ΔΙΠΟΥΣ
[εβρ., ‛αχμπάρ].
Σύμφωνα με την άποψη πολλών λογίων, η εβραϊκή λέξη ‛αχμπάρ, που αποδίδεται με διάφορους τρόπους—«ποντικός», «αρουραίος», «δίπους» και «τρωκτικό που πηδάει»—ενδέχεται να περιλαμβάνει όλες τις ποικιλίες των αρουραίων, των ποντικών και των συγγενικών ζώων, όπως ο δίπους. Εντούτοις, ένα λεξικό της εβραϊκής και της αραμαϊκής των Κέλερ και Μπαουμγκάρτνερ ορίζει αυτή την εβραϊκή λέξη ως «δίπους».
Ο δίπους μοιάζει με μικροσκοπικό καγκουρό
Ο δίπους είναι πηδητικό τρωκτικό, το οποίο μοιάζει κάπως με μικροσκοπικό καγκουρό και συναντάται ακόμη στις άνυδρες περιοχές της Μέσης Ανατολής. Το σώμα του μικρού αιγυπτιακού δίποδα (Jaculus jaculus) έχει μήκος 10 ως 15 εκ. και βάρος 50 ως 70 γρ. Τα αφτιά και τα μάτια του είναι μεγάλα. Τα μπροστινά του άκρα είναι κοντά, αλλά τα δύο πίσω άκρα έχουν μήκος περίπου ίσο με τα δύο τρίτα του συνολικού μήκους του κεφαλιού και του σώματος. Η ουρά είναι το μακρύτερο μέλος αυτού του ζώου και καταλήγει σε μια μικρή τούφα. Αυτό το νυκτόβιο ζώο προτιμάει τις ερήμους—την ημέρα που κάνει ζέστη μένει στην υπόγεια φωλιά του, ενώ τη νύχτα που έχει περισσότερη δροσιά βγαίνει έξω για να αναζητήσει την τροφή του.
Μολονότι οι Άραβες που κατοικούν στη Συριακή Έρημο χρησιμοποιούν το δίποδα για τροφή, για τους Ισραηλίτες αυτό το πλάσμα ήταν ακάθαρτο σύμφωνα με το Νόμο. (Λευ 11:29) Φαίνεται, όμως, ότι οι αποστάτες Ισραηλίτες αγνοούσαν αυτή την απαγόρευση του Νόμου.—Ησ 66:17, υποσ.
Οι δίποδες καταστρέφουν τα σιτηρά και άλλες σοδειές. Όταν η ιερή Κιβωτός βρισκόταν στην περιοχή των Φιλισταίων, η θεόσταλτη πληγή των διπόδων κατέστρεψε εκείνη τη γη.—1Σα 6:4, 5, 11, 18.