ΠΟΡΠΗ
Διακοσμητική μεταλλική αγκράφα με καρφίδα ή γλωσσίδιο μέσω των οποίων μπορεί να στερεωθεί στα ρούχα. Κατά την αρχαιότητα, πόρπες φορούσαν και οι άντρες και οι γυναίκες, Έλληνες και Ρωμαίοι. Η ρωμαϊκή πόρπη (fibula) αποτελούνταν σε κάποιες περιπτώσεις από ένα καμπυλωτό μεταλλικό εξάρτημα, στο ένα άκρο του οποίου υπήρχε άγκιστρο και στο άλλο καρφίδα, όπως είναι οι παραμάνες. Οι πόρπες, που δεν είχαν μόνο διακοσμητικό αλλά και χρηστικό ρόλο, χρησιμοποιούνταν για να ενώνουν τις δύο άκρες του πέπλου ή του μανδύα. Οι πόρπες της αρχαιότητας ήταν φτιαγμένες από μπρούντζο, σίδερο, χρυσάφι ή ασήμι. Η χρήση τους στην αρχαία Παλαιστίνη πιστοποιείται από αρχαιολογικά ευρήματα, όπως είναι οι τοξωτές πόρπες που έχουν ανακαλυφτεί στο Τελλ εν-Νάσμπε.
Όταν δόθηκε στους Ισραηλίτες το προνόμιο να συνεισφέρουν για την κατασκευή της σκηνής της μαρτυρίας, άντρες και γυναίκες έφεραν διάφορα στολίδια, μεταξύ των οποίων και «πόρπες» ή «αγκράφες». (Εξ 35:21, 22, υποσ.) Αυτές οι πόρπες ήταν προφανώς στολίδια εν είδει άγκιστρου, δεδομένου ότι η εβραϊκή λέξη (χαχ) που χρησιμοποιείται για αυτές αποδίδεται αλλού «άγκιστρο». (2Βα 19:28) Ωστόσο, οι Γραφές δεν περιγράφουν πώς ήταν αυτές οι πόρπες.—Βλέπε ΣΤΟΛΙΔΙΑ.