστάσεις. Είπε ότι ποτέ δεν είχε τόσο καλό, πρόθυμο, πιστό και υπάκουο προσωπικό όπως αυτές οι δέκα γυναίκες. Αυτοί οι άνθρωποι κάνουν πολλά από αγάπη και καλοσύνη. . . . Μια από τις γυναίκες πήρε κάποτε 5 μάρκα τού Ράιχ σαν φιλοδώρημα από έναν φιλοξενούμενο. Δέχτηκε τα χρήματα επειδή δεν ήθελε να δώσει την ευκαιρία για σχόλια σε βάρος τού σπιτιού, αλλά αυτή τα έδωσε στην κυρία Κέρστεν, επειδή απαγορεύεται να έχουν χρήματα στο στρατόπεδο. Οι γυναίκες πρόθυμα κάνουν οποιαδήποτε δουλειά τούς ζητηθεί. Τα βράδια πλέκουν και τις Κυριακές απασχολούνται με κάποιον άλλο τρόπο. Στη διάρκεια του καλοκαιριού δε χάνουν την ευκαιρία να σηκωθούν δυο ώρες νωρίτερα και να γεμίζουν καλάθια με μανιτάρια μολονότι είναι υποχρεωμένες να εργάζονται δέκα, έντεκα και δώδεκα ώρες την ημέρα. Αυτά τα γεγονότα συμπληρώνουν την εικόνα που έχω σχηματίσει για τους Σπουδαστές της Γραφής. Είναι απίστευτα φανατικοί, πρόθυμοι άνθρωποι, έτοιμοι να θυσιαστούν. Αν μπορούσαμε να βάλουμε το φανατισμό τους να εργαστεί για τη Γερμανία ή να ενσταλάξουμε τέτοιο φανατισμό στο λαό μας, τότε θα ήμαστε πολύ πιο ισχυροί απ’ ό,τι είμαστε σήμερα. Φυσικά αφού απορρίπτουν τον πόλεμο οι διδασκαλίες τους είναι τόσο επιζήμιες που δε θα μπορούσαμε να τις επιτρέψουμε για να μη κάνουμε τη μεγαλύτερη ζημιά στη Γερμανία. . . .

      «Τίποτα δεν καταφέρνουμε με το να τους τιμωρούμε, επειδή όταν τιμωρούνται μιλούν αργότερα γι’ αυτό με ενθουσιασμό. . . . Κάθε τιμωρία είναι γι’ αυτούς ένα παράσημο για τον άλλο κόσμο. Γι’ αυτό το λόγο κάθε αληθινός Σπουδαστής της Γραφής θα άφηνε να τον εκτελέσουν χωρίς δισταγμό. . . . Κάθε περιορισμός στο μπουντρούμι, κάθε πόνος από πείνα, κάθε έκθεσή τους στον παγωμένο καιρό είναι γι’ αυτούς ένα παράσημο, κάθε τιμωρία, κάθε χτύπημα, είναι μια ανταμοιβή που αποθηκεύεται κοντά στον Ιεχωβά.

      «Αν στο μέλλον δημιουργηθούν προβλήματα στο στρατόπεδο που θα έχουν σχέση με Σπουδαστές της Γραφής, τότε απαγορεύω στο διοικητή τού στρατοπέδου να τους τιμωρεί με οποιονδήποτε τρόπο. Σε τέτοιες περιπτώσεις θα πρέπει να το αναφέρετε σε μένα με μια σύντομη περιγραφή των συνθηκών. Από τώρα και στο εξής σχεδιάζω να κάνω το αντίθετο και να λέω σ’ αυτούς τους ανθρώπους: ‘Σου απαγορεύεται να εργαστείς. Θα τρως καλύτερα από ό,τι οι άλλοι και δε θα έχεις να κάνεις απολύτως τίποτα’.

      «Γιατί σύμφωνα με την πίστη αυτών των καλοκάγαθων τρελών, τότε σταματά η ανταμοιβή, και μάλιστα κάτι ακόμη χειρότερο, αφαιρείται ένα μέρος από την προηγούμενη αμοιβή που είναι αποθηκευμένη κοντά στον Ιεχωβά.

      «Τώρα η υπόδειξή μου είναι ότι όλοι οι Σπουδαστές της Γραφής πρέπει να εργαστούν​—​για παράδειγμα σε αγροκτήματα, που δεν έχουν καμιά σχέση με τον πόλεμο και όλη την παραφροσύνη του. Μπορεί κανείς να τους αφήσει αφύλακτους αν τους τοποθετήσει κατάλληλα· δεν πρόκειται να δραπετεύσουν. Μπορούν να τους δοθούν ανεξέλεγκτες εργασίες, θα αποδειχτούν ότι είναι οι καλύτεροι διαχειριστές και εργάτες.

      «Ένας άλλος τρόπος που μπορούν να χρησιμοποιηθούν όπως πρότεινε η κυρία Κέρστεν: Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τους Σπουδαστές της Γραφής στα ‘Λέμπενσμπορνχάιμε’ (σπίτια που είχαν προορισμό να ανατρέφουν παιδιά που οι Ες⁠–⁠Ες τα προόριζαν για την παραγωγή μιας κυρίαρχης φυλής), όχι σαν νοσοκόμες, αλλά μάλλον σαν μαγείρισσες, οικιακές βοηθούς ή για να εργάζονται στα πλυντήρια ή σε άλλες παρόμοιες εργασίες. Σε περιπτώσεις που έχουμε ακόμη άντρες που εργάζονται σαν θυρωροί μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε δυνατές γυναίκες Σπουδάστριες της Γραφής. Είμαι πεπεισμένος ότι στις περισσότερες περιπτώσεις, θα έχουμε ελάχιστες δυσκολίες μαζί τους.

      «Συμφωνώ επίσης με τις υποδείξεις ότι οι Σπουδαστές της Γραφής μπορούν να διοριστούν σε μεγάλες οικογένειες. Να βρείτε και να μου αναφέρετε για Σπουδαστές της Γραφής που έχουν τις απαραίτητες ικανότητες. Εγώ τότε προσωπικά ο ίδιος θα τους μοιράσω ανάμεσα σε μεγάλες οικογένειες. Σε τέτοια σπίτια δεν πρόκειται να φορούν στολή φυλακής, βέβαια, αλλά πολιτικά ρούχα και η παραμονή τους θα διευθετηθεί όπως έχει γίνει με τους ελεύθερους και υπό περιορισμό Σπουδαστές της Γραφής στο Χαρτσβάλντε.

      «Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις που οι φυλακισμένοι θα είναι μερικώς ελεύθεροι και θα έχουν διοριστεί σε τέτοιες εργασίες θέλουμε να αποφύγουμε τα γραπτά χαρτιά ή υπογραφές αλλά να κάνουμε τέτοιες συμφωνίες απλώς με μια χειραψία.

      «Παρακαλώ στείλτε τις υποδείξεις σας γι’ αυτή την πρωτοβουλία και αναφέρετέ μου σχετικά μ’ αυτό».

      Έτσι και έγινε. Μέσα σε λίγο διάστημα πολλές αδελφές στάλθηκαν σε σπίτια των Ες⁠–⁠Ες, σε περιβόλια, σε κτήματα και σε «Λέμπενσμπορνχάιμε».

      Υπήρχαν όμως κι άλλοι λόγοι που οι Ες⁠–⁠Ες ήταν πρόθυμοι να πάρουν μάρτυρες του Ιεχωβά στα σπίτια τους. Οι Ες⁠–⁠Ες ένιωθαν το κρυφό μίσος που μεγάλωνε ανάμεσα στον πληθυσμό. Αντιλαμβάνονταν ότι δεν τους χλεύαζαν μόνο κρυφά. Πολλοί δεν εμπιστεύονταν ούτε και τις υπηρέτριές τους πια και φοβούνταν ότι μπορούσαν να τους δηλητηριάσουν το φαγητό ή ακόμη και να τους σκοτώσουν με κάποιο άλλο τρόπο. Με τον καιρό οι ανώτατοι αξιωματούχοι των Ες⁠–⁠Ες δεν τολμούσαν να πάνε σε οποιονδήποτε κουρέα από φόβο μήπως τους κόψει το λαιμό. Ο Μαξ Σρόερ και ο Πάουλ Βάουερ διορίστηκαν να ξυρίζουν ανώτατους αξιωματούχους των Ες⁠–⁠Ες τακτικά, επειδή ήξεραν ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά ποτέ δε θα έπαιρναν εκδίκηση σκοτώνοντας τους εχθρούς τους.

      Αυτοί οι αδελφοί και οι αδελφές που εργάζονταν έξω από τα στρατόπεδα μπορούσαν ακόμη και να δέχονται επισκέψεις από τους συγγενείς τους ή μπορούσαν και οι ίδιοι να επισκεφθούν τους συγγενείς τους στα σπίτια τους. Σε μερικούς δίνονταν μερικές εβδομάδες άδεια γι’ αυτό το σκοπό. Αυτό τελικά σήμαινε ότι οι αδελφοί και οι αδελφές είχαν περισσότερη τροφή, πράγμα που είχε σαν αποτέλεσμα τη γοργή βελτίωση της υγείας τους και τον περιορισμό των θανάτων από την πείνα και την κακομεταχείριση.

      Το πόσο είχε αλλάξει η κατάσταση στα στρατόπεδα συγκέντρωσης για όφελος των μαρτύρων του Ιεχωβά φαίνεται από μια πείρα που είχε ο Ράινχολντ Λούρινγκ. Το Φεβρουάριο του 1944 τον κάλεσαν ξαφνικά από την εργασία του και του είπαν να παρουσιαστεί στο γραφείο τού στρατοπέδου. Το γραφείο αυτό ήταν το μέρος όπου πολλοί είχαν υποστεί κακομεταχείριση και είχαν γίνει πολλές προσπάθειες να τους πείσουν να αποκηρύξουν την πίστη τους στον Ιεχωβά. Πόσο εξεπλάγη ο Αδελφός Λούρινγκ όταν οι αξιωματούχοι που κάθονταν απέναντί του τον ρώτησαν αν θα μπορούσε να αναλάβει ένα κτήμα, επιβλέποντας κατάλληλα την εργασία και τους εργάτες. Αφού απάντησε καταφατικά σ’ όλες τις ερωτήσεις, τον μετέφεραν αργότερα στην Τσεχοσλοβακία μαζί με άλλους δεκαπέντε αδελφούς για να αναλάβουν το κτήμα τής κυρίας Χάιντριχ.

      Μια άλλη ομάδα εργασίας που αποτελούνταν από σαράντα δύο αδελφούς, που ήταν όλοι καλοί τεχνίτες, μεταφέρθηκε στη λίμνη Βόλφγκανγκ στην Αυστρία, για να χτίσουν το σπίτι ενός ανώτατου αξιωματούχου των Ες⁠–⁠Ες. Μολονότι η εργασία στη βουνοπλαγιά δεν ήταν πολύ εύκολη, οι αδελφοί από άλλες απόψεις ήταν πολύ καλύτερα. Για παράδειγμα ο Έριχ Φροστ που ανήκε σ’ αυτή την ομάδα, πήρε την άδεια να του στείλουν από το σπίτι το ακορντεόν του. Αφού το έλαβε, αυτός και άλλοι αδελφοί συχνά έπαιρναν την άδεια και πήγαιναν έξω στη λίμνη τα βράδια, όπου έπαιζε δημοτικά τραγούδια και διάφορα άλλα κομμάτια, τα οποία απολάμβαναν όχι μόνο οι αδελφοί του, αλλά και εκείνοι που ζούσαν γύρω από την λίμνη, ανάμεσα στους οποίους και Ες⁠–⁠Ες κάτω από την επίβλεψη των οποίων εργάζονταν.

      Ο εφοδιασμός επίσης με πνευματική τροφή των αδελφών που ήταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης έγινε ευκολότερος. Ο Δρ Κέρστεν έπαιξε μεγάλο ρόλο σ’ αυτό, επειδή συχνά ταξίδευε ανάμεσα στο σπίτι του στη Σουηδία και στο κτήμα του στο Χαρτσβάλντε. Πάντοτε άφηνε τις αδελφές, που του είχε δώσει ο Χίμλερ για να εργάζονται στο κτήμα του και στο σπίτι του στη Σουηδία, να ετοιμάζουν τις βαλίτσες του. Είχε γίνει μια σιωπηλή συμφωνία ανάμεσά τους ότι η αδελφή στη Σουηδία θα έβαζε μερικά περιοδικά Σκοπιάς στη βαλίτσα τού Κέρστεν όταν την ετοίμαζε. Όταν έφτανε στο Χαρτσβάλντε έλεγε στην αδελφή που εργαζόταν γι’ αυτόν εκεί να ανοίξει τη βαλίτσα του, και πάντοτε την άφηνε μόνη να το κάνει. Όταν οι αδελφές είχαν διαβάσει προσεκτικά εκείνες τις Σκοπιές, τότε τις διαβίβαζαν στα κοντινά στρατόπεδα συγκέντρωσης.

      Το κτήμα τού κυρίου Κέρστεν στο Χαρτσβάλντε ήταν σε ιδεώδη τοποθεσία, περίπου τριάντα πέντε χιλιόμετρα νότια από το στρατόπεδο συγκέντρωσης των γυναικών στο Ράβενσμπρυκ και περίπου τριάντα χιλιόμετρα βόρεια από το στρατόπεδο αντρών στο Σάξενχαουζεν. Συνεχώς μεταφέρονταν πράγματα από το Χαρτσβάλντε και στα δυο στρατόπεδα, κι έτσι δεν ήταν δύσκολο να εισάγουν κρυφά πνευματική τροφή στα στρατόπεδα για τους αδελφούς και τις αδελφές.

      Υπήρχε έτσι μια όλο και στενότερη επαφή ανάμεσα στα διάφορα στρατόπεδα και τα ιδιωτικά σπίτια όπου οι αδελφές μας είχαν διοριστεί να εργάζονται για τις οικογένειες των Ες⁠–⁠Ες. Η Ίλζε Ουντερντόρφερ αναφέρει γι’ αυτή την ενδιαφέρουσα περίοδο τα εξής:

      «Επειδή είχαμε αρκετή ελευθερία εκεί που εργαζόμασταν, μπορούσαμε να στέλνουμε γράμματα στους συγγενείς μας χωρίς να λογοκρίνονται. Μπορούσαμε επίσης να αλληλογραφούμε με τους αδελφούς μας που εργάζονταν έξω ή είχαν έμπιστες θέσεις εργασίας για άντρες των Ες⁠–⁠Ες και έτσι απολαμβάναμε περισσότερη ελευθερία. Ναι, μπορούσαμε ακόμη να ερχόμαστε σε επαφή με αδελφούς που ζούσαν ελεύθεροι και να παίρνουμε Σκοπιές. Ύστερα από πολλά χρόνια που είχαμε περιοριστεί στην πνευματική τροφή που είχαμε μάθει προηγουμένως ή στις νέες αλήθειες που μαθαίναμε από τους νεοφερμένους, ήταν θαυμάσια αναψυκτικό να μπορούμε προσωπικά να διαβάζουμε τη Σκοπιά και πάλι. Εγώ ήμουν διορισμένη στο αγρόκτημα ενός Ες⁠–⁠Ες κοντά στο Ράβενσμπρυκ που το διηύθυνε ένας αξιωματούχος των Ες⁠–⁠Ες, ο Πωλ. Σαν επιστάτρια φυλακισμένη ήμουν υπεύθυνη για την εργασία των γυναικών αδελφών μας. Μερικές από μας κοιμόμασταν εκεί και δεν ήμαστε υποχρεωμένες να πηγαίνουμε καθόλου πια στο στρατόπεδο. Έτσι μπόρεσα, ύστερα από συνεννόηση που έγινε με ένα γράμμα που στάλθηκε με μια αδελφή, να έλθω σε επαφή με το Φραντς Φρίτσε από το Βερολίνο, τον οποίο συνάντησα ένα βράδι σε μια δασώδη περιοχή τού αγροκτήματος. Εκείνος πάντοτε μου προμήθευε πολλές Σκοπιές. Επίσης λαβαίναμε πνευματική τροφή και με έναν άλλο τρόπο. Δυο αδελφές που εργάζονταν σε ένα εργοστάσιο έφερναν τεύχη τής Σκοπιάς στο στρατόπεδο. Μ’ αυτό τον τρόπο ο Ιεχωβά στοργικά φρόντιζε για μας σ’ έναν καιρό που υπήρχε πολύ μεγάλη ανάγκη».

      Ο Ιεχωβά ευλογούσε τους αδελφούς που είχαν την ευκαιρία να απολαμβάνουν πνευματική τροφή και προσπαθούσαν να την δώσουν και σε άλλους αδελφούς, όπως φαίνεται από την αφήγηση του Φρανκ Μπιρκ. Ήταν ανάμεσα σ’ εκείνους που είχαν πάει να εργαστούν στο κτήμα τού Χαρτσβάλντε. Γρήγορα άκουσαν ότι άλλοι φυλακισμένοι αδελφοί, που εργάζονταν κάτω από την επίβλεψη ενός στρατιώτη, έφτιαχναν ένα κτίριο στο δάσος γύρω στα δέκα χιλιόμετρα πιο πέρα. Επειδή οι αδελφοί τού κτήματος Χαρτσβάλντε πάντοτε είχαν κάποιο μέτρο ελευθερίας, έψαχναν για ευκαιρία να συναντήσουν αυτούς τους αδελφούς στο δάσος.

      «Μια Κυριακή πρωί», αναφέρει ο Αδελφός Μπιρκ, «ο Αδελφός Κράμερ και εγώ πήραμε τα ποδήλατά μας και ξεκινήσαμε για να βρούμε τους αδελφούς μας. Καθώς περνούσαμε από τα δάση σύντομα είδαμε ένα ξέφωτο όπου ανεγειρόταν ένα καινούργιο κτίριο. Βλέποντας ένα φυλακισμένο να έρχεται από το ξέφωτο, του κάναμε νόημα και εκείνος κατευθύνθηκε προς το μέρος μας μέσα από το δάσος. Μόλις είδαμε το μωβ τρίγωνο στα ρούχα του καταλάβαμε ότι ήταν αδελφός. Αφού του είπαμε ότι είμαστε από την ομάδα Χαρτσβάλντε μας πήγε στο νέο κτίριο. Επειδή είχαμε νέες Σκοπιές μαζί μας, καθήσαμε και αρχίσαμε να μελετούμε. Στη συνέχεια επισκεπτόμαστε τους αδελφούς μας κάθε Κυριακή. Εργάζονταν κάτω από την επίβλεψη ενός επιλοχία από το Φράιμπουργκ, ο οποίος είχε καλή διάθεση προς τους αδελφούς. Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα τον ρώτησα: ‘Πώς θα σας φαινόταν αν εσείς και οι αδελφοί μας κάνατε μια επίσκεψη στο κτήμα Χαρτσβάλντε στη διάρκεια των εορτών;’ Εκείνος σκεφτικά απάντησε ότι ήθελε να πάει σε κάποιο μέρος με τους άντρες του όπου θα μπορούσαν να κόψουν τα μαλλιά τους. Όταν άκουσε ότι είχαμε κουρέα στο Χαρτσβάλντε αμέσως συμφώνησε. Και έτσι νωρίς το πρωί των Χριστουγέννων οι αδελφοί μας συνοδευόμενοι απ’ αυτόν τον αξιωματικό έφτασαν στο αγρόκτημα. Η Αδελφή Σούλτζε από το Βερολίνο, που εργαζόταν στην κουζίνα, περιποιήθηκε ιδιαίτερα τον αξιωματικό ώστε να μπορούμε να είμαστε ανενόχλητοι στην επικοινωνία μας με τους αδελφούς μας. Εκείνο το βράδι οι αδελφοί γύρισαν στον τόπο τους γεμάτοι χαρά για την ευλογημένη συνάντηση που είχαμε όλοι μαζί. Και σκεφθείτε, αυτό είχε συμβεί ακριβώς ανάμεσα στους εχθρούς μας!»

      Με τον καιρό υπήρχαν περισσότερες ευκαιρίες εισαγωγής πνευματικής τροφής σε όλα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η Γκέρτρουντ Οττ και δεκαοχτώ άλλες αδελφές που ήταν φυλακισμένες στο Άουσβιτς στάλθηκαν να εργαστούν σε ένα ξενοδοχείο όπου ζούσαν οι οικογένειες των Ες⁠–⁠Ες. Επειδή κι άλλα άτομα έρχονταν για να φάνε και να πιούνε εκεί, δεν πέρασε πολύς καιρός και οι αδελφές που ήταν ακόμη ελεύθερες ανακάλυψαν τις φυλακισμένες αδελφές τους που έπλεναν τα τζάμια. «Και εμείς είμαστε αδελφές», ψιθύρισαν καθώς περνούσαν χωρίς να κοιτάξουν. Τρεις εβδομάδες αργότερα διευθέτησαν να συναντηθούν στην τουαλέτα. Από τότε κι έπειτα οι αδελφές που ήταν έξω έρχονταν τακτικά και έφερναν στις αδελφές που εργάζονταν στο ξενοδοχείο Σκοπιές και άλλα έντυπα, τα οποία στη συνέχεια τα πήγαιναν στο Ράβενσμπρυκ.

      Στις αρχές Δεκεμβρίου τού 1942 δόθηκε μια ιδιαίτερα θαυμάσια ευκαιρία για σαράντα περίπου αδελφούς που είχαν απομείνει στο Βέβελσμπουργκ να φροντίσουν για μια ειδική εργασία εκεί. Μολονότι τους μεταχειρίζονταν ακόμη σαν κρατούμενους, ωστόσο απολάμβαναν κάποια ελευθερία γιατί δεν υπήρχαν πλέον ηλεκτροφόρα καλώδια ή φρουρές για να τους περιορίζουν μέσα στο στρατόπεδο.

      Ο Αδελφός Ένγκελχαρντ ήταν ακόμη ελεύθερος εκείνο τον καιρό και είχε δώσει οδηγίες στους αδελφούς που ζούσαν κοντά εκεί να προσπαθήσουν να βρουν έναν τρόπο να φέρουν μέσα στο στρατόπεδο Σκοπιές. Αφού ξεπέρασαν ορισμένα προβλήματα, ο Σάντορ Μπάιερ από το Χέρφορντ και η Μάρθα Τούνκερ από το Λέμγκο ερεύνησαν την κατάσταση κάνοντας απλώς ένα περίπατο στην περιοχή όπως θα έκανε οποιοδήποτε νεαρό ζευγάρι. Σύντομα ήρθαν σε επαφή με τους αδελφούς και από τότε κι έπειτα τους προμήθευαν τακτικά Σκοπιές. Την πρώτη φορά, συνάντησαν τους αδελφούς σε ένα νεκροταφείο σε ένα συγκεκριμένο τάφο· την επόμενη φορά έκρυψαν τα περιοδικά σε μια θημωνιά ή τα παρέδωσαν στους αδελφούς προσωπικά τα μεσάνυχτα σε κάποιο προκαθορισμένο τόπο. Για κάθε παράδοση συμφωνούσαν κι ένα νέο τόπο συνάντησης. Αφού ο Αδελφός Ένγκελχαρντ και οι αδελφές που έβγαζαν και μοίραζαν τα περιοδικά συνελήφθηκαν, δημιουργήθηκε πρόβλημα για το πώς θα μπορούσαν να προμηθεύονται πνευματική τροφή εκείνοι που ήταν ακόμη ελεύθεροι.

      Αυτή τη φορά οι αδελφοί τού Βέβελσμπουργκ προσπάθησαν να βρουν οι ίδιοι μια λύση. Μπόρεσαν να βρουν μια γραφομηχανή, την οποία ένας από τους αδελφούς χρησιμοποιούσε για να γράφει τα στένσιλς. Ένας άλλος αδελφός κατασκεύασε έναν πρωτόγονο πολύγραφο από ξύλο. Οι αδελφές που ήταν έξω με τις οποίες είχαν ακόμη επαφή, έφερναν στους αδελφούς τα απαραίτητα εφόδια για την πολυγράφηση. Τελικά μπορούσαν να παράγουν μέσα εκεί τόσο πολλά αντίτυπα της Σκοπιάς ώστε μπορούσαν να τροφοδοτούν κι ένα μεγάλο τμήμα τής βόρειας Γερμανίας. Η Ελίζαμπεθ Έρνστινγκ θυμάται ότι πάντοτε έπαιρνε πενήντα αντίτυπα για να εφοδιάσει την περιοχή που είχε να φροντίσει. Έτσι για δυο περίπου χρόνια, μέχρι την κατάρρευση του καθεστώτος το 1945, οι αδελφοί που ζούσαν στη Βεστφαλία και σε άλλες περιοχές μπορούσαν να προμηθεύονται τη Σκοπιά.

      Η προμήθεια πνευματικής τροφής για τους αδελφούς και τις αδελφές που ήταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης βελτιώθηκε τόσο πολύ ώστε το 1942 στο Σάξενχαουζεν η τροφή που ερχόταν μπορούσε να παραβληθεί με ένα μικρό ποτάμι. Ο Αδελφός Φρίτσε από το Βερολίνο που είχε καταδικαστεί σε θάνατο λίγο πριν από την κατάρρευση του καθεστώτος των Ναζί αλλά δεν εκτελέστηκε, μπόρεσε σε διάστημα ενάμισι έτους να προμηθεύει στους αδελφούς όχι μόνο όλα τα καινούργια περιοδικά, αλλά επίσης και πολλά παλιότερα τεύχη, καθώς επίσης και όλα τα βιβλία και τα βιβλιάρια που στο μεταξύ είχαν κυκλοφορήσει. Ήταν σαν οι αδελφοί να είχαν οδηγηθεί σε πλούσιες βοσκές, γιατί κάθε αδελφός είχε ένα αντίτυπο των εκδόσεων της Εταιρίας για μελέτη κάθε βράδι. Τι αλλαγή! Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Η οργάνωση λειτουργούσε τόσο καλά που ο Αδελφός Φρίτσε μπορούσε να στέλνει γράμματα σε συγγενείς των αδελφών ή γράμματα σε άλλα στρατόπεδα ή σε ξένα τμήματα. Έτσι μέσα σε ενάμισι έτος βγήκαν κρυφά περίπου 150 γράμματα και σχεδόν άλλα τόσα μπήκαν στο στρατόπεδο. Τα γράμματα που έβγαιναν από το στρατόπεδο πιστοποιούσαν την καλή πνευματική κατάσταση των αδελφών. Είναι ευνόητο ότι γίνονταν αμέσως πολλά αντίτυπα αυτών των γραμμάτων. Μερικά μάλιστα τα πολυγραφούσαν και στη συνέχεια τα χρησιμοποιούσαν σαν ενθάρρυνση για τους αδελφούς που ήταν έξω και ειδικά για τους συγγενείς εκείνων που ήταν φυλακισμένοι.

      Η ΘΕΟΚΡΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΙΑΚΗΡΥΣΣΕΤΑΙ ΘΑΡΡΑΛΕΑ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ

      Όλα πήγαν καλά για ενάμισι περίπου χρόνο, μέχρι το φθινόπωρο του 1943, οπότε ο Αδελφός Φρίτσε συνελήφθηκε. Στη διάρκεια ερευνών σε σπίτια είχαν βρεθεί εκθέσεις για το Σάξενχαουζεν που αφορούσαν κι εκείνον. Η αστυνομία βρήκε στην κατοχή του όχι μόνο Σκοπιές και άλλα έντυπα, αλλά επίσης και μερικά γράμματα από αδελφούς που επρόκειτο να τα παραδώσει. Όταν η αστυνομία ανακάλυψε ότι γινόταν αλληλογραφία σε διεθνή σχεδόν κλίμακα, άρχισε να έχει υποψίες για την ικανότητα των αρχηγών τού στρατοπέδου ή την προθυμία τους να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Έτσι ο Χίμλερ διέταξε να γίνουν αμέσως έρευνες σε όλα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης για τα οποία υπήρχαν υποψίες.

      Η εκστρατεία άρχισε στο τέλος τού Απριλίου. Ένα πρωί μερικοί αξιωματούχοι τής Μυστικής Αστυνομίας ήρθαν στο Σάξενχαουζεν. Η αιφνιδιαστική επίθεση στους αδελφούς είχε σχεδιαστεί πολύ καλά. Εκείνοι που εργάζονταν μέσα στο στρατόπεδο κλήθηκαν από την εργασία τους και τους είπαν να σταθούν στο προαύλιο, όπου τους ανέκριναν για τα καθημερινά εδάφια και τους ερεύνησαν. Βρήκαν μερικές εκδόσεις. Αυτά βέβαια όλα συνοδεύονταν κι από τα συνηθισμένα χτυπήματα. Αλλά η Γκεστάπο δεν μπόρεσε να κάνει τους αδελφούς να υποχωρήσουν, γιατί ο Ιεχωβά τούς είχε θρέψει πλούσια ανάμεσα στους εχθρούς τους. Τώρα είχαν μια καθαρή άποψη της αποστολής τους και δεν φοβούνταν να πάρουν τη στάση τους ενωμένα υπέρ της θεοκρατικής κυριαρχίας.

      Στον Ερνστ Σέλιγκερ έδωσαν ιδιαίτερη «προσοχή» γιατί έμαθαν ότι ήταν ο συνδετικός κρίκος με τον Αδελφό Φρίτσε. Ο αδελφός είχε προσπαθήσει να θεραπεύει όχι μόνο τα κατά γράμμα τραύματα, αλλά και τα πνευματικά, και ο ταπεινός πατρικός του τρόπος πάντοτε είχε συμβάλει στην ενότητα που απολάμβανε αυτό το στρατόπεδο. Αλλά ο αδελφός είχε ανησυχήσει πάρα πολύ για την έκβαση της πρώτης του ανάκρισης και προσευχήθηκε στον Ιεχωβά να μπορέσει να μετατρέψει αυτή την «ήττα» του, όπως τη θεωρούσε, σε νίκη. Αλλά αυτό δεν επρόκειτο να είναι δοκιμασία για ένα μόνο άτομο. Ο Βίλελμ Ρόγκερ από το Χίλντεν περιγράφει την κατάσταση ως ακολούθως: «Τώρα έπρεπε να είμαστε ‘Ένας για όλους και όλοι για έναν!’» Όλοι οι αδελφοί επιβεβαίωσαν τη δήλωση του Αδελφού Σέλιγκερ ότι εκείνος έγραφε τα καθημερινά εδάφια για την ενθάρρυνσή τους. Επιβεβαίωσαν το γεγονός ότι είχαν διαβάσει τα έντυπα που ο Αδελφός Σέλιγκερ έδινε μέσα στο στρατόπεδο και ότι επρόκειτο να εξακολουθήσουν να ενθαρρύνουν ο ένας τον άλλον και να μιλούν για την ελπίδα τους που είχαν για το μέλλον.

      Πέρασαν τέσσερις μέρες. Το πρωί της Κυριακής ο Αδελφός Σέλιγκερ εμφανίστηκε στη διεύθυνση του στρατοπέδου για να πάρουν κατάθεση. Ο ίδιος περιγράφει ως εξής τις πείρες του: «Πρώτα πήγα κι έδωσα μαρτυρία σε τρεις θαλάμους τού νοσοκομείου [όπου εργαζόταν σαν βοηθός] . . . Κατόπιν γεμάτος χαρά πήγα στη φωλιά των λιονταριών. Ένας γιατρός και ένας φαρμακοποιός διάβαζαν τα γράμματα που είχαμε βγάλει παράνομα από το στρατόπεδο. Ακολούθησε έντονη συζήτηση διάρκειας δυο ωρών. Όταν ήταν να τελειώσει η κατάθεση ο αξιωματικός που έκανε την ανάκριση είπε: ‘Σέλιγκερ τι θα κάνεις τώρα; Σκοπεύεις να συνεχίσεις να γράφεις καθημερινά εδάφια και να ενθαρρύνεις τους αδελφούς σου; Και σκοπεύεις να συνεχίσεις να κηρύττεις το άγγελμα εδώ στο στρατόπεδο ανάμεσα στους φυλακισμένους;’ ‘Ναι, αυτό ακριβώς πρόκειται να κάνω, και όχι μόνο εγώ αλλά και όλοι οι αδελφοί μου!’ . . . Στις 2 η ώρα η ανάκριση είχε τελειώσει και τους παρουσιάσαμε τη διακήρυξη που είχαμε κάνει εξ ονόματος όλων των αδελφών, οπότε όλοι γεμάτοι χαρά πήγαμε στο έργο τού κηρύγματος»​—​στους θαλάμους τού στρατοπέδου.

      Οι αδελφοί θυμούνται ότι είχαν περάσει σχεδόν δέκα χρόνια από τις 7 Οκτωβρίου 1934 όταν ο Χίτλερ είχε πληροφορηθεί με μια επιστολή ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά δε θα έπαυαν να συναθροίζονται μαζί και να κηρύττουν παρά τις απειλές. Τώρα ύστερα από δέκα σχεδόν χρόνια η Γκεστάπο κατάλαβε ότι το αγωνιστικό πνεύμα τού λαού τού Θεού δεν είχε καταρρεύσει, άσχετα με το αν βρίσκονταν μέσα ή έξω από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τα γράμματα πιστοποιούσαν αυτό ακριβώς το γεγονός.

      Η Γκεστάπο τώρα άρχισε να ψάχνει και στα άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης για να δει αν η πολυδιαφημισμένη ‘θεοκρατική ενότητα’ υπήρχε κι εκεί επίσης. Το επόμενο στρατόπεδο ήταν το Βερολίνο⁠–⁠Λιχτερφέλντε που ήταν παράρτημα του Σάξενχαουζεν. Ο Αδελφός Πάουλ Γκρόσμαν που χρησίμευε σαν σύνδεσμος ανάμεσα στο Σάξενχαουζεν και στο Λιχτερφέλντε αργότερα ανέφερε σχετικά μ’ αυτή την έρευνα:

      «Στις 26 Απριλίου 1944, η Γκεστάπο κατάφερε ένα νέο χτύπημα. Στις 10 η ώρα εκείνο το πρωί ήρθαν στο Λιχτερφέλντε δύο αστυνομικοί τής Γκεστάπο και με ανέκριναν εξονυχιστικά επειδή ήμουν ο σύνδεσμος ανάμεσα στο Σάξενχαουζεν και στο Λιχτερφέλντε. Μου έδειξαν δυο παράνομα γράμματα που είχα γράψει στους αδελφούς στο Βερολίνο. Αυτά τα γράμματα αποκάλυπταν ολοφάνερα τις μεθόδους που χρησιμοποιούσαμε. [Μπορούμε τώρα να δούμε πόσο άσοφο ήταν να γράφονται γράμματα που περιείχαν τέτοιες πληροφορίες, αφού ήταν φυσικό ότι αργά ή γρήγορα οι αξιωματούχοι θα τα έβρισκαν όταν έκαναν συλλήψεις ή όταν έκαναν έρευνες.] Οι αξιωματούχοι έτσι πληροφορήθηκαν για όλες τις οργανωτικές μας λεπτομέρειες και επιπρόσθετα ότι παίρναμε τροφή από τη ‘μητέρα’ μας.

      «Παρά το γεγονός ότι τα έκαναν όλα άνω κάτω, το μόνο που μπόρεσαν να βρουν ήταν μια Σκοπιά. Με ανάγκασαν να σταθώ στην πύλη ενώ οι άλλοι αδελφοί έρχονταν από την εργασία. Τους έψαξαν κι αυτούς επίσης και τους ανάγκασαν να σταθούν στην πύλη. Όλα αυτά προκάλεσαν αίσθηση, επειδή η αστυνομία δεν είχε κάνει τέτοια αιφνιδιαστική επιδρομή για πολύ καιρό. Βέβαια χτύπησαν πολλούς και χρησιμοποιούσαν και υβριστικά λόγια στη διάρκεια της ανάκρισης και βρήκαν μερικές Σκοπιές και εδάφια. Δεν μπόρεσαν όμως να βρουν μια μεγάλη έκθεση με πείρες από το Σάξενχαουζεν, μια Αγία Γραφή και άλλα χαρτιά. Οι αδελφοί δεν απέκρυψαν το γεγονός ότι ήταν δραστήριοι στο έργο για τα συμφέροντα της Θεοκρατίας και ότι διάβαζαν τις Σκοπιές. Μας υποχρέωσαν να σταθούμε στην πύλη μέχρι τις 11 η ώρα εκείνο το βράδι. Στο μεταξύ ήρθε ένα φορτηγό τής αστυνομίας για να μεταφέρει τους δώδεκα αρχηγούς στο Σάξενχαουζεν. Αυτό σήμαινε ότι επρόκειτο να τους κρεμάσουν. Τους είπαν να επιστρέψουν τα κουτάλια και τα πιάτα τους και λοιπά. Αλλά η μεταφορά δεν πραγματοποιήθηκε ούτε εκείνη την ημέρα ούτε την επόμενη μέρα, μολονότι είχαν ήδη γράψει τις αναγγελίες τού θανάτου για τους συγγενείς τους. Την τρίτη μέρα ήρθε η έκπληξη. Οι δώδεκα αδελφοί δεν εκτελέστηκαν, αλλά επέστρεψαν στην εργασία τους».

      Στη συνέχεια ζήτησαν από τους αδελφούς τού Λιχτερφέλντε να υπογράψουν μια δήλωση που έλεγε: «Εγώ ο ․․․․․․, Μάρτυς του Ιεχωβά, που είμαι στο στρατόπεδο από ․․․․․․ ομολογώ ότι ανήκω στη ‘θεοκρατική ενότητα’ που υπάρχει στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Σάξενχαουζεν. Παίρνω καθημερινά το εδάφιο της ημέρας και έντυπα που τα διαβάζω και στη συνέχεια τα δίνω σε άλλους». Όλοι οι αδελφοί ήταν υπερευτυχείς να υπογράψουν.

      Παρόμοιες επιδρομές η αστυνομία έκανε και σε άλλα στρατόπεδα με τα ίδια αποτελέσματα, όπως αυτή που έγινε στο Ράβενσμπρυκ στις 4 Μαΐου 1944, επειδή ήταν ολοφάνερο από τα γράμματα ότι υπήρχε επαφή ανάμεσα στο Σάξενχαουζεν και στο Ράβενσμπρυκ. Πήραν σκληρά μέτρα εναντίον των «αρχηγών» σ’ αυτό το στρατόπεδο. Αλλά πριν περάσει πολύς καιρός οι αδελφές επέστρεψαν και πάλι στις παλιές τους εργασίες, ύστερα από αιτήσεις που έκαναν οι υπεύθυνοι των τμημάτων. Αυτό ήταν μια ακόμη απόδειξη ότι η δύναμη του τυράννου αυτό τον καιρό είχε ήδη σπάσει αρκετά.

      Οι ήττες που υπέστη ο Γερμανικός στρατός στο Ανατολικό μέτωπο το 1944 είχαν τόσες απώλειες σε ζωές ώστε ο Χίτλερ έστειλε στον πόλεμο ηλικιωμένους άντρες και τη νεολαία του, αλλά έδωσε την ευκαιρία και σε φυλακισμένους να αποδείξουν την αξία τους στο Ανατολικό μέτωπο. Γι’ αυτό το λόγο έρχονταν στα στρατόπεδα επιτροπές και πρόσφεραν στους πολιτικούς φυλακισμένους την ευκαιρία να καταταγούν στην αποδεκατισμένη μεραρχία τού Στρατηγού Ντιρλεβάνγκερ. Αν αποδείκνυαν την αξία τους εκεί τότε θα θεωρούνταν ελεύθεροι Γερμανοί. Είναι ενδιαφέρον όμως ότι όλοι οι φυλακισμένοι που είχαν το μωβ τρίγωνο στέλνονταν πάντοτε στους θαλάμους τους πριν γίνει αυτή η προσφορά στους άλλους. Ήξεραν τι απάντηση θα έπαιρναν από τους μάρτυρες του Ιεχωβά και γι’ αυτό το λόγο είχαν πάψει να τους ρωτούν.

      ΕΣΠΕΥΣΜΕΝΗ ΕΚΚΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΩΝ

      Το 1945 ο ακατάπαυστος καταιγισμός βομβών από τις Αμερικανικές και Αγγλικές αεροπορικές δυνάμεις μέρα και νύχτα και η οπισθοχώρηση του Γερμανικού στρατού που τελικά εξελίχθηκε σε άτακτη φυγή, έδειχναν σε όλους ότι το τέλος τού δεύτερου παγκόσμιου πολέμου ήταν κοντά. Οι Ες⁠–⁠Ες είχαν πάψει να επιδεικνύουν την κυριαρχία τους. Το ότι δεν ήταν σε αξιοζήλευτη θέση είναι ευνόητο αν θυμηθούμε ότι εκατοντάδες χιλιάδες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης περίμεναν νευρικά την απελευθέρωση. Αυτές οι μάζες δεν ήξεραν πώς θα αντιδράσουν, ήταν σαν ένα εκρηκτικό υλικό, που έκανε πολλούς Ες⁠–⁠Ες να φοβούνται. Αλλά ο Χίμλερ εξακολούθησε να ακολουθεί τις εντολές τού Φύρερ του και έστειλε το ακόλουθο τηλεγράφημα στους διοικητές τού Νταχάου και του Φλόσενμπουργκ: «Η παράδοση είναι κάτι το αδιανόητο. Το στρατόπεδο πρέπει να εκκενωθεί αμέσως. Κανένας φυλακισμένος δεν θα πέσει ζωντανός στα χέρια τού εχθρού. (Υπογραφή Χάινριχ Χίμλερ)» Παρόμοιες οδηγίες στάλθηκαν και σε άλλα στρατόπεδα.

      Αυτό ήταν το τελευταίο διαβολικό σχέδιο που έβαλε και πάλι ξανά σε κίνδυνο τη ζωή των πιστών δούλων τού Θεού που ήταν στα στρατόπεδα. Αλλά εκείνοι δε στενοχωρούνταν υπερβολικά. Απόθεταν την εμπιστοσύνη τους στον Ιεχωβά, ανεξάρτητα από το ποιο θα μπορούσε να είναι το άμεσο αποτέλεσμα γι’ αυτούς προσωπικά.

      Οι αξιωματικοί των Ες⁠–⁠Ες που είχαν την ευθύνη να εξοντώσουν τους φυλακισμένους αντιμετώπιζαν ένα άλυτο πρόβλημα. Ο Αδελφός Βάλτερ Χάμαν, ο οποίος εργαζόταν στην καντίνα των Ες⁠–⁠Ες, άκουσε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση ανάμεσα στους αξιωματικούς των Ες⁠–⁠Ες. Ο ίδιος αφηγείται: «Οι αξιωματικοί έλεγαν να εξοντώσουν τους φυλακισμένους με αέριο, αλλά οι εγκαταστάσεις ήταν πάρα πολύ μικρές, και δεν υπήρχε και αρκετό αέριο. Τότε άκουσα μια τηλεφωνική συζήτηση για μια αποστολή πετρελαίου για τους φούρνους· αλλά ούτε κι αυτό μπορούσε να παραδοθεί. Έγινε επίσης συζήτηση για ανατίναξη των στρατοπέδων και των φυλακισμένων τους. Κιβώτια με δυναμίτη είχαν ήδη τοποθετηθεί σε διάφορους θαλάμους, ιδιαίτερα στην πτέρυγα του νοσοκομείου. Αλλά κι αυτό το σχέδιο εγκαταλείφθηκε. Τελικά αποφασίστηκε να μεταφέρουν τους 30.000 φυλακισμένους· τους είπαν ότι θα τους έστελναν σε ένα μεγαλύτερο στρατόπεδο​—​που δεν υπήρχε​—​αλλά στην πραγματικότητα σκόπευαν να μας στείλουν σε ομαδικό τάφο στον Κόλπο του Λούμπεκερ. Γι’ αυτό δε χρειαζόταν ούτε αέριο, ούτε πετρέλαιο, ούτε δυναμίτης».

      Στο μεταξύ οι συμμαχικές δυνάμεις πλησίαζαν από ανατολή και δύση με όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα. Οι Ες⁠–⁠Ες είχαν τώρα αρχίσει να ανησυχούν για την ίδια τη ζωή τους και είχαν πάθει ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση, ιδιαίτερα όταν έγινε γνωστή η απόφαση της κυβέρνησης να διαλυθούν τα στρατόπεδα. Αντιμετωπίζοντας ανυπέρβλητα προβλήματα, το μόνο που έκαναν ήταν να βγάζουν τους φυλακισμένους από τα στρατόπεδα στους δρόμους και ύστερα να τους αναγκάζουν να προχωρούν με πολύ λίγα τρόφιμα. Όποιος ακολουθούσε αργότερα τη διαδρομή αυτών των πορειών, που πολύ σωστά ονομάστηκαν «πορείες θανάτου», θα παρατηρούσε ότι όλες κατευθύνονταν στον ίδιο προορισμό. Ο σκοπός τους ήταν να φτάσουν στον Κόλπο τού Λούμπεκερ ή στην ανοιχτή θάλασσα του βορρά, όπου θα μπορούσαν στη συνέχεια να επιβιβάσουν τους φυλακισμένους πάνω σε πλοία και να τα βυθίσουν πριν φτάσουν οι εχθρικές δυνάμεις.

      Πολύ σύντομα τα τρόφιμα τέλειωσαν και κατά καιρούς δεν υπήρχε ούτε και σταγόνα νερού. Παρ’ όλα αυτά οι πεινασμένοι φυλακισμένοι υποχρεώνονταν να προχωρούν όλη τη μέρα επί μέρες ολόκληρες κάτω από καταρρακτώδη βροχή και με μέση θερμοκρασία μόνο 4 βαθμών Κελσίου. Το βράδι τούς επέτρεπαν να ξαπλώσουν στα δάση στο μουσκεμένο έδαφος. Εκείνοι που δεν μπορούσαν να βαδίσουν με την ταχύτητα που προαναφέραμε πυροβολούνταν ανελέητα στον τράχηλο από τις οπισθοφυλακές των Ες⁠–⁠Ες. Οι απώλειες σε ζωές σ’ αυτές τις πορείες φαίνονται από το παράδειγμα του Σάξενχαουζεν. Από τους 26.000 φυλακισμένους που ήταν ακόμη ζωντανοί τον καιρό της εκκένωσης, οι 10.700 αφέθηκαν να κοίτονται κατά μήκος του δρόμου από το Σάξενχαουζεν στο Σβέριν αφού είχαν πυροβοληθεί.

      Οι λίγοι αδελφοί που είχαν απομείνει στο Μάουτχαουζεν ήταν επίσης σε επικίνδυνη θέση. Είχαν σκαφτεί μεγάλα τούνελ στο βουνό στα οποία είχαν εγκατασταθεί οι τρομεροί πύραυλοι «V–2». Μια μέρα ένα από τα τούνελ κλείστηκε και τοποθετήθηκαν νάρκες μέσα σ’ αυτό. Υπήρχε το σχέδιο να δημιουργήσουν δήθεν μια αεροπορική επιδρομή, κι έτσι να οδηγήσουν τους 18.000 φυλακισμένους στο τούνελ το οποίο στη συνέχεια θα ανατίναζαν. Αλλά η διοίκηση του στρατοπέδου αιφνιδιάστηκε από τη γοργή προέλαση των Ρωσικών τανκς και οι Ες⁠–⁠Ες προτίμησαν να αφήσουν μόνους τους τούς φυλακισμένους και να προσπαθήσουν να σώσουν την ίδια τη ζωή τους. Αλλά δεν πήγαν και πολύ μακριά. Λίγες μέρες αργότερα ο διοικητής τού στρατοπέδου, που ήταν γνωστό ότι είχε πει: ‘Το μόνο που θέλω να βλέπω είναι πιστοποιητικά θανάτου’, αναγνωρίστηκε από φυλακισμένους οι οποίοι τον ποδοπάτησαν μέχρι θανάτου. Οι πολιτικοί φυλακισμένοι τώρα ζητούσαν να εκδικηθούν τους συγκρατούμενούς τους, οι οποίοι σαν στρατοπεδάρχες, θαλαμάρχες και επιστάτες είχαν μεγάλη συμμετοχή και οι ίδιοι στην αιματοχυσία.

      Η πορεία τού θανάτου των φυλακισμένων από το Νταχάου περνούσε μέσα από τα δάση και εκείνοι που δεν μπορούσαν να προχωρήσουν πυροβολούνταν από τους Ες⁠–⁠Ες. Ο σκοπός τους ήταν να φτάσουν στις Άλπεις Οτζτάλερ, όπου όλοι όσοι τελικά θα έφταναν θα έπρεπε οπωσδήποτε να θανατωθούν. Οι αδελφοί παρέμειναν μαζί και βοηθούσαν ο ένας τον άλλον, και έτσι μερικοί σώθηκαν από το θάνατο ώσπου έφτασαν στο Μπαντ Τολτς, και εκεί ελευθερώθηκαν. Ο Αδελφός Ροπέλιους θυμάται ότι πέρασαν την τελευταία νύχτα μέσα στα χιόνια στο δάσος τού Βάακιρχεν. Καθώς ξημέρωσε η Βαυβαρική Αστυνομία ήρθε και τους είπε ότι ήταν ελεύθεροι και ότι οι Ες⁠–⁠Ες είχαν φύγει. Καθώς συνέχιζαν το ταξίδι τους έβρισκαν όπλα ακουμπισμένα πάνω στα δέντρα αλλά πουθενά δεν υπήρχαν Ες⁠–⁠Ες.

      Οι Ες⁠–⁠Ες είχαν πάρει στα σοβαρά τις διαταγές τής κυβέρνησης να εξοντώσουν όλους τους φυλακισμένους. Λίγες μόνο μέρες πριν από τη συνθηκολόγηση συγκέντρωσαν πολλούς απ’ αυτούς στο Νοϊενγκάμε και τους επιβίβασαν σε ένα φορτηγό που επρόκειτο να τους φέρει στο ‘Καπ Αρκόνα’, ένα πολυτελές ατμόπλοιο, που ήταν αγκυροβολημένο στον κόλπο Νοϊστάντερ. Περίπου 7.000 φυλακισμένοι ήταν ήδη σ’ αυτό το πλοίο που είχε μήκος 200 μέτρα. Οι Ες⁠–⁠Ες σχεδίαζαν να οδηγήσουν το ‘Καπ Αρκόνα’ έξω στην ανοιχτή θάλασσα όπου θα μπορούσαν να το βυθίσουν με τους φυλακισμένους. Αλλά το πλοίο είχε ακόμη τη σημαία του και γι’ αυτό το λόγο βυθίστηκε στις 3 Μαΐου 1945 από τα Αγγλικά πολεμικά αεροπλάνα. Το φορτηγό ‘Τίελμπεκ’, με 2.000 ως 3.000 φυλακισμένους βυθίστηκε επίσης. Περίπου 9.000 φυλακισμένοι κατέληξαν στον υγρό τάφο τού κόλπου Νοϊστάντερ. Είναι ευνόητο γιατί αυτοί που επέζησαν όταν θυμούνται αυτό το γεγονός φρικιάζουν. Μέχρι σήμερα ανακαλύπτονται κάθε χρόνο δώδεκα με δεκαεπτά σκελετοί αυτών των πνιγμένων στον κόλπο Νοϊστάντερ από λουομένους ή στη διάρκεια εκσκαφών.

      Η ίδια τύχη επιφυλασσόταν και για τους φυλακισμένους τού Σάξενχαουζεν ανάμεσα στους οποίους ήταν και 220 αδελφοί. Σε μια δολοφονική πορεία κάλυψαν σχεδόν 200 χιλιόμετρα σε δύο εβδομάδες.

      Οι Μάρτυρες είχαν αντιληφθεί από νωρίς τον κίνδυνο που τους απειλούσε, και έτσι είχαν επιδιορθώσει τα παπούτσια τους και είχαν μαζέψει μερικά μικρά κάρα για να μεταφέρουν τα φτωχικά υπάρχοντα των πιο αδύναμων, πάνω από τα οποία έβαλαν και αυτούς τους ίδιους. Διαφορετικά αυτοί οι αδελφοί, αν είχαν υποχρεωθεί να περπατήσουν ολόκληρο το δρόμο, θα ήταν ανάμεσα στους 10.000 και περισσότερους νεκρούς. Αλλά μ’ αυτό τον τρόπο οι αδελφοί που ήταν σε κάπως καλή σωματική κατάσταση μπορούσαν να τους σύρουν. Καθώς προχωρούσαν έβαζαν και άλλους στα κάρα όταν η δύναμή τους τούς εγκατέλειπε. Ύστερα από λίγες μέρες ανάπαυσης, όταν είχαν ανακτήσει και πάλι αρκετές δυνάμεις, αυτοί τώρα με τη σειρά τους έσερναν τα κάρα. Έτσι ακόμη και σ’ αυτή την πορεία τού θανάτου παρέμειναν όλοι μαζί σαν μια μεγάλη οικογένεια, απολαμβάνοντας την προστασία τού Ιεχωβά ως το τέλος.

      Ένα απόγευμα όταν αυτή η ομάδα των φυλακισμένων απείχε μόνο τρεις μέρες ταξίδι από το Λούμπεκ, οι Ες⁠–⁠Ες τους διέταξαν να στρατοπεδεύσουν όλοι σε ένα δάσος κοντά στο Σβέριν. Στη διάρκεια της πορείας οι αδελφοί είχαν σχηματίσει μικρές ομάδες και είχαν κάνει πρόχειρες σκηνές με τις κουβέρτες τους. Το πάτωμα το κάλυπταν με μικρά κλαδιά έτσι ώστε να αποφύγουν την παγωνιά της νύχτας. Εκείνο το βράδι και ενώ οι Ρωσικές σφαίρες σφύριζαν πάνω από τα κεφάλια τους και οι Αμερικανοί εξακολουθούσαν να προελαύνουν, αυτό το μέρος τού Γερμανικού μετώπου κατέρρευσε. Ήταν απερίγραπτο το αίσθημα για εκείνους που ήταν εκεί όταν ξαφνικά μέσα στη νύχτα αντήχησε η κραυγή, που επαναλήφθηκε στη συνέχεια χιλιάδες φορές: «ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ!» Σχεδόν 2.000 άντρες Ες⁠–⁠Ες οι οποίοι μέχρι τότε είχαν υπό τις διαταγές τους τούς φυλακισμένους είχαν βγάλει κρυφά τις στολές τους για να εμφανιστούν σαν πολίτες, και μερικοί έβαλαν ακόμη και στολές φυλακισμένων για να κρύψουν την ιδιότητά τους. Ωστόσο λίγες ώρες αργότερα μερικοί απ’ αυτούς αναγνωρίστηκαν και σφάγηκαν ανελέητα.

      Θα δέχονταν οι αδελφοί την προσφορά των Αμερικανών αξιωματικών που τους είχαν τώρα πλησιάσει, να διαλυθούν μέσα στη νύχτα; Ύστερα από εξέταση του ζητήματος με προσευχή, αποφάσισαν να περιμένουν μέχρι να ξημερώσει. Αλλά ακόμη και τότε έμειναν λίγες ώρες παραπάνω, αφού ένας γεωργός από τους πρόσφυγες είχε δώσει στους αδελφούς ενενήντα κιλά μπιζέλια. Μαγείρεψαν και έφαγαν ένα θαυμάσιο γεύμα. Πόση ευγνωμοσύνη ένιωθαν οι αδελφοί! Για δυο σχεδόν εβδομάδες δεν είχαν φάει σχεδόν τίποτα εκτός από λίγο τσάι του βουνού, που το μάζευαν από το δρόμο και το έφτιαχναν τα βράδια στα δάση όταν υπήρχε νερό.

      Πόσο ευγνώμονες ήταν που ανακάλυψαν ότι δεν έλειπε κανένας τους! Αλλά όπως αντιλήφθηκαν αργότερα είχαν ακόμη ένα λόγο για να είναι ευγνώμονες στον Ιεχωβά, γιατί στη διάρκεια της πορείας τους στο βορρά οι Ες⁠–⁠Ες τους καθυστέρησαν κάποτε σε ένα δάσος για μερικές μέρες επειδή δεν ήταν σίγουροι για το πού ακριβώς ήταν το μέτωπο. Αυτές οι λίγες μέρες ήταν ακριβώς ο χρόνος που θα χρειάζονταν να φτάσουν ως το Λούμπεκ πριν να καταρρεύσει τελικά το μέτωπο.

      Τώρα πια δεν είχαν ιδιαίτερη βιασύνη να προχωρήσουν. Εκεί ακριβώς σ’ αυτό το δάσος κοντά στο Σβέριν άρχισαν να γράφουν μια έκθεση για τις πείρες τους σε μια γραφομηχανή που είχαν πετάξει οι στρατιώτες από ένα κινητό γραφείο. Αυτή η έκθεση περιλάμβανε και μια απόφαση γραμμένη με τα απερίγραπτα συναισθήματα που ένιωθαν από το γεγονός ότι ήταν ήδη ελεύθεροι επί μερικές ώρες, αλλά επίσης και με βαθιά χαραγμένη μέσα τους την εκτίμηση για την προστασία τού Ιεχωβά στη διάρκεια των πολλών ετών τής παραμονής τους στο «λάκκο των λεόντων». Η απόφαση έλεγε τα εξής:

      ΑΠΟΦΑΣΗ!

      «3 Μαΐου 1945

      «Η απόφαση 230 μαρτύρων του Ιεχωβά από έξι εθνικότητες, που συγκεντρώθηκαν σε ένα δάσος κοντά στο Σβέριν τού Μέκλενμπουργκ.

      «Εμείς οι μάρτυρες του Ιεχωβά που είμαστε συγκεντρωμένοι εδώ, στέλνουμε εγκάρδιους χαιρετισμούς στον πιστό λαό τής διαθήκης τού Ιεχωβά και στους συντρόφους τους σ’ ολόκληρο τον κόσμο με τα λόγια τού Ψαλμού 33:1–4 και 37:9. Ας γίνει γνωστό ότι ο μεγάλος μας Θεός, τού οποίου το όνομα είναι Ιεχωβά, έχει εκπληρώσει το λόγο του στο λαό του, ιδιαίτερα στην περιοχή τού Βασιλιά τού Βορρά. Μια μακρόχρονη περίοδος δοκιμασιών βρίσκεται πίσω μας και εκείνοι που έχουν διαφυλαχθεί, αρπαγμένοι σαν να λέγαμε μέσα από την πύρινη κάμινο, δεν έχουν πάνω τους ούτε καν τη μυρωδιά της φωτιάς. (Βλέπε Δανιήλ 3:27.) Αντίθετα, είναι γεμάτοι με σθένος και δύναμη από τον Ιεχωβά και περιμένουν ανυπόμονα νέες εντολές από το Βασιλιά για να επεκτείνουν τα Θεοκρατικά συμφέροντα. Η απόφασή μας και η επιθυμία μας να εργαστούμε εκφράζονται από τα εδάφια Ησαΐας 6:8 και Ιερεμίας 20:11 (Μετάφραση Μένγκε). Χάρη στη βοήθεια του Κυρίου και στην ελεήμονα υποστήριξή του, τα σχέδια του εχθρού να μας κάνουν να παραβούμε την ακεραιότητά μας έχουν αποτύχει, μολονότι προσπάθησε να το κάνει αυτό χρησιμοποιώντας αναρίθμητες βίαιες διαβολικές μηχανορραφίες καθώς επίσης και χιλιάδες ιεροεξεταστικούς τρόπους όπως ακριβώς το Μεσαίωνα, τόσο σωματικούς όσο και διανοητικούς, καθώς και πολλές κολακείες και δελεάσματα. Όλες αυτές οι διάφορες εμπειρίες που θα μπορούσαν να γεμίσουν πολλούς τόμους περιγράφονται με συντομία από τα λόγια τού αποστόλου Παύλου στη 2 Κορινθίους 6:4–10, 2 Κορινθίους 11:26, 27 και κυρίως στον Ψαλμό 124 (Μετάφραση Ελμπερφέλντερ). Ο Σατανάς και οι δαιμονικοί του πράκτορες για μια ακόμη φορά αποδείχτηκαν ψεύτες. (Ιωάν. 8:44) Το μεγάλο ζήτημα και πάλι έχει αποφασιστεί υπέρ τού Ιεχωβά προς τιμή του.​—⁠Ιώβ 1:9–11.

      «Για δική μας αλλά και για δική σας χαρά σάς πληροφορούμε ότι ο Κύριος, ο Ιεχωβά, μας έχει ευλογήσει με πλούσια λάφυρα, τριάντα έξι άντρες καλής θέλησης, οι οποίοι όταν φεύγαμε από το Σάξενχαουζεν . . . δήλωσαν πρόθυμα: ‘Θα πάμε μαζί σας, γιατί ακούσαμε ότι ο Θεός είναι μαζί σας’. Το Ζαχαρίας 8:23 έχει εκπληρωθεί! Λόγω της βιαστικής μας αναχώρησης, πολλοί φίλοι τής Θεοκρατίας δεν μπόρεσαν να έρθουν μαζί μας, αλλά ο Ιεχωβά θα κατευθύνει τα ζητήματα ώστε σύντομα να μας ξαναβρούν.

      «Εμείς, οι μάρτυρες του Ιεχωβά, διακηρύττουμε εκ νέου την πλήρη μας πίστη στον Ιεχωβά και την πλήρη μας αφιέρωση στη Θεοκρατία του.

      «Με ευλάβεια υποσχόμαστε ότι έχουμε μια και μόνη επιθυμία, δηλαδή, λόγω της βαθιάς μας εκτίμησης για την ατέλειωτη αλυσίδα των αποδείξεων της θαυμαστής του διαφύλαξης και απελευθέρωσής μας από χιλιάδες δυσκολίες, συγκρούσεις και παθήματα στη διάρκεια της παραμονής μας στο ‘λάκκο των λεόντων’, να μας επιτρέψει ο Ιεχωβά να υπηρετήσουμε αυτόν και το μεγάλο Βασιλιά του, τον Ιησού Χριστό, με πρόθυμη και χαρωπή καρδιά για όλη την αιωνιότητα. Αυτό καθεαυτό θα ήταν και η μεγαλύτερη αμοιβή μας.

      «Τελειώνουμε την απόφασή μας με τα λόγια τού Ψαλμού 48: με τη χαρωπή πεποίθηση ότι σύντομα θα ανταμώσουμε.

      «Οι σύνδουλοί σας υπέρ του άγιου ονόματος του Ιεχωβά».

      Έτσι, αφού πρώτα εξέφρασαν τις ευχαριστίες τους στον Ιεχωβά για την παρ’ αξία καλοσύνη του, για την προστασία του και τώρα επίσης για την αποκατάσταση της ελευθερίας τους, οι αδελφοί διάλυσαν τον όμιλο. Μολονότι περίπου 900 με 1.000 φυλακισμένοι είχαν πεθάνει εκείνο το πρώτο βράδι της ελευθερίας, οι αδελφοί έφτασαν στο Σβέριν εντελώς σώοι και αβλαβείς. Ωστόσο επειδή οι γέφυρες του Ποταμού Έλβα είχαν καταστραφεί, δεν μπόρεσαν να φύγουν πριν περάσουν δύο με τρεις μήνες. Βρήκαν όμως καταλύματα στους σταύλους ενός στρατώνα όπου μπορούσαν να πολυγραφούν Σκοπιές και να κάνουν κάθε πρωί μελέτη της Σκοπιάς για να προετοιμάζονται πνευματικά για το έργο που υπήρχε μπροστά τους. Συγχρόνως άρχισαν και πάλι την υπηρεσία αγρού, μολονότι οι περιστάσεις τούς ανάγκαζαν να φορούν τη στολή της φυλακής. Τελικά μπόρεσαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς τα δυτικά, να ξαναβρεθούν και πάλι με τους συγγενείς τους και να δουν τι μπορεί να γίνει για να αναδιοργανωθεί το έργο τής Βασιλείας.

      ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ

      Αυτή η έκθεση προσπάθησε να περιγράψει μια σπουδαία φάση της σύγχρονης ιστορίας τού λαού τού Θεού. Αλλά μόνο ένα μικρό μέρος αναφέρθηκε από τις εμπειρίες που έζησαν οι αδελφοί και οι αδελφές στη Γερμανία στη διάρκεια της Εθνικοσοσιαλιστικής κυβέρνησης του τρόμου. Θα χρειάζονταν πάρα πολλά βιβλία για να καταγραφτούν όλα όσα συνέβησαν εξαιτίας τού ότι οι Μάρτυρες προσκολλήθηκαν στην αληθινή λατρεία και εξύψωσαν το όνομα του Ιεχωβά. Είθε οι μεμονωμένες πείρες που αναφέρθηκαν να μιλούν και για τις πολλές που θα άξιζε επίσης να αναφερθούν και που δείχνουν ότι όχι άνθρωποι αλλά ο Ιεχωβά θα έπρεπε να αινείται και να τιμάται για όλα αυτά. Εκείνος ήταν που ενήργησε στον κατάλληλο καιρό για να απελευθερώσει το λαό του σαν ομάδα, μολονότι επέτρεψε πολλοί απ’ αυτούς να καταθέσουν τη ζωή τους για το άγιο όνομά του.

      Οποιοσδήποτε μίλησε με εκείνους που απελευθερώθηκαν από την τυραννία τού 1945, θυμάται πόσο συχνά ανέφεραν ότι προσεύχονταν ενωμένα στον Ιεχωβά με τα λόγια τού Ψαλμού 124. Επίσης θυμούνταν τα θαυμάσια άρθρα της Σκοπιάς που είχαν δημοσιευτεί στην αρχή τού διωγμού, και με τα οποία ο Ιεχωβά είχε προετοιμάσει το λαό του για εκείνον τον δύσκολο καιρό. Τώρα καταλάβαιναν τι εννοούσε ο Ιησούς όταν έλεγε ότι δεν έπρεπε να φοβούνται εκείνους που μπορούν να καταστρέψουν το σώμα. Ήξεραν τι σήμαινε να ριχτούν στην πυρομένη κάμινο, ή όπως τον Δανιήλ στο ‘λάκκο των λεόντων’. Αλλά καταλάβαιναν, επίσης, ότι ο Ιεχωβά είναι ισχυρότερος και κάνει τα μέτωπά τους σκληρότερα από εκείνα των εχθρών τους. Ακόμη και οι κοσμικοί το αναγνωρίζουν και οι ιστορικοί συχνά το τονίζουν με έμφαση όταν μιλούν γι’ αυτό το μέρος τής ιστορίας τής Γερμανίας. Για παράδειγμα, ο Μίκαελ Χ. Κάτερ στο Τσαϊτγκεσίχτε (Τριμηνιαίο Περιοδικό Ιστορίας), του 1969, στο δεύτερο τεύχος έλεγε τα εξής:

      «Το ‘Τρίτο Ράιχ’ ήξερε να αντιμετωπίζει την εσωτερική αντίσταση μόνο με κτηνώδη βία αλλά και τότε ακόμη δεν μπόρεσε να καταστείλει τις δυνάμεις τής αντίστασης ανάμεσα στο Γερμανικό λαό και δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το πρόβλημα των Σπουδαστών της Γραφής από το 1933 ως το 1945. Οι μάρτυρες του Ιεχωβά βγήκαν απ’ αυτή την περίοδο του διωγμού το 1945 εξασθενημένοι αλλά όχι με πεσμένο ηθικό».

      Επίσης σε μια κριτική τού βιβλίου Κίρχενκαμπφ ιν Ντόιτσλαντ (Ο Αγώνας των Εκκλησιών στη Γερμανία), που έκανε ο Φρίντριχ Ζίπφελ, διαβάζουμε:

      «Δεν έχει γίνει σχεδόν ανάλυση ή βιβλίο απομνημονευμάτων για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που να μην αναφέρεται μια περιγραφή της ισχυρής πίστης, της συνέπειας, της υποβοηθητικότητας και των φανατικών μαρτυρικών θανάτων των Σπουδαστών της Γραφής. Και αυτό σε αντίθεση με τα έντυπα της αντίστασης γενικά που είχαν γραφτεί πριν αρχίσει ο αγώνας των μαρτύρων τού Ιεχωβά πριν από τη φυλάκισή τους και που δεν τους αναφέρουν καθόλου ή τους αναφέρουν συμπτωματικά. Η δράση των Σπουδαστών της Γραφής και ο διωγμός τους είναι ωστόσο μια πολύ περίεργη υπόθεση. Ενενήντα εφτά τα εκατό των μελών αυτού του μικρού θρησκευτικού ομίλου υπήρξαν θύματα του Εθνικοσοσιαλιστικού διωγμού. Το ένα τρίτο απ’ αυτούς θανατώθηκαν είτε με εκτελέσεις, είτε με βασανιστήρια, με πείνα, με ασθένειες, ή από τη σκληρή εργασία. Η σκληρότητα αυτής της μεταχείρισης ήταν χωρίς προηγούμενο και ήταν το αποτέλεσμα μιας ασυμβίβαστης πίστης που δεν μπορούσε να εναρμονιστεί με την Εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία».

      Πόσο ταπεινώθηκε τώρα ο Φύρερ όταν νικήθηκε το Γερμανικό Ράιχ! Ο Γκέμπελς είχε πει γι’ αυτόν στις 31 Δεκεμβρίου 1944: «Αν ήξερε ο κόσμος πραγματικά τι θα ήθελε να πει και να δώσει ο Χίτλερ και πόσο βαθιά είναι η αγάπη του για τον λαό του και για όλο το ανθρώπινο γένος, τότε αμέσως θα άφηνε τους ψεύτικους θεούς του και θα αινούσε αυτόν . . . έναν άνθρωπο που σκοπό είχε να ελευθερώσει το λαό του. . . . Ποτέ δε βγήκε απ’ τα χείλη του ψέμα ή αχρεία σκέψη. Αυτός είναι η προσωποποίηση της αλήθειας». Αλλά αυτός ο άνθρωπος που θέλησε να γίνει θεός αυτοκτόνησε.

      Πόσο ταπεινωμένοι ήταν επίσης εκείνοι οι οποίοι είχαν θέσει την εμπιστοσύνη τους σ’ αυτόν​—​για παράδειγμα ο Χίμλερ, ο οποίος επίσης θεωρούσε τον Χίτλερ ότι ήταν θεότητα και ο οποίος ήταν αδίστακτος στο να εκτελεί τις εντολές του. Ο Χίμλερ ήταν εκείνος ο οποίος έκανε τη ζωή των πιστών δούλων τού Ιεχωβά τόσο δύσκολη για τόσο πολλά χρόνια. Για πόσο από το αίμα που χύθηκε έχει την ευθύνη; Το 1937 είπε με κομπασμό στις αδελφές μας στο Λίχτενμπουργκ: «Και εσείς θα συμβιβαστείτε, και εσείς θα ταπεινωθείτε, θα αντέξουμε περισσότερο από εσάς!» Και πόσο θλιμμένος ήταν ύστερα από την κατάρρευση του Ναζιστικού καθεστώτος όταν προσπαθούσε να διαφύγει και συνάντησε τον Αδελφό Λούμπκε στο Χαρτσβάλντε και τον ρώτησε: «Λοιπόν, Σπουδαστή της Γραφής, τι γίνεται τώρα;» Ο Αδελφός Λούμπκε τού έδωσε μια πλήρη μαρτυρία και του έδειξε ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά πάντοτε περίμεναν την κατάρρευση του Ναζιστικού καθεστώτος και την απελευθέρωσή τους. Ο Χίμλερ απομακρύνθηκε χωρίς λέξη, και λίγο αργότερα αυτοκτόνησε με δηλητήριο.

      Αλλά παρά τις δύσκολες συνθήκες, πόσο χαίρονταν εκείνοι που λάτρευαν τον Ιεχωβά! Είχαν το προνόμιο να αποδείξουν την ακεραιότητά τους προς τον Κυρίαρχο του σύμπαντος. Στη διάρκεια της κυβέρνησης του Χίτλερ, 1.687 απ’ αυτούς έχασαν τις εργασίες τους, 284 τις επιχειρήσεις τους, 735 τα σπίτια τους και 457 εμποδίστηκαν να ασκήσουν το επάγγελμά τους. Αναφέρθηκαν 129 περιπτώσεις όπου κατασχέθηκε η περιουσία τους, 826 συνταξιούχοι έχασαν τη σύνταξή τους και 329 άλλοι υπέστησαν διάφορες προσωπικές απώλειες. Αναφέρθηκαν 860 περιπτώσεις παιδιών που τα πήραν με τη βία από τους γονείς τους. Σε 30 περιπτώσεις διαλύθηκαν οι γάμοι εξαιτίας τής πίεσης από τους πολιτικούς αξιωματούχους και σε 108 περιπτώσεις δόθηκαν διαζύγια όταν το ζήτησε ο σύντροφος που ήταν αντίθετος προς την αλήθεια. Συνολικά 6.019 άτομα συνελήφθηκαν, μερικοί δύο, τρεις ή και περισσότερες φορές, ώστε συνολικά καταγράφτηκαν 8.917 συλλήψεις. Όλοι μαζί καταδικάστηκαν σε 13.924 χρόνια και δύο μήνες φυλάκιση. Δυόμισι σχεδόν φορές τα χρόνια από τη δημιουργία τού Αδάμ. Συνολικά 2.000 αδελφοί και αδελφές κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης όπου έμειναν 8.078 χρόνια και έξι μήνες, δηλαδή κατά μέσο όρο 4 χρόνια. Συνολικά πέθαναν στη φυλακή 635, 253 είχαν καταδικαστεί σε θάνατο από τους οποίους εκτελέστηκαν οι 203. Τι υπόμνημα ακεραιότητας!

      Η ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΑΡΧΙΖΕΙ

      Αμέσως μετά τον πόλεμο, οι αδελφοί τού Μπέθελ τής Ελβετίας ήταν οι μόνοι που είχαν επαφή με τους Γερμανούς αδελφούς. Επειδή άκουσαν για ορισμένες ανεπιθύμητες τάσεις που υπήρχαν σε πολλές εκκλησίες ακόμη και μετά την απελευθέρωση των αδελφών από τα στρατόπεδα, έστειλαν την ακόλουθη εγκύκλιο στις εκκλησίες.

      «Προς όλους τούς αγαπητούς μας σύνδουλους στη Γερμανία

      Αγαπητοί Αδελφοί εν Χριστώ,

      «Επιτέλους είστε ελεύθεροι από το Ναζιστικό ζυγό!​—​Μερικοί από σας υπέφεραν για χρόνια είτε στη φυλακή είτε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης είτε με άλλους τρόπους διωγμού. . . .

      «Κανείς όμως που θεωρήθηκε άξιος σχετικών παθημάτων για το όνομα του Κυρίου δε θα επαρθεί γι’ αυτά και δε θα φορέσει φωτοστέφανο μάρτυρα ούτε θα εξυψωθεί από τους άλλους που δεν μπήκαν στη φυλακή ή σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Κανείς δεν πρέπει να καυχιέται στους συνανθρώπους του γι’ αυτά του τα παθήματα. Μην ξεχνάτε ότι πολλοί από τους αδελφούς που έμειναν στο σπίτι τους είχαν επίσης πολλά προβλήματα και βρέθηκαν κάτω από σοβαρές πιέσεις. Ο Χριστιανός δεν μπορεί να διαλέγει τα παθήματά του. Ο Κύριος τα καθορίζει ή μάλλον, τα επιτρέπει.

      «Γι’ αυτό το λόγο, αγαπητοί αδελφοί, ας μην είμαστε άδικοι και ας μη μεροληπτούμε ούτε να καταδικάζουμε κάποιον ο οποίος σύμφωνα με το δικό μας τρόπο σκέψης έχει συμβιβαστεί ή ήταν πρόθυμος να το κάνει. Ο Κύριος κρίνει την καρδιά μας. Μπροστά του είμαστε σαν ένα ανοιχτό βιβλίο. . . .

      «Ο Αδελφός Έριχ Φροστ από τη Λιψία εξουσιοδοτείται να αναλάβει την επίβλεψη των πραγμάτων στην περιοχή σας. Αυτή όμως η διευθέτηση είναι προσωρινή σύμφωνα με τις οδηγίες τού προέδρου. Ο Αδελφός Φροστ θα αναφέρει όσο το δυνατόν τακτικά στον πρόεδρο για την πρόοδο του έργου τού κηρύγματος.

      «Το έργο τού κηρύγματος κάτω από την κατεύθυνση του νέου προέδρου τής Εταιρίας, του Αδελφού Νάθαν Νορρ, έχει διοργανωθεί καλύτερα από κάθε άλλη φορά και κάνει μεγάλη πρόοδο! . . .

      «Οικογένεια Βιβλικού Οίκου στη Βέρνη υπογραφή Φρ. Τσύρχερ»

Ελληνικές Εκδόσεις (1950–2025)
Αποσύνδεση
Σύνδεση
  • Ελληνική
  • Κοινή Χρήση
  • Προτιμήσεις
  • Copyright © 2025 Watch Tower Bible and Tract Society of Pennsylvania
  • Όροι Χρήσης
  • Πολιτική Απορρήτου
  • Ρυθμίσεις Απορρήτου
  • JW.ORG
  • Σύνδεση
Κοινή Χρήση