-
Κάδης, Κάδης-βαρνήΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 2
-
-
Το εδάφιο Ψαλμός 29:8 λέει ότι η φωνή του Ιεχωβά κάνει την έρημο της Κάδης «να σφαδάζει». Εδώ μπορεί να υπονοείται μια βίαιη θύελλα που κατεβαίνει ορμητικά από τα βουνά του Β στην περιοχή της Κάδης στα Ν και εκεί τινάζει την άμμο προς κάθε κατεύθυνση, έτσι ώστε δίνεται η εντύπωση ότι η έρημος σφαδάζει.
-
-
ΚαδμιήλΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 2
-
-
ΚΑΔΜΙΗΛ
(Καδμιήλ) [Ο Θεός Αντιμετωπίζει· Ο Θεός Πηγαίνει Μπροστά].
Λευίτης ο οποίος επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ (μαζί με τον Ζοροβάβελ) συνοδευόμενος από μέλη της οικογένειάς του. (Εσδ 2:1, 2, 40· Νε 7:6, 7, 43· 12:1, 8, 24) Ο Καδμιήλ και οι γιοι του βοήθησαν στην επιτήρηση της ανοικοδόμησης του ναού.—Εσδ 3:9.
Το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στην επιστροφή από τη βαβυλωνιακή εξορία (537 Π.Κ.Χ.) και στην εξομολόγηση που έκανε το έθνος στις ημέρες του Νεεμία (455 Π.Κ.Χ.) για τις αμαρτίες του εναντίον του Ιεχωβά, την οποία ακολούθησε η επικύρωση της “αξιόπιστης συμφωνίας” με σφραγίδα (Νε 9:4, 5, 38· 10:1, 9, 10), δεν αφήνει περιθώριο να ήταν ένας ο Καδμιήλ ο οποίος αναφέρεται σε όλα αυτά τα περιστατικά. Χωρίς αμφιβολία, κάποιος εκπρόσωπος του οίκου του Καδμιήλ ήταν εκείνος που πήρε μέρος στα δύο αυτά μεταγενέστερα γεγονότα.
-
-
ΚαδμωναίοιΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 2
-
-
ΚΑΔΜΩΝΑΙΟΙ
(Καδμωναίοι) [από μια ρίζα που σημαίνει «ανατολή»].
Λαός που συγκαταλέγεται με άλλα έθνη των οποίων τη γη υποσχέθηκε ο Ιεχωβά στο σπέρμα του Άβραμ. (Γε 15:18-21) Προφανώς ήταν ποιμενική ή νομαδική φυλή, όπως οι Κεναίοι και οι Κενεζαίοι μαζί με τους οποίους αναφέρονται. (Γε 15:19) Η ακριβής θέση της περιοχής τους είναι αβέβαιη, αν και προβάλλεται η εκδοχή ότι κατοικούσαν στη Συριακή Έρημο, ανάμεσα στη Συροπαλαιστίνη και στον ποταμό Ευφράτη.
Το εβραϊκό όνομα αυτού του λαού (καδμωνί) συμπίπτει με το επίθετο καδμωνί (ανατολικός, Ιεζ 47:18), γι’ αυτό και μερικοί υποστηρίζουν ότι μπορεί απλώς να σημαίνει «Ανατολίτες» (κάτοικοι της Ανατολής, Κρ 8:10). Ωστόσο, το γεγονός ότι αυτή η εβραϊκή λέξη χρησιμοποιείται ως όνομα στο εδάφιο Γένεση 15:19 δείχνει ότι είναι δυνατόν να αναφέρεται σε κάποια συγκεκριμένη φυλή.
-
-
ΚαθαρισμόςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 2
-
-
ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΣ
Βλέπε ΚΑΘΑΡΟΣ, ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΑ.
-
-
Καθαριστής ΡούχωνΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 2
-
-
ΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΡΟΥΧΩΝ
Άτομο το οποίο στους Βιβλικούς χρόνους έπλενε χρησιμοποιημένα ρούχα, καθώς επίσης κατεργαζόταν καινούρια υφάσματα υποβάλλοντάς τα σε λεύκανση, συρρίκνωση και αφαίρεση των λιπαρών ουσιών, στα πλαίσια της προετοιμασίας για τη βαφή. Στην εβραϊκή ο όρος προέρχεται προφανώς από μια ρίζα που σημαίνει «ποδοπατώ», δηλαδή πλένω κάτι πατώντας το με τα πόδια ώστε να μαλακώσει η βρωμιά. (Μαλ 3:2· βλέπε ΛΟΥΤΡΟ, ΛΟΥΣΙΜΟ.) Η λέξη γναφεύς του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου, που αποδίδεται «καθαριστής ρούχων», είναι συγγενική με τη λέξη γνάφος (το φυτό δίψακος ο γναφευτικός [Dipsacus fullonum] ή αγκαθόχτενο· χτένι για το ξάσιμο του μαλλιού) και αναφέρεται σε κάποιον ο οποίος κατεργάζεται καινούρια υφάσματα ή πλένει και τρίβει λερωμένα ενδύματα.
Οι καθαριστές ρούχων στους αρχαίους καιρούς ίσως είχαν τη δυνατότητα να ασπρίζουν τα ρούχα σε μεγάλο βαθμό με καθάρισμα και λεύκανση. Εντούτοις, περιγράφοντας την απαράμιλλη λευκότητα των ενδυμάτων του Ιησού κατά τη σκηνή της μεταμόρφωσης, ο Μάρκος λέει: «Τα εξωτερικά του ενδύματα έγιναν λαμπερά, πολύ πιο λευκά από όσο θα μπορούσε να τα λευκάνει οποιοσδήποτε καθαριστής ρούχων στη γη».—Μαρ 9:3.
Άλκαλι. Στην εβραϊκή, η λέξη που αποδίδεται άλκαλι είναι νέθερ, ένα ανθρακικό άλας του νατρίου το οποίο ονομάζεται επίσης νάτρο. Αποκαλείται «ορυκτό άλκαλι» για να διακρίνεται από το «φυτικό άλκαλι». Το νάτρο αποτελεί τη φυσική μορφή του χημικού και εμπορικού προϊόντος που είναι γνωστό ως σόδα. Στο εδάφιο Παροιμίες 25:20 γίνεται νύξη για τις φυσαλίδες που δημιουργούνται όταν αυτό το άλκαλι αναμειγνύεται με ασθενές οξύ. Μολονότι σε ορισμένες μεταφράσεις ονομάζεται «νίτρο», δεν πρέπει να συγχέεται με το σύγχρονο νίτρο, το οποίο μπορεί να είναι είτε νιτρικό κάλιο είτε νιτρικό νάτριο.
Από μόνο του ή ως συστατικό σαπουνιού, το συγκεκριμένο άλκαλι είναι πολύ αποτελεσματικό καθαριστικό. Αυτό το στοιχείο προσθέτει βαρύτητα στα λόγια του Ιεχωβά σχετικά με το βάθος της αμαρτωλότητας του Ισραήλ: «Ακόμη και αν πλενόσουν με άλκαλι και έπαιρνες για τον εαυτό σου μεγάλες ποσότητες αλισίβας, το σφάλμα σου θα ήταν κηλίδα ενώπιόν μου».—Ιερ 2:22.
Ο αρχαίος κόσμος προμηθευόταν αυτό το άλκαλι από διάφορες πηγές—από λίμνες ή ιζηματογενή πετρώματα στη Συρία, στην Ινδία, στην Αίγυπτο και στις νοτιοανατολικές ακτές της Νεκράς Θαλάσσης. Είναι γνωστό ότι οι Αιγύπτιοι και άλλοι δεν το χρησιμοποιούσαν μόνο ως απορρυπαντικό, αλλά υποκαθιστούσαν με αυτό τη μαγιά στην αρτοποιία, το πρόσθεταν στο κρέας για να μαλακώσει κατά το βράσιμο, το αναμείγνυαν με ξίδι για να θεραπεύουν τον πονόδοντο και το χρησιμοποιούσαν στην ταρίχευση.
Αλισίβα. Η εβραϊκή λέξη μπορίθ, που μεταφράζεται «αλισίβα» (σε μερικές μεταφράσεις, «σαπούνι»), αναφέρεται σε ένα φυτικό άλκαλι σε αντιδιαστολή με το νέθερ, το αποκαλούμενο ορυκτό άλκαλι. Η διάκριση δεν γινόταν με βάση τη χημική
-