ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΤΗΤΑ
Ευπείθεια, υποχωρητικότητα ή υποταγή σε ανωτέρους, στο νόμο ή σε συγκεκριμένη διευθέτηση πραγμάτων. Στο ζήτημα αυτό περιλαμβάνεται η υποταγή του Ιησού Χριστού στον Πατέρα του (1Κο 15:27, 28), της Χριστιανικής εκκλησίας στον Ιησού (Εφ 5:24) και στον Θεό (Εβρ 12:9· Ιακ 4:7), των Χριστιανών ατομικά σε εκείνους που αναλαμβάνουν την ηγεσία στην εκκλησία (1Κο 16:15, 16· Εβρ 13:17, υποσ.· 1Πε 5:5), των Χριστιανών γυναικών στην εκκλησιαστική διευθέτηση σχετικά με τη διδασκαλία (1Τι 2:11), των δούλων στους ιδιοκτήτες τους (Τιτ 2:9· 1Πε 2:18), των παντρεμένων γυναικών στους συζύγους τους (Εφ 5:22· Κολ 3:18· Τιτ 2:5· 1Πε 3:1, 5), των παιδιών στους γονείς τους (1Τι 3:4· παράβαλε Λου 2:51· Εφ 6:1) και των κυβερνωμένων στους κυβερνώντες ή στις ανώτερες εξουσίες. (Ρω 13:1, 5· Τιτ 3:1· 1Πε 2:13).—Βλέπε ΑΝΩΤΕΡΕΣ ΕΞΟΥΣΙΕΣ· ΗΓΕΣΙΑ· ΥΠΑΚΟΗ.
Η υποτακτικότητα, ή αλλιώς υποταγή, που εκδηλώνει ο Χριστιανός προς ανθρώπους περιλαμβάνει τη συνείδησή του και διέπεται από τη σχέση του με τον Θεό. Συνεπώς, όταν η υποτακτικότητα θα μπορούσε να οδηγήσει σε συμβιβασμό ή σε παραβίαση του θεϊκού νόμου, ο Χριστιανός πρέπει να υπακούσει στον Θεό παρά στους ανθρώπους. (Πρ 5:29) Γι’ αυτό και ο Παύλος και ο Βαρνάβας “δεν υποχώρησαν μέσω υποταγής” στους ψευδαδέλφους οι οποίοι, αντίθετα προς τον αποκαλυμμένο σκοπό του Θεού, υποστήριζαν ότι η περιτομή και η προσκόλληση στο Μωσαϊκό Νόμο αποτελούσαν προϋπόθεση για να σωθεί κάποιος.—Γα 2:3-5· παράβαλε Πρ 15:1, 24-29.
Στο εδάφιο 2 Κορινθίους 9:13 οι συνεισφορές ενός ατόμου για τους άπορους συγχριστιανούς του αναφέρονται ως απόδειξη της υποτακτικότητάς του στα καλά νέα, εφόσον ο Χριστιανός έχει την υποχρέωση να βοηθάει τους άπορους ομοπίστους του.—Ιακ 1:26, 27· 2:14-17.