ΙΩΑΒ
(Ιωάβ) [Ο Ιεχωβά Είναι Πατέρας].
1. Γιος του Σεραΐα, απόγονος του Κενέζ από τη φυλή του Ιούδα. Ο Ιωάβ ήταν “πατέρας της Γαι-χαρασίμ” (που σημαίνει «Κοιλάδα Τεχνιτών»), «διότι», όπως αναφέρει το Βιβλικό υπόμνημα, οι κάτοικοί της «έγιναν τεχνίτες». Προφανώς, ο Ιωάβ ήταν “πατέρας” ή ιδρυτής της κοινότητας των τεχνιτών που ζούσαν στην κοιλάδα.—1Χρ 4:1, 13, 14· βλέπε ΓΑΙ-ΧΑΡΑΣΙΜ.
2. Ο δεύτερος από τους τρεις γιους της αμφιθαλούς ή ετεροθαλούς αδελφής του Δαβίδ, της Σερουίας (πιθανώς, κόρης της μητέρας του Δαβίδ από προηγούμενο γάμο της με τον Νάας· 2Σα 17:25). Συνεπώς, ο Ιωάβ ήταν ανιψιός του Δαβίδ. Αδελφοί του ήταν ο Αβισαί και ο Ασαήλ. (2Σα 8:16· 1Χρ 2:13-16) Όταν γίνεται λόγος για αυτούς τους τρεις άντρες, αναφέρεται το όνομα της μητέρας και όχι του πατέρα, επειδή εκείνη ήταν αδελφή του Δαβίδ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο γίνεται σαφής η σχέση του Δαβίδ με τους τρεις άντρες.
Χαρακτηριστικά. Ο Ιωάβ ήταν ικανός στρατηγός, άνθρωπος με οργανωτικές ικανότητες, πολυμήχανος και αποφασιστικός. Από την άλλη μεριά, ήταν ένας φιλόδοξος καιροσκόπος, εκδικητικός, πανούργος και μερικές φορές αδίστακτος.
Ο Ιωάβ ήταν επικεφαλής των αντρών του Δαβίδ τον καιρό που ο Ις-βοσθέ, ο γιος του Σαούλ, κυβερνούσε όλο τον Ισραήλ εκτός από τη φυλή του Ιούδα η οποία ήταν αφοσιωμένη στον Δαβίδ. (2Σα 2:10) Οι υπηρέτες του Ις-βοσθέ και του Δαβίδ αντιπαρατάχθηκαν στη Δεξαμενή της Γαβαών. Οι δυνάμεις του Ις-βοσθέ ήταν υπό τις διαταγές του θείου του Σαούλ, του Αβενήρ, ο οποίος ήταν και υπεύθυνος για την ενθρόνιση του Ις-βοσθέ. Καθώς οι άντρες κάθονταν αντικριστά, ο Αβενήρ πρότεινε να μονομαχήσουν 12 άντρες από την κάθε παράταξη. Εκείνοι έπιασαν ο ένας τον άλλον από το κεφάλι και αλληλοδιαπεράστηκαν με τα σπαθιά τους, με αποτέλεσμα να πέσουν όλοι μαζί νεκροί. (2Σα 2:12-16) Εφόσον το ζήτημα δεν διευθετήθηκε με τις μονομαχίες, ακολούθησε μια γενικευμένη συμπλοκή. Όταν αργότερα έγινε απαρίθμηση, διαπιστώθηκε ότι οι δυνάμεις του Ις-βοσθέ είχαν χάσει 360 άντρες, ενώ του Δαβίδ μόνο 20.—2Σα 2:30, 31.
Στη διάρκεια της μάχης, ο Αβενήρ τράπηκε σε φυγή και ο ταχύτατος αδελφός του Ιωάβ, ο Ασαήλ, άρχισε να τον καταδιώκει. Παρά τις αποτρεπτικές παραινέσεις του Αβενήρ και τις προειδοποιήσεις του, ο Ασαήλ εξακολούθησε να τον καταδιώκει, ώσπου τελικά ο Αβενήρ, κάνοντας μια κίνηση προς τα πίσω, τον χτύπησε με την αντίθετη άκρη του δόρατός του και τον διαπέρασε. (2Σα 2:18-23) Φτάνοντας στο λόφο Αμμά, ο Αβενήρ και οι άντρες του συγκεντρώθηκαν στην κορυφή, και από εκεί ο Αβενήρ έκανε έκκληση να σταματήσει η μάχη έτσι ώστε να αποφευχθεί η πικρία και η ακατάπαυστη σφαγή. Σε αυτή την περίπτωση ο Ιωάβ εκδήλωσε πρακτική σοφία λαβαίνοντας υπόψη την έκκληση και επιστρέφοντας στον Δαβίδ, στη Χεβρών.—2Σα 2:24-28, 32.
Φονεύει τον Αβενήρ για εκδίκηση. Παρ’ όλα αυτά, η επιθυμία του Ιωάβ για εκδίκηση σιγόκαιγε μέσα του, και περίμενε την ευκαιρία για να την εκπληρώσει. Στο μεταξύ ήταν απασχολημένος με έναν παρατεταμένο πόλεμο εναντίον του οίκου του Σαούλ, ο οποίος διαρκώς εξασθενούσε ενώ ο Δαβίδ ισχυροποιούνταν. Τελικά ο Αβενήρ, προσβεβλημένος από τον Ις-βοσθέ για κάποιο προσωπικό ζήτημα, έκανε διαθήκη με τον Δαβίδ, υποσχόμενος να φέρει όλο τον Ισραήλ με το μέρος του Δαβίδ. (2Σα 3:6-21) Ο Ιωάβ διαφώνησε έντονα με αυτή τη συναλλαγή, κατηγορώντας τον Αβενήρ ότι ήταν κατάσκοπος. Αλλά προσποιούμενος ότι έτρεφε φιλικά αισθήματα απέναντί του, τον κατέλαβε εξ απροόπτου και τον φόνευσε, παίρνοντας εκδίκηση για τον αδελφό του τον Ασαήλ. Επίσης μπορεί να πίστευε ότι συγχρόνως εξάλειφε έναν πιθανό ανταγωνιστή για τη θέση του διοικητή στο στράτευμα του Δαβίδ.—2Σα 3:22-27.
Όταν ο Δαβίδ άκουσε για το φόνο, αποποιήθηκε τυχόν ενοχή του οίκου του ενώπιον όλου του Ισραήλ και είπε: «Ας γυρίσει αυτή πάνω στο κεφάλι του Ιωάβ και πάνω σε ολόκληρο τον οίκο του πατέρα του, και ας μη λείψει από τον οίκο του Ιωάβ άνθρωπος που να έχει εκκρίσεις ή να είναι λεπρός [άρρωστος] ή άνθρωπος που να κρατάει το περιστρεφόμενο αδράχτι [ενδεχομένως, ανάπηρος] ή να πέφτει από σπαθί ή να του λείπει το ψωμί!» Ο Δαβίδ δεν ανέλαβε δράση τότε εναντίον του Ιωάβ και του Αβισαί, ο οποίος ήταν συνεργός του Ιωάβ στο φόνο, επειδή, όπως είπε ο ίδιος: «Εγώ σήμερα είμαι αδύναμος αν και χρισμένος βασιλιάς, και αυτοί οι άντρες, οι γιοι της Σερουίας, είναι πολύ σκληροί για εμένα. Είθε ο Ιεχωβά να ανταποδώσει σε αυτόν που κάνει το κακό ανάλογα με την κακία του».—2Σα 3:28-30, 35-39.
Διοικητής των Στρατευμάτων του Ισραήλ. Αφού χρίστηκε βασιλιάς όλου του Ισραήλ, ο Δαβίδ ανέβηκε εναντίον της Ιερουσαλήμ (Ιεβούς). Οι Ιεβουσαίοι χλεύασαν τον Δαβίδ, πιστεύοντας ότι η τοποθεσία στην οποία βρίσκονταν ήταν απόρθητη. Αλλά ο Δαβίδ διέκρινε ότι η πόλη ήταν ευάλωτη από τη σήραγγα του νερού. Έτσι λοιπόν, προσφέρθηκε να καταστήσει “κεφαλή και άρχοντα” όποιον θα σκαρφάλωνε μέσα από τη σήραγγα και θα χτυπούσε πρώτος τους Ιεβουσαίους. Ο Ιωάβ ήταν αυτός που ανέβηκε, η πόλη έπεσε στα χέρια του Δαβίδ και ο Ιωάβ ανταμείφθηκε με μια υψηλή θέση, αυτήν του διοικητή των στρατευμάτων του Ισραήλ. (2Σα 5:6-8· 8:16· 20:23· 1Χρ 11:4-8) Ως διοικητής, ο Ιωάβ είχε στη διάθεσή του ένα σώμα δέκα προσωπικών ακολούθων που ήταν οπλοφόροι του, ένας από τους οποίους ήταν ο κραταιός άντρας Ναχαραΐ ο Βερωθίτης.—2Σα 18:15· 1Χρ 11:39.
Μετά την κατάκτηση του Εδώμ από τον Δαβίδ, ο Ιωάβ έμεινε εκεί έξι μήνες σε μια προσπάθεια να εξαλείψει κάθε αρσενικό στον Εδώμ. (2Σα 8:13, 14· 1Βα 11:14-17) Αργότερα, στη μάχη με τους Αμμωνίτες και τους Συρίους, ο Ιωάβ επέδειξε στρατηγικές ικανότητες, θέτοντας τον αδελφό του τον Αβισαί επικεφαλής ενός τμήματος του στρατού για να σπάσει τον κλοιό των εχθρικών δυνάμεων. (2Σα 10:8-14· 1Χρ 19:6-16) Αναμφίβολα, έπαιξε σημαντικό ρόλο και στις άλλες μάχες που διεξήγαγε ο Δαβίδ εναντίον των Φιλισταίων, των Μωαβιτών και άλλων.
Υποστηρίζει τη βασιλεία του Δαβίδ. Όταν πολιορκούσε τη Ραββά του Αμμών, ο Ιωάβ φάνηκε να εκδηλώνει οσιότητα στον Δαβίδ ως τον χρισμένο βασιλιά του Ιεχωβά. Κατέλαβε «την πόλη των νερών», ίσως δηλαδή το τμήμα της πόλης που περιείχε το απόθεμα νερού ή το οχύρωμα που προστάτευε το απόθεμα νερού. Έχοντας καταλάβει αυτό το ζωτικό τμήμα της πόλης, η κυρίως πόλη δεν θα μπορούσε να αντέξει πολύ ακόμη και η παράδοσή της θα ήταν αναπόφευκτη. Αντί να εντείνει την πολιορκία της πόλης μέχρι να τη φέρει ο ίδιος σε πέρας, ο Ιωάβ (είτε σεβόμενος το βασιλιά, είτε για το καλό του Ισραήλ, είτε για δικό του όφελος) φάνηκε να εκδηλώνει το δέοντα σεβασμό για τον επίγειο κύριό του. Είπε ότι προτιμούσε να ολοκληρώσει την κατάληψη της βασιλικής πόλης του εχθρού ο χρισμένος βασιλιάς του Ιεχωβά και να κερδίσει εκείνος τη δόξα για αυτό το επίτευγμα, παρ’ όλο που ο ίδιος είχε κάνει τη ζωτική προεργασία.—2Σα 12:26-31· 1Χρ 20:1-3.
Συνεργάζεται στο θάνατο του Ουρία. Τότε, στη διάρκεια της πολιορκίας της Ραββά, ο Δαβίδ έστειλε μια επιστολή με τον Ουρία η οποία έλεγε στον Ιωάβ να βάλει τον Ουρία στο σκληρότερο μέρος της μάχης για να σκοτωθεί. Ο Ιωάβ συνεργάστηκε απόλυτα σε αυτό το σχέδιο, αλλά στην αναφορά του προς το βασιλιά σχετικά με την έκβαση της μάχης, χρησιμοποίησε επιδέξια αυτό το γεγονός ώστε να μην τον επιπλήξει ο Δαβίδ για το ότι έχασε γενναίους άντρες στη μάχη στέλνοντάς τους πολύ κοντά στο τείχος της πόλης. Στην αναφορά του ο Ιωάβ είπε: «Μερικοί από τους υπηρέτες του βασιλιά πέθαναν· πέθανε επίσης και ο υπηρέτης σου ο Ουρίας ο Χετταίος». Όπως είχε υπολογίσει ο Ιωάβ, η απάντηση του Δαβίδ δεν ενείχε τόνο δυσαρέσκειας αλλά ενθάρρυνσης προς τον Ιωάβ.—2Σα 11:14-25· βλέπε ΔΑΒΙΔ.
Βοηθάει τον Αβεσσαλώμ, στη συνέχεια του αντιτίθεται. Ο Ιωάβ ήταν εκείνος ο οποίος, μετά την παρέλευση τριών χρόνων από την εκτόπιση του Αβεσσαλώμ για το φόνο του ετεροθαλούς αδελφού του τού Αμνών, έστειλε μια γυναίκα από τη Θεκωέ στον Δαβίδ και της υπαγόρευσε τι να πει ως έκκληση για την επιστροφή του Αβεσσαλώμ. Η έκκληση απέδωσε, και ο Ιωάβ έφερε τον Αβεσσαλώμ πίσω στην Ιερουσαλήμ, αν και ο Δαβίδ δεν ήταν διατεθειμένος να τον δει. Αφού πέρασαν δύο χρόνια, ο Αβεσσαλώμ ζήτησε επανειλημμένα από τον Ιωάβ να έρθει σε αυτόν και μετά να πλησιάσει το βασιλιά για λογαριασμό του, αλλά ο Ιωάβ αρνούνταν. Τελικά ο Αβεσσαλώμ κατέφυγε σε ένα τέχνασμα: έβαλε φωτιά σε ένα χωράφι του Ιωάβ σπαρμένο με κριθάρι, κάτι που προκάλεσε την άμεση και οργισμένη αντίδραση του Ιωάβ. Τότε ο Αβεσσαλώμ τού εξήγησε για ποιο λόγο το έκανε αυτό και έπεισε τον Ιωάβ να δει το βασιλιά ώστε να αποκατασταθεί ο Αβεσσαλώμ στην εύνοια του Δαβίδ.—2Σα 13:38· 14:1-33.
Αν και ο Ιωάβ υποστήριξε τον Αβεσσαλώμ εξασφαλίζοντας την επιστροφή του, όταν ο Αβεσσαλώμ στασίασε, ο Ιωάβ υποστήριξε τον Δαβίδ. Ο Δαβίδ έθεσε τον Ιωάβ επικεφαλής του ενός τρίτου των αντρών του, δίνοντας αυστηρές εντολές να φερθούν με ηπιότητα στον Αβεσσαλώμ. Αλλά στη διάρκεια της μάχης ο Ιωάβ παρήκουσε την εντολή του Δαβίδ και σκότωσε τον Αβεσσαλώμ. (2Σα 18:1-17) Σε αυτή την περίπτωση, όπως και σε μερικές άλλες, έβαλε τη δική του κρίση πάνω από τις θεοκρατικές εντολές που είχαν δοθεί μέσω του χρισμένου βασιλιά του Θεού. Είχε, όμως, το θάρρος να μιλήσει στη συνέχεια με τόλμη και ευθύτητα στον Δαβίδ, όταν το πένθος του Δαβίδ για τον Αβεσσαλώμ έθεσε σε κίνδυνο την ενότητα του βασιλείου.—2Σα 19:1-8.
Καθαιρείται, Κατόπιν Ξαναδιορίζεται Αρχηγός του Στρατεύματος. Προφανώς λόγω της ανυπακοής του στο θέμα του θανάτου του Αβεσσαλώμ, ο Δαβίδ τον αντικατέστησε, διορίζοντας τον Αμασά αρχηγό του στρατεύματος. (2Σα 19:13) Ωστόσο, ο Αμασά δεν αποδείχτηκε στρατηγός αντάξιος του Ιωάβ. Όταν ο Δαβίδ τού έδωσε εντολή να συγκεντρώσει τους άντρες του Ιούδα για να πολεμήσουν τον στασιαστή Σεβά, το γιο του Βιχρί, ο Αμασά κάλεσε τον Ιούδα, αλλά ήρθε αργότερα από τον καθορισμένο χρόνο που του είχε θέσει ο Δαβίδ. Επειδή το ζήτημα ήταν επείγον, ο Δαβίδ ανέθεσε στον Αβισαί να καταδιώξει τον Σεβά λέγοντας: «Για να μη βρει οχυρωμένες πόλεις και διαφύγει μπροστά από τα μάτια μας». Στη μάχη που διεξάχθηκε, φαίνεται ότι ο Ιωάβ ανέλαβε την ηγεσία, όπως όταν ήταν αρχηγός του στρατεύματος. Στην επακόλουθη πολιορκία της Αβέλ του Βαιθ-μααχά, οι κάτοικοι της πόλης έριξαν το κεφάλι του Σεβά από το τείχος, ύστερα από αίτημα του Ιωάβ, και ο Ιωάβ χωρίς να καταστρέψει την πόλη αποσύρθηκε και επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ.—2Σα 20:1-7, 14-22.
Δολοφονεί τον Αμασά. Κατά την καταδίωξη του Σεβά, ο Ιωάβ διέπραξε ένα σοβαρό έγκλημα. Όταν ο Αμασά (που ήταν εξάδελφός του· 2Σα 17:25· 1Χρ 2:16, 17) πήγε να τον συναντήσει κοντά στη μεγάλη πέτρα που υπήρχε στη Γαβαών, ο Ιωάβ άφησε να πέσει το σπαθί του από τη θήκη του. Καθώς το σήκωσε, το κράτησε στο αριστερό του χέρι για να το έχει πρόχειρο, ενώ με το δεξί έπιασε τον Αμασά από τη γενειάδα, προσποιούμενος ότι ήθελε να τον φιλήσει. Επειδή ο Αμασά δεν υποψιάστηκε τον κίνδυνο, ο Ιωάβ κατάφερε να τον σκοτώσει με ένα χτύπημα του σπαθιού του. Είναι αλήθεια ότι ο Ιωάβ μπορεί να μην εμπιστευόταν και τόσο τον Αμασά επειδή αυτός είχε ηγηθεί του στασιαστικού στρατεύματος του Αβεσσαλώμ, αλλά ανεξάρτητα από αυτό ο καιροσκόπος Ιωάβ εκμεταλλεύτηκε μια κρίσιμη κατάσταση διαμάχης για να προωθήσει τη δική του σταδιοδρομία δολοφονώντας τον αντίπαλό του. Ο Δαβίδ μπορεί να μην ανέλαβε αμέσως δράση εναντίον του Ιωάβ λόγω της πρόσφατης συνεργασίας του Αμασά με τον Αβεσσαλώμ, καθώς και λόγω του γεγονότος ότι πολύ πρόσφατα ο Ιωάβ είχε πολεμήσει τις στασιαστικές δυνάμεις του Αβεσσαλώμ των οποίων ηγούνταν ο Αμασά. Σύμφωνα με τις φιλόδοξες επιθυμίες του, ο Ιωάβ έγινε και πάλι επικεφαλής του στρατεύματος.—2Σα 20:8-13, 23.
Γιατί δεν εκτέλεσε ο Δαβίδ τον Ιωάβ όταν αυτός δολοφόνησε τον Αβενήρ, και γιατί διόρισε ξανά τον Ιωάβ στρατηγό του στρατεύματος αφού είχε δολοφονήσει και τον Αμασά, ο οποίος είχε γίνει στρατηγός στη θέση του Ιωάβ; Η Αγία Γραφή δεν εξηγεί. Αν ο λόγος ήταν αδυναμία επιβολής του νόμου του Θεού, αυτή μπορεί να οφειλόταν στη δύναμη και στην επιρροή που ασκούσε ο Ιωάβ και η οικογένειά του στο στρατό. Μπορεί επίσης να υπήρχαν και άλλες περιστάσεις που η Γραφή δεν αναφέρει. Όπως και να έχουν τα πράγματα, πρέπει να θυμόμαστε ότι, παρ’ όλο που ο Δαβίδ—καλώς ή κακώς—για κάποιον λόγο δεν εκτέλεσε τον Ιωάβ, ωστόσο δεν τον συγχώρησε, αλλά επιφόρτισε τον γιο και διάδοχό του Σολομώντα να φροντίσει ώστε να πληρώσει ο Ιωάβ για την αχρειότητά του.
Κάνει ελλιπή απογραφή. Σε κάποια άλλη περίπτωση, ο Σατανάς υποκίνησε τον Δαβίδ να προβεί σε παράνομη απογραφή του λαού. Ο Ιωάβ διαμαρτυρήθηκε στον Δαβίδ, αλλά μάταια. Ωστόσο, δεν ολοκλήρωσε την εργασία της απογραφής, εφόσον παρέλειψε τη φυλή του Λευί και του Βενιαμίν «επειδή ο λόγος του βασιλιά υπήρξε απεχθής στον Ιωάβ».—1Χρ 21:1-6· 2Σα 24:1-9· βλέπε ΑΠΟΓΡΑΦΗ.
Συνεργάζεται στην απόπειρα του Αδωνία για κατάληψη του θρόνου. Παρά την υπηρεσία που πρόσφερε στον Δαβίδ κατά το παρελθόν, όταν ο Δαβίδ γέρασε και ήταν άρρωστος ο Ιωάβ τον εγκατέλειψε και συνεργάστηκε στη συνωμοσία του γιου του Δαβίδ, του Αδωνία. (1Βα 1:18, 19) Ίσως το έκανε αυτό επειδή πίστευε ότι, με τον Αδωνία βασιλιά, ο ίδιος θα ήταν η κινητήρια δύναμη πίσω από το θρόνο ή επειδή πίστευε ότι η θέση του θα ήταν πιο εξασφαλισμένη με τον Αδωνία παρά με τον Σολομώντα. Όταν άκουσε ότι ο Δαβίδ είχε κάνει βασιλιά τον Σολομώντα, εγκατέλειψε τον Αδωνία. (1Βα 1:49) Αργότερα, όταν ο Αδωνίας θανατώθηκε, ο Ιωάβ έτρεξε στη σκηνή του Ιεχωβά και πιάστηκε από τα κέρατα του θυσιαστηρίου. (1Βα 2:28) Αυτό δεν του παρείχε άσυλο, επειδή ήταν εκούσιος ανθρωποκτόνος. Γι’ αυτό, ο Σολομών έστειλε τον Βεναΐα για να τον εκτελέσει επί τόπου. Με αυτόν τον τρόπο, ο Σολομών εφάρμοσε τη συμβουλή που του έδωσε ο Δαβίδ στην επιθανάτια κλίνη του να μην αφήσει τα γκρίζα μαλλιά του Ιωάβ να κατεβούν με ειρήνη στον Σιεόλ, λόγω της ενοχής αίματος που έφερε για τη δολοφονία του Αβενήρ και του Αμασά, “δύο αντρών δικαιότερων και καλύτερων από τον ίδιο”. Ο Ιωάβ θάφτηκε στο σπίτι του στην έρημο. Κατόπιν τούτου, επικεφαλής του στρατεύματος έγινε ο Βεναΐας.—1Βα 2:5, 6, 29-35· 11:21.
Τα τελευταία εδάφια (8-12) του 60ού ψαλμού, ενός ψαλμού του Δαβίδ, είναι αφιερωμένα στη νίκη του Ιωάβ επί των Εδωμιτών.—Βλέπε επιγραφή αυτού του ψαλμού.
3. Η κεφαλή μιας οικογένειας “γιων του Φαάθ-μωάβ”, μερικοί από τους οποίους επέστρεψαν το 537 Π.Κ.Χ. μαζί με τον Ζοροβάβελ από τη βαβυλωνιακή εξορία.—Εσδ 2:1, 2, 6· Νε 7:6, 7, 11.
4. Στα εδάφια Έσδρας 8:1, 9, οι “γιοι του Ιωάβ” αναφέρονται μεταξύ εκείνων που επέστρεψαν με τον Έσδρα το 468 Π.Κ.Χ. Εκείνον τον καιρό, κεφαλή της οικογένειας ήταν ο Αβδιού, ο γιος του Ιεχιήλ. Στα συγκεκριμένα εδάφια δεν συνδέονται με τον οίκο του Φαάθ-μωάβ, αλλά είναι πιθανό να ανήκαν στην ίδια οικογένεια ή να είχαν συγγένεια με τον Αρ. 3.