ΑΜΜΩΝ
(Αμμών) [Ο Λαός].
Γιος του Λωτ από τη μικρότερη κόρη του· ο προγεννήτορας των Αμμωνιτών. (Γε 19:38) Όπως η μεγαλύτερη κόρη του Λωτ, έτσι και η μικρότερη είχε σχέσεις με τον πατέρα της τον καιρό που κατοικούσαν σε κάποια ορεινή σπηλιά—αφού προηγουμένως οι κόρες του Λωτ τού έδωσαν να πιει πολύ κρασί. (Γε 19:30-36) Το όνομα που έδωσε στον Αμμών η μητέρα του ήταν Βεν-αμμί, το οποίο σημαίνει «Γιος του Λαού Μου [δηλαδή των συγγενών μου]» και όχι αλλοεθνών, όπως ήταν οι Σοδομίτες. Άρα, το όνομα προφανώς σχετιζόταν με την ανησυχία που εξέφρασε η μεγαλύτερη κόρη, ότι δηλαδή δεν μπορούσαν να βρουν κανέναν από το λαό τους ή την οικογενειακή τους γραμμή για να παντρευτούν στον τόπο όπου κατοικούσαν.
Το όνομα «Αμμών» χρησιμοποιείται επίσης στο εδάφιο Ψαλμός 83:7 αναφερόμενο στο έθνος των απογόνων του Αμμών. Η έκφραση “γιοι του Αμμών” θύμιζε στους Ισραηλίτες τη σχέση που υπήρχε ανάμεσα σε αυτούς και στους Αμμωνίτες, μια σχέση που ακόμη και ο Ιεχωβά έλαβε υπόψη, όπως αποδεικνύεται από την οδηγία που έδωσε στους Ισραηλίτες να μην πειράξουν τον Αμμών ούτε να εμπλακούν σε σύγκρουση μαζί του, δεδομένου ότι οι Αμμωνίτες ήταν γιοι του Λωτ, του ανιψιού του Αβραάμ.—Δευ 2:19· βλέπε ΑΜΜΩΝΙΤΕΣ.