ΜΑΥΡΟΣΟΥΣΑΜΟ
Μαζί με το κύμινο στα εδάφια Ησαΐας 28:25, 27 αναφέρεται και το φυτό που προσδιορίζεται από την εβραϊκή λέξη κέτσαχ. Η λέξη αυτή έχει μεταφραστεί με διάφορους τρόπους: «βίκος» (KJ), «μάραθο» (Mo) και «άνηθος» (AT· RS· ΜΠΚ). Ωστόσο, τα συμφραζόμενα και η αντίστοιχη ονομασία του φυτού στην αραβική (κάζχα) φαίνεται ότι ευνοούν την απόδοση «μαυροσούσαμο» (JP· ΜΝΚ). Το μαυροσούσαμο (νιγέλλα η εδώδιμος [Nigella sativa]) ανήκει στην οικογένεια Βατραχίδες, φτάνει στο ίδιο περίπου ύψος με το κύμινο (30 ως 60 εκ.) και έχει παρόμοια με εκείνο πτεροσχιδή φύλλα, φέρει δε μεμονωμένα, όμορφα λουλούδια με κυανόλευκα πέταλα. Τα περικάρπια έχουν εσωτερικά χωρίσματα, οι δε μικροσκοπικοί μαύροι σπόροι—μικρότεροι από του κύμινου—έχουν δριμύτατη γεύση αλλά και άρωμα, και χρησιμοποιούνται στις τροφές για να τους προσδώσουν αρκετά καυτερή γεύση. Το μαυροσούσαμο ήταν αγαπημένο καρύκευμα των αρχαίων Ελλήνων και των Ρωμαίων.—ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 1, σ. 543.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη χρήση της λέξης «μαυροσούσαμο» στα εδάφια Ησαΐας 28:25, 27, βλέπε ΚΥΜΙΝΟ.