-
Το Ωρολόγιον του Ραδιοάνθρακος—Υφίσταται ΈλεγχοΞύπνα!—1972 | Σεπτέμβριος 8
-
-
Το Ωρολόγιον του Ραδιοάνθρακος—Υφίσταται Έλεγχο
ΜΕΤΑΞΥ των επιστημονικών οργάνων που επινοήθηκαν για να ικανοποιήσουν την περιέργεια του ανθρώπου για το παρελθόν του, κανένα δεν είναι περισσότερο γνωστό από το ωρολόγιον του ραδιοάνθρακος. Αυτή η μέθοδος της χρονολογήσεως οργανικής ύλης που βρίσκεται μέσα σε αρχαία επεξεργασμένα αντικείμενα βασίζεται στη μέτρησι του ραδιενεργού άνθρακος που σχηματίζεται από τις κοσμικές ακτίνες στην ατμόσφαιρα και απορροφάται από τη φυτική ζωή. Είναι εξαιρετικά χρήσιμη για τη χρονολόγησι αντικειμένων φτιαγμένων από ξύλο, ξυλάνθρακα και φυτικές ή ζωικές ίνες. Η ακτίνα δράσεώς του φθάνει σε περισσότερα από 10.000 χρόνια στο παρελθόν.
Οι αρχαιολόγοι ενδιαφέρονται ζωηρά για τ’ αποτελέσματα αυτής της χρονολογήσεως, διότι μελετούν τους αρχαίους ανθρώπους και την ιστορία τους. Και οι σπουδασταί της Γραφής, επίσης, ενδιαφέρθηκαν για τη χρονολόγησι με ραδιοάνθρακα, διότι η ακτίνα του ξεπερνά τα 6.000 χρόνια ιστορίας του ανθρώπου που αναγράφει η Γραφή.
Ίσως να γνωρίζετε ότι το ωρολόγιο του ραδιενεργού άνθρακος χρησιμοποιήθηκε για να χρονολογηθή το λινό περιτύλιγμα των αρχαίων χειρογράφων του Ησαΐα που ανακαλύφθηκαν κοντά στη Νεκρά Θάλασσα.1a Βρήκαν ότι το περιτύλιγμα είχε ηλικία δεκαοκτώ ή είκοσι αιώνων, επιβεβαιώνοντας έτσι άλλες αποδείξεις ότι το χειρόγραφο είναι γνήσιο και όχι κάποια ευφυής πρόσφατη πλαστογραφία.
Το Συμπόσιο στην Ουψάλα
Το ενδιαφέρον για τη χρονολόγησι με ραδιοάνθρακα αναζωπυρώθηκε εκ νέου με την πρόσφατη δημοσίευσι (το 1971) των συζητήσεων του Εικοστού Συμποσίου Νόμπελ που έλαβε χώρα στην Ουψάλα της Σουηδίας το 1969. Εκεί οι ειδικοί της ραδιοχημείας από πολλές χώρες συνηντήθησαν με τους γεωλόγους και αρχαιολόγους. Εξήτασαν τις τελευταίες τους έρευνες για τη θεωρία και την πρακτική χρήσι του ραδιοάνθρακος (ισοτόπου άνθρακος 14) για τη χρονολόγησι. Επίτιμος πρόεδρος ήταν ο κάτοχος του βραβείου Νόμπελ Γ. Φ. Λίμπυ, του Πανεπιστημίου της Καλιφορνίας στο Λος Άντζελες, που υπήρξε πρωτοπόρος στη χρονολόγησι με ραδιενεργό άνθρακα το 1949.
Η έκθεσις της διασκέψεως εκφράζει γενικά ένα αίσθημα ικανοποιήσεως για τις τρέχουσες επιτυχίες της μεθόδου. Τα αντιφατικά αποτελέσματα, που μερικές φορές βγήκαν από διάφορα εργαστήρια, κατά μέγα μέρος συμβιβάσθηκαν. Αναμένεται τώρα μια ακρίβεια στην χρονολόγησι από πενήντα έως εκατό χρόνια. Είναι αλήθεια ότι διεπιστώθησαν διαφορές μεγαλύτερες απ’ αυτό μεταξύ της «ηλικίας του ραδιοάνθρακος,» όπως υπολογίζεται από τη ραδιοενέργεια, και της πραγματικής ηλικίας γνωστών δειγμάτων, αλλ’ αυτό μπορεί να υπολογισθή με μια διορθωτική καμπύλη που μετράται σε αρκετά εργαστήρια.
Η καμπύλη αυτή βασίζεται κυρίως σε ξύλο που λαμβάνεται από μακρόβια δένδρα που χρονολογήθηκαν με τη μέτρησι των ετησίων δακτυλίων τους. Επί παραδείγματι, ένα κομμάτι ξύλου ηλικίας 7.000 ετών μπορεί να δώση μια ραδιοανθρακική ηλικία μόνον 6.000 ετών. Έτσι τα 1.000 χρόνια υπολογίζονται ως διόρθωσις που πρέπει να προστεθή στη ραδιοανθρακική ηλικία οποιουδήποτε δείγματος εκείνης της εποχής.
Η θεωρία επάνω στην οποία στηρίζεται η μέθοδος του ραδιοάνθρακος ανεκάλυψαν ότι είναι πολύ πιο πολύπλοκη απ’ ό,τι ανεμένετο πριν από είκοσι χρόνια, και πολλές από τις διορθώσεις που έγιναν στη θεωρία μελετήθηκαν για να δουν πώς θα επηρέαζαν τις μετρηθείσες ηλικίες. Όταν ληφθούν όλα αυτά υπ’ όψιν, φαίνεται πιθανόν ότι θα λάβωμε μια αρκετά ακριβή ηλικία της οργανικής ύλης που σχηματίσθηκε οποιονδήποτε καιρό στα περασμένα 7.400 χρόνια.
Υπάρχουν τώρα μερικά δείγματα που ελήφθησαν από σπίτια και τζάκια αρχαίων ανθρώπων που σύμφωνα με τις ηλικίες του ραδιοάνθρακος έχουν ηλικία μεγαλύτερη των 6.000 ετών. Αυτά τα ευρήματα συγκρούονται με τη χρονολογία της Γραφής, σύμφωνα με την οποίαν ο πρώτος άνθρωπος δημιουργήθηκε μόνο πριν από 6.000 χρόνια. Αυτό δημιουργεί μερικά ενοχλητικά πιθανόν ερωτήματα. Μήπως η τελειοποίησις και η φαινομενική επιτυχία του ωρολογίου του ραδιοάνθρακος έκαμαν τη Βιβλική χρονολογία άχρηστη; Μπορούμε ακόμη να πιστεύωμε στη Βιβλική αφήγησι των χρόνων ή μήπως η επιστήμη απέδειξε ότι είναι αναξιόπιστη;
Πριν φθάσωμε βιαστικά σε οποιοδήποτε συμπέρασμα θα ήταν φρόνιμο να δούμε πιο προσεκτικά μερικές από τις λεπτομέρειες που συζητήθηκαν στη διάσκεψι της Ουψάλα. Όταν το κάμωμε αυτό, αρχίζομε να θέλωμε να μάθωμε μήπως οι λεπτομερείς διορθώσεις της θεωρίας των χρονολογιών του ραδιοάνθρακος, που κατ’ αρχήν φαίνονται ότι την καθιστούν πιο ακριβή, δημιουργούν στην πραγματικότητα περισσότερους πιθανούς τρόπους για να την κάμουν εσφαλμένη.
Αναγκαίες Υποθέσεις
Η σχετική απλή θεωρία όπως την έβλεπαν πριν από είκοσι χρόνια βασιζόταν στις ακόλουθες υποθέσεις:
(1) Ότι ο άνθραξ 14, το ραδιενεργό συστατικό του φυσικού άνθρακος, αποσυντίθεται σ’ ένα μέσον ζωής 5.568 ετών.
(2) Ότι η αναλογία των ατόμων του άνθρακος-14 προς τα άτομα του σταθερού άνθρακος-12 στον «ζωντανό» άνθρακα υπήρξε πάντοτε η ίδια όπως είναι σήμερα. Αυτό εξαρτάται από δύο άλλες υποθέσεις. (2α και 2β).
(2α) Ότι ο αριθμός των ατόμων του άνθρακος-14 υπήρξε σταθερός· αυτό σημαίνει ότι οι κοσμικές ακτίνες που τα σχηματίζουν δεν θα πρέπει να έχουν μεταβληθή τα τελευταία 15.000 ή 20.000 χρόνια.
(2β) Επίσης, ότι η συνολική ποσότης του σταθερού άνθρακος στο «απόθεμα ανταλλαγής» υπήρξε σταθερά στη διάρκεια του ιδίου χρόνου. Αυτό περιλαμβάνει το διοξείδιο του άνθρακος στον αέρα καθώς και τον οργανικό άνθρακα στα ζώντα πράγματα, επειδή παίρνουν συνεχώς διοξείδιο του άνθρακος μέσω της φωτοσυνθέσεως και το αποδίδουν διά της αναπνοής. Επίσης, το διοξείδιο του άνθρακος διαλύεται στο θαλάσσιο νερό όπου σχηματίζει ανθρακικό οξύ και ανθρακικό άλας που ανακατεύεται με το διαλυμένο ανθρακικό άλας στον ωκεανό. Αυτή η διαδικασία είναι δυνατόν να γίνη και αντιστρόφως, μολονότι μπορεί ν’ απαιτήση πενήντα χρόνια. Τα μεταλλικά ανθρακικά άλατα στους βράχους δεν θεωρούνται, βέβαια, μέρος του αποθέματος ανταλλαγής.
(2γ) Συνδεδεμένη με την υπ’ αριθμό δύο είναι η υπόθεσις ότι η παραγωγή άνθρακος 14 εξακολούθησε σταθερή όλο αυτό το διάστημα, και αυτό προϋποθέτει ότι η αποσύνθεσίς του, σε παγκόσμια βάσι, βρίσκεται σε ισορροπία με την παραγωγή του.
(3) Ότι κάθε ζωντανό πράγμα, φυτό ή ζώο, ενσωματώνει ραδιενεργό άνθρακα στους ιστούς του όσο είναι ζωντανό· κατόπιν, μετά το θάνατό του, η δράσις ελαττώνεται μαθηματικώς σύμφωνα με τη φυσική ραδιενεργό αποσύνθεσι· δεν παίρνει ραδιενεργό άνθρακα μέσω επαφής με νεώτερα υλικά, ούτε τον χάνει ανταλλάσσοντας άτομα με παλαιότερον άνθρακα.
(4) Ότι για πρακτική χρήσι των χρονολογιών του ραδιοάνθρακος το δείγμα πρέπει να είναι σύγχρονο με το γεγονός που σημειώνει και όχι κάτι που ανεπτύχθη πολύν καιρό προγενέστερα.
Τώρα ας έχωμε υπ’ όψιν ότι για να δώση το ωρολόγιο του ραδιοάνθρακος σωστές χρονολογίες, πρέπει να αληθεύουν όλες οι παραπάνω υποθέσεις. Αν έστω και μία απ’ αυτές δεν είναι αληθής, η μέθοδος καταρρέει και δεν θα δώση τη σωστή ηλικία.
Τα πρώτα δείγματα ξύλου από παλαιά δένδρα και από τους τάφους των Αιγυπτίων βασιλέων, που μετρήθηκαν στο εργαστήριο του Λίμπυ έδειξαν μια λογικά καλή αντιστοιχία με τις παραδεδεγμένες ηλικίες αυτών των δειγμάτων που υπολογίζονται σε 4.000 σχεδόν χρόνια. Έτσι σκέφθηκαν ότι ίσως οι υποθέσεις να ήσαν σωστές, ή τουλάχιστον περίπου σωστές. Αλλά πώς εμφανίζεται σήμερα η κατάστασις, ύστερ’ από είκοσι χρόνια ερεύνης στον μηχανισμό του ραδιοανθρακικού ωρολογίου; Φαίνονται οι υποθέσεις ακόμη τόσο καλά θεμελιωμένες όπως φαίνονταν τότε;
Καθώς διαβάζει κανείς τις εκθέσεις της διασκέψεως της Ουψάλα, φθάνει στο συμπέρασμα ότι, στην πραγματικότητα, ούτε μια από τις υποθέσεις που παρετέθησαν ανωτέρω δεν είναι γνωστό σήμερα ότι είναι ορθή! Μερικές απ’ αυτές είναι ίσως μόνο λίγο εσφαλμένες, αλλά άλλες απεδείχθη ότι ήσαν πολύ εσφαλμένες. Ας δούμε και πάλι κάθε μια απ’ αυτές, κάτω από το φως της συγχρόνου γνώσεως—ή, ίσως, της συνεχιζομένης αγνοίας.
Η Εγκυρότης των Δειγμάτων
Μεταξύ των πιο φανερών δυνατοτήτων λάθους στη ραδιοανθρακική χρονολόγησι είναι η απώλεια της ακεραιότητος του δείγματος. (Υπόθεσις 3) Αν ένα δείγμα αλλοιωθή μέσω επαφής ή μολύνσεως με το να περιλάβη υλικό που περιέχει παλαιότερο ή νεώτερο άνθρακα, η ανάλυσις δεν μπορεί να δώση την ορθή απάντησι. Αλλ’ ο πραγματικός αρχαιολόγος έχει μάθει τι να κάμη στην περίπτωσι που ένα δείγμα επιστρέφει από το εργαστήριο με μια χρονολογία διαφορετική απ’ αυτή που ανεμένετο. Όπως είπε στο συμπόσιο ο Δρ. Έβσεν Νεουστουπνύ, του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου της Τσεχικής Ακαδημίας Επιστημών: «Η μόλυνσις των δειγμάτων από νεώτερο ή παλαιότερο άνθρακα μπορεί συχνά να διακριθή καθαρά αν το αποτέλεσμα μιας μετρήσεως διαφέρη σημαντικά από την αναμενομένη χρονολογία.»2
Για να παραφράσωμε τους λόγους του, αυτός δεν διακρίνει τη μόλυνσι του δείγματος πριν το στείλη στο εργαστήριο, αλλ’ όταν το επανεξετάση, αφού δοθή η δυσάρεστη απάντησις, τότε μπορεί να διακρίνη καθαρά ότι ήταν μολυσμένο.
Ο ίδιος ειδικός ετόνισε επίσης τα εξής σχετικά με τη σπουδαιότητα να συλλέγωνται σύγχρονα δείγματα (Υπόθεσις 4): «Θα πρέπη να είναι σαφές, μολονότι πολλοί αρχαιολόγοι φαίνεται να το αγνοούν, ότι οι ραδιοανθρακικές μετρήσεις χρονολογούν την ηλικία της οργανικής υφής του δείγματος, δηλαδή τον χρόνον που παρήχθη. Η υφή ενός δείγματος που χρονολογεί κάποιο ιστορικό (ή προϊστορικό) γεγονός μπορεί να ήταν βιολογικά νεκρή για αρκετές δεκαετίες ή ακόμη και αιώνες, όταν χρησιμοποιήθηκε από τους αρχαίους ανθρώπους. Αυτό ισχύει για την οικοδομήσιμη ξυλεία, για το κάρβουνο από τζάκια και για τα περισσότερα άλλα είδη υλικών.»2
Αυτό είναι ένα σημείο που ο αναγνώστης θα κάμη καλά να έχη υπ’ όψι του όταν βλέπη κάποια είδησι ότι η ραδιοανθρακική χρονολόγησις ενός τεμαχίου από κάρβουνο, που ανεσύρθη από ένα σπήλαιο σε κάποιο μέρος, αποδεικνύει ότι οι άνθρωποι των σπηλαίων έζησαν εκεί πριν από τόσες χιλιάδες χρόνια. Υπάρχουν μέρη σήμερα όπου ένας κατασκηνωτής θα μπορούσε να συλλέξη καυσόξυλα που είχαν αναπτυχθή πριν από εκατοντάδες ή και χιλιάδες ακόμη χρόνια.
Τέτοια λάθη συνέβησαν αρκετά συχνά, πράγμα που εμποδίζει τη γενική αποδοχή των ραδιοανθρακικών χρονολογιών από τους αρχαιολόγους. Αλλ’ αυτά έχουν σχέσι μόνο με την εφαρμογή της μεθόδου σε ωρισμένα δείγματα, ώστε το ένα δείγμα θα μπορούσε να χρονολογηθή εσφαλμένα, αλλά ένα άλλο ορθά.
Εκτός όμως απ’ αυτά, στους ανθρώπους που χρονολογούν με ραδιενεργό άνθρακα τίθενται δυσκολώτερα ερωτήματα, ερωτήματα που χτυπούν αυτόν τούτον τον πυρήνα της ίδιας της θεωρίας. Τα ερωτήματα αυτά, αν δεν απαντηθούν ικανοποιητικά, δημιουργούν αμφιβολίες ως προς το αν αυτή η θεωρία μπορή να δώση την ορθή ηλικία οποιουδήποτε δείγματος.
Το Μέσον της Ζωής του Ραδιενεργού Άνθρακος
Ένα από τα ερωτήματα αφορά την πρώτη ακριβώς υπόθεσι. Πόσο βέβαιο είναι ότι το μέσον της ζωής του άνθρακος 14 είναι ορθό; Σημειώστε το επόμενο σχόλιο από δύο ειδικούς του ραδιοανθρακικού εργαστηρίου του Πανεπιστημίου της Πενσυλβανίας:
«Αυτό που προκαλεί τη μεγαλύτερη ανησυχία για την αληθινότητα αυτών των καθορισμών του μέσου της ζωής είναι το γεγονός ότι όλοι εξαρτώνται από τις ίδιες βασικές μεθόδους—δηλαδή την απόλυτη διαβάθμισι ενός μετρητού αερίου για τον καθορισμό της συγκεκριμένης αναλογίας αποσυνθέσεως και την εν συνεχεία φασματογραφική μέτρησι της μάζης για την ακριβή ποσότητα άνθρακος 14 που είχε υπολογισθή. Στην πρώτη φάσι υπάρχει η δυσκολία της λήψεως μιας απολύτου διαβαθμίσεως ενός μετρητού αερίου, και στη δεύτερη υπάρχει το πρόβλημα της ακριβούς διαλύσεως και εισαγωγής του ‘θερμού’ άνθρακος 14 στον φασματογράφο της μάζης. Ένα λάθος που προκαλείται λόγω απορροφήσεως του άνθρακος 14 από τοιχώματα των δοχείων μπορεί να είναι γενικό και περίπου του ιδίου μεγέθους σε όλους τους καθορισμούς του μέσου της ζωής. Είναι φανερό ότι υπάρχει ανάγκη για μια εντελώς ανεξάρτητη μέθοδο και τεχνική πριν μπορέση να πη κανείς με βεβαιότητα ποια είναι η αληθινή τιμή του μέσου της ζωής του άνθρακος 14.»3
Ο ίδιος ο Λίμπυ κατανοούσε αυτόν τον περιορισμό στην ακρίβεια του μέσου της ζωής. Το 1952, γράφοντας για τη ζωτική σημασία της μετρήσεως των απολύτων αναλογιών της αποσυνθέσεως, είπε: «Ελπίζεται ότι θα γίνουν περαιτέρω μετρήσεις του μέσου της ζωής του ραδιοάνθρακος, κατά προτίμησιν με εντελώς διαφορετικές μεθόδους.»4 Έως τώρα όμως η ελπίδα αυτή δεν πραγματοποιήθηκε.
Παραγωγή του Άνθρακος 14
Τι θα λεχθή για τη σταθερότητα των κοσμικών ακτίνων; (Υπόθεσις 2α) Οι παρατηρήσεις έχουν δείξει ότι δεν είναι διόλου σταθερές. Σήμερα είναι γνωστοί πολλοί παράγοντες που προκαλούν μεγάλες διακυμάνσεις στις κοσμικές ακτίνες.
Ένας απ’ αυτούς είναι η έντασις του γηίνου μαγνητικού πεδίου. Αυτό επηρεάζει τις κοσμικές ακτίνες που είναι κυρίως πρωτόνια (ηλεκτρικώς φορτισμένοι πυρήνες ατόμων υδρογόνου), εκτρέποντας τα λιγώτερο ενεργητικά σωματίδια μακρυά από την ατμόσφαιρα. Όταν το μαγνητικό πεδίο της γης γίνεται ισχυρότερο, λιγώτερες κοσμικές ακτίνες φθάνουν στη γη και λιγώτερος ραδιοάνθραξ παράγεται. Όταν το γήινο μαγνητικό πεδίο γίνεται ασθενέστερο, περισσότερες κοσμικές ακτίνες φθάνουν στη γη και περισσότερος ραδιοάνθραξ παράγεται.
Οι μελέτες δείχνουν ότι το μαγνητικό πεδίο διπλασιάσθηκε σε έντασι στην περίοδο μεταξύ των 5.500 έως 1.000 προηγουμένων ετών, και τώρα ελαττώνεται εκ νέου. Και μόνον αυτή η επίδρασις μπορεί να είναι υπεύθυνη για την απαιτούμενη διόρθωσι των 1.000 σχεδόν ετών στις παλαιότερες χρονολογίες.
Τα ηλιακά φαινόμενα επίσης προκαλούν μεγάλες μεταβολές. Το ηλιακό μαγνητικό πεδίο εκτείνεται μακρυά στο διάστημα, μάλιστα πέρα από την τροχιά της γης. Η έντασίς του μεταβάλλεται, αν και όχι πολύ τακτικά, μαζί με τον κύκλο των ηλιακών κηλίδων κάθε ένδεκα περίπου χρόνια, και αυτό επίσης επηρεάζει τον αριθμό των κοσμικών ακτίνων που φθάνουν στη γη.
Έπειτα υπάρχουν οι ηλιακές αναλαμπές. Αυτά τα τεράστια ρεύματα πυρακτωμένου αερίου ξεσπούν από την επιφάνεια του ηλίου σποραδικά και εκπέμπουν τεράστιους αριθμούς πρωτονίων. Όσα φθάνουν στη γη παράγουν άνθρακα 14. Αυτό οδηγεί σ’ ένα απρόβλεπτο πλεόνασμα της ποσότητος του άνθρακος 14. Ένας πίνακας κι ένα διάγραμμα στην έκθεσι δείχνουν την παραγωγή άνθρακος 14 από συνήθεις αναλαμπές. Στις 23 Φεβρουαρίου 1956 εμφανίσθηκε μια αναλαμπή που μέσα σε λίγες ώρες παρήγαγε τόσον άνθρακα 14 όσο παράγει η συνήθης κοσμική ακτινοβολία σ’ ένα χρόνο. Είναι προφανώς αδύνατον να περιληφθή αυτό το είδος της επιδράσεως στις διορθώσεις του ραδιοανθρακικού ωρολογίου, διότι κανένας δεν γνωρίζει αν οι αναλαμπές στις περασμένες χιλιετηρίδες ήσαν περισσότερο ή λιγώτερο έντονες απ’ όσο είναι τώρα.
Η έντασις των κοσμικών ακτίνων που εισέρχονται στο ηλιακό σύστημα από τον γαλαξία είναι ένας άλλος ελάχιστα γνωστός παράγων. Οι γεωχημικοί επιστήμονες προσπάθησαν, με τη μέτρησι των πολύ αδυνάτων ραδιενεργειών διαφόρων στοιχείων που παράγονται στους μετεωρίτες από τις κοσμικές ακτίνες, να λάβουν κάποια ιδέα των μέσων εντάσεων στο παρελθόν. Τα αποτελέσματα όμως δεν βοηθούν πολύ για να δώσουν την επιθυμητή επιβεβαίωσι της σταθερότητος για τα περασμένα 10.000 χρόνια.
Η ραδιοανθρακική θεωρία θα ήταν σε ισχυρότερη θέσι (μολονότι όχι άτρωτη) σε σχέσι με τις ανωτέρω αντιρρήσεις αν μπορούσε ν’ αποδειχθή ότι ο ραδιοάνθραξ εξασφαλίζεται σήμερα με την ίδια ταχύτητα που σχηματίζεται. (Υπόθεσις 2γ) Αν βρεθή ότι αυτό δεν αληθεύει, τότε η υπόθεσις μιας σταθερής καταστάσεως άνθρακος 14 αποδεικνύεται επίσης αναληθής, και η υποτιθεμένη σταθερά ενέργεια του ραδιοάνθρακος τίθεται επάνω σ’ ένα επισφαλές ακροβατικό σχοινί μεταξύ δύο πασσάλων που μπορεί να υψώνωνται ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον.
Ο ρυθμός παραγωγής είναι πολύ δύσκολο να υπολογισθή. Ο Λίμπυ προσπάθησε να το κάμη αυτό με τα καλύτερα διαθέσιμα δεδομένα ως το 1952. Βρήκε μια παραγωγή που αντιστοιχούσε σε δεκαεννέα περίπου άτομα ραδιοάνθρακος το δευτερόλεπτο για κάθε γραμμάριο ελευθέρου άνθρακος. Αυτό ήταν κάπως περισσότερο από τη μέτρησί του των δεκαέξη αποσυνθέσεων το δευτερόλεπτο. Αλλά λόγω της περιπλοκότητος του προβλήματος και των κατά προσέγγισιν υπολογισμών που έπρεπε να γίνουν τόσο πολλών παραγόντων, το εθεώρησε αυτό ότι συμφωνούσε αρκετά καλά με τις υποθέσεις του.
Ύστερ’ από δεκαέξη χρόνια, με καλύτερα δεδομένα και καλύτερη κατανόησι της διαδικασίας, μπορεί αυτή να υπολογισθή ακριβέστερα; Οι ειδικοί στο συμπόσιο δεν μπόρεσαν να πουν τίποτα πιο οριστικό παρά ότι ο ραδιοάνθραξ παράγεται με ένα ρυθμό πιθανόν μεταξύ 75 τοις εκατό και 161 τοις εκατό της αναλογίας με την οποίαν χάνεται. Ο μικρότερος αριθμός θα εσήμαινε ότι η ποσότης του ραδιοάνθρακος σήμερα ελαττώνεται· ο μεγαλύτερος αριθμός, ότι αυξάνει. Η μέτρησις δεν βεβαιώνει ότι η ποσότης είναι σταθερή, όπως το απαιτεί η θεωρία του ραδιοάνθρακος. Πάλι καταφεύγουν στην άποψι ότι «η σχετική σταθερότης της δράσεως του άνθρακος 14 στο παρελθόν δείχνει ότι [αυτή η αναλογία] θα πρέπει να περιορισθή σε μια πολύ μικρότερη διακύμανσι τιμών.»5 Έτσι η μια υπόθεσις χρησιμοποιείται για να αιτιολογήση μια άλλη.
Απόθεμα του Άνθρακος 12
Όχι μόνο το απόθεμα του άνθρακος 14, αλλά επίσης και ο ελεύθερος σταθερός άνθραξ 12, πρέπει να είναι σταθερός για να τηρήται το ραδιοανθρακικό ωρολόγιο συγχρονισμένο. (Υπόθεσις 2β) Έχομε σοβαρούς λόγους να πιστεύωμε ότι αυτή η υπόθεσις είναι έγκυρη;
Εφ’ όσον στους ωκεανούς υπάρχει περίπου εξήντα φορές περισσότερος άνθραξ παρά στην ατμόσφαιρα, ενδιαφερόμεθα κυρίως γι’ αυτό το απόθεμα των ωκεανών. Το σημείο αυτό ήλθε για συζήτησι στη διάσκεψι της Ουψάλα, όπου η ομοφωνία ήταν ότι αυτό που ονομάζουν «Εποχή των Παγετώνων» θα μπορούσε να προκαλέση μεγάλες αναστατώσεις. Ο Λίμπυ είχε τονίσει αυτή την πιθανότητα το 1952:
«Η πιθανότης ότι η ποσότης του άνθρακος στο απόθεμα ανταλλαγής έχει μεταβληθή αισθητώς τα τελευταία 10.000 ή 20.000 χρόνια, εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από το ερώτημα κατά πόσον η εποχή των παγετώνων, που, όπως θα ιδούμε αργότερα, φαίνεται να φθάνη ως αυτή την περίοδο, θα μπορούσε να έχη επηρεάσει σε αξιόλογο βαθμό τον όγκο και τη μέση θερμοκρασία των ωκεανών.»6
Αποτελέσματα του Κατακλυσμού
Η μνεία για τον όγκο των ωκεανών εγείρει αμέσως στη διάνοια του σπουδαστού της Γραφής την πιθανότητα μεγάλων μετατοπίσεων στο ραδιοανθρακικό ωρολόγιο στον καιρό του παγγήινου κατακλυσμού των ημερών του Νώε, πριν από 4.340 χρόνια. Οι ωκεανοί θα πρέπει ασφαλώς να ήσαν πολύ μεγαλύτεροι σε έκτασι και βάθος μετά τον Κατακλυσμό. Αυτό το γεγονός καθ’ εαυτό δεν θα ηύξανε την ποσότητα των ανθρακικών αλάτων στον ωκεανό· απλώς θα το διέλυε. Οι ποσότητες του άνθρακος 14 και άνθρακος 12, καθώς και η αναλογία τους, που καθορίζει την ειδική ενέργεια, δεν θα μετεβάλλοντο απλώς με την πτώσι του νερού. Εν τούτοις, ο αυξημένος όγκος θα έδινε τελικά στον ωκεανό την ικανότητα να βαστάση ένα πολύ μεγαλύτερο φορτίο διαλυμένου ανθρακικού άλατος.
Και θα έπρεπε ν’ αναμένωνται προσαρμογές στον φλοιό της γης λόγω του μεγάλως αυξηθέντος βάρους του νερού στις λεκάνες των ωκεανών. Η πίεσις αυτή θα ήταν μεγαλύτερη παρ’ όσο επάνω από τις ηπείρους. Θα ωθούσε τον υποκείμενο πλαστικό μανδύα μακρυά από τις κοίτες των ωκεανών προς τις ηπείρους, ανυψώνοντάς τις σε νέα ύψη. Αυτό θα εξέθετε τις βραχώδεις επιφάνειες σε αυξημένη διάβρωσι, περιλαμβανομένων και των ασβεστολίθων στις κοίτες των αβαθών θαλασσών που οι γεωλόγοι δείχνουν στις χαμηλές ηπειρωτικές περιοχές στους χάρτες των της Πλειοκαίνου περιόδου.
Έτσι λίγο μετά τον Κατακλυσμό, το απόθεμα ανθρακικού άλατος των ωκεανών θα ηύξανε σταθερά για να φθάση την πυκνότητα που έχομε σήμερα. Αντί λοιπόν να υποθέσωμε ότι το απόθεμα ανθρακικού άλατος υπήρξε σταθερό, θα πρέπει ν’ αντιμετωπίσωμε την πιθανότητα ότι ηύξανε βαθμιαίως τα τελευταία 4.300 χρόνια.
Πώς επηρέασε ο Κατακλυσμός τον άνθρακα 14; Εφ’ όσον η Γραφή δείχνει ότι τα νερά που έπεσαν στον Κατακλυσμό αιωρούντο προηγουμένως κατά κάποιον τρόπο επάνω από την ατμόσφαιρα της γης, θα έπρεπε να παρεμπόδιζαν την είσοδο των κοσμικών ακτίνων και επομένως την παραγωγή ραδιοάνθρακος. Αν ήσαν διανεμημένα ομοιόμορφα σ’ ένα σφαιρικό θόλο, θα μπορούσε να είναι παχύτερος επάνω από το μέρος του ισημερινού παρά επάνω από τους πόλους, επιτρέποντας έτσι τη διέλευσι κοσμικών ακτίνων σε μικρές ποσότητες. Οπωσδήποτε η αφαίρεσις αυτής της ασπίδος λόγω της πτώσεώς της στην επιφάνεια της γης θα ηύξανε τον ρυθμό παραγωγής άνθρακος 14.
Έτσι θα έπρεπε ν’ αναμένωμε ότι μετά τον Κατακλυσμό, τόσον ο ραδιενεργός άνθραξ 14 όσο και ο σταθερός άνθραξ 12 στο απόθεμα των ωκεανών θα άρχιζαν ν’ αυξάνουν γρήγορα. Θυμηθήτε ότι η αναλογία του άνθρακος 14 προς τον άνθρακα 12 είναι εκείνη που καθορίζει την ειδική ενέργεια. Ανάλογα λοιπόν με το πόσο γρήγορα η διάβρωσις της γης ηύξανε το ανθρακικόν άλας στις θάλασσες, η ενέργεια θα μπορούσε είτε ν’ αυξηθή είτε να ελαττωθή. Πράγματι, θα ήταν δυνατόν, αν και όχι πιθανόν, ότι η αύξησις του ενός θα ισορροπούσε την αύξησι του άλλου· σ’ αυτή την περίπτωσι, το ραδιοανθρακικό ωρολόγιο θα είχε εξακολουθήσει να λειτουργή ομοιόμορφα και διά μέσου του Κατακλυσμού. Ο Λίμπυ ετόνισε τη δυνατότητα ότι μια τέτοια συμπτωματική ισορροπία θα μπορούσε να επιτύχη τη «συμφωνία μεταξύ των προβλεφθέντων και των παρατηρηθέντων ραδιοανθρακικών περιεχομένων οργανικών υλικών ιστορικώς γνωστής ηλικίας.»7 Αλλά δεν προτίμησε αυτή την εξήγησι.
Εφ’ όσον τα αποθέματα άνθρακος 14 και άνθρακος 12 είναι ανεξάρτητα μεταξύ των, είναι δυνατόν να καθορίσωμε αξίες που θα εξηγούσαν τις υπερβολικές ηλικίες που δείχνουν τα παλαιά δείγματα. Επί παραδείγματι, αν υποθέσωμε ότι η ειδική ενέργεια προ του Κατακλυσμού είχε περίπου τη μισή τής σημερινής της αξίας, όλα τα προκατακλυσμιαία δείγματα θα φαίνονταν ότι είναι γύρω στα 6.000 χρόνια παλαιότερα απ’ ό,τι είναι πραγματικά. Αυτό θα αλήθευε επίσης και για ένα διάστημα μετά τον Κατακλυσμό, αλλά λόγω της ταχείας διαβρώσεως του ανθρακικού άλατος στους αιώνες μετά τον Κατακλυσμό, το λάθος θα ελαττωνόταν. Φαίνεται ότι γύρω στο 1.500 π.Χ. η ενέργεια είχε πλησιάσει τη σημερινή της αξία, αφού οι ραδιοανθρακικές ηλικίες φαίνεται ότι είναι σχεδόν ορθές από τότε.
Η Αρχή του Ταυτοχρόνου
Αυτά είναι μερικά από τα παραδεδεγμένα προβλήματα που πολιορκούν τη ραδιοανθρακική χρονολογία. Υπάρχουν άλλα που μόλις εθίγησαν, και πιθανόν ακόμη μερικά που ούτε καν τα εσκέφθησαν. Αυτοί είναι οι λόγοι που η θεωρία που εξετέθη πριν από είκοσι χρόνια δεν είναι πια βάσιμη. Απλώς δεν είναι δυνατόν, με το να μετρούμε μόνο τον ραδιενεργό άνθρακα σ’ ένα δείγμα και με το να τον συγκρίνωμε με τη σημερινή ενέργεια, να πούμε με κάποια βεβαιότητα την ηλικία του δείγματος. Εν τούτοις, μία μορφή της ραδιοανθρακικής θεωρίας φαίνεται να άνθεξε έως τώρα, και αυτή είναι η αρχή του ταυτοχρόνου.
Αυτή η αρχή λέγει ότι σε οποιονδήποτε καιρό στο παρελθόν, το ποσόν του ραδιοάνθρακος ήταν το ίδιο σ’ όλο τον κόσμο, έτσι ώστε όλα τα δείγματα που ανεπτύχθησαν στην ίδια εποχή είχαν την ίδια ενέργεια. Έτσι αν αποκλείσωμε την αλλοίωσι και τη μόλυνσι, θα έχουν εξασθενίσει στην ίδια ενέργεια που μετρήθηκε σήμερα. Έτσι, έστω κι αν όλες οι άλλες υποθέσεις θα πρέπει να εγκαταλειφθούν, αν αρκετά δείγματα απόλυτα γνωστών χρονολογιών μπορούν να μετρηθούν για να κατασκευασθή μια διορθωτική καμπύλη, τότε μπορούν να γίνουν ραδιοανθρακικές μετρήσεις για να βρεθή η θέσις ενός δείγματος σ’ αυτή την καμπύλη, κι έτσι να υπολογισθή η ηλικία του.
Ένα εργαστήριο συγκέντρωσε μια σειρά δειγμάτων ξύλων από μακρόβια δένδρα και προσδιώρισε την ηλικία τους με τη μέτρησι των δακτυλίων αναπτύξεως. Έχουν προμηθεύσει τέτοια δείγματα στα εργαστήρια ραδιοάνθρακος και αυτές οι χρονολογίες έχουν γίνει γενικά αποδεκτές ότι προμηθεύουν μια σταθερή βάσι για τη ραδιοανθρακική χρονολογία. Πράγματι, χωρίς αυτό το αναγκαστικό στήριγμα, το ραδιοανθρακικό ωρολόγιο θα ήταν τώρα τόσο ξεχαρβαλωμένο ώστε δύσκολα θα μπορούσε να το εμπιστευθή κανείς για να λάβη μια κατά προσέγγισιν ιδέα των πραγματικών ηλικιών των πραγμάτων.
Τώρα, αν πρόκειται να πιστεύσωμε τις διορθωμένες ραδιοανθρακικές χρονολογίες, θα πρέπει να είμεθα πρόθυμοι να μετατοπίσωμε την πίστι μας στη χρονολόγησι βάσει των δακτυλίων των δένδρων ως το βασικό μέτρο. Πόσο αξιόπιστη είναι αυτή η νέα μέθοδος; Ας την εξετάσωμε στο επόμενο άρθρο.
-
-
Οι Χρονολογίες του Ραδιοάνθρακος που Συνδέονται με τους Δακτυλίους των ΔένδρωνΞύπνα!—1972 | Σεπτέμβριος 8
-
-
Οι Χρονολογίες του Ραδιοάνθρακος που Συνδέονται με τους Δακτυλίους των Δένδρων
Ο ΤΙΤΛΟΣ του Δωδεκάτου Συμποσίου Νόμπελ ήταν «Ραδιανθρακικές Μεταβολές και Απόλυτη Χρονολογία.» Ο τίτλος υπονοεί ότι η ραδιανθρακική χρονολόγησις δεν θεωρείται πια απόλυτη. Η έμφασις στο συμπόσιο εδόθη στις διαφορές των ραδιανθρακικών χρονολογιών και στις προσπάθειες, εν μέρει μόνον επιτυχείς, να τις εξηγήσουν. Αυτό που προέκυψε ως η απόλυτη χρονολογία ήταν αυτή που βασίσθηκε στη μέτρησι των δακτυλίων των δέντρων.
Είναι αυτό άσχημα νέα; Επί τέλους, η μέθοδος της ραδιανθρακικής χρονολογήσεως είναι ένα ειδικευμένο τεχνικό πεδίο για λίγους εξαιρετικά εκπαιδευμένους ειδικούς, και η θεωρία αλλού διορθώθηκε και αλλού προσαρμόσθηκε ως το σημείο να είναι δύσκολο ακόμη και για άλλους επιστήμονες να την καταλάβουν. Από το άλλο μέρος, ο καθένας γνωρίζει—δεν είναι έτσι;—ότι ένα δένδρο που αναπτύσσεται προσθέτει ένα δακτύλιο κάθε χρόνο γύρω από τον κορμό του. Και όταν ένα δένδρο κοπή, μπορείτε να βρήτε την ηλικία του μετρώντας απλώς τους δακτυλίους, δεν είν’ έτσι; Τι θα μπορούσε να είναι απλούστερο απ’ αυτό; Αναμφιβόλως πολλά άτομα θα ανακουφισθούν να μάθουν ότι το ραδιανθρακικό ωρολόγιο, που πάντοτε μύριζε λίγο επιστημονική μαγεία, συγχρονίζεται τώρα με κάτι τόσο εύκολο και κατανοητό όσο η μέτρησις των δακτυλίων των δένδρων.
Η διορθωτική καμπύλη περιελήφθη στη δημοσιευθείσα έκθεσι του συμποσίου (εδημοσιεύθη επίσης στο περιοδικό Σαϊεντίφικ Αμέρικαν, του Οκτωβρίου 1971). Δείχνει για κάθε χρόνο στο παρελθόν μέχρι το 5.200 π.Χ. περίπου, πόσα χρόνια πρέπει να προστεθούν ή ν’ αφαιρεθούν από τη ραδιανθρακική χρονολογία για να την κάμουν ν’ αντιστοιχή με τη χρονολογία των δακτυλίων των δέντρων.
Με την πρώτη ματιά θα την περνούσατε για πίνακα τιμών χρηματιστηρίου. Η έλλειψις οποιασδήποτε ομοιομορφίας της, οι τυχαίες βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις της και οι απρόβλεπτες μακροπρόθεσμες κατευθύνσεις της, όλα αυτά αυξάνουν την ομοιότητα. Χρησιμοποιώντας αυτή τη διορθωτική καμπύλη, τα εργαστήρια ραδιανθρακικής χρονολογήσεως κατέληξαν να εμπιστεύωνται πλήρως στην ακρίβεια της χρονολογίας των δακτυλίων των δένδρων, που ονομάζεται επίσης δενδροχρονολογία.
Έτσι εκείνοι που έθεσαν την εμπιστοσύνη τους στις ραδιανθρακικές χρονολογίες πρέπει να ερωτήσουν τώρα τους εαυτούς των αν αυτή η εμπιστοσύνη ενισχύεται ή εξασθενή με τη νέα σύνδεσι με τις χρονολογίες των δακτυλίων των δένδρων. Η απάντησις, φυσικά, εξαρτάται από το πόσο βεβαία είναι η χρονολογία των δακτυλίων των δένδρων. Είναι μια στερεή άγκυρα για τις ραδιανθρακικές χρονολογίες για να τις προστατεύσουν από το να πελαγοδρομούν στα άγνωστα βάθη της αρχαιότητος;
Χρονολογία της Κωνοφόρου Πεύκης
Δεν είναι πολλά τα δένδρα που ζουν χιλιάδες χρόνια. Οι μεγαλοπρεπείς γιγαντιαίες σεκόγιες που αναπτύσσονται στις βουνοπλαγιές της Καλιφορνίας είναι φημισμένες για τη μεγάλη τους μακροζωία. Στα τελευταία χρόνια, όμως, διεπιστώθη ότι η κωνοφόρος πεύκη, ένα χωρίς αξιώσεις και καχεκτικό δένδρο, που φύεται σε ψηλές βραχώδεις πλαγιές των νοτιοδυτικών Ηνωμένων Πολιτειών, ζη μερικές φορές ακόμη περισσότερο. Αναφέρεται ότι ένα δένδρο στη Νεβάδα είναι ηλικίας 4.900 ετών.
Η χρησιμότης αυτού του μακρόβιου δένδρου τονίσθηκε για πρώτη φορά το 1953 από τον Έντμουντ Σούλμαν, του Πανεπιστημίου της Αριζόνας. Στα Λευκά Όρη της ανατολικής Καλιφορνίας βρήκε μερικά πολύ παλαιά δένδρα, που μερικά απ’ αυτά ζούσαν ακόμη, ενώ άλλα ήσαν νεκροί κορμοί ή κούτσουρα. Συνέλεξε τις καρδιές του ξύλου που είχαν κοπή από ζωντανά δένδρα καθώς και τα υπολείμματα πεσμένων δένδρων στο δάσος. Τα εξήτασε στο εργαστήριό του και τα χρησιμοποίησε για να βγάλη μια χρονολογία σύμφωνα με τους δακτυλίους των δένδρων. Μετά τον θάνατό του το 1958, η εργασία αυτή συνεχίσθηκε από τον καθηγητή Κ. Γ. Φέργκουσον στο ίδιο εργαστήριο. Ο Φέργκουσον ανέφερε στο Συμπόσιο Νόμπελ τη σημερινή κατάστασι της εργασίας. Ισχυρίζεται ότι έχει καθορίσει μια χρονολογία από τους δακτυλίους των δένδρων της κωνοφόρου πεύκης μέχρι το 5.522 π.Χ. Αυτό είναι διάστημα 7.500 σχεδόν ετών, που είναι ένα αληθινά εντυπωσιακό επίτευγμα. Μπορεί να υπάρχη κανείς λόγος για ν’ αμφιβάλλωμε ότι αυτό είναι σωστό;
Αμφισβητείται από Μερικούς Ερευνητάς
Μπορούμε τώρα να σημειώσωμε ότι ο Καθηγητής Π. Ε. Ντέιμον, του τμήματος γεωλογίας στο ίδιο πανεπιστήμιο με τον Φέργκουσον, είπε: «Η ακρίβεια της χρονολογήσεως βάσει δακτυλίων των δένδρων ίσως ν’ αναμφισβητηθή από μερικούς ερευνητάς.»8a Ας ερευνήσωμε λοιπόν τη διαδικασία του καθορισμού μιας χρονολογίας βάσει των δακτυλίων των δένδρων για να ιδούμε γιατί μπορεί ν’ αμφισβητηθή.
Το πρώτο πράγμα για το οποίο θα πρέπει να ερωτήσωμε είναι η βασική υπόθεσις για τη μέτρησι των δακτυλίων, ότι δηλαδή ένας δακτύλιος αντιστοιχεί με ένα έτος. Ίσως να σας εκπλήξη αν μάθετε ότι αυτό δεν είναι πάντοτε αληθινό. Ο Φέργκουσον λέγει επάνω στο σημείο αυτό: «Σε μερικές περιπτώσεις, το 5 τοις εκατό ή και περισσότεροι των ετησίων δακτυλίων μπορεί να λείπουν κατά μήκος μιας ωρισμένης ακτίνος που καλύπτει πολλούς αιώνες. Η τοποθέτησις αυτών των ‘ελλειπόντων’ δακτυλίων σ’ ένα δείγμα επαληθεύεται ελέγχοντας τη χρονολογία του σχεδίου των δακτυλίων του με το σχέδιο δακτυλίων άλλων δένδρων όπου ο ‘ελλείπων’ δακτύλιος υπάρχει.»9 Εφ’ όσον ο ερευνητής προσθέτει αυτούς τους «ελλείποντας δακτυλίους» στη χρονολογία του, αυτή είναι μεγαλύτερη από τον πραγματικό αριθμό των μετρηθέντων δακτυλίων κατά πέντε ή περισσότερα έτη για κάθε αιώνα.
Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι το σχόλιο του Φέργκουσον για τη δυνατότητα να παραγάγη ένα δένδρο δυο ή τρεις δακτυλίους σ’ ένα μόνο χρόνο!: «Σε ωρισμένα είδη κωνοφόρων δένδρων, ειδικά σ’ εκείνα που αναπτύσσονται σε χαμηλότερα ύψη ή σε νεώτερα γεωγραφικά πλάτη, η ανάπτυξις στη διάρκεια μιας εποχής μπορεί ν’ αποτελήται από δυο ή περισσότερα ξεπετάγματα αυξήσεων, καθένα από τα οποία μπορεί να μοιάζη πολύ μ’ έναν ετήσιο δακτύλιο. Τέτοιοι δακτύλιοι πολλαπλής αναπτύξεως είναι, εν τούτοις, εξαιρετικά σπάνιοι στην κωνοφόρο πεύκη και είναι ειδικά λιγοστοί στα ύψη και πλάτη των τοποθεσιών που μελετήθηκαν.»9
Έτσι, κάτω από τις σημερινές κλιματικές συνθήκες, οι πολλαπλοί δακτύλιοι είναι σπάνιοι. Από την άποψι της θεωρίας της ομοιομορφίας του κλίματος, μια τέτοια δήλωσις είναι αρκετά καθησυχαστική. Αλλά η άποψις αυτή παραβλέπει τις άφθονες αποδείξεις ότι το κλίμα ήταν πολύ πιο ήπιο πριν από τον Κατακλυσμό του 2370 π.Χ. Επίσης οι σημερινές τοποθεσίες των κωνοφόρων πευκοδασών μπορεί να βρίσκονταν τότε σε πολύ χαμηλότερα ύψη. Και οι δυο αυτές διαφορές σε συμφωνία με τη γνώμη που παρετέθη, θα μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα περισσότερους πολλαπλούς δακτυλίους σε δένδρα που ζούσαν τότε. Αυτό θα αλήθευε, όχι μόνο πριν από τον Κατακλυσμό, αλλά ακόμη και για λίγον καιρό κατόπιν, καθώς ο φλοιός της γης προσαρμοζόταν στις νέες πιέσεις. Ποιος μπορεί να πη πόσο συχνά σχηματίσθηκαν πολλαπλοί δακτύλιοι κάτω από εκείνες τις συνθήκες, ή πόσοι επί πλέον αιώνες περιλαμβάνονται στη χρονολογία εξ αιτίας τούτου;
Συναρμολόγησις των Δειγμάτων
Το επόμενο σημείο που πρέπει να παρατηρήσωμε είναι ότι ούτε ένα δένδρο δεν έχει 7.500 δακτυλίους. Μολονότι αναφέρεται ότι μερικά ζωντανά δένδρα έχουν ηλικία μεγαλύτερη από 3.000 και ακόμη 4.000 χρόνια, εν τούτοις το παλαιότερο ζωντανό δένδρο που περιλαμβάνεται στη χρονολογία φθάνει πίσω μόνον ως το έτος 800 μ.Χ. Βρέθηκε όμως ένα νεκρό δένδρο με 2.200 δακτυλίους, και μεταξύ των εξωτερικών στρωμάτων του νεκρού δένδρου και των εσωτερικών στρωμάτων του ζωντανού δένδρου βρέθηκαν ομοιότητες στο σχέδιο των χονδρών και των λεπτών δακτυλίων. Έτσι εθεώρησαν ότι οι ηλικίες εκάλυπταν η μια την άλλη από το 800 έως το 1285 μ.Χ. και προσδιώρισαν τη χρονολογία του παλαιοτέρου δένδρου έως το 957 π.Χ. Αυτή η διαδικασία επανελήφθη με άλλα δεκαεπτά υπολείμματα πεσμένων δένδρων, που είχαν από 439 ως 3.250 δακτυλίους για να φθάση το μέτρημα των δακτυλίων σ’ ένα σύνολο 7.484 ετών στο παρελθόν.
Τώρα ίσως να ρωτήσετε, Πόσο ασφαλής είναι η συναρμολόγησις των δειγμάτων που το ένα υπερκαλύπτει το άλλο; Ο Φέργκουσον μας διαβεβαιώνει ότι υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να ταιριάσουν το καθένα από τα δεκαεπτά δείγματα· όπως λέγει: «Η κυρία χρονολογία για όλα τα χρησιμοποιηθέντα δείγματα είναι μοναδική στο κατ’ έτος σχέδιό της· πουθενά σ’ όλο τον χρόνο, δεν επαναλαμβάνεται ακριβώς η ίδια μακρά διαδοχή πλατιών και στενών δακτυλίων, διότι οι κατ’ έτος μεταβολές του κλίματος δεν είναι ποτέ ακριβώς οι ίδιες.»9 Μερικά άτομα ίσως να ήσαν πρόθυμα να δεχθούν αυτή τη γνώμη ασυζητητί· άλλοι ερευνηταί θα μπορούσαν, όπως λέγει ο Ντέιμον, να είναι μεταξύ εκείνων που την αμφισβητούν.
Ένα άλλο ερώτημα: Αν ήταν δυνατόν να προσαρμόσωμε ένα κομμάτι ενός νεκρού δένδρου σε περισσότερες από μια θέσεις, ποιες σκέψεις θα ωδηγούσαν στην εκλογή της «ορθής» θέσεως; Η επόμενη δήλωσις του Φέργκουσον μπορεί να μας δώση μια απάντησι: «Κατά διαστήματα, ένα δείγμα ενός τεμαχίου που δεν χρονολογήθηκε ακόμη υποβάλλεται σε ραδιανθρακική ανάλυσι. Η χρονολογία που λαμβάνεται δείχνει τη γενική ηλικία του δείγματος και αυτό δίνει απάντησι για το ποιο μέρος της κυρίας χρονολογίας θα πρέπει να ερευνηθή, κι έτσι η χρονολογία βάσει των δακτυλίων μπορεί να διαπιστωθή πιο εύκολα.»10 Και πάλι: «Η ραδιανθρακική ανάλυσις ενός μόνου, μικρού δείγματος, που περιέχει μια σειρά δακτυλίων καλής ποιότητος 400 ετών, δείχνει ότι το δείγμα έχει κατά προσέγγισιν ηλικία 9.000 ετών. Αυτό παρέχει μεγάλη υπόσχεσι για την επέκτασι της χρονολογίας των δακτυλίων ακόμη περισσότερο στο παρελθόν.»11
Έτσι είναι προφανές ότι η χρονολόγησις με άνθρακα 14 χρησιμεύει ενίοτε ως οδηγός στη συγκόλλησι των τεμαχίων του αινίγματος των δακτυλίων των δένδρων. Μήπως αυτές οι ομολογίες δίνουν αφορμή να υποπτευθούμε ότι ίσως η χρονολογία των δακτυλίων των δένδρων δεν είναι τόσο καλά θεμελιωμένη όσο φαίνεται να είναι, αλλ’ ότι οι υποστηρικταί της αναζητούν υποστήριξι στη ραδιανθρακική χρονολόγησι; Μια τέτοια υποψία δεν είναι αβάσιμη, διότι ο Καθηγητής Ντέιμον, αφού μας διαβεβαιώνει για την προσωπική του εμπιστοσύνη στις χρονολογήσεις των δακτυλίων, προσθέτει: «Εν τούτοις, είναι πιο ασφαλές να έχωμε κάποια αντικειμενική σύγκρισι, επί παραδείγματι, σε μια άλλη μέθοδο χρονολογήσεως. Αυτό μας το προμηθεύει, πράγματι, η ραδιανθρακική χρονολόγησις ιστορικώς χρονολογημένων δειγμάτων.»8
Αν οι χρονολογίες των δακτυλίων των δένδρων χρειάζεται να στηριχθούν σε σύγκρισι με ραδιανθρακικές χρονολογίες στην ακτίνα που υποστηρίζονται από ιστορικές χρονολογίες, 4.000 μόνο ετών στο παρελθόν, τι θα λεχθή για την ανάγκη προκειμένου για ηλικίες 4.000 ή 5.000 ετών πριν απ’ αυτές;
Προβλήματα στη Χρονολόγησι του Ξύλου
Οι προσπάθειες για την ενίσχυσι της αμοιβαίας υποστηρίξεως των δύο χρονολογιών πλήττονται από ένα άλλο πρόβλημα που προκάλεσε σοβαρή συζήτησι μεταξύ των ειδικών. Ακόμη και στη ραδιανθρακική ανάλυσι εκείνων των δειγμάτων της κωνοφόρου πεύκης που χρησιμεύει τώρα ως βάσις για όλες τις άλλες ραδιανθρακικές χρονολογίες, θα πρέπει να ληφθή υπ’ όψιν η δυνατότης αλλοιώσεως του δείγματος. Είναι γνωστό ότι ανόργανες ουσίες, όπως ο ασβεστόλιθος των μαλακοστράκων και το ανθρακικό άλας στα οστά, υπόκεινται εύκολα σε ανταλλαγή με διαλυμένα ανθρακικά άλατα, είτε παλαιότερα είτε νεώτερα. Γι’ αυτόν το λόγο είναι σχεδόν άχρηστα για χρονολόγησι. Οργανικές ουσίες, όπως η κυτταρίνη, θεωρούνται ότι είναι απίθανο ν’ ανταλλαγούν. Ο ζωντανός χυμός σ’ ένα δένδρο μπορεί να βγη εντελώς από το νεκρό δένδρο, αλλ’ αν κυκλοφορούσε στο δένδρο επί αιώνες ή χιλιετίες, μπορούμε να είμεθα βέβαιοι ότι δεν αντικατέστησε εν μέρει τον εξασθενημένο άνθρακα 14;
Ανόμοια με τον χυμό, το ρετσίνι είναι δύσκολο ν’ αφαιρεθή. Ο Φέργκουσον ανεφέρθη στην «εξαιρετικά ρητινώδη φύσι» του ξύλου της κωνοφόρου πεύκης.12 Οι ειδικοί συμφώνησαν ότι ρετσίνι από νεώτερο ξύλο μετακινείται στο παλαιότερο ξύλο, όπου μπορεί να προκαλέση λάθη. «Η προς τα μέσα διάχυσις του ρετσινιού είναι ασφαλώς ένα λογικό αποτέλεσμα.»13 Επίσης, «Αυτό το πρόβλημα του ρετσινιού είναι σημαντικό, ειδικά καθώς η διόρθωσις αυξάνει όσο προχωρεί κανείς περισσότερο στο εσωτερικό του δένδρου.»13 Σ’ ένα πείραμα, το ρετσίνι που έβγαλαν ήταν, όπως φάνηκε, 400 έτη νεώτερο από το ξύλο.
Οι ειδικοί, όμως, διεφώνησαν ως προς το πόσο αποτελεσματικές είναι οι χημικές μέθοδοί τους. Ένας είπε ότι βράζοντας διαδοχικά το ξύλο σε οξύ και σε άλκαλι «αφαιρείται όλο το ρετσίνι.»14 Ένας άλλος είπε: «Κατά τη γνώμη μου, το ρετσίνι στις κωνοφόρους πεύκες δεν μπορεί ν’ αφαιρεθή πλήρως με τη χρησιμοποίησι ανοργάνων χημικών ουσιών.»14 Αλλ’ όταν χρησιμοποιούν οργανικά χημικά διαλυτικά, πρέπει ν’ ανησυχούν μήπως το διαλυτικό δεν αφαιρέθηκε κατόπιν εντελώς, διότι έστω και λίγος σύγχρονος άνθραξ απ’ αυτό θα μπορούσε προφανώς να ανανεώση ένα δείγμα παλαιού ξύλου. Εργάζονται βέβαια ευσυνείδητα για ν’ αποκλείσουν όλα αυτά τα λάθη, έχουν όμως πλήρη επιτυχία; Πόσο βέβαιοι μπορούμε να είμεθα;
Μέτρησις των Προσχώσεων των Παγετώνων
Μια κάπως παρόμοια μέθοδος μετρήσεως των ετών διά μέσου του παρελθόντος συζητήθηκε στη διάσκεψι, μια μέθοδος που βασίζεται στις προσχώσεις των παγετώνων. Οι προσχώσεις είναι διαδοχικά στρώματα άμμου και λάσπης που υποτίθεται ότι σχηματίσθηκαν ετησίως από ένα παγετώνα καθώς έλυωνε. Ισχυρίζονται ότι αυτές οι προσχώσεις προμηθεύουν μια συνεχή ιστορία, από τις οποίες μια στη Σουηδία φθάνει έως 12.000 χρόνια στο παρελθόν από σήμερα. Αυτή επίσης επροτάθη ως απόλυτη χρονολογία με την οποία θα μπορούσαν να συνδεθούν οι ραδιανθρακικές χρονολογίες. Αλλά πόσο σταθερή βάσις είναι αυτή πραγματικά;
Η χρονολογία των Σκανδιναβικών προσχώσεων έχει συναρμολογηθή από εξετασθέντα τμήματα σε διάφορα μέρη σ’ όλο το μήκος της Σουηδίας. Τα στοιχεία εμφανίζονται πολύ λιγώτερο χρήσιμα από τη χρονολογία των δακτυλίων των δένδρων, για πολλούς λόγους.
Πρώτα πρώτα, δεν υπάρχει κρίκος ως τη σύγχρονη εποχή που ν’ αντιστοιχή με τον δακτύλιο του φλοιού του δένδρου. Οι υπολογισμοί για τη χρονολογία που απετέθη το τελευταίο στρώμα διαφέρουν πολύ. Επίσης, το πρόβλημα της πιστοποιήσεως των ετησίων στρωμάτων συμβάλλει στην αβεβαιότητα. Έτσι ένας γεωλόγος εχρονολόγησε την αρχή της σειράς των στρωμάτων στη Σκάνε στο 12.950 π.Χ., ένας άλλος μόνο στο 10.550 π.Χ. Ο Δρ. Ε. Φρομ, της Γεωλογικής Υπηρεσίας της Σουηδίας, είπε: «Σ’ αυτές τις περιπτώσεις το γεωλογικό σκηνικό δεν περιώρισε εκ των προτέρων την πιθανή ακτίνα των χρονολογήσεων, και οι ‘τηλεσυνδέσεις’ απέδωσαν προφανώς πολύ αναξιόπιστα αποτελέσματα. Επί πλέον, σ’ αυτά τα μέρη της Σκάνε παραμένουν αμφιβολίες για το αν όλα τα στρώματα των προσχώσεων με ιζηματοαπόθεσι σε μικρές λιμνούλες από λυωμένα παγόδενδρα είναι πραγματικά ετήσιες προσχώσεις.»15
Σημειώστε τις ομολογίες ότι οι προσχώσεις δεν αντιστοιχούν πάντοτε με τα ετήσια στρώματα. Στην πραγματικότητα, αντιπροσωπεύουν διαδοχικές καταστάσεις ταχείας και βραδείας ροής, που θα μπορούσαν να συμβούν αρκετές φορές τον χρόνο κάτω από μερικές κλιματικές συνθήκες. «Ο Δρ. Χέρνστεν της Γεωλογικής τοπογραφίας της Σουηδίας ετόνισε ότι κάθε πρόσχωσις θα πρέπει να εξετασθή πολύ προσεκτικά για ν’ αποφύγωμε να μετρήσωμε την πρόσχωσι του ενός έτους για δύο έτη. Μια μόνο πρόσχωσις που απετέθη στη διάρκεια ενός έτους μπορεί να έχη ένα ή δυο ψευδοχειμερινά στρώματα λόγω μεταβολών στην ροή του νερού από λυωμένο πάγο (συγκρίνατε με διπλούς δακτυλίους των δένδρων.)»16 Ο καθηγητής Ρ. Φ. Φλιντ, πολύ γνωστός γεωλόγος του πανεπιστημίου Γέηλ, εζήτησε μια σαφή δήλωσι για τα κριτήρια βάσει των οποίων αναγνωρίζεται μια πρόσχωσις, αλλ’ όσο δείχνουν τουλάχιστον τα πρακτικά του συμποσίου, αυτή δεν εδόθη.17
Αυτές, λοιπόν, είναι οι «απόλυτες χρονολογίες» που προσεφέρθησαν στο Συμπόσιο Νόμπελ. Από τα άρθρα των δημοφιλών επιστημονικών περιοδικών θα ήταν εύκολο να σχηματισθή η εντύπωσις ότι η ραδιανθρακική χρονολόγησις είναι θεμελιωμένη πιο στερεά από κάθε άλλη φορά. Αλλά μια προσεκτική ανάγνωσις των παρασκηνίων συζητήσεων στη διάσκεψι της Ουψάλα αποκαλύπτει ότι οι αβεβαιότητες πολλαπλασιάσθηκαν. Η ραδιανθρακική θεωρία δεν παρέχει πια ορθή βάσι για να παραδεχθούμε τις χρονολογίες της. Τα αποτελέσματα μελέτης είκοσι ετών εξασθένησαν πολύ τις περισσότερες βασικές υποθέσεις της.
Τώρα η εμπιστοσύνη τίθεται στην εργασία ενός μοναδικού ομίλου ερεύνης βάσει μιας νέας μεθόδου—της χρονολογήσεως των δακτυλίων των δένδρων. Τι επιπρόσθετες αδυναμίες σ’ αυτή τη μέθοδο θα μπορούσαν ν’ αποκαλυφθούν ύστερα από είκοσι χρόνια εντατικής μελέτης σε διάφορα εργαστήρια; Όπως είναι σήμερα, θα ήσαστε πρόθυμοι να βασισθήτε σ’ αυτή μάλλον παρά στη Γραφή, για τις ζωτικές αποφάσεις που θα πρέπει να λάβετε στο εγγύς μέλλον;
[Υποσημειώσεις]
a Οι παραπομπές βρίσκονται στη σελίδα 20.
-
-
Η Επιστημονική ή Βιβλική Χρονολογία—Ποια Αξίζει να Πιστεύετε;Ξύπνα!—1972 | Σεπτέμβριος 8
-
-
Η Επιστημονική ή Βιβλική Χρονολογία—Ποια Αξίζει να Πιστεύετε;
ΤΑ περισσότερα άτομα που διαβάζουν τη Γραφή, έστω και κατά καιρούς, γνωρίζουν ότι η ανθρώπινη φυλή έχει ηλικία έξη χιλιάδων περίπου ετών. Αλλ’ ίσως να μη γνωρίζουν ποια Γραφικά εδάφια δείχνουν αυτή την ηλικία. Ίσως να έχετε δη σε μερικές Γραφές τη χρονολογία 4.004 π.Χ. στο περιθώριο στο πρώτο κεφάλαιο της Γενέσεως.
Γνωρίζετε αν αυτή η χρονολογία είναι σωστή, ή επάνω σε ποιο συλλογισμό βασίζεται; Πώς θα σας φανή τότε αν δήτε ένα άρθρο για μια νέα ραδιανθρακική μέτρησι που να δείχνη ότι μια αρχαιολογική τοποθεσία κατοικείτο από πρωτόγονους ανθρώπους πριν από οκτώ ή εννέα χιλιάδες χρόνια; Απορείτε πόσο βέβαιη είναι πράγματι η Βιβλική χρονολογία για τη δημιουργία; Ή μήπως περνά από το νου σας ότι μπορεί στο τέλος οι οπαδοί της εξελίξεως να έχουν δίκηο;
Οι ευσυνείδητοι σπουδασταί της Γραφής γνωρίζουν ότι ο Συγγραφεύς της είναι ένας ακριβής και επιμελής χρονομέτρης. Ακολούθησαν τα κείμενα που δίνουν τον ακριβή αριθμό ετών από το ένα εξέχον γεγονός στο άλλο. Γνωρίζουν πώς η αρχαία χρονολογία του ανθρωπίνου γένους, που διατηρείται μόνο στη Γραφή, εναρμονίζεται με την αξιόπιστη ιστορική χρονολογία, ώστε στα συμβάντα που αναγράφονται από τη δημιουργία του Αδάμ το 4026 π.Χ. και έπειτα μπορούν να τεθούν ακριβείς χρονολογίες.
Επί πλέον, γνωρίζουν ότι η Γραφή, ως βιβλίο προφητικό συχνά συνέδεσε χρονικά στοιχεία με μελλοντικά γεγονότα που έλαβαν χώρα ακριβώς στο έτος που προελέχθη. Πολλοί που ζουν τώρα έχουν παραστή προσωπικώς μάρτυρες της εκπληρώσεως της μακρόπνοης προφητείας για τους «καιρούς των εθνών,» που έφθανε ως τον εικοστόν αιώνα. Είδαν την έκρηξι του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στο προλεχθέν έτος 1914, που εισήγαγε την περίοδο της στενοχώριας από την οποία αυτός ο καιρός προορίζεται να μη αναλάβη ποτέ. Τώρα αποβλέπουν σ’ αυτή τη δεκαετία για τη συμπλήρωσι έξη χιλιάδων ετών ανθρωπίνης υπάρξεως. Ελπίζουν με εμπιστοσύνη ότι η εβδόμη χιλιετής ημέρα θα φέρη τη χιλιετή βασιλεία του Άρχοντος της Ειρήνης.
Οι ώριμοι Χριστιανοί γνωρίζουν καλά, μέσω της μελέτης των και της πείρας, την ακριβή χρονολογία της Γραφής. Γι’ αυτούς η ιδέα ότι ο Θεός θα μπορούσε να έχη κάμει λάθος στο χρόνο της δημιουργίας του ανθρώπου, ή ότι δεν θα ενδιαφερόταν καθόλου να δώση και να διατηρήση τα ιστορικά στοιχεία ώστε εμείς σήμερα να μη έχωμε αυτή τη ζωτική πληροφορία, είναι απίστευτο. Όταν εμφανίζωνται επιστημονικές χρονολογίες που αντιφάσκουν στη Βιβλική χρονολογία, λέγουν με ήρεμη πεποίθησι ότι οι επιστήμονες πρέπει να κάνουν λάθος, διότι ‘ο Θεός δεν μπορεί να ψευσθή.’—Τίτος 1:2.
Τώρα, ίσως να είσθε κάποιος που δεν συμμερίζεσθε αυτή την πεποίθησι. Ίσως να θέλετε να μάθετε: Μπορούμε πραγματικά να πιστεύωμε τη Βιβλική αφήγησι για τη δημιουργία του ανθρώπου όταν φαίνεται ότι διαφωνεί τόσο πολύ μ’ αυτά που μαθαίνουν οι επιστήμονες; Αν οι ραδιανθρακικές χρονολογίες για τους πρώτους ανθρώπινους οικισμούς είναι ορθές, τότε οι Βιβλικές χρονολογίες πρέπει να είναι κάπως εσφαλμένες, και πώς γνωρίζομε που βρισκόμεθα στο ρεύμα του χρόνου; Και ακόμη χειρότερο, αν ο Βιβλικός χρονολογικός πίναξ δεν είναι αξιόπιστος, ίσως και άλλα πράγματα στη Γραφή να μην είναι αξιόπιστα. Έτσι μπορούμε πραγματικά να βασιζώμεθα σ’ αυτή;
Αν η χρονολόγησις με το ραδιανθρακικό ωρολόγιο σας κάνη να διστάζετε να δεχθήτε ειλικρινά τις Γραφικές υποσχέσεις για μια νέα τάξι, σας προσκαλούμε να εξετάσετε προσεκτικά την πληροφορία που εκτίθεται στα προηγούμενα δυο άρθρα. Μη δέχεσθε εύπιστα τις γνώμες επιστημόνων ως την τελική αλήθεια σε ζητήματα που επηρεάζουν τόσο ζωτικά το μέλλον σας. Θυμηθήτε πόσο συχνά επιστημονικά «γεγονότα» μιας γενεάς απερρίφθησαν από τους επιστήμονες της επόμενης γενεάς. Κυττάξτε την ίδια τη ραδιανθρακική θεωρία, πόσες από τις βασικές υποθέσεις της χρειάσθηκε να τροποποιηθούν για να την εναρμονίσουν με πρόσφατες μελέτες. Χωρίς την υποστήριξι (μερικές φορές πολύ αμφισβητήσιμη) δειγμάτων χρονολογημένων με άλλους τρόπους, η ραδιανθρακική χρονολόγησις θα ήταν τώρα μια πολύ αβέβαιη υπόθεσις. Θα το θεωρούσατε φρόνιμο να εγκαταλείψετε την πίστι σας στη Γραφή μόνο για να την αντικαταστήσετε με πίστη σε μια επιστημονική θεωρία τόσο αβέβαιη όσο αυτή;
Οι Χρονολογίες του Άνθρακος-14 ένα Σαθρό Κατασκεύασμα
Οι επιστήμονες που συμμετέσχον στο Συμπόσιο του 1969 στην Ουψάλα απεχώρησαν με το αίσθημα ότι επετελέσθη πρόοδος στην κατανόησι και υπερπήδησι των πολλών προβλημάτων τους. Αισθάνθηκαν ιδιαίτερη ικανοποίησι συγκρίνοντας τη ραδιανθρακική χρονολόγησι με τη μέτρησι των δακτυλίων των δένδρων. Μολονότι η χρονολογία των δακτυλίων των δένδρων παραμόρφωσε άσχημα τις ραδιανθρακικές χρονολογίες, οι υποστηρικταί τους κατέληξαν εν τούτοις σε μια συμφωνία. Κατώρθωσαν να κατασκευάσουν μια αμοιβαίως διορθωτική καμπύλη και να δώσουν αληθοφανείς εξηγήσεις για τις κυριώτερες τάσεις αποκλίσεων.
Εν τούτοις, είναι πολύ πιθανόν ότι καμμιά απ’ αυτές τις επιστημονικές χρονολογίες δεν είναι τόσο ανεξάρτητη όσο θα ήθελαν να πιστεύουν οι υποστηρικταί τους. Ίσως εξαρτώνται από συλλογισμό που είναι ένας φαύλος κύκλος. Πιστεύουν οι ερευνηταί του ραδιάνθρακος ότι η χρονολόγησίς τους είναι ορθή επειδή την επαληθεύουν τα εργαστήρια των δακτυλίων των δένδρων; Και είναι ικανοποιημένοι οι ερευνηταί των δακτυλίων των δένδρων ότι η κυρία χρονολογία τους είναι ορθή επειδή οι ραδιανθρακικές χρονολογίες ταιριάζουν μ’ αυτή; Όσο βρίσκονται μέσα στο κανάλι που σημειώνεται από ιστορικές σημαδούρες, και οι δυο ακολουθούν μια λογική πορεία, αλλά μέσα στα μακρυνά ομιχλώδη βάθη, πλέουν χωρίς περιορισμό τηρώντας μόνο την απόστασι ορατότητος μεταξύ τους.
Για να μη νομίζετε ότι αυτό είναι μια άδικη κρίσις, κυττάξτε απλώς μερικούς από τους αντιθέτους ανέμους και ρεύματα που ο ραδιανθρακικός πιλότος έχει ν’ αντιμετωπίση:
(1) Το μέσον της ζωής του ραδιάνθρακος δεν είναι τόσο ασφαλώς γνωστό όσο θα ήθελαν οι επιστήμονες.
(2) Οι κοσμικές ακτίνες, που ποτέ δεν είναι σταθερές, μπορεί να ήσαν πολύ ισχυρότερες ή ασθενέστερες τα περασμένα 10.000 χρόνια παρ’ ό,τι γενικά πιστεύεται.
(3) Οι ηλιακές αναλαμπές αλλάζουν τον βαθμό του ραδιάνθρακος—πόσο πολύ στο παρελθόν κανένας δεν γνωρίζει.
(4) Το μαγνητικό πεδίο της γης μεταβάλλεται ακανόνιστα σε βραχυχρόνιο κλίμακα και τόσο ριζικά στην περίοδο χιλιάδων ετών ώστε ακόμη ο βόρειος και ο νότιος πόλος αντιστρέφονται. Οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν γιατί.
(5) Οι ραδιανθρακικοί επιστήμονες παραδέχονται ότι μια «Εποχή Παγετώνων» θα μπορούσε να έχη επηρεάσει το ραδιανθρακικό περιεχόμενο του αέρος, με τη μεταβολή του όγκου και της θερμοκρασίας του νερού των ωκεανών, αλλά δεν είναι βέβαιοι πόσο μεγάλες υπήρξαν αυτές οι μεταβολές.
(6) Αγνοούν όλες τις αποδείξεις, τόσο τις επιστημονικές όσο και τις Γραφικές, για ένα παγκόσμιο κατακλυσμό πριν από σαράντα τρεις αιώνες, κι έτσι δεν αναγνωρίζουν τα δραστικά αποτελέσματα που θα πρέπει να είχε τέτοιο κατακλυσμικό γεγονός στα δείγματα της εποχής εκείνης που μετρούν.
(7) Η ανάμιξις του ραδιάνθρακος μεταξύ της ατμοσφαίρας και των ωκεανών μπορεί να επηρεασθή από μεταβολές στο κλίμα ή στον καιρό, κανένας όμως δεν γνωρίζει πόσο.
(8) Η ανάμιξις του ραδιάνθρακος μεταξύ των επιφανειακών στρωμάτων και των βαθέων ωκεανών έχει μια επίδρασι που πολύ λίγο κατανοείται.
(9) Η καταμέτρησις των δακτυλίων των δένδρων, που χρησιμοποιείται για τη διόρθωσι του ραδιανθρακικού ωρολογίου, δημιουργεί αμφιβολίες λόγω της δυνατότητος πολύ διαφορετικών κλιματολογικών συνθηκών στους περασμένους αιώνες.
(10) Το ραδιανθρακικό περιεχόμενο των παλαιών δένδρων μπορεί να μεταβληθή με διάχυσι χυμού και ρετσινιού προς την καρδιά του ξύλου.
(11) Θαμμένα δείγματα μπορούν είτε να κερδίσουν είτε να χάσουν ραδιάνθρακα μέσω αποπλύσεως από τα νερά του εδάφους ή μέσω επαφής.
(12) Ποτέ δεν είναι βέβαιο ότι το δείγμα που εξελέγη για να χρονολογηθή ένα γεγονός αντιστοιχεί πραγματικά με αυτό. Είναι μόνον λίγο ή πολύ πιθανόν υπό το φως της αρχαιολογικής αποδείξεως στην τοποθεσία εκείνη.
Αυτός δεν είναι διόλου ένας πλήρης κατάλογος των παγίδων που πολιορκούν τη ραδιανθρακική χρονολόγησι, θα πρέπει να είναι όμως αρκετός για να κάμη ένα άτομο να σταματήση πριν πετάξη τη Γραφή του. Πολλά απ’ αυτά δεν θα επηρέαζαν σοβαρά τις χρονολογίες στο πρόσφατο παρελθόν, αλλά η επίδρασίς τους αυξάνει με τον χρόνο. Έτσι η μέθοδος λειτουργεί λογικά καλά έως τα περασμένα 2.500 ή 3.500 χρόνια, αλλά όσο προχωρούμε πιο μακρυά στο παρελθόν τ’ αποτελέσματα γίνονται διαρκώς πιο αμφίβολα. Δεν μπορούμε να αναμένωμε ότι το ραδιανθρακικό ωρολόγιο θα λειτουργούσε το ίδιο προ του Κατακλυσμού όπως λειτουργεί σήμερα. Και θα ήταν εκπληκτικό αν θα μπορούσε να τακτοποιηθή πλήρως μέσα σε χίλια χρόνια μετά από ένα τέτοιο πλήγμα.
Σημειώστε ιδιαίτερα το τελευταίο σημείο στον ανωτέρω κατάλογο. Ακόμη και αν κάθε τι άλλο για τη ραδιανθρακική χρονολόγησι ήταν σωστό, αν λίγη σκόνη από ξυλάνθρακα που ξέθαψαν στην τοποθεσία Τζαρμό στο Ιράκ βρήκαν ότι είναι ηλικίας 6.700 ετών, αποδεικνύει αυτό εσφαλμένη τη Γραφή; Δεν βασίζεται αυτό στην ερμηνεία του αρχαιολόγου που συνέλεξε το δείγμα; Είναι αυτός αλάθητος; Ακόμη κι αν σας διαβεβαίωνε ότι το δείγμα του είναι αλάνθαστα, αναμφισβήτητα και αναντίρρητα γνήσιο, είναι η πεποίθησίς του υγιής βάσις για τη δική σας πίστι;
Καθώς ζυγίζετε τις αποδείξεις, μη παραβλέπετε το πιο σημαντικό αποτέλεσμα της ραδιανθρακικής χρονολογήσεως, δηλαδή: Απ’ όλες τις χρονολογίες που βρέθηκαν για δείγματα συνδεδεμένα με την παρουσία του ανθρώπου, η συντριπτική πλειοψηφία, ίσως άνω του 90 τοις εκατό, απέδειξαν ότι είναι λιγώτερο από 6.000 χρόνια από σήμερα.
Αν οι ιδέες των οπαδών της εξελίξεως ότι ο άνθρωπος βρίσκεται εδώ ένα εκατομμύριο χρόνια ήσαν ορθές, ασφαλώς θα αναμέναμε να βρούμε ένα πολύ μεγαλύτερο αριθμό τεχνουργημάτων που να χρονολογούνται 10.000 ή 20.000 χρόνια στο παρελθόν, πράγμα που είναι μέσα στην ακτίνα δράσεως του άνθρακος 14. Γιατί σχεδόν όλα τα δείγματα πέφτουν ακριβώς μέσα στα περασμένα 6.000 χρόνια; Δεν αναμένομε μια επιστημονική μέτρησις να ομιλή με την εξουσία ενός αξιοπίστου αυτόπτου μάρτυρος. Αυτή μπορεί να προσφέρη περιστασιακές μόνον αποδείξεις. Αλλά μιλώντας στατιστικά, το ραδιανθρακικό ωρολόγι ρίχνει το βάρος της μαρτυρίας του συντριπτικά με το μέρος της αφηγήσεως της δημιουργίας και εναντίον της υποθέσεως της εξελίξεως για την προέλευσι του ανθρώπου.
Ασθενείς Κρίκοι στη Χρονολογία των Δακτυλίων των Δένδρων
Εν όψει τούτου, η μέθοδος της μετρήσεως των δακτυλίων των δένδρων φαίνεται να είναι πολύ πιο ειλικρινής από τις μετρήσεις του άνθρακος 14. Εν τούτοις, ύστερα από προσεκτικώτερη έρευνα βρίσκομε ότι κι εδώ υπάρχουν αδυναμίες στην αλυσίδα των δειγμάτων που υπερκαλύπτουν το ένα το άλλο. Ποτέ δυο δένδρα δεν έχουν ακριβώς το ίδιο σχέδιο χονδρών και λεπτών δακτυλίων. Σε όλα τα δείγματα πρέπει να προστεθούν ελλείποντες δακτύλιοι για να ταιριάσουν το ένα με το άλλο. Μήπως πρέπει να πιστεύωμε ότι η κρίσις του αναλυτή είναι πάντοτε ορθή όταν αποφασίζη πού να τοποθετήση τους ελλείποντας δακτυλίους; Αν παρεμβάλλονταν σε διαφορετικές θέσεις, είναι πιθανόν ότι η επερκάλυψις θα μπορούσε να ταιριάση καλύτερα σε άλλο μέρος της ιστορίας. Μας λέγουν ότι μερικές φορές μια χρονολογία του άνθρακος 14 που ήδη ελήφθη για το ξύλο μάς βοηθεί να το θέσωμε στην ορθή θέσι. Χωρίς να προκαταλαμβανώμεθα απ’ αυτή την πληροφορία, ή ίσως χωρίς να προκαταληφθούμε με το να προσπαθήσουμε να ταιριάσωμε το συνολικό αρχείο μέσα σ’ ένα βραχύτερο χρονικό διάστημα, είναι μήπως δυνατόν ότι άλλος αναλυτής θα επετύγχανε ένα εξ ίσου καλό ταίριασμα; Αυτά είναι ζωτικά ερωτήματα, αν πρόκειται ν’ αποφασίσωμε κατά πόσον θα πιστέψωμε περισσότερο σ’ ένα μέτρημα δακτυλίων των δένδρων παρά στο μέτρημα των ετών που κατεγράφησαν από τους συγγραφείς της Γραφής.
Όπως με όλα τα επιστημονικά συμπεράσματα, υπάρχουν όρια στην αξιοπιστία της χρονολογήσεως βάσει των δακτυλίων των δένδρων. Φαίνεται ότι μερικά δένδρα μπορούν να μετρούν τα χρόνια, αφού υπολογισθούν μερικές δυσκολίες σχετικά με τους ελλείποντες δακτυλίους και τους διπλούς δακτυλίους και το μέτρημά τους ισχύει επί μακρόν μετά τον θάνατό τους. Αλλά τα νεκρά δένδρα, μόνα τους, δεν λέγουν πότε άρχισαν ή πότε σταμάτησαν το μέτρημα. Ο άνθρωπος που συναρμολογεί τα δείγματα πρέπει να το αποφασίση αυτό, και οι γνώμες του και οι προκαταλήψεις του δεν μπορούν ν’ αποκλεισθούν απ’ αυτή την υποκειμενική απόφασι. Θα θέλατε να διακινδυνεύσετε τη ζωή σας έναντι της υποθέσεως ότι δεν έκαμε λάθος;
Θα ήσαστε πρόθυμοι να πιστέψετε τον λόγο οποιουδήποτε επιστήμονος, οσοδήποτε διασήμου, ότι η ραδιανθρακική χρονομέτρησις με την υποστήριξι των μετρήσεων των δακτυλίων των δένδρων έχει τώρα επιβεβαιώσει ότι δεν έγινε κατακλυσμός στον καιρό του Νώε όπως περιγράφει η Γραφή; Ο Ιησούς Χριστός είπε ότι έγινε ένας τέτοιος κατακλυσμός (Ματθ. 24:37-39· Λουκ. 17:26, 27) Ο ίδιος ο Θεός έκαμε να καταγραφή αυτή η αφήγησις στον θεόπνευστο Λόγο του. Τίνος την αυθεντικότητα θα δεχθήτε μάλλον προκειμένου να λάβετε μια απόφασι ζωής ή θανάτου;
Υπεροχή της Βιβλικής Χρονολογίας
Συγκρίνατε αυτά τα επιστημονικά συστήματα χρονολογίας με το σύστημα της Γραφής: «Ο Σημ ήταν ετών εκατόν, ότε εγέννησε τον Αρφαξάδ, δύο έτη μετά τον κατακλυσμόν. . . . Και ο Αρφαξάδ έζησε τριάκοντα πέντε έτη, και εγέννησε τον Έβερ.» (Γέν. 11:10-26) Αυτή είναι μια χρονολογία που ετηρήθη από ανθρώπους που μπορούσαν να μετρούν, χωρίς να παραλείπουν κανένα χρόνο ή να μετρούν κάποιον χρόνο δυο φορές, και που μπορούσαν να τηρούν γραπτά αρχεία των μετρήσεών τους. Κι εμείς επίσης μπορούμε να μετρούμε, και μπορούμε να αθροίσωμε τα έτη στα έγγραφά τους από τον Κατακλυσμό μέχρι τώρα, που είναι συνολικά 4.340 έτη. Δεν είναι αυτό πιο αξιόπιστο από το μέτρημα και τον συσχετισμό δακτυλίων σε δένδρα νεκρά προ πολλού, ή από το μέτρημα στρωμάτων άμμου, ή από την προσπάθεια να ισορροπήσωμε όλους τους παράγοντας της αβεβαιότητος σ’ ένα ραδιενεργό ωρολόγιο;
Η Βιβλική χρονολογία έχει μια αποκλειστική υπεροχή επάνω από τις επιστημονικές χρονολογίες. Εισδύει στο μέλλον. Το ραδιανθρακικό ωρολόγιο ξεκουράζεται και προχωρεί διαρκώς βραδύτερα, αλλά χωρίς κάποιο σημείο τέρματος. Η χρονολογία των δακτυλίων των δένδρων σταματά στον δακτύλιο που αναπτύχθηκε το τελευταίο έτος. Αλλά η Βιβλική χρονολογία κατευθύνει την προσοχή μας σ’ ένα καθωρισμένο σημείο, που είναι ακόμη μελλοντικό—στο τέλος των έξη χιλιετών ημερών της ιστορίας του ανθρώπου όπως έχει μετρηθή από τον Δημιουργό του.
Η περασμένη ιστορία της Γραφής που προλέγει μελλοντικές χρονολογίες είναι εντυπωσιακή. Βιβλική χρονολογία δημοσιεύθηκε από τους Χριστιανούς μάρτυρας του Ιεχωβά που προέλεγε το 1914 ως τη χρονολογία για την τρομερή αλλαγή στις υποθέσεις της γης που έλαβε χώραν τότε. Η εφημερίς Κόσμος της Νέας Υόρκης στις 30 Αυγούστου 1914 έλεγε: «Η τρομακτική έκρηξις του πολέμου στην Ευρώπη εξεπλήρωσε μια ασυνήθη προφητεία. Επί ένα τέταρτο του αιώνος που πέρασε, μέσω κηρύκων και του τύπου, οι ‘Διεθνείς Σπουδασταί των Γραφών’. . . διεκήρυτταν στον κόσμο ότι η Ημέρα της Οργής που προφητεύθηκε στη Γραφή θα ανέτελλε το 1914. Περιμένετε το 1914! ήταν η κραυγή των . . . ευαγγελιστών.»
Εκείνο το έτος 1914 ήταν μια χρονολογία τόσο καθαρά σημειωμένη ώστε οι σύγχρονοι ιστορικοί δεν μπορούν να την παραβλέψουν. Και δεν είναι απλή σύμπτωσις ότι αυτή η δεκαετία ξεχωρίζεται από πολλούς διορατικούς επιστήμονες ως εκείνη που θα δη τον κόσμο ν’ αντιμετωπίζη το χάος και τον τελικό όλεθρο από μια δωδεκάδα αδυσώπητων δυνάμεων που ήδη συγκλίνουν αναπόφευκτα επάνω του. Ποια επιτυχία του ραδιανθρακικού ωρολογίου μπορεί να συγκριθή με την ιστορία αυτή της Γραφής στον καθορισμό των χρονολογιών;
Ο Δρ. Σάβε-Σέντερμπεργκ, του Ινστιτούτου Αιγυπτιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα αφηγήθηκε το ακόλουθο ανέκδοτο στο Συμπόσιο:
Η χρονολόγησις με άνθρακα 14 συζητήθηκε σ’ ένα συμπόσιο για την προϊστορία της κοιλάδος του Νείλου. Ένας Αμερικανός συνάδελφος, ο Καθηγητής Μπριού, συνώψισε σύντομα τη συνήθη στάσι μεταξύ των αρχαιολόγων γι’ αυτό, ως εξής:
«Αν η χρονολογία του άνθρακος 14 υποστηρίζη τις θεωρίες μας, την θέτομε στο κύριο κείμενο. Αν δεν τις αντικρούη εντελώς, την θέτομε ως υποσημείωσι. Και αν είναι τελείως αντίθετη, απλώς την εγκαταλείπομε.»
«Λίγοι αρχαιολόγοι που ασχολήθηκαν με την απόλυτη χρονολογία είναι αθώοι της εφαρμογής αυτής της μεθόδου, και πολλοί διστάζουν ακόμη να δεχθούν τις χρονολογίες του άνθρακος 14 ανεπιφύλακτα.»18
Οι κοσμικοί επιστήμονες είναι ακόμη απρόθυμοι να δεχθούν τα αποτελέσματα της ραδιανθρακικής χρονολογήσεως, έστω κι αν δεν θα έκανε άλλη βλάβη από το ν’ ανατρέψη τις προσφιλείς των θεωρίες. Δεν θα πρέπει, επομένως, οι Χριστιανοί, που έχουν πολύ σοβαρότερους λόγους, να είναι απρόθυμοι να δεχθούν ως αλήθεια μια επιστημονική χρονολογία που αναθεωρείται συνεχώς στη βασική της θεωρία και που γέρνει για να στηριχθή πρώτα στο ένα δεκανίκι και κατόπιν στο άλλο; Γιατί θα πρέπει να την δεχθούν όταν αντικρούη απροκάλυπτα μια Βιβλική χρονολογία που διατηρήθηκε από ευσυνείδητους χρονικογράφους και προστατεύθηκε με τη θεία επίβλεψι και που άντεχε στις δοκιμές τόσο της ιστορικής όσο και της προφητικής ακριβείας, επί χιλιάδες έτη; Ασφαλώς η Γραφή είναι που δείχνει ότι ζούμε στις «έσχατες ημέρες» αυτού του πονηρού συστήματος και ότι η δίκαιη νέα τάξις του Θεού είναι πλησίον—η χρονολογία που βρίσκεται σ’ αυτό το βιβλίο είναι εκείνη που αξίζει να πιστεύωμε.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. «Ραδιανθρακική Χρονολόγησις,» υπό W. F. LIBBY, 1952, σελ. 72. (στην Αγγλική)
2. «12ο Συμπόσιο Νόμπελ»:Ραδιανθρακικές μεταβολές και Απόλυτη Χρονολογία, 1970 σελ. 25. (στην Αγγλική)
3. Ε. Κ. Ραλφ και Χ. Ν. Μίκαελ, «Αρχαιομετρία,» Τόμ. 10, 1967, σελ. 7. (στην Αγγλική)
4. «Ραδιανθρακική Χρονολόγησις,» σελ. 41. (στην Αγγλική)
5. «12ο Συμπόσιο Νόμπελ» σελ. 522. (στην Αγγλική)
6. «Ραδιανθρακική Χρονολόγησις,» σελ. 29. (στην Αγγλική)
7. Αυτόθι σελ. 32.
8. «12ο Συμπόσιο Νόμπελ» σελ. 576. (στην Αγγλική)
9. Κ. Γ. Φέργκουσον, «Επιστήμη,» Τόμ. 159, 23 Φεβρ. 1968, σελ. 840. (στην Αγγλική)
10. Αυτόθι, σελ. 845.
11. Αυτόθι, σελ. 842.
12. Αυτόθι, σελ. 839.
13. «12ο Συμπόσιο Νόμπελ » σελ. 272.
14. Αυτόθι, σελ. 273.
15. Αυτόθι, σελ. 167.
16. Αυτόθι, σελ. 216.
17. Αυτόθι, σελ. 219.
18. Αυτόθι, σελ. 35.
[Εικόνα στη σελίδα 17]
ΧΡΟΝΟΛ. ΑΝΘΡ. 14
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΔΑΚΤΥΛΙΩΝ ΤΩΝ ΔΕΝΤΡΩΝ
Το οικοδόμημα των χρονολογιών του άνθρακος 14 βρέθηκε να είναι τόσο σαθρό στο μακρυνό διάστημα του χρόνου ώστε χρειάσθηκε επείγουσα υποστήριξι—τη μέτρησι των δακτυλίων των δένδρων. Θα θέσετε την εμπιστοσύνη σας σ’ ένα τέτοιο κατασκεύασμα;
-
-
Ματιές στον Κόσμο—Α΄Ξύπνα!—1972 | Σεπτέμβριος 8
-
-
Ματιές στον Κόσμο—Α΄
Τα Σεμινάρια Ελαττώνονται
◆ Αν και η Καθολική Εκκλησία βρίσκεται σε μεγάλη ανάγκη για περισσότερους ιερείς, τα σεμινάριά της που προμήθευαν τους ιερείς της ελαττώνονται γρήγορα σε αριθμό. Στο κεντρικό τμήμα των Ηνωμένων Πολιτειών 12 από τα 33 σεμινάρια έκλεισαν από το 1967. Σε όλη τη χώρα έκλεισαν περίπου 45. Οι εγγραφές έχουν μειωθή κατά 19 τοις εκατό από το 1967, αλλά στις κεντρικές πολιτείες η πτώσις ήταν 39,3 τοις εκατό. Ένας Φραγκισκανός ιερεύς παρατήρησε: «Όχι μόνο λιγώτεροι σπουδασταί πηγαίνουν στα σεμινάρια, αλλά και 40 τοις εκατό των σπουδαστών αποσύρονται.»
Μη Αναγκαίες Εγχειρήσεις
◆ Βεβαιώνοντας ενώπιον της Επιτροπής Ιατρικής Καταχρήσεως, ο Δρ. Σίντνεϋ Γουλφ υπελόγισε ότι 10.000 Αμερικανοί πεθαίνουν κάθε χρόνο ως αποτέλεσμα δύο εκατομμυρίων μη αναγκαίων εγχειρήσεων. Είναι πάντοτε φρόνιμο να λαμβάνεται η γνώμη περισσοτέρων του ενός ιατρών πριν γίνη εγχείρησις. Οι γιατροί διαφέρουν στις γνώμες και την πείρα.
-
-
Θεαματική Πυρκαϊά στην ΑργεντινήΞύπνα!—1972 | Σεπτέμβριος 8
-
-
Θεαματική Πυρκαϊά στην Αργεντινή
◆ Μια θεαματική πυρκαϊά σάρωσε μια συνοικία παραπηγμάτων του Μπουένος Άιρες καταστρέφοντάς την ολοσχερώς πριν μερικούς μήνες. Η πυρκαϊά άφησε άστεγα 700 άτομα και προξένησε ζημίες που έφταναν εκατομμύρια πέσος. Αιτία της πυρκαϊάς ήταν η ειδωλολατρία εκ μέρους μιας γυναίκας ιδιοκτήτριας ενός μπαρ. Όταν έκλεισε το μπαρ για να πάη στο σπίτι της, άφησε ένα κερί να καίη εμπρός από το ομοίωμα του ευνοουμένου της αγίου, και η φλόγα αυτού του κεριού έφερε την κόλασι της φωτιάς που κατέστρεψε τη συνοικία.
-