ΙΩΑΣ
(Ιωάς).
1. Βασιλιάς του Ιούδα επί 40 χρόνια, από το 898 ως το 859 Π.Κ.Χ. Ήταν ο νεότερος γιος του Βασιλιά Οχοζία του Ιούδα. Μητέρα του ήταν η Ζιβιάχ από τη Βηρ-σαβεέ. (2Βα 12:1· 1Χρ 3:11) Στο Μασοριτικό κείμενο εμφανίζεται και ο αναπτυγμένος τύπος του ονόματος, «Ιεχωάς».
Ο θάνατος του Οχοζία αποτέλεσε για τη Γοθολία, την πονηρή γιαγιά του Ιωάς, το πρόσχημα για να αυτοανακηρυχτεί βασίλισσα. Αλλά για να μην μπορέσει κανείς στο μέλλον να αμφισβητήσει την κατάληψη του θρόνου από μέρους της, σκότωσε όλους τους γιους του Οχοζία εκτός από τον μικρό Ιωάς, ο οποίος τότε ήταν βρέφος ηλικίας κάτω του ενός έτους. Αυτός διέφυγε τη σφαγή επειδή η θεία του η Ιωσαβεέ, η σύζυγος του Αρχιερέα Ιωδαέ, πήρε τον ίδιο και την παραμάνα του και τους έκρυβε με μυστικότητα στο ναό επί έξι χρόνια.—2Βα 11:1-3· 2Χρ 22:10-12.
Όταν το παιδί έγινε εφτά χρονών, ο Ιωδαέ εκμυστηρεύτηκε το ζήτημα σε πέντε αρχηγούς, στους οποίους παρουσίασε για πρώτη φορά το νόμιμο διάδοχο του θρόνου. Κατόπιν ο Ιωδαέ εξόπλισε τους 500 άντρες που βρίσκονταν υπό τις διαταγές αυτών των αρχηγών με ασπίδες και όπλα από το ναό και τους παρήγγειλε να στέκονται φρουροί γύρω από τον Ιωάς κατά την τελετή της στέψης η οποία θα λάβαινε χώρα στην αυλή του ναού. Οποιοσδήποτε επιχειρούσε να παρέμβει έπρεπε να θανατωθεί. (2Βα 11:4-12, 21· 2Χρ 23:1-11) Όταν η Γοθολία άκουσε το λαό να φωνάζει, πήγε εκεί τρέχοντας, ενώ συγχρόνως κραύγαζε: «Συνωμοσία! Συνωμοσία!» Χωρίς να χάσουν καιρό, την έβγαλαν έξω και τη θανάτωσαν στην είσοδο της πύλης των αλόγων. Κατόπιν ο Ιωδαέ έκανε μια διαθήκη πιστότητας ανάμεσα στον Ιεχωβά, στον νεοενθρονισμένο βασιλιά και στο λαό, και στη συνέχεια γκρέμισαν τον οίκο του Βάαλ και κατέστρεψαν τα θυσιαστήριά του και τις εικόνες του, σκότωσαν δε και τον Ματτάν, τον ιερέα του Βάαλ.—2Βα 11:13-20· 2Χρ 23:12-21.
Έκτοτε, όσο ζούσε ο Αρχιερέας Ιωδαέ, ο οποίος ενεργούσε ως πατέρας και σύμβουλος του Ιωάς, ο νεαρός μονάρχης ευημερούσε. Ο Ιωάς, που σε ηλικία 21 ετών ήταν ήδη παντρεμένος, πήρε δύο συζύγους—το όνομα της μίας ήταν Ιωαδδάν—από τις οποίες έγινε πατέρας γιων και θυγατέρων. Με αυτόν τον τρόπο η γραμμή του Δαβίδ η οποία θα οδηγούσε στον Μεσσία, και η οποία είχε φτάσει πολύ κοντά στον πλήρη αφανισμό, ισχυροποιήθηκε και πάλι.—2Βα 12:1-3· 2Χρ 24:1-3· 25:1.
Ο οίκος του Ιεχωβά χρειαζόταν απαραίτητα επισκευές, όχι μόνο λόγω παλαιότητας (τότε δεν ήταν παλαιότερος των 150 ετών), αλλά επίσης λόγω της παραμέλησης και της λεηλασίας που είχε υποστεί όταν βασίλευε η Γοθολία. Γι’ αυτό, ο Ιωάς παρότρυνε τους Λευίτες να συγκεντρώσουν τα χρήματα για την ανακαίνιση πηγαίνοντας από πόλη σε πόλη σε όλο τον Ιούδα, αλλά οι Λευίτες δεν ανταποκρίθηκαν ολόκαρδα και το έργο δεν προχωρούσε. (2Βα 12:4-8· 2Χρ 24:4-7) Αργότερα, οι διευθετήσεις για τη συγκέντρωση και τη διαχείριση των χρημάτων άλλαξαν. Ο λαός ανταποκρίθηκε και το έργο των επισκευών ολοκληρώθηκε.—2Βα 12:9-16· 2Χρ 24:8-14.
Μετά το θάνατο του πιστού Αρχιερέα Ιωδαέ σε ηλικία 130 ετών, οι άρχοντες του βασιλείου απομάκρυναν σιγά σιγά τον Βασιλιά Ιωάς και το λαό από τον Ιεχωβά στρέφοντάς τους στη λατρεία ειδώλων και φαλλικών “ιερών στύλων”. Και όταν ο Ιεχωβά ήγειρε προφήτες για να τους προειδοποιήσει, εκείνοι αρνήθηκαν να δώσουν προσοχή. (2Χρ 24:15-19) Ο Ιωάς έφτασε μάλιστα στο σημείο να σκοτώσει τον Ζαχαρία, τον ίδιο το γιο του Ιωδαέ, επειδή μέσω αυτού ο Θεός τούς είχε ελέγξει ρωτώντας: «Γιατί παραβαίνετε τις εντολές του Ιεχωβά;» Τα λόγια που είπε ο Ζαχαρίας πεθαίνοντας ήταν: «Ας το δει ο Ιεχωβά και ας επιζητήσει ανταπόδοση για αυτό».—2Χρ 24:20-22.
Η ανταπόδοση δεν άργησε να έρθει. Εφόσον ο Ιεχωβά είχε αποσύρει την προστασία του, μια μικρή στρατιωτική δύναμη Συρίων, υπό την αρχηγία του Αζαήλ, κατάφερε να εισβάλει στην περιοχή του Ιούδα και ανάγκασε τον Ιωάς να παραδώσει το χρυσάφι και τους θησαυρούς του αγιαστηρίου, καθώς και τα προσωπικά του υπάρχοντα, αφήνοντάς τον συντετριμμένο και ασθενή. (2Βα 12:17, 18· 2Χρ 24:23-25) Λίγο αργότερα, δύο από τους υπηρέτες του συνωμότησαν και τον θανάτωσαν στη σχετικά νεαρή ηλικία των 47 ετών. Τον έθαψαν στην Πόλη του Δαβίδ με τους προπάτορές του, και στη θέση του άρχισε να βασιλεύει ο γιος του ο Αμαζίας.—2Βα 12:19-21· 2Χρ 24:25-27.
2. Βασιλιάς του Ισραήλ, γιος του Ιωάχαζ και εγγονός του Ιηού. Στο Μασοριτικό κείμενο εμφανίζεται και ο αναπτυγμένος τύπος του ονόματος, «Ιεχωάς». Κυβέρνησε επί 16 χρόνια στα μέσα του ένατου αιώνα Π.Κ.Χ. Όταν αυτός ο Ιωάς (ο γιος του Ιωάχαζ) άρχισε να βασιλεύει στο βόρειο βασίλειο του Ισραήλ, ο Ιωάς ο γιος του Οχοζία ήταν βασιλιάς του νότιου βασιλείου του Ιούδα.—2Βα 13:10· Ωσ 1:1· Αμ 1:1.
Σε γενικές γραμμές, ο Ιωάς έπραξε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά και επέτρεψε να συνεχιστεί η μοσχολατρία σε όλη τη χώρα. Εντούτοις, όταν ο προφήτης Ελισαιέ ήταν άρρωστος και κόντευε να πεθάνει, ο Ιωάς κατέβηκε να τον δει και έκλαψε από πάνω του, λέγοντας: «Πατέρα μου, πατέρα μου, το πολεμικό άρμα του Ισραήλ και οι ιππείς του!» (2Βα 13:11, 14) Κάνοντας αυτό που του ζήτησε ο προφήτης, ο Ιωάς τόξευσε ένα βέλος από το παράθυρο προς την κατεύθυνση της Συρίας και κατόπιν χτύπησε τη γη με τα βέλη του. Ωστόσο, χτύπησε μόνο τρεις φορές. Ο Ελισαιέ εξοργίστηκε με αυτό διότι, όπως είπε, αν ο Ιωάς είχε συνεχίσει και είχε χτυπήσει τη γη πέντε ή έξι φορές, θα νικούσε ολοκληρωτικά τους Συρίους. Τώρα όμως, όπως δήλωσε ο προφήτης, θα είχε μόνο τρεις επιμέρους νίκες. (2Βα 13:15-19) Στις τρεις εκστρατείες που έκανε εναντίον των Συρίων, ο Ιωάς σημείωσε κάποια επιτυχία, ανακτώντας αρκετές ισραηλιτικές πόλεις τις οποίες είχε πάρει από το βόρειο βασίλειο ο Αζαήλ, ο πατέρας του Βεν-αδάδ.—2Βα 13:24, 25.
Ο Ιωάς εκμίσθωσε επίσης εκατό χιλιάδες στρατιώτες του στο βασιλιά του Ιούδα ο οποίος σκόπευε να πολεμήσει εναντίον των Εδωμιτών. Ωστόσο, σύμφωνα με τη συμβουλή κάποιου “ανθρώπου του αληθινού Θεού”, ειπώθηκε σε αυτούς να φύγουν. Μολονότι τους είχαν καταβληθεί εκ των προτέρων εκατό τάλαντα ασήμι ($660.600), αυτοί θύμωσαν που στέλνονταν πίσω στον τόπο τους, πιθανώς επειδή έχασαν το αναμενόμενο μερίδιο από τα λάφυρα. Έτσι λοιπόν, αφού επέστρεψαν στο Β, λεηλάτησαν διάφορες πόλεις του νότιου βασιλείου, από τη Σαμάρεια (που μπορεί να ήταν η βάση των επιχειρήσεών τους) μέχρι τη Βαιθ-ορών.—2Χρ 25:6-10, 13.
Πιθανώς ως αντίποινα για αυτό, ο βασιλιάς του Ιούδα προκάλεσε τον Ιωάς σε πόλεμο. Στη μάχη που ακολούθησε, ο Ιουδαίος Βασιλιάς Αμαζίας αιχμαλωτίστηκε στη Βαιθ-σεμές. Συνεχίζοντας την επέλασή τους, οι δυνάμεις του Ιωάς άνοιξαν ρήγμα στο τείχος της Ιερουσαλήμ, απογύμνωσαν το ναό και την κατοικία του βασιλιά από το χρυσάφι και το ασήμι τους και, αφού πήραν ομήρους, επέστρεψαν στη Σαμάρεια. (2Βα 14:8-14· 2Χρ 25:17-24) Τελικά, ο Ιωάς πέθανε και θάφτηκε στη Σαμάρεια, και στη θέση του άρχισε να κυβερνάει ο γιος του ο Ιεροβοάμ Β΄.—2Βα 13:12, 13· 14:15, 16.